"-Μώμος: Πες μου, Δία, όμως, πώς μας κουβαλήθηκαν ο ’ττις κι ο Κορύβας και ο Σαβάζιος; Ή εκείνος εκεί, ο Μίθρας ο Μήδος, με το μανδύα και την τιάρα του, που ούτε και ελληνικά δε μιλάει; Κι εσύ, σκυλομούρη ’νουβι, πώς νομίζεις ότι θα περάσεις για θεός, αν συνεχίσεις να γαυγίζεις; Ντρέπομαι, Δία, ν' αναφέρω τις ίβιδες και τις μαϊμούδες και τα τραγιά, και τ' άλλα πιο γελοία ζώα, που δεν ξέρω πώς ήρθανε από την Αίγυπτο και χώθηκαν στον Ουρανό. Πώς το ανέχεστε, θεοί, να βλέπετε να λατρεύονται το ίδιο με σας ή και περισσότερο; Kι εσύ, Δία, πώς το βλέπεις να σου φυτεύουν κέρατα κριαριού στο κεφάλι;
-Ζευς: Είναι πράγματι αισχρά όλα αυτά που λες, Μώμε, για τους Αιγύπτιους. Ωστόσο, τα περισσότερα απ' αυτά είναι ζητήματα συμβολισμού και δεν ταιριάζει καθόλου στους αμύητους να τα ειρωνεύονται".
Λουκιανού, Θεών Εκκλησία, 9-11
Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου η συμβίωση εντόπιων λαών και ελληνικών πληθυσμών στα κράτη που δημιούργησαν οι Διάδοχοι του Αλεξάνδρου ευνόησε τη βαθμιαία διάδοση και εξάπλωση της λατρείας ανατολικών θεοτήτων: των αιγυπτιακών Ίσιδος και Σαράπιδος, της μεγάλης Mητέρας των θεών Κυβέλης και του συντρόφου της ’ττι, του φρυγικού Μην, των ασσυριακών Ατάργατι, Χαδάδ, Μελκάρτ, Αστάρτης, Σαβάζιου και πολυάριθμων ακόμα.
Αρχικά οι θεότητες αυτές έγιναν γνωστές σε κοσμοπολίτικα μέρη, όπως στη Ρόδο, στη Δήλο, στην Κόρινθο ακόμα και στη Δημητριάδα της Θεσσαλίας. Μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς τους οφειλόταν στο γεγονός ότι εύκολα εξομοιώνονταν ή ακόμα και ταυτίζονταν με άλλες Ελληνικές θεότητες, ιδιαίτερα μάλιστα με τις Ολύμπιες.
Η πιο χαρακτηριστική μορφή του φαινομένου αυτού, το οποίο ονομάζεται "θρησκευτικός συγκρητισμός", υπήρξε η εικονογραφική και λεκτική εξομοίωση θεοτήτων που έχουν σε δύο ή περισσότερα λατρευτικά συστήματα παρόμοια χαρακτηριστικά, φέρουν τα ίδια σύμβολα, λατρεύονται με παρεμφερή τρόπο ή τους αποδίδονται ανάλογες τιμές και θυσίες.
Μία προσευχή που απηύθυνε στην Ίσιδα ένας Αιγύπτιος ιερέας ονόματι Ισίδωρος, κατά τον1ο αιώνα π.Χ., αναδεικνύει το συγκρητισμό:
"Οι Σύριοι σε ονομάζουν Aστάρτη, ’ρτεμη, Aναία, οι φυλές των Λυκίων βασίλισσα Λητώ, οι Θράκες Μητέρα των θεών, οι Έλληνες μεγαλόθρονη Ήρα, Αφροδίτη, καλή Εστία, Ρέα και Δήμητρα, όμως οι Αιγύπτιοι σε αποκαλούν Θιούη, γιατί μόνη εσύ είσαι όλες οι άλλες θεές που ονομάζουν οι λαοί".
Σε ορισμένες περιπτώσεις η εξομοίωση οδηγούσε στη συγχώνευση τοπικών και Ελληνικών θεοτήτων και στη δημιουργία άλλων, υβριδικών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνενώσεις του αιγυπτιακού Θωθ ή του ’νουβι με τον Ελληνικό Ερμή, από τις οποίες προέκυψαν ο Ερμής Τρισμέγιστος και ο Ερμάνουβις αντίστοιχα, καθώς και του Αιγυπτιακού Σά(ε)ραπι με τον Ήλιο, από όπου προήλθε ο Ηλιοσά(ε)ραπις.
Μολονότι το φαινόμενο του συγκρητισμού χαρακτήρισε σε μεγάλο βαθμό την ελληνιστική θρησκεία, σε ορισμένες περιπτώσεις διακρίνεται η τάση προς αναζήτηση μίας μοναδικής και απόλυτης θεότητας που θα αφομοίωνε όλες τις διαφορές και τις ανομοιότητες των πολλαπλών θεοτήτων.
Στην εξέλιξη αυτή καθοριστικό ρόλο έπαιξε πρώτιστα η θεολογία των λαών της Ανατολής, η οποία αναγόταν άμεσα σε ένα και μοναδικό παντοδύναμο ον· σε έναν ουράνιο θεό ή μία μεταφυσική αρχή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ελληνικός Ζευς ως πατέρας όλων των θεών λατρεύτηκε με την προσωνυμία Χαδίδ στην Μπααλμπέκ, Δολιχηνός στην Κομμαγηνή και Σαβάζιος στην Ανατολία. Μέσα από αυτόν το συγκρητισμό απόκτησε και διατήρησε χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από εκείνα του ανθρωπόμορφου Δία της ελληνικής μυθολογίας, σταθερά πλησιάζοντας όλο και περισσότερο προς το σοβαρό και ανεξιχνίαστο εβραϊκό ή χριστιανικό θεό πατέρα.
Η ανάλογη μείωση της οικειότητάς του με τον άνθρωπο αναπληρώθηκε με τη μεσολάβηση διάφορων σωτήρων, που γεφύρωναν το χάσμα μεταξύ του ανθρώπου και του ύψιστου ή υπερήσιου Δία.
Η συνεχώς διαδιδόμενη αντίληψη ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν τα πολλά χωρίς το Ένα, η οποία σύμφωνα με αρκετούς μελετητές ανάγει την απαρχή της στη φιλοσοφία, έστρεψε σταδιακά τις θρησκευτικές αναζητήσεις προς έναν ηλιακό μονοθεϊσμό. Στο σύστημα αυτό ως κέντρο του κόσμου και υπέρτατο ον θεωρήθηκε ο Ήλιος, ο οποίος ουσιαστικά συνδύαζε στοιχεία από τον ελληνικό Απόλλωνα, τον ασσυριακό Μίθρα και το σύριο Βάαλ.
Η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, πολλούς αιώνες αργότερα, πηγάζει ουσιαστικά από την επίδραση που άσκησε ο ηλιακός μονοθεϊσμός στις θρησκευτικές απόψεις των Mεγάλου Κωνσταντίνου.
-Ζευς: Είναι πράγματι αισχρά όλα αυτά που λες, Μώμε, για τους Αιγύπτιους. Ωστόσο, τα περισσότερα απ' αυτά είναι ζητήματα συμβολισμού και δεν ταιριάζει καθόλου στους αμύητους να τα ειρωνεύονται".
Λουκιανού, Θεών Εκκλησία, 9-11
Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου η συμβίωση εντόπιων λαών και ελληνικών πληθυσμών στα κράτη που δημιούργησαν οι Διάδοχοι του Αλεξάνδρου ευνόησε τη βαθμιαία διάδοση και εξάπλωση της λατρείας ανατολικών θεοτήτων: των αιγυπτιακών Ίσιδος και Σαράπιδος, της μεγάλης Mητέρας των θεών Κυβέλης και του συντρόφου της ’ττι, του φρυγικού Μην, των ασσυριακών Ατάργατι, Χαδάδ, Μελκάρτ, Αστάρτης, Σαβάζιου και πολυάριθμων ακόμα.
Αρχικά οι θεότητες αυτές έγιναν γνωστές σε κοσμοπολίτικα μέρη, όπως στη Ρόδο, στη Δήλο, στην Κόρινθο ακόμα και στη Δημητριάδα της Θεσσαλίας. Μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς τους οφειλόταν στο γεγονός ότι εύκολα εξομοιώνονταν ή ακόμα και ταυτίζονταν με άλλες Ελληνικές θεότητες, ιδιαίτερα μάλιστα με τις Ολύμπιες.
Η πιο χαρακτηριστική μορφή του φαινομένου αυτού, το οποίο ονομάζεται "θρησκευτικός συγκρητισμός", υπήρξε η εικονογραφική και λεκτική εξομοίωση θεοτήτων που έχουν σε δύο ή περισσότερα λατρευτικά συστήματα παρόμοια χαρακτηριστικά, φέρουν τα ίδια σύμβολα, λατρεύονται με παρεμφερή τρόπο ή τους αποδίδονται ανάλογες τιμές και θυσίες.
Μία προσευχή που απηύθυνε στην Ίσιδα ένας Αιγύπτιος ιερέας ονόματι Ισίδωρος, κατά τον1ο αιώνα π.Χ., αναδεικνύει το συγκρητισμό:
"Οι Σύριοι σε ονομάζουν Aστάρτη, ’ρτεμη, Aναία, οι φυλές των Λυκίων βασίλισσα Λητώ, οι Θράκες Μητέρα των θεών, οι Έλληνες μεγαλόθρονη Ήρα, Αφροδίτη, καλή Εστία, Ρέα και Δήμητρα, όμως οι Αιγύπτιοι σε αποκαλούν Θιούη, γιατί μόνη εσύ είσαι όλες οι άλλες θεές που ονομάζουν οι λαοί".
Σε ορισμένες περιπτώσεις η εξομοίωση οδηγούσε στη συγχώνευση τοπικών και Ελληνικών θεοτήτων και στη δημιουργία άλλων, υβριδικών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνενώσεις του αιγυπτιακού Θωθ ή του ’νουβι με τον Ελληνικό Ερμή, από τις οποίες προέκυψαν ο Ερμής Τρισμέγιστος και ο Ερμάνουβις αντίστοιχα, καθώς και του Αιγυπτιακού Σά(ε)ραπι με τον Ήλιο, από όπου προήλθε ο Ηλιοσά(ε)ραπις.
Μολονότι το φαινόμενο του συγκρητισμού χαρακτήρισε σε μεγάλο βαθμό την ελληνιστική θρησκεία, σε ορισμένες περιπτώσεις διακρίνεται η τάση προς αναζήτηση μίας μοναδικής και απόλυτης θεότητας που θα αφομοίωνε όλες τις διαφορές και τις ανομοιότητες των πολλαπλών θεοτήτων.
Στην εξέλιξη αυτή καθοριστικό ρόλο έπαιξε πρώτιστα η θεολογία των λαών της Ανατολής, η οποία αναγόταν άμεσα σε ένα και μοναδικό παντοδύναμο ον· σε έναν ουράνιο θεό ή μία μεταφυσική αρχή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ελληνικός Ζευς ως πατέρας όλων των θεών λατρεύτηκε με την προσωνυμία Χαδίδ στην Μπααλμπέκ, Δολιχηνός στην Κομμαγηνή και Σαβάζιος στην Ανατολία. Μέσα από αυτόν το συγκρητισμό απόκτησε και διατήρησε χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από εκείνα του ανθρωπόμορφου Δία της ελληνικής μυθολογίας, σταθερά πλησιάζοντας όλο και περισσότερο προς το σοβαρό και ανεξιχνίαστο εβραϊκό ή χριστιανικό θεό πατέρα.
Η ανάλογη μείωση της οικειότητάς του με τον άνθρωπο αναπληρώθηκε με τη μεσολάβηση διάφορων σωτήρων, που γεφύρωναν το χάσμα μεταξύ του ανθρώπου και του ύψιστου ή υπερήσιου Δία.
Η συνεχώς διαδιδόμενη αντίληψη ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν τα πολλά χωρίς το Ένα, η οποία σύμφωνα με αρκετούς μελετητές ανάγει την απαρχή της στη φιλοσοφία, έστρεψε σταδιακά τις θρησκευτικές αναζητήσεις προς έναν ηλιακό μονοθεϊσμό. Στο σύστημα αυτό ως κέντρο του κόσμου και υπέρτατο ον θεωρήθηκε ο Ήλιος, ο οποίος ουσιαστικά συνδύαζε στοιχεία από τον ελληνικό Απόλλωνα, τον ασσυριακό Μίθρα και το σύριο Βάαλ.
Η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, πολλούς αιώνες αργότερα, πηγάζει ουσιαστικά από την επίδραση που άσκησε ο ηλιακός μονοθεϊσμός στις θρησκευτικές απόψεις των Mεγάλου Κωνσταντίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου