Η μη-πράξη είναι ένα σύνολο ενεργειών οι οποίες διαφέρουν ριζικά από ό,τι κάνουμε αυθόρμητα και μηχανικά κατά συνήθεια. Τον έως τώρα αυτόματο τρόπο λειτουργίας μας θα το θεωρήσουμε ως “πράξη”. Ο τρόπος ζωής μας, οι σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, όλες μας οι συμπεριφορές, η κοσμοθεωρία μας, ακόμα και η χρήση της προσοχής μας υπόκεινται στην επήρεια της μηχανικότητας και των συνηθειών οι οποίες μας έχουν επιβληθεί, είτε από το περιβάλλον μέσω της κοινωνικής διαμόρφωσης, είτε από την παραμελημένη ενστικτώδη φύση μας.
Συνεπώς η μη-πράξη συνιστά την οποιαδήποτε σκόπιμη και προσχεδιασμένη εξωτερική ή εσωτερική μας εκδήλωση, η οποία αποκλίνει σημαντικά από τη μέχρι τώρα λειτουργία του εαυτού μας.
Η τεχνική αυτή είναι στην ουσία ένας στρατηγικά προσχεδιασμένος έλεγχος των διαφόρων εκδηλώσεών μας, προκειμένου να επιτύχουμε τις επιθυμητές αλλαγές και να εξασφαλίσουμε μια επαρκή ποσότητα ενέργειας και προσωπικής δύναμης. Απόλυτη προϋπόθεση για την άσκηση της μη-πράξης είναι η συστηματική και μακροχρόνια εκπαίδευση στην ανακεφαλαίωση, η οποία έχει αναλυθεί επαρκώς στο αντίστοιχο κεφάλαιο, δηλαδή στην ανασκόπηση των περιστατικών της ζωής μας καθώς και των καθημερινών γεγονότων, με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουμε περιγράψει.
Με την ανακεφαλαίωση τακτοποιούμε και απελευθερώνουμε το ενεργειακό μας δυναμικό, γεγονός που έχει ως συνέπεια την απόκτηση της απαιτούμενης νηφαλιότητας, με τη βοήθεια της οποίας πλέον μπορούμε να σχεδιάσουμε και να αποφασίσουμε τις αλλαγές που πρέπει να επιβάλλουμε στον εαυτό μας. Διαφορετικά οι ενέργειές μας θα είναι επηρεασμένες από διάφορα “αξεδιάλυτα” περιστατικά και από απωθημένες επιθυμίες, έτσι αντί για μια ουσιαστική μη-πράξη θα αναπαράγουμε τα ίδια πρότυπα συμπεριφοράς, εξαπατώντας τον εαυτό μας.
Ας δούμε την τεχνική αυτή στη λειτουργία της. Έστω πως μέσω της ανακεφαλαίωσης διαπιστώσαμε ότι την καθημερινή μας συμπεριφορά χαρακτηρίζει ένα είδος ανυπομονησίας και εκνευρισμού. Η ίδια η ανακεφαλαίωση ασκούμενη με τον περιγραφέντα τρόπο, μας αποστασιοποιεί από τη συνήθεια αυτή, εξαγνίζοντας το ενεργειακό μας δυναμικό. Όμως δεν αποκλείεται η κακή συνήθεια του εκνευρισμού να επανέρχεται συνεχώς, διότι δεν είναι εύκολο να αποβληθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης της ζωής ο οποίος μας συνοδεύει για χρόνια και έχει ουσιαστικά καταστεί δεύτερη φύση.
Η εργασία αποκατάστασης της φυσικής τάξης μέσα μας, δηλαδή της ήρεμης και ψύχραιμης αυτοκυριαρχίας, η οποία ξεκίνησε με την ανακεφαλαίωση ολοκληρώνεται με τη μη-πράξη. Αποφασίζουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας να διατηρούμε μια στάση ηρεμίας και σύνεσης, σε αντίθεση με τον έως τώρα εκνευρισμό μας. Η απόφασή μας αυτή χαρακτηρίζεται από μια βεβαιότητα διότι με την ανακεφαλαίωση έχουμε διαπιστώσει απολύτως τις βλαβερές συνέπειες της ανυπομονησίας και έχουμε αποκαταστήσει επαρκώς το ενεργειακό μας δυναμικό, ώστε η πρόθεση για αλλαγή συμπεριφοράς είναι χαρακτηριστικό αυτογνωσίας και νηφαλιότητας.
Επειδή η ανακεφαλαίωση συνιστά μια σημαντική προεργασία, οι αποφάσεις μας είναι ειλικρινείς. Αυτό μας επιτρέπει να ασκήσουμε πίεση στον εαυτό μας, διότι οι αποφασισθείσες αλλαγές είναι προϊόν της δικής μας θέλησης, άρα δεν τίθεται θέμα κάποιας αυτοκαταπίεσης. Καταπιεζόμαστε μόνο όταν οι πράξεις μας δεν είναι απόρροια της προσωπικής μας βούλησης και συνείδησης.
Άρα ως μη-πράξη τηρούμε ήρεμη στάση στις καθημερινές προκλήσεις ακόμα και αν μέσα μας είμαστε εκνευρισμένοι. Αυτή η τακτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος “πνευματικής υποκριτικής”, η οποία ασφαλώς δεν αποσκοπεί στο να εξαπατήσουμε τον περίγυρό μας δίνοντας την ψευδή εντύπωση ενός ήρεμου ανθρώπου, αλλά αποσκοπεί στο να επιδράσουμε στον ψυχικό μας κόσμο με τρεις τρόπους. Ο πρώτος είναι η κατανόηση των συνεπειών του εκνευρισμού πράγμα που τον καθιστά ανεπιθύμητο, ο δεύτερος είναι η άμεση χρήση της δύναμης της θέλησης με την οποία τον σταματάμε και ο τρίτος είναι η έμμεση επίδραση που ασκεί η εξωτερική συμπεριφορά στα συναισθήματά μας.
Στο παράδειγμα που εξετάσαμε η μη-πράξη επεκτείνει τα αποτελέσματα της ανακεφαλαίωσης σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας και σε όλους τους τομείς. Αν είμαστε, όπως είπαμε, σε θέση με τη δύναμη της θέλησης να κατευνάζουμε τον εκνευρισμό μας, τότε η μη-πράξη θα φέρει άμεσα αποτελέσματα. Διαφορετικά θα πάρει τη μορφή ενός “ρόλου”. Ο ρόλος αυτός είναι το να συμπεριφερόμαστε εξωτερικά σαν να είμαστε ήρεμοι εσωτερικά. Η αυτοπειθαρχία που απαιτείται προκειμένου να προσομοιώσουμε τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά ηρεμίας οδηγεί στην αύξηση του ενεργειακού μας δυναμικού και τελικά στο να τα αφομοιώσουμε εσωτερικά και να καταστούμε πραγματικά ήρεμοι.
Η μη-πράξη μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται σε μια πληθώρα εκδηλώσεων και λειτουργιών, αν επιθυμούμε ειλικρινά να αλλάξουμε ως άνθρωποι προς το καλύτερο. Δρώντας με ασυνήθιστους για μας τρόπους εξασφαλίζουμε μια σημαντική ποσότητα ενέργειας και αρχίζουμε να “βλέπουμε” τη ζωή από διαφορετικές οπτικές γωνίες, γεγονός που αυξάνει το εύρος της συνειδητότητάς μας.
Με τη βοήθεια της μη-πράξης δίνουμε “μάχες” αυξάνοντας την προσωπική μας δύναμη. Ασκούμε τον “έλεγχο του πολεμιστή” και διακόπτουμε τις διαρροές ενέργειας. Η κατάληξη πρέπει να είναι το να ζούμε ολόκληρη την ημέρα ως μια σύνθετη και συνεχή μη-πράξη, πράγμα που σημαίνει πως κάθε περιστατικό της καθημερινότητας αντιμετωπίζεται με έναν προσχεδιασμένο τρόπο, διαφορετικό από αυτόν που συνηθίσαμε έως τώρα, έχοντας ως οδηγό τις νηφάλιες συνειδητοποιήσεις της ανακεφαλαίωσης. Κάθε γεγονός είναι και μια πρόκληση για βελτίωση και συνειδητή αλλαγή. Κανένα καθημερινό συμβάν δεν το ζούμε απλώς “αφημένοι”, ή “ξεχασμένοι” και ιδιαίτερα αυτό ισχύει για τη ρύθμιση των συναισθημάτων μας, τα οποία πρέπει να είναι βασικός στόχος των μη πράξεών μας.
Η μη-πράξη διακόπτει τη “ροή” της μηχανικότητας μέσα μας, πράγμα που ισχύει επίσης για την ίδια μας την προσοχή και μπορεί να έχει μια θα λέγαμε διαλογιστική εφαρμογή. Το σταμάτημα του εσωτερικού διαλόγου θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως τη “μη-πράξη της εσωτερικής ομιλίας”.
Αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα αντικείμενο ο νους μας το αναγνωρίζει και μέσω μιας διαδικασίας συνειρμών το εντάσσει σε ένα πλαίσιο κατανόησης και ερμηνείας. Π.χ. αντικρίζω ένα αυτοκίνητο, δηλαδή ένα όχημα που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ανθρώπων, που καταναλώνει βενζίνη, ρυπαίνει το περιβάλλον, είναι υπεύθυνο κατά μεγάλο μέρος για το σύγχρονο τρόπο ζωής κλπ... Αν όμως συγκεντρώσουμε όλη μας την προσοχή με τη μέγιστη ένταση σε ένα μόνο τμήμα του αντικειμένου τότε δεν έχουμε επίγνωση του συνόλου και έτσι διακόπτουμε την ερμηνευτική ροή σκέψεων. Δεν το αναγνωρίζουμε πλέον διότι έχουμε εστιαστεί σε ένα μόνο μέρος του και ο νους μας αδυνατεί να το συνδέσει με τα συνηθισμένα για μας πρότυπα ερμηνείας και συνειρμών. Έτσι ο εσωτερικός μας διάλογος σταματάει.
Με την ίδια “τεχνική” μπορούμε να αποσυνδέσουμε ένα συναίσθημα από την υπόλοιπη δομή της προσωπικότητάς μας και έτσι να το θέσουμε υπό τον έλεγχό μας. Μια συγκίνηση δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητη από το εγώ μας με το οποίο είναι συνυφασμένη και αν την αντικρίσουμε μέσω μιας κατάστασης αυξημένης, αλλά και εστιασμένης προσοχής, τότε αυτή παύει πλέον να υφίσταται. Σε αυτή την κατάσταση δεν έχουμε καμία επίγνωση της προσωπικότητας, του εαυτού μας, ή του εγώ μας, αλλά μόνο του συγκεκριμένου συναισθήματος. Και λόγω του ότι αυτό είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, συστατικό μέρος του οποίου είναι και το εγώ μας, “αποσυναρμολογείται” άμεσα και εξαφανίζεται.
Ο διαφορετικός τρόπος χρήσης της προσοχής μας στα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα είναι μη-πράξη της προσοχής. Έχοντας μια “νωχελική” και “γενική” επίγνωση ενός συναισθήματος το συνδέουμε με τον εαυτό μας – εγώ μας – κοσμοθεώρησή μας και έτσι επιβιώνει. Αυτό είναι “πράξη” στην περίπτωση αυτή. Αν όμως συγκεντρωθούμε έντονα στο συναίσθημα διατηρούμε την επίγνωσή του, αλλά έχουμε αποσύρει την προσοχή από το εγώ μας και το συγκινησιακό φαινόμενο αποσυναρμολογείται. Μια συγκίνηση - συναίσθημα αποτελείται από κάποια εντύπωση συνυφασμένη με την αντίδραση του εγώ μας, και όταν εμείς μέσω της συγκέντρωσης “αφαιρέσουμε” το ένα από τα δύο συστατικά της η συγκίνηση δεν μπορεί να υπάρξει, διότι δεν έχει όλα της τα μέρη διαθέσιμα.
Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει πως η περιγραφείσα διαδικασία θυμίζει το φαινόμενο της ψυχολογικής απώθησης. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως η απώθηση είναι ένα είδος κακομεταχείρισης της μη-πράξης και διαγνωστικό εργαλείο για τον εντοπισμό της εσφαλμένης χρήσης της προσοχής είναι η ύπαρξη εσωτερικού διαλόγου. Αν “μιλάμε στον εαυτό μας” την ώρα που εστιαζόμαστε σε μια συγκίνηση, τότε πολύ πιθανόν να οδηγηθούμε σε αυτοδικαιολόγηση ή και σε απωθήσεις, διότι έχουμε πέσει στην παγίδα της φαντασίας. Η μη-πράξη δεν γίνεται εξαπατώντας τον εαυτό μας με φαντασιώσεις και θεωρίες, αλλά γίνεται με την προσοχή και τη βούληση.
Όμως οι άνθρωποι που εύκολα δημιουργούν απωθήσεις, νευρώσεις, αυτοκατάκριση, ή αυτοδικαιώνονται συνεχώς, είναι ακατάλληλοι για να ακολουθήσουν την Οδό του Πολεμιστή. Απαιτείται ένα αρχικό “κεφάλαιο” προσωπικής δύναμης για να ξεκινήσει κανείς, το οποίο δυστυχώς όσοι είναι επιρρεπείς σε ψυχολογικά προβλήματα, προλήψεις, θεωρητικολογίες και φαντασιώσεις, δεν διαθέτουν.
Συνεπώς η μη-πράξη συνιστά την οποιαδήποτε σκόπιμη και προσχεδιασμένη εξωτερική ή εσωτερική μας εκδήλωση, η οποία αποκλίνει σημαντικά από τη μέχρι τώρα λειτουργία του εαυτού μας.
Η τεχνική αυτή είναι στην ουσία ένας στρατηγικά προσχεδιασμένος έλεγχος των διαφόρων εκδηλώσεών μας, προκειμένου να επιτύχουμε τις επιθυμητές αλλαγές και να εξασφαλίσουμε μια επαρκή ποσότητα ενέργειας και προσωπικής δύναμης. Απόλυτη προϋπόθεση για την άσκηση της μη-πράξης είναι η συστηματική και μακροχρόνια εκπαίδευση στην ανακεφαλαίωση, η οποία έχει αναλυθεί επαρκώς στο αντίστοιχο κεφάλαιο, δηλαδή στην ανασκόπηση των περιστατικών της ζωής μας καθώς και των καθημερινών γεγονότων, με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουμε περιγράψει.
Με την ανακεφαλαίωση τακτοποιούμε και απελευθερώνουμε το ενεργειακό μας δυναμικό, γεγονός που έχει ως συνέπεια την απόκτηση της απαιτούμενης νηφαλιότητας, με τη βοήθεια της οποίας πλέον μπορούμε να σχεδιάσουμε και να αποφασίσουμε τις αλλαγές που πρέπει να επιβάλλουμε στον εαυτό μας. Διαφορετικά οι ενέργειές μας θα είναι επηρεασμένες από διάφορα “αξεδιάλυτα” περιστατικά και από απωθημένες επιθυμίες, έτσι αντί για μια ουσιαστική μη-πράξη θα αναπαράγουμε τα ίδια πρότυπα συμπεριφοράς, εξαπατώντας τον εαυτό μας.
Ας δούμε την τεχνική αυτή στη λειτουργία της. Έστω πως μέσω της ανακεφαλαίωσης διαπιστώσαμε ότι την καθημερινή μας συμπεριφορά χαρακτηρίζει ένα είδος ανυπομονησίας και εκνευρισμού. Η ίδια η ανακεφαλαίωση ασκούμενη με τον περιγραφέντα τρόπο, μας αποστασιοποιεί από τη συνήθεια αυτή, εξαγνίζοντας το ενεργειακό μας δυναμικό. Όμως δεν αποκλείεται η κακή συνήθεια του εκνευρισμού να επανέρχεται συνεχώς, διότι δεν είναι εύκολο να αποβληθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης της ζωής ο οποίος μας συνοδεύει για χρόνια και έχει ουσιαστικά καταστεί δεύτερη φύση.
Η εργασία αποκατάστασης της φυσικής τάξης μέσα μας, δηλαδή της ήρεμης και ψύχραιμης αυτοκυριαρχίας, η οποία ξεκίνησε με την ανακεφαλαίωση ολοκληρώνεται με τη μη-πράξη. Αποφασίζουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας να διατηρούμε μια στάση ηρεμίας και σύνεσης, σε αντίθεση με τον έως τώρα εκνευρισμό μας. Η απόφασή μας αυτή χαρακτηρίζεται από μια βεβαιότητα διότι με την ανακεφαλαίωση έχουμε διαπιστώσει απολύτως τις βλαβερές συνέπειες της ανυπομονησίας και έχουμε αποκαταστήσει επαρκώς το ενεργειακό μας δυναμικό, ώστε η πρόθεση για αλλαγή συμπεριφοράς είναι χαρακτηριστικό αυτογνωσίας και νηφαλιότητας.
Επειδή η ανακεφαλαίωση συνιστά μια σημαντική προεργασία, οι αποφάσεις μας είναι ειλικρινείς. Αυτό μας επιτρέπει να ασκήσουμε πίεση στον εαυτό μας, διότι οι αποφασισθείσες αλλαγές είναι προϊόν της δικής μας θέλησης, άρα δεν τίθεται θέμα κάποιας αυτοκαταπίεσης. Καταπιεζόμαστε μόνο όταν οι πράξεις μας δεν είναι απόρροια της προσωπικής μας βούλησης και συνείδησης.
Άρα ως μη-πράξη τηρούμε ήρεμη στάση στις καθημερινές προκλήσεις ακόμα και αν μέσα μας είμαστε εκνευρισμένοι. Αυτή η τακτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος “πνευματικής υποκριτικής”, η οποία ασφαλώς δεν αποσκοπεί στο να εξαπατήσουμε τον περίγυρό μας δίνοντας την ψευδή εντύπωση ενός ήρεμου ανθρώπου, αλλά αποσκοπεί στο να επιδράσουμε στον ψυχικό μας κόσμο με τρεις τρόπους. Ο πρώτος είναι η κατανόηση των συνεπειών του εκνευρισμού πράγμα που τον καθιστά ανεπιθύμητο, ο δεύτερος είναι η άμεση χρήση της δύναμης της θέλησης με την οποία τον σταματάμε και ο τρίτος είναι η έμμεση επίδραση που ασκεί η εξωτερική συμπεριφορά στα συναισθήματά μας.
Στο παράδειγμα που εξετάσαμε η μη-πράξη επεκτείνει τα αποτελέσματα της ανακεφαλαίωσης σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας και σε όλους τους τομείς. Αν είμαστε, όπως είπαμε, σε θέση με τη δύναμη της θέλησης να κατευνάζουμε τον εκνευρισμό μας, τότε η μη-πράξη θα φέρει άμεσα αποτελέσματα. Διαφορετικά θα πάρει τη μορφή ενός “ρόλου”. Ο ρόλος αυτός είναι το να συμπεριφερόμαστε εξωτερικά σαν να είμαστε ήρεμοι εσωτερικά. Η αυτοπειθαρχία που απαιτείται προκειμένου να προσομοιώσουμε τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά ηρεμίας οδηγεί στην αύξηση του ενεργειακού μας δυναμικού και τελικά στο να τα αφομοιώσουμε εσωτερικά και να καταστούμε πραγματικά ήρεμοι.
Η μη-πράξη μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται σε μια πληθώρα εκδηλώσεων και λειτουργιών, αν επιθυμούμε ειλικρινά να αλλάξουμε ως άνθρωποι προς το καλύτερο. Δρώντας με ασυνήθιστους για μας τρόπους εξασφαλίζουμε μια σημαντική ποσότητα ενέργειας και αρχίζουμε να “βλέπουμε” τη ζωή από διαφορετικές οπτικές γωνίες, γεγονός που αυξάνει το εύρος της συνειδητότητάς μας.
Με τη βοήθεια της μη-πράξης δίνουμε “μάχες” αυξάνοντας την προσωπική μας δύναμη. Ασκούμε τον “έλεγχο του πολεμιστή” και διακόπτουμε τις διαρροές ενέργειας. Η κατάληξη πρέπει να είναι το να ζούμε ολόκληρη την ημέρα ως μια σύνθετη και συνεχή μη-πράξη, πράγμα που σημαίνει πως κάθε περιστατικό της καθημερινότητας αντιμετωπίζεται με έναν προσχεδιασμένο τρόπο, διαφορετικό από αυτόν που συνηθίσαμε έως τώρα, έχοντας ως οδηγό τις νηφάλιες συνειδητοποιήσεις της ανακεφαλαίωσης. Κάθε γεγονός είναι και μια πρόκληση για βελτίωση και συνειδητή αλλαγή. Κανένα καθημερινό συμβάν δεν το ζούμε απλώς “αφημένοι”, ή “ξεχασμένοι” και ιδιαίτερα αυτό ισχύει για τη ρύθμιση των συναισθημάτων μας, τα οποία πρέπει να είναι βασικός στόχος των μη πράξεών μας.
Η μη-πράξη διακόπτει τη “ροή” της μηχανικότητας μέσα μας, πράγμα που ισχύει επίσης για την ίδια μας την προσοχή και μπορεί να έχει μια θα λέγαμε διαλογιστική εφαρμογή. Το σταμάτημα του εσωτερικού διαλόγου θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως τη “μη-πράξη της εσωτερικής ομιλίας”.
Αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα αντικείμενο ο νους μας το αναγνωρίζει και μέσω μιας διαδικασίας συνειρμών το εντάσσει σε ένα πλαίσιο κατανόησης και ερμηνείας. Π.χ. αντικρίζω ένα αυτοκίνητο, δηλαδή ένα όχημα που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ανθρώπων, που καταναλώνει βενζίνη, ρυπαίνει το περιβάλλον, είναι υπεύθυνο κατά μεγάλο μέρος για το σύγχρονο τρόπο ζωής κλπ... Αν όμως συγκεντρώσουμε όλη μας την προσοχή με τη μέγιστη ένταση σε ένα μόνο τμήμα του αντικειμένου τότε δεν έχουμε επίγνωση του συνόλου και έτσι διακόπτουμε την ερμηνευτική ροή σκέψεων. Δεν το αναγνωρίζουμε πλέον διότι έχουμε εστιαστεί σε ένα μόνο μέρος του και ο νους μας αδυνατεί να το συνδέσει με τα συνηθισμένα για μας πρότυπα ερμηνείας και συνειρμών. Έτσι ο εσωτερικός μας διάλογος σταματάει.
Με την ίδια “τεχνική” μπορούμε να αποσυνδέσουμε ένα συναίσθημα από την υπόλοιπη δομή της προσωπικότητάς μας και έτσι να το θέσουμε υπό τον έλεγχό μας. Μια συγκίνηση δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητη από το εγώ μας με το οποίο είναι συνυφασμένη και αν την αντικρίσουμε μέσω μιας κατάστασης αυξημένης, αλλά και εστιασμένης προσοχής, τότε αυτή παύει πλέον να υφίσταται. Σε αυτή την κατάσταση δεν έχουμε καμία επίγνωση της προσωπικότητας, του εαυτού μας, ή του εγώ μας, αλλά μόνο του συγκεκριμένου συναισθήματος. Και λόγω του ότι αυτό είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, συστατικό μέρος του οποίου είναι και το εγώ μας, “αποσυναρμολογείται” άμεσα και εξαφανίζεται.
Ο διαφορετικός τρόπος χρήσης της προσοχής μας στα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα είναι μη-πράξη της προσοχής. Έχοντας μια “νωχελική” και “γενική” επίγνωση ενός συναισθήματος το συνδέουμε με τον εαυτό μας – εγώ μας – κοσμοθεώρησή μας και έτσι επιβιώνει. Αυτό είναι “πράξη” στην περίπτωση αυτή. Αν όμως συγκεντρωθούμε έντονα στο συναίσθημα διατηρούμε την επίγνωσή του, αλλά έχουμε αποσύρει την προσοχή από το εγώ μας και το συγκινησιακό φαινόμενο αποσυναρμολογείται. Μια συγκίνηση - συναίσθημα αποτελείται από κάποια εντύπωση συνυφασμένη με την αντίδραση του εγώ μας, και όταν εμείς μέσω της συγκέντρωσης “αφαιρέσουμε” το ένα από τα δύο συστατικά της η συγκίνηση δεν μπορεί να υπάρξει, διότι δεν έχει όλα της τα μέρη διαθέσιμα.
Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει πως η περιγραφείσα διαδικασία θυμίζει το φαινόμενο της ψυχολογικής απώθησης. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως η απώθηση είναι ένα είδος κακομεταχείρισης της μη-πράξης και διαγνωστικό εργαλείο για τον εντοπισμό της εσφαλμένης χρήσης της προσοχής είναι η ύπαρξη εσωτερικού διαλόγου. Αν “μιλάμε στον εαυτό μας” την ώρα που εστιαζόμαστε σε μια συγκίνηση, τότε πολύ πιθανόν να οδηγηθούμε σε αυτοδικαιολόγηση ή και σε απωθήσεις, διότι έχουμε πέσει στην παγίδα της φαντασίας. Η μη-πράξη δεν γίνεται εξαπατώντας τον εαυτό μας με φαντασιώσεις και θεωρίες, αλλά γίνεται με την προσοχή και τη βούληση.
Όμως οι άνθρωποι που εύκολα δημιουργούν απωθήσεις, νευρώσεις, αυτοκατάκριση, ή αυτοδικαιώνονται συνεχώς, είναι ακατάλληλοι για να ακολουθήσουν την Οδό του Πολεμιστή. Απαιτείται ένα αρχικό “κεφάλαιο” προσωπικής δύναμης για να ξεκινήσει κανείς, το οποίο δυστυχώς όσοι είναι επιρρεπείς σε ψυχολογικά προβλήματα, προλήψεις, θεωρητικολογίες και φαντασιώσεις, δεν διαθέτουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου