Τα αισθήματα μας βρίσκονται σε συνεχή κίνηση και δεν είναι ποτέ εντελώς παγιωμένα. Ακόμα και όταν κοιμόμαστε, ονειρευόμαστε. Επίσης, δεν υπάρχουν απόλυτα συναισθήματα, αλλά διαβαθμίσεις, ανάλογα με την ένταση που τα βιώνει κανείς. Πάντα υπάρχει το δυναμικό για περισσότερη ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια και παρόλο που ξέρουμε καλά τον εαυτό μας, τα αισθήματα μας, μπορεί συχνά να μας εκπλήξουν!
Η κίνηση των συναισθημάτων μας μπορεί να παρομοιαστεί με τη κίνηση ενός εκκρεμούς. Από τη μέση και προς τη μία πλευρά του εκκρεμούς μπορούμε να θεωρήσουμε τα ‘πάνω’ (highs) της διάθεση μας, ενώ από τη μέση του εκκρεμούς και προς την άλλη πλευρά, τα ‘κάτω’ (lows) της διάθεσης μας.
Όταν το εκκρεμές στραφεί από τη μία πλευρά, τότε στη συνέχεια θα κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση και σταδιακά, με διαδοχικές όλο και μικρότερες ταλαντώσεις, θα επιστρέψει στην ήρεμη θέση του κέντρου. Εκεί και πάλι θα έχει τη δυναμική ενέργεια να ταλαντωθεί εφόσον λάβει ένα ερέθισμα για κίνηση. Μία παρόμοια διαδικασία παρατηρούμε και στη κίνηση των συναισθημάτων μας. Μπορεί καθώς είμαστε ήρεμοι, κοντά στο κέντρο του εκκρεμούς, εύκολα να παρασυρθούμε προς τη μία ή την άλλη πλευρά του.
Για παράδειγμα χτυπάει το τηλέφωνο ή συναντάμε αναπάντεχα κάποιους φίλους που είχαμε πολύ καιρό να δούμε. Η έκπληξη και η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε καθώς τους βλέπουμε, μοιραζόμαστε νέα και κουτσομπολιά μαζί τους, μπορεί γρήγορα να μας ‘ανεβάσουν’ συναισθηματικά και να γίνουμε ενθουσιώδεις, ενεργητικοί και ομιλητικοί. Έχοντας ‘ξεσηκωθεί’ από την επαφή με τους φίλους μας, πιθανώς να μη μπορούμε αμέσως μετά να επιστρέψουμε στην ήρεμη διάθεση που είχαμε προηγουμένως.
Η διάθεση μας ίσως χρειαστεί να ‘πέσει’ στη ‘κάτω’ πλευρά του εκκρεμούς για λίγο, προτού να επανέλθει σταδιακά στη περιοχή του κέντρου όπου βρισκόμαστε αρχικά. Για τους περισσότερους, οι κοινωνικές συναναστροφές συνοδεύονται από εμφανείς μετακινήσεις στο εκκρεμές της διάθεσης.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το εξής: καθώς οδηγώ ήρεμος, συμβαίνει κάτι στο δρόμο και εμπλέκομαι σε ατύχημα. Τα αισθήματα μου γρήγορα εναλλάσσονται σε φόβο και θυμό (‘πάνω αισθήματα’), ίσως γρήγορα να μετατραπούν σε ντροπή και ενοχή για την απροσεξία μου (‘κάτω’ αισθήματα). Σίγουρα δυσκολεύομαι να συνεχίσω την οδήγηση μου αν δεν επιστρέψω πρώτα σε μία πιο ουδέτερη κατάσταση ηρεμίας.
Η εναλλαγή αυτή στο εκκρεμές της διάθεσης, περιγράφει το τι συμβαίνει μέσα μας, στα αισθήματα μας, όχι στο τι φαίνεται εξωτερικά ότι συμβαίνει. Μπορεί να φαίνομαι ήρεμος ενώ μέσα μου να είμαι πολύ ταραγμένος, ή να φαίνομαι πολύ θυμωμένος όταν στη πραγματικότητα είμαι σχετικά ήρεμος.
Η ‘κάτω’, όπως και η ’πάνω’ πλευρά του εκκρεμούς της διάθεσης μας, έχουν και θετικές και αρνητικές ποιότητες. Όταν είμαστε στα ‘πάνω’ της διάθεσης, η ενέργεια μας διαχέεται προς τα έξω και μπορεί να παρουσιάζουμε ενεργητικότητα και εγρήγορση, να νοιώθουμε αισιοδοξία και ενθουσιασμό. Αυτά τα επίπεδα της διάθεσης, μας βοηθούν να είμαστε αποδοτικοί και παραγωγικοί σε καταστάσεις που χρειάζονται πολύ από την ενέργεια μας όπως η απαιτητική εργασία, ο αθλητισμός, οι κοινωνικές συγκεντρώσεις κ.α.
Αν όμως η διάθεση μας ανέβει σε υπερβολικά επίπεδα του ‘πάνω’, μπορεί να γίνουμε ευερέθιστοι («στη τσίτα»), να μην έχουμε υπομονή και συγκέντρωση σε ότι κάνουμε και να θυμώσουμε ή να αγχωθούμε. Μπορεί να καταλήξουμε να κάνουμε μεγαλεπήβολα σχέδια ή να λάβουμε αποφάσεις με μεγάλο ρίσκο.
Όσο πιο ψηλά ‘ανεβαίνουμε’ στο εκκρεμές της διάθεσης, τόσο περισσότερο αδυνατούμε να έχουμε επίγνωση του ‘που είμαστε’, ‘με ποιον είμαστε’ και του ‘τι κάνουμε’. Σε ακραία σημεία του ‘πάνω’, το να μας διακόψει κανείς ή να μας αλλάξει γνώμη για αυτά που λέμε ή κάνουμε, είναι σχεδόν επώδυνο σε σωματικό επίπεδο για εμάς. Η μόνη επίγνωση που έχουμε είναι αυτή του ‘πάνω’.
Συχνά χρειαζόμαστε κάποιον άλλο να μας καθρεφτίσει το πόσο ψηλά τείνουμε να φτάσουμε και να μας βοηθήσει να χαλαρώσουμε από ένα επικίνδυνο ‘πάνω’ (για παράδειγμα, όταν έχουμε θυμώσει πολύ ή όταν έχουμε μεθύσει επικίνδυνα).
Αντίθετα, τα ‘κάτω’ της διάθεσης μας είναι το αποτέλεσμα της μειωμένης σωματικής και συναισθηματικής μας ενέργειας. Όταν βρισκόμαστε στα ‘κάτω’ της διάθεσης, η ενέργεια μας στρέφεται εντός και έχουμε τη τάση να επικεντρωνόμαστε στη κριτική του εαυτού μας, των σχέσεων μας, και των επιλογών μας. Όταν είμαστε στα ‘κάτω’ της διάθεσης, μπορεί να νοιώθουμε ότι δε θέλουμε να δούμε πολύ κόσμο, ή βαριόμαστε να κάνουμε πράγματα. Τέτοια σημεία του ‘κάτω’ ίσως μας επιτρέπουν να κάτσουμε σπίτι να ξεκουραστούμε, να περισυλλέξουμε την ενέργεια μας, ή να κάνουμε δημιουργική εργασία, όπως η συγγραφή ή κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Αν όμως βρεθούμε σε ιδιαίτερα χαμηλά σημεία του ‘κάτω’, ίσως καταλήξουμε να μην έχουμε όρεξη και ικανότητα να κάνουμε τίποτα. Όσο πιο ‘κάτω’ πέφτουμε στη διάθεση μας, έχουμε τη τάση να επικεντρωνόμαστε στο πόνο που υπάρχει γύρω μας, ενώ αποκλείουμε τη στοργή που μας περιβάλλει. Ενέχει ο πειρασμός να παραμείνουμε εστιασμένοι στον αρνητισμό και τα προβλήματα: τις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης, τη βία στο κόσμο, τον εγωισμό και την ανειλικρίνεια, την έλλειψη νοήματος στις ζωές μας, το αναπόφευκτο του θανάτου, το βάθος του πεσιμισμού και την αδυναμία να κρατηθούν οι σχέσεις και οι γάμοι!
Μερικά από αυτά τα αισθήματα μπορεί να είναι ευχάριστα ή χρήσιμα για εμάς. Αυτό όμως που πρέπει να προσέχουμε είναι το να έχουμε επίγνωση της διαδικασίας που συμβαίνει. Όταν είμαστε στα ‘κάτω’, δεν είμαστε ισορροπημένοι στο πως αξιολογούμε τα πράγματα. Μπορεί να επιμένουμε ότι είμαστε ήρεμοι και στο κέντρο μας, ενώ είναι ξεκάθαρο για κάποιον άλλο, ότι είμαστε αρνητικοί και στα ’κάτω’ μας (όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν είμαστε άρρωστοι σωματικά ή ευάλωτοι ψυχολογικά μετά από ένα χωρισμό ή τσακωμό).
Έτσι λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι και οι δύο πλευρές του εκκρεμούς της διάθεσης μας μπορούν να είναι θετικές η αρνητικές ανάλογα με την ένταση τους, το μήκος της ταλάντωσης δηλαδή, το πόσο απομακρύνονται από το κέντρο. Όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο και βαδίζουμε προς τη μία ή την άλλη άκρη του εκκρεμούς, τόσο πιο μεγάλη ένταση έχουν τα αισθήματα μας και τόσο περισσότερη επιρροή ασκούν στο σώμα μας, τη ψυχή, το μυαλό και τη συμπεριφορά μας. Όταν βρισκόμαστε στα ακραία σημεία δεν είμαστε αποδοτικοί και το πιθανότερο είναι να πληγωθούμε ή να πληγώσουμε τους άλλους γύρω μας. Επιπλέον, με κάθε κίνηση του εκκρεμούς από τη μία πλευρά, είναι αναμενόμενο ότι τι εκκρεμές θα κινηθεί στη συνέχεια σε αντίστοιχο πλάτος ταλάντωσης από την άλλη πλευρά (Μετά από κάθε ‘πάνω’ έρχεται ένα κάτω’). Οι εναλλαγές που συμβαίνουν μεταξύ ακραίων σημείων της διάθεσης, είναι επώδυνες γιατί είναι απότομες και έχουν μία χροιά καταναγκασμού, και μειωμένου ελέγχου από μέρους μας. Αντίθετα, όσο πιο κοντά στο κέντρο γίνονται οι εναλλαγές αυτές, μπορούμε να κινηθούμε περισσότερο άνετα και ευέλικτα προς όλα τα συναισθήματα (‘πάνω’ και ‘κάτω’), χωρίς να βιώσουμε επώδυνες επιπτώσεις.
Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι τα ακραία σημεία δεν είναι καλά σημεία για να αξιολογούμε τις καταστάσεις και να παίρνουμε αποφάσεις. Αυτό γιατί μας λείπει η ισορροπία. Η διάθεση μας ‘χρωματίζει’ το πώς αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις και η διάθεση μας είναι περισσότερο συνειδητοποιημένη (και υπό αυτή την έννοια περισσότερο έγκυρη) όταν βρισκόμαστε κοντά στο κέντρο. Στο κέντρο του εκκρεμούς, δε θα λέγαμε ότι τα αισθήματα μας είναι σε ακινησία. Μία σωστότερη τοποθέτηση είναι ότι όταν βρισκόμαστε σε ένα εύρος κοντά στο κέντρο, βρισκόμαστε σε μία περιοχή σχετικής και ανεκτής ηρεμίας. Εκεί είμαστε ‘γειωμένοι’, σε επαφή με τον εαυτό μας αλλά και με τον κόσμο. Είναι μία σχετικά ουδέτερη συναισθηματική διάθεση στο παρόν που επιτρέπει τη καλύτερη διαχείριση των συναισθημάτων μας. Στο κέντρο έχουμε περισσότερο έλεγχο για τις επιλογές μας. Εκεί μπορούμε να αποφασίσουμε πόσο θα ‘ανέβουμε’ πίνοντας αλκοόλ σε μία έξοδο, πόσο θα φωνάξουμε σε ένα καυγά, ή πόσες υποχωρήσεις θα κάνουμε πριν χωρίσουμε με τη σχέση μας).
Το τί επαναφέρει το κάθε ένα από εμάς στο κέντρο του, είναι υποκειμενικό. Για πολλούς, η χαλάρωση στο σπίτι, η μουσική, ο διαλογισμός, η βόλτα στη φύση, η ήπια άθληση, η επαφή με τους αγαπημένους μας, αποτελούν δραστηριότητες που επαναφέρουν το άτομο στο κέντρο του. Ακόμα και η απλή διακοπή / αλλαγή του περιβάλλοντος από μία δραστηριότητα, όπως το να πάμε τουαλέτα, μπορεί να μας διασφαλίσει την απαιτούμενη απόσταση από τη κατάσταση στην οποία τείνουμε να ‘ανέβουμε’ ή να ‘πέσουμε’ πολύ χαμηλά.
Στη ζωή μας χρειαζόμαστε τόσο το δυναμισμό και το ρίσκο του ‘πάνω’ όσο και τη βαθιά αυτοκριτική του ‘κάτω’. Η πραγματική μας δύναμη, η υγεία μας και η επίγνωση του εαυτού μας, βρίσκονται επί της ουσίας στην ηρεμία του κέντρου. Το κέντρο είναι ένα σημείο που μας δίνει τη δυνατότητα για συνεργασία, για προσαρμογή και αλλαγή. Είναι ένα υπαρξιακό σημείο όπου μπορούμε να έχουμε αντίληψη τόσο της σημαντικότητας του εαυτού μας σε αυτό τον κόσμο, όσο και της ματαιότητας αυτού του κόσμου στο πέρασμα του χρόνου…
Η κίνηση των συναισθημάτων μας μπορεί να παρομοιαστεί με τη κίνηση ενός εκκρεμούς. Από τη μέση και προς τη μία πλευρά του εκκρεμούς μπορούμε να θεωρήσουμε τα ‘πάνω’ (highs) της διάθεση μας, ενώ από τη μέση του εκκρεμούς και προς την άλλη πλευρά, τα ‘κάτω’ (lows) της διάθεσης μας.
Όταν το εκκρεμές στραφεί από τη μία πλευρά, τότε στη συνέχεια θα κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση και σταδιακά, με διαδοχικές όλο και μικρότερες ταλαντώσεις, θα επιστρέψει στην ήρεμη θέση του κέντρου. Εκεί και πάλι θα έχει τη δυναμική ενέργεια να ταλαντωθεί εφόσον λάβει ένα ερέθισμα για κίνηση. Μία παρόμοια διαδικασία παρατηρούμε και στη κίνηση των συναισθημάτων μας. Μπορεί καθώς είμαστε ήρεμοι, κοντά στο κέντρο του εκκρεμούς, εύκολα να παρασυρθούμε προς τη μία ή την άλλη πλευρά του.
Για παράδειγμα χτυπάει το τηλέφωνο ή συναντάμε αναπάντεχα κάποιους φίλους που είχαμε πολύ καιρό να δούμε. Η έκπληξη και η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε καθώς τους βλέπουμε, μοιραζόμαστε νέα και κουτσομπολιά μαζί τους, μπορεί γρήγορα να μας ‘ανεβάσουν’ συναισθηματικά και να γίνουμε ενθουσιώδεις, ενεργητικοί και ομιλητικοί. Έχοντας ‘ξεσηκωθεί’ από την επαφή με τους φίλους μας, πιθανώς να μη μπορούμε αμέσως μετά να επιστρέψουμε στην ήρεμη διάθεση που είχαμε προηγουμένως.
Η διάθεση μας ίσως χρειαστεί να ‘πέσει’ στη ‘κάτω’ πλευρά του εκκρεμούς για λίγο, προτού να επανέλθει σταδιακά στη περιοχή του κέντρου όπου βρισκόμαστε αρχικά. Για τους περισσότερους, οι κοινωνικές συναναστροφές συνοδεύονται από εμφανείς μετακινήσεις στο εκκρεμές της διάθεσης.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το εξής: καθώς οδηγώ ήρεμος, συμβαίνει κάτι στο δρόμο και εμπλέκομαι σε ατύχημα. Τα αισθήματα μου γρήγορα εναλλάσσονται σε φόβο και θυμό (‘πάνω αισθήματα’), ίσως γρήγορα να μετατραπούν σε ντροπή και ενοχή για την απροσεξία μου (‘κάτω’ αισθήματα). Σίγουρα δυσκολεύομαι να συνεχίσω την οδήγηση μου αν δεν επιστρέψω πρώτα σε μία πιο ουδέτερη κατάσταση ηρεμίας.
Η εναλλαγή αυτή στο εκκρεμές της διάθεσης, περιγράφει το τι συμβαίνει μέσα μας, στα αισθήματα μας, όχι στο τι φαίνεται εξωτερικά ότι συμβαίνει. Μπορεί να φαίνομαι ήρεμος ενώ μέσα μου να είμαι πολύ ταραγμένος, ή να φαίνομαι πολύ θυμωμένος όταν στη πραγματικότητα είμαι σχετικά ήρεμος.
Η ‘κάτω’, όπως και η ’πάνω’ πλευρά του εκκρεμούς της διάθεσης μας, έχουν και θετικές και αρνητικές ποιότητες. Όταν είμαστε στα ‘πάνω’ της διάθεσης, η ενέργεια μας διαχέεται προς τα έξω και μπορεί να παρουσιάζουμε ενεργητικότητα και εγρήγορση, να νοιώθουμε αισιοδοξία και ενθουσιασμό. Αυτά τα επίπεδα της διάθεσης, μας βοηθούν να είμαστε αποδοτικοί και παραγωγικοί σε καταστάσεις που χρειάζονται πολύ από την ενέργεια μας όπως η απαιτητική εργασία, ο αθλητισμός, οι κοινωνικές συγκεντρώσεις κ.α.
Αν όμως η διάθεση μας ανέβει σε υπερβολικά επίπεδα του ‘πάνω’, μπορεί να γίνουμε ευερέθιστοι («στη τσίτα»), να μην έχουμε υπομονή και συγκέντρωση σε ότι κάνουμε και να θυμώσουμε ή να αγχωθούμε. Μπορεί να καταλήξουμε να κάνουμε μεγαλεπήβολα σχέδια ή να λάβουμε αποφάσεις με μεγάλο ρίσκο.
Όσο πιο ψηλά ‘ανεβαίνουμε’ στο εκκρεμές της διάθεσης, τόσο περισσότερο αδυνατούμε να έχουμε επίγνωση του ‘που είμαστε’, ‘με ποιον είμαστε’ και του ‘τι κάνουμε’. Σε ακραία σημεία του ‘πάνω’, το να μας διακόψει κανείς ή να μας αλλάξει γνώμη για αυτά που λέμε ή κάνουμε, είναι σχεδόν επώδυνο σε σωματικό επίπεδο για εμάς. Η μόνη επίγνωση που έχουμε είναι αυτή του ‘πάνω’.
Συχνά χρειαζόμαστε κάποιον άλλο να μας καθρεφτίσει το πόσο ψηλά τείνουμε να φτάσουμε και να μας βοηθήσει να χαλαρώσουμε από ένα επικίνδυνο ‘πάνω’ (για παράδειγμα, όταν έχουμε θυμώσει πολύ ή όταν έχουμε μεθύσει επικίνδυνα).
Αντίθετα, τα ‘κάτω’ της διάθεσης μας είναι το αποτέλεσμα της μειωμένης σωματικής και συναισθηματικής μας ενέργειας. Όταν βρισκόμαστε στα ‘κάτω’ της διάθεσης, η ενέργεια μας στρέφεται εντός και έχουμε τη τάση να επικεντρωνόμαστε στη κριτική του εαυτού μας, των σχέσεων μας, και των επιλογών μας. Όταν είμαστε στα ‘κάτω’ της διάθεσης, μπορεί να νοιώθουμε ότι δε θέλουμε να δούμε πολύ κόσμο, ή βαριόμαστε να κάνουμε πράγματα. Τέτοια σημεία του ‘κάτω’ ίσως μας επιτρέπουν να κάτσουμε σπίτι να ξεκουραστούμε, να περισυλλέξουμε την ενέργεια μας, ή να κάνουμε δημιουργική εργασία, όπως η συγγραφή ή κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Αν όμως βρεθούμε σε ιδιαίτερα χαμηλά σημεία του ‘κάτω’, ίσως καταλήξουμε να μην έχουμε όρεξη και ικανότητα να κάνουμε τίποτα. Όσο πιο ‘κάτω’ πέφτουμε στη διάθεση μας, έχουμε τη τάση να επικεντρωνόμαστε στο πόνο που υπάρχει γύρω μας, ενώ αποκλείουμε τη στοργή που μας περιβάλλει. Ενέχει ο πειρασμός να παραμείνουμε εστιασμένοι στον αρνητισμό και τα προβλήματα: τις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης, τη βία στο κόσμο, τον εγωισμό και την ανειλικρίνεια, την έλλειψη νοήματος στις ζωές μας, το αναπόφευκτο του θανάτου, το βάθος του πεσιμισμού και την αδυναμία να κρατηθούν οι σχέσεις και οι γάμοι!
Μερικά από αυτά τα αισθήματα μπορεί να είναι ευχάριστα ή χρήσιμα για εμάς. Αυτό όμως που πρέπει να προσέχουμε είναι το να έχουμε επίγνωση της διαδικασίας που συμβαίνει. Όταν είμαστε στα ‘κάτω’, δεν είμαστε ισορροπημένοι στο πως αξιολογούμε τα πράγματα. Μπορεί να επιμένουμε ότι είμαστε ήρεμοι και στο κέντρο μας, ενώ είναι ξεκάθαρο για κάποιον άλλο, ότι είμαστε αρνητικοί και στα ’κάτω’ μας (όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν είμαστε άρρωστοι σωματικά ή ευάλωτοι ψυχολογικά μετά από ένα χωρισμό ή τσακωμό).
Έτσι λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι και οι δύο πλευρές του εκκρεμούς της διάθεσης μας μπορούν να είναι θετικές η αρνητικές ανάλογα με την ένταση τους, το μήκος της ταλάντωσης δηλαδή, το πόσο απομακρύνονται από το κέντρο. Όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο και βαδίζουμε προς τη μία ή την άλλη άκρη του εκκρεμούς, τόσο πιο μεγάλη ένταση έχουν τα αισθήματα μας και τόσο περισσότερη επιρροή ασκούν στο σώμα μας, τη ψυχή, το μυαλό και τη συμπεριφορά μας. Όταν βρισκόμαστε στα ακραία σημεία δεν είμαστε αποδοτικοί και το πιθανότερο είναι να πληγωθούμε ή να πληγώσουμε τους άλλους γύρω μας. Επιπλέον, με κάθε κίνηση του εκκρεμούς από τη μία πλευρά, είναι αναμενόμενο ότι τι εκκρεμές θα κινηθεί στη συνέχεια σε αντίστοιχο πλάτος ταλάντωσης από την άλλη πλευρά (Μετά από κάθε ‘πάνω’ έρχεται ένα κάτω’). Οι εναλλαγές που συμβαίνουν μεταξύ ακραίων σημείων της διάθεσης, είναι επώδυνες γιατί είναι απότομες και έχουν μία χροιά καταναγκασμού, και μειωμένου ελέγχου από μέρους μας. Αντίθετα, όσο πιο κοντά στο κέντρο γίνονται οι εναλλαγές αυτές, μπορούμε να κινηθούμε περισσότερο άνετα και ευέλικτα προς όλα τα συναισθήματα (‘πάνω’ και ‘κάτω’), χωρίς να βιώσουμε επώδυνες επιπτώσεις.
Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι τα ακραία σημεία δεν είναι καλά σημεία για να αξιολογούμε τις καταστάσεις και να παίρνουμε αποφάσεις. Αυτό γιατί μας λείπει η ισορροπία. Η διάθεση μας ‘χρωματίζει’ το πώς αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις και η διάθεση μας είναι περισσότερο συνειδητοποιημένη (και υπό αυτή την έννοια περισσότερο έγκυρη) όταν βρισκόμαστε κοντά στο κέντρο. Στο κέντρο του εκκρεμούς, δε θα λέγαμε ότι τα αισθήματα μας είναι σε ακινησία. Μία σωστότερη τοποθέτηση είναι ότι όταν βρισκόμαστε σε ένα εύρος κοντά στο κέντρο, βρισκόμαστε σε μία περιοχή σχετικής και ανεκτής ηρεμίας. Εκεί είμαστε ‘γειωμένοι’, σε επαφή με τον εαυτό μας αλλά και με τον κόσμο. Είναι μία σχετικά ουδέτερη συναισθηματική διάθεση στο παρόν που επιτρέπει τη καλύτερη διαχείριση των συναισθημάτων μας. Στο κέντρο έχουμε περισσότερο έλεγχο για τις επιλογές μας. Εκεί μπορούμε να αποφασίσουμε πόσο θα ‘ανέβουμε’ πίνοντας αλκοόλ σε μία έξοδο, πόσο θα φωνάξουμε σε ένα καυγά, ή πόσες υποχωρήσεις θα κάνουμε πριν χωρίσουμε με τη σχέση μας).
Το τί επαναφέρει το κάθε ένα από εμάς στο κέντρο του, είναι υποκειμενικό. Για πολλούς, η χαλάρωση στο σπίτι, η μουσική, ο διαλογισμός, η βόλτα στη φύση, η ήπια άθληση, η επαφή με τους αγαπημένους μας, αποτελούν δραστηριότητες που επαναφέρουν το άτομο στο κέντρο του. Ακόμα και η απλή διακοπή / αλλαγή του περιβάλλοντος από μία δραστηριότητα, όπως το να πάμε τουαλέτα, μπορεί να μας διασφαλίσει την απαιτούμενη απόσταση από τη κατάσταση στην οποία τείνουμε να ‘ανέβουμε’ ή να ‘πέσουμε’ πολύ χαμηλά.
Στη ζωή μας χρειαζόμαστε τόσο το δυναμισμό και το ρίσκο του ‘πάνω’ όσο και τη βαθιά αυτοκριτική του ‘κάτω’. Η πραγματική μας δύναμη, η υγεία μας και η επίγνωση του εαυτού μας, βρίσκονται επί της ουσίας στην ηρεμία του κέντρου. Το κέντρο είναι ένα σημείο που μας δίνει τη δυνατότητα για συνεργασία, για προσαρμογή και αλλαγή. Είναι ένα υπαρξιακό σημείο όπου μπορούμε να έχουμε αντίληψη τόσο της σημαντικότητας του εαυτού μας σε αυτό τον κόσμο, όσο και της ματαιότητας αυτού του κόσμου στο πέρασμα του χρόνου…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου