Η ανάλυσή μου θα περιστραφεί γύρω από τρεις κυρίως θεματικές. Πρώτον, η σημασία της μεθοδολογίας και επιστημολογίας του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκυδίδου Ιστορίαι), δεύτερον, η συνάφεια του Πελοποννησιακού Πολέμου με το σύγχρονο διεθνές σύστημα και τρίτον, οι προεκτάσεις των περιγραφών και ερμηνειών της ανάλυσης αυτής που αφορούν το καθεστώς του διεθνούς συστήματος της ύστερης εποχής. Δηλαδή, το διεθνές σύστημα που έχει ως αρχή και ως οργανωτικό πυρήνα την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία των κρατών και για το οποίο, η (εθνική) ανεξαρτησία-κυριαρχία των κρατών-μελών αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, κοινώς αποδεκτή (διεθνή) κοσμοθεωρία και κοινώς αποδεκτή και συμβατή με αυτή την κοσμοθεωρία (διεθνή) ηθικοκανονιστική δομή[1].
Κατά αρχάς, επιστημολογικά και μεθοδολογικά, ο Θουκυδίδης είναι απαράμιλλος και μοναδικός. Εισαγωγικά, έθεσε ο ίδιος τις πιο υψηλές προδιαγραφές και αποδεδειγμένα τις πέτυχε. Στην εισαγωγή του δήλωσε, «έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι ως έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο» (Α22). Υπό αυτό το πρίσμα, η Jacqueline de Romilly[2] και ο Perez Zagorin[3], ορθά τονίζουν ότι η αναλλοίωτη διαχρονική αξία του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλεται σε συγκεκριμένες μεθοδολογικές και επιστημονικές επιλογές που μέχρι σήμερα αποτελούν υπόδειγμα κάθε πολιτικού επιστήμονα που σέβεται τους αναγνώστες του και την αλήθεια. Ως ιστορικός και ως πολιτικός επιστήμονας που θεμελιώνει και ερμηνεύει τα αίτια των διακρατικών προβλημάτων, ο Θουκυδίδης διακρίνεται για τα εξής: 1) για την Αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, 2) την επιτυχή συνάρτηση των λεπτομερειών με την συνολική υπόθεση, 3) το γεγονός ότι οι πληροφορίες που διαπλέκει αναφέρονται σε σημαντικούς σκοπούς που αφορούν όλα τα κράτη και όλους τους ανθρώπους, 4) οι αναφορές συναρτώνται με καθολικά και διαχρονικά κριτήρια και παράγοντες, 5) γνώμες και προθέσεις αναφέρονται μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, 6) η ανάλυση εστιάζεται στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, 7) τα συμπεράσματα είναι καθολικής και διαχρονικής σημασίας, 8) περιγράφει απλά, αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα με πληρότητα και αφήνει έτσι τα άτομα και τις ομάδες να συναγάγουν ηθικοπρακτικά συμπεράσματα που αφορούν τα δικά τους συμφέροντα[4].
Κατά δεύτερον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί η θέση πολλών αναλυτών πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος του Θουκυδίδη είναι το πλέον επίκαιρο κείμενο διεθνών σχέσεων. Αυτή η πρωτιά θα συνεχιστεί όσο το διεθνές σύστημα θα είναι κρατοκεντρικό και όσο οι αξιώσεις αυτοκρατορίας δεν θα επιτυγχάνουν[5]. Η ανάλυση του Θουκυδίδη, υποστηρίζεται, θα είναι το πλέον κατάλληλο κείμενο κατανόησης των διεθνών σχέσεων όσο το διεθνές σύστημα θα συνεχίσει να είναι ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης όπου η κυριαρχία, η λειτουργία των διεθνών θεσμών και η διεθνής τάξη συναρτώνται και επηρεάζονται από τα αίτια πολέμου, και κυρίως από την άνιση ανάπτυξη και τις ανακατανομές ισχύος που αυτή προκαλεί.
Θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ότι, για μια σειρά ουσιαστικών λόγων, όσο το διεθνές σύστημα θα παραμένει κοινωνικοπολιτικά κατακερματισμένο αποτελούμενο από κυρίαρχα κράτη, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος του Θουκυδίδη θα αποτελεί πάντοτε την καταλληλότερη περιγραφή για την φύση, τον χαρακτήρα και τα προβλήματα των διακρατικών σχέσεων[6]. Κατά κύριο λόγο, παρατηρούμε ότι διαχρονικά το κοσμοθεωρητικό και ηθικοκανονιστικό περιεχόμενο μιας έκαστης κοινωνίας μετεξελίσσεται και μεταλλάσσεται, όμως, ανεξαρτήτως χώρας, τόπου, χώρου ή εποχής, για όλες τις κοινωνίες ο χαρακτήρας των δομών κυριαρχίας, των συμπεριφορών και των αξιώσεων ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι πανομοιότυπος. Η φύση και ο χαρακτήρας της κυριαρχίας ως καθεστώτος ενδοκρατικού και διακρατικού βίου παραμένει απαράλλακτος και συνοψίζεται στην έννοια της «εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας». Έτσι, ουσιαστικά, αν και οι αξιώσεις και οι συμπεριφορές κάθε κοινωνίες είναι διαφορετικού περιεχομένου ανάλογα με την κοινωνία και τις ιστορικές και άλλες συγκυρίες, υπάρχει μια διαχρονική μορφική ταυτότητα των θεσμικών-κανονιστικών δομών και του χαρακτήρα των εγγενών συλλογικών συμπεριφορών.
Αν κανείς προσπαθήσει να διακρίνει κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της κλασικής εποχής και της σύγχρονης εποχής, ενδέχεται να είναι οι αντίθετες αυτών που οι περί «συγχρόνου εποχής» συμβατικές θεωρήσεις αναφέρουν. Για παράδειγμα, η ανομοιογένεια, ετερογένεια και εν γένει ετερότητα-ετερονομία μεταξύ των σημερινών κρατών είναι πασίδηλα πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με το σύστημα των ελληνικών Πόλεων οι κοινωνίες των οποίων είχαν πολλά κοινά όπως η θρησκεία, η γλώσσα και η συνείδηση κοινών ή συγγενών καταβολών.
Μια ακόμη μεγάλη διαφορά είναι ότι οι σύγχρονες διαμορφωμένες κυρίαρχες κοινωνίες είναι προϊόν αγώνων ανεξαρτησίας-κυριαρχίας κατά των πολυεθνικών αυτοκρατοριών των Νέων Χρόνων, γεγονός το οποίο, λόγω του καταστατικού χαρακτήρα των αγώνων ανεξαρτησίας-ελευθερίας, είναι βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων. Οι αγώνες αυτοί έγιναν με αξίωση όχι να ολοκληρωθεί η να ενοποιηθεί ο κόσμος αλλά για να κατακερματιστεί κοινωνικοπολιτικά ούτως ώστε μια έκαστη κοινωνία να μπορεί να απολαμβάνει την πολιτισμική ετερότητά της, να αναπτύσσει τα οικεία διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και να σφυρηλατεί δικούς της κοσμοθεωρητικούς, ηθικούς και κανονιστικούς προσανατολισμούς. Η ευόδωση αυτής της αξίωσης σηματοδότησε την πορεία προς μια ολοένα μεγαλύτερη ολοκλήρωση στο εσωτερικό των κρατών, μια διαρκώς εντεινόμενη ετερότητα των κοινωνιών τους και συνεπακόλουθα μια ανάλογα και αντίστοιχα μεγαλύτερη ανομοιομορφία του διεθνούς συστήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνεται ότι, αν θεωρήσουμε πως η αναζήτηση συστημάτων δημοκρατικής-πολιτισμένης διακυβέρνησης ενδοκρατικά και διακρατικά είναι ένα διαρκές άθλημα του ενδοκρατικού κατ’ αλήθειαν βίου της κοινωνίας κάθε κράτους και των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος[7] αντίστοιχα, η Πολιτεία ως ανεξάρτητη οντότητα όπως και το σύστημα Πόλεων ως διακρατικό σύστημα συγκρινόμενο με το σημερινό αντίστοιχο ήταν πολύ πιο ώριμα και αναπτυγμένα την κλασική εποχή.
Ακριβώς, οι πιο πάνω διαφορές μεταξύ της κλασικής και της σημερινής εποχής, εντείνουν εκείνα εγγενή χαρακτηριστικά όπως η ανομοιομορφία του διακρατικού συστήματος και η ετερότητα-ετερονομία των κρατών, γεγονός που καθιστά τις θεωρήσεις του Θουκυδίδη ακόμη πιο επίκαιρες και σημαντικές.
Κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, απόρροια των αγώνων ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, οι οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας οδήγησαν στην δημιουργία εκατοντάδων κυρίαρχων κρατών[8].
Μέχρι τουλάχιστον να υπάρξει αντιστροφή αυτής της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας –αντιστροφή η οποία είναι πασίδηλα αδύνατο να συμβεί παρά μόνο αν εκτελεστεί μια πλανητική γενοκτονία για να επικρατήσει μια μόνο κοινωνία– η ανάλυση του Θουκυδίδη, για ένα ακόμη λόγο, θα αποτελεί το –μοναδικό ουσιαστικά– Παράδειγμα (Paradigm) της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Δηλαδή, θα συνεχίσει να προσφέρει ένα σύνολο θεμελιωδών γενικών ερμηνευτικών νόμων και αξιόπιστων θεωρητικών προεκτάσεων. Όσον αφορά την περιγραφή και την επιστημολογία, οι θεωρητικές προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης ενσαρκώνονται στον αξιολογικά ελεύθερο Πολιτικό Ρεαλισμό, δηλαδή την αυστηρά περιγραφική και εν πολλοίς αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση συγγραφέων όπως, μεταξύ άλλων, οι Mackiavelli, Carr, Aron, Gilpin, Waltz και Mearsheimer. Θα πρόσθετα και τον Παναγιώτη Κονδύλη γιατί οι μοναδικές θεωρήσεις του –στην καθαρά περιγραφική τους διάσταση και αναγόμενες στο διεθνές επίπεδο όπου καταμαρτυρούμενα καθημερινά επαληθεύονται– πρόσφεραν μια παράλληλη περιγραφή των βαθύτερων και οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ένωσης που κερδίζει την κυριαρχία της. Προστίθεται ότι τα ακαδημαϊκά κείμενα του γράφοντος υιοθετούν πλήρως τους επιστημονικούς προσανατολισμούς και τις επιστημολογικές παραδοχές της αξιολογικής ελευθερίας και της περιγραφικής ανάλυσης[9].
Για την βιβλιογραφική συνάφεια της θουκυδίδειας ανάλυσης με την σημερινή ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν έχουμε να κάνουμε παρά μόνο μερικές στοιχειώδεις αναφορές σε μερικά κύρια κείμενα της αξιολογικά ελεύθερης ρεαλιστικής παράδοσης. Παρακάμπτοντας θεμελιώδη κείμενα αυτής της παράδοσης που αυτονόητα κινούνται στο πλαίσιο της θουκυδίδειας παράδοσης, όπως οι Aron και Waltz[10], έργο σταθμός είναι αναμφίβολα το αριστούργημα του Gilpin Πόλεμος και Αλλαγή[11]. Με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, επαλήθευσε τις θεμελιώδεις παραδοχές του Θουκυδίδειου επιστημονικού Παραδείγματος σε αναφορά με το σύγχρονο διεθνές σύστημα για να καταλήξει δηλώνοντας με εντιμότητα ότι δεν πρόσθεσε και πολλά στην ανάλυση του Θουκυδίδη. Είναι χαρακτηριστικό το πολύ σημαντικό συμπέρασμά του ότι, «έτσι ήταν και έτσι θα συνεχίσει να είναι μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστρέψουν τους εαυτούς τους είτε δημιουργήσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επίτευξης διεθνών αλλαγών με ειρηνικά μέσα[12]». Σε άλλη περίπτωση, διατυπώνει παρόμοια θέση: «όλα –ή σχεδόν όλα– όσα ο πολιτικός ρεαλιστής βρίσκει πως είναι ενδιαφέροντα στην αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας μπορούν να βρεθούν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο: μια ολοένα και μεγαλύτερη αλληλεξαρτώμενη “παγκόσμια οικονομία”, την πολιτική χρήση οικονομικών μοχλών, όπως τη “διαταγή των Μεγάρων”. Ακόμη και σύγκρουση για ενεργειακές πηγές[13]». «Ακριβώς όπως και στο παρελθόν, το θεμελιώδες πρόβλημα των σύγχρονων διεθνών σχέσεων είναι το πρόβλημα της ειρηνικής προσαρμογής στις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης της ισχύος στο διακρατικό σύστημα[14]». «Η διεθνής πολιτική συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τον αγώνα μικρών και μεγάλων δυνάμεων για ισχύ, φήμη-κύρος και πλούτο υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας. (…) Μια παγκόσμια κοινωνία κοινών ηθικών αντιλήψεων και κοινών αξιών περιμένει ακόμη την ώρα που θα αντικαταστήσει τη διεθνή αναρχία ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος[15]».
Το πολύ τελευταίο βιβλίο του John Mearsheimer, επίσης, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων[16], με το να περιγράψει τον ατερμάτιστο κύκλο ηγεμονικών συγκρούσεων των τελευταίων αιώνων για μερίδιο στην παγκόσμια ισχύ, για ασφάλεια και για ηγεμονία, αφήνει ελάχιστα περιθώρια να αμφισβητηθεί αυτό που ο υποφαινόμενος σε άλλη περίπτωση περιέγραψε ως Θουκυδίδειο αδιέξοδο[17]. Δηλαδή, αφενός το γεγονός ότι μια παγκόσμια αυτοκρατορία ή ηγεμονία είναι ανέφικτη και αφετέρου το γεγονός ότι λόγω βαθύτερων χαρακτηριστικών των δομών του διεθνούς συστήματος των Νέων Χρόνων βρισκόμαστε σ’ ένα ατερμάτιστο φαύλο κύκλο ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Τα συμπεράσματα που θεμελιώνει με επιστημονικά ακλόνητο τρόπο ο Mearsheimer είναι πανομοιότυπα με αυτά του Θουκυδίδη: ανισότητα ισχύος, ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικές συγκρούσεις, φόβος επιβίωσης, στρατηγικές παρεμπόδισης άλλων ηγεμονιών και άνιση ανάπτυξη. Όλα αυτά και άλλα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα θρέφουν, αναπαράγουν και μεγεθύνουν τα εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος που προκαλούν ανταγωνισμούς, αστάθεια και πολέμους.
Η προηγηθείσα ανάλυση δεν προσφέρει, βεβαίως, μια αισιόδοξη περιγραφή της φύσης, του χαρακτήρα και της πορείας του διεθνούς συστήματος της σημερινής εποχής και αυτό είναι ένα ακόμη κριτήριο που καθιστά τις θουκυδίδειες θεωρήσεις συναφείς με την σημερινή εποχή. Το ζήτημα για ένα αντικειμενικό αναλυτή της διεθνούς πολιτικής, όμως, δεν είναι το κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος όταν αναλύει το διεθνές σύστημα. Το ζήτημα είναι κατά πόσον θα λέει την αλήθεια και όχι ψέματα (μια άλλη εκδοχή του ψέματος είναι το ασυνείδητο ψέμα λόγω βλακείας ή πνευματικής αναπηρίας –που στην χειρότερη μορφή της είναι η πνευματική προκατάληψη[18]–, ιδιότητες, λυπούμαι να πω, βαθύτατα εμπεδωμένες στην λεγόμενη επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων).
Ο διεθνολόγος είναι κατά κάποιον τρόπο, άτομο που καλείται να κάνει διάγνωση των αιτίων της εγγενούς αστάθειας και συγκρούσεων που αυτή φέρνει. Αν δεν υπήρχε αστάθεια και συγκρούσεις δεν θα υπήρχε ανάγκη να υπάρχουν διεθνολόγοι των πολιτικών όψεων των διεθνών σχέσεων. Θα επαρκούσαν οι νομικοί διεθνολόγοι που θα καλλιεργούσαν μια ευθύγραμμη εξέταση των τρόπων εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαίου σ’ ένα κόσμο όπου δεν θα υπήρχαν αίτια πολέμου. Όμως, ο καθείς γνωρίζει ότι πασίδηλα ένας τέτοιος κόσμος ποτέ δεν υπήρξε και ίσως ποτέ δεν θα υπάρξει. Μόνο καλή διάγνωση των αιτίων οδηγεί σε θεραπεία μιας ασθένειας και ο πόλεμος είναι μια ασθένεια η γνώση των αιτίων της οποίας απαιτεί καλή διάγνωση και γι’ αυτό χρήσιμη είναι η ανάλυση των πολιτικών ρεαλιστών και όχι των φαντασιόπληκτων, των προπαγανδιστών και των αιθεροβαμόνων.
Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν εμποδίζει τα άτομα ή τις ενδιαφερόμενες ομάδες να λειτουργήσουν ιεραποστολικά αν το επιθυμούν για να τερματίσουν το φοβερό φαινόμενο του πολέμου αγωνιζόμενοι να εξαλείψουν τα αίτιά του. Πρέπει όμως και πάλιν να γνωρίζουν αυτά τα αίτια και όχι να προκαλούν σύγχυση με ανορθολογικά και εξωπραγματικά θεωρήματα που ρυπαίνουν τον, βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων και βαθύτατων συνεπειών όσον αφορά το φαινόμενο του πολέμου, διεθνολογικό στοχασμό. Η άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών, για παράδειγμα, είναι μια μεγάλη ασθένεια την οποία οποιοσδήποτε εμφορείται από ιεραποστολικές προθέσεις μπορεί κάλλιστα να εργαστεί για την εξαφάνισή της.
Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση των αιτιών πολέμου –που καθημερινά προκαλούν εκατόμβες– δεν είναι λιγότερο σημαντική από την διάγνωση των αιτίων μιας απλής ασθένειας ή μιας επιδημίας. Όσο μακάβρια και αν είναι η σύγκριση όσον αφορά τις προεκτάσεις των εκατέρωθεν διαγνώσεων, η αντιπαράθεση τους είναι απόλυτα αναγκαία: Στην πρώτη περίπτωση έχουμε εκατόμβες και στην δεύτερη αποδήμηση ενός ατόμου ή το πολύ ενός μικρού αριθμού μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο υπεύθυνος γιατρός είναι τσαρλατάνος ή ανίκανος. Επίσκεψη σε κάθε νοσοκομείο θα βεβαιώσει ότι ασθενείς και συγγενείς τους αναζητούν όχι τσαρλατάνους για την θεραπεία των ασθενειών τους αλλά ιατρούς υψηλής κατάρτισης, επαγγελματικά αξιόπιστων, σοβαρών στην προσέγγιση του προβλήματος, ανιδιοτελών στην διαγνωστική διαδικασία λόγω προσήλωσης σε υψηλά κριτήρια επαγγελματικής δεοντολογίας του λειτουργήματός τους και πρακτικά χρήσιμων γιατί οι διαγνώσεις τους προσφέρονται για αποτελεσματικές και γόνιμες αποφάσεις. Ανάλογα και αντίστοιχα, μια κοινωνία δεν πρέπει να προσφεύγει σε τσαρλατάνους των διεθνών σχέσεων για την διαπίστωση των αιτιών πολέμου και για την συναγωγή συμπερασμάτων ηθικοπρακτικά χρήσιμων. Δηλαδή, δεν πρέπει να επηρεάζουν ζητήματα πολέμου και ειρήνης οι ουτοπιστές, οι ιδεολογικά συνεπαρμένοι, οι προκατειλημμένοι, οι στρατευμένοι σε ευτελείς ιδιοτελείς υποθέσεις και οι χείριστοι όλων των διεθνολόγων, οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές που προοδευτικά κατακλύζουν τους πανεπιστημιακούς χώρους επιτυγχάνοντας αριθμητική πλειονότητα[19]. Το τελευταίο σημείο είναι μια εξαιρετικά σημαντική υπόθεση που δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Σημειώνεται μόνο ότι, πλέον, ο πολιτικός ανορθολογισμός πολλών –τόσο μεγάλων όσο και μικρών– κοινωνιών οφείλεται στο γεγονός ότι τσαρλατάνοι και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι προπαγανδιστές και τσαρλατάνοι πλημμυρίζουν τον δημόσιο διάλογο με ανάξια λόγου θεωρήματα και ιδεολογήματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.
2. «Ανθρώπινη Φύση», Πολιτειακή οργάνωση και διακρατικό σύστημα
Ποια είναι λοιπόν η φύση του «Πολιτικού» και τι εν τέλει σημαίνει «Πολιτικό γεγονός»; Ανεξαρτήτως του επιπέδου ανάλυσης[20] στο οποίο αναφερόμαστε, ποιος είναι ο συλλογικός τρόπος ζωής που προσαρμόζει την κάθε ατομική άβυσσο ανθρώπινης ετερότητας στις ανάγκες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου; Ουσιαστική και περιεκτική συζήτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις υπό συνθήκες πολιτικές απαιτεί απάντηση σ’ αυτά τα καίρια ερωτήματα.
Ο Θουκυδίδης, αν και όχι ο κατεξοχήν στοχαστής του Πολιτικού γεγονότος, φαίνεται ότι κατανόησε βαθύτατα την σημασία της Πολιτείας ως πολιτισμικού και πολιτικού φαινομένου που αντιδιαστέλλεται με την βαρβαρική εποχή.
Εστιάζω την προσοχή στις αναφορές του Θουκυδίδη για τα τεκταινόμενα στην Κέρκυρα όταν η Πολιτεία αυτή καταλύθηκε[21]. Η κατάλυσή της, επισημαίνει ο Θουκυδίδης, προκάλεσε αποδέσμευση των άγριων ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης[22] και παραμέρισε «τους κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες». Απλώθηκε κάθε μορφής κακία στον ελληνικό κόσμο και «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα κάθε ευγενικής ψυχής κατάντησε να είναι καταγέλαστο και εξαφανίστηκε».
Αναφορικά με αυτές τις επισημάνσεις του Θουκυδίδη όσο και άλλων σύγχρονων αναλυτών, οι οποίοι λίγο πολύ ή με τον ένα ή άλλο τρόπο ανήκουν στην Θουκυδίδεια παράδοση, όπως οι Μακιαβέλι και Morgenthau, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι δεν κάνουν αξιολογικές ή υποκειμενικές κρίσεις. Καταγράφουν, περιγράφουν και ερμηνεύουν με πραγματολογικά επαληθευόμενο τρόπο το αυτονόητο και διϋποκειμενικά πασίδηλο γεγονός της ατομικής ανθρώπινης ετερότητας και των ορμών για κυριαρχία και για απόκτηση ισχύος ανάλογα με τις ανάγκες για επιβίωση.
Η κλασική φιλοσοφική και ιστορική πραγματεία, ακριβώς, περιγράφει το γεγονός ότι η απέραντη και απειθάρχητη σε μεταφυσικούς προσδιορισμούς ατομική ανθρώπινη ετερότητα για να διεξάγει ένα πολιτισμένο συλλογικό βίο απαιτείται να είναι πολιτικά ενταγμένη. Η εκπλήρωση αυτού του σκοπού στην αρχαιότητα εκπληρωνόταν στο πλαίσιο της Πολιτείας. Στην σύγχρονη εποχή επιχειρείται να εκπληρωθεί στο πλαίσιο αυτού που επικράτησε να ονομάζεται ως έθνος-κράτος.
Οι κοινωνίες του πλανήτη είναι και συνεχίζουν να είναι διακριτές, ετερογενείς και ανομοιογενείς δημιουργώντας έτσι μια απροσμέτρητη κοινωνική ανομοιομορφία[23]. Γι’ αυτό, καίριας σημασίας κριτήριο για την κατανόηση του Πολιτικού γεγονότος είναι ότι λόγω κοινωνικού κατακερματισμού του πλανήτη ποτέ δεν ήταν εφικτό (και συνεχίζει να μην είναι εφικτό) να συντελεστεί οικουμενικά. Παρά τις κατά καιρούς δυναστικές αξιώσεις ή αφελείς διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες περί πλανητικής κοινωνικής ενότητας, αποδείχθηκε ότι το Πολιτικό γεγονός όπως είναι κλασικά νοηματοδοτημένο, εκπληρώνεται μόνο στο πλαίσιο διαμορφωμένων και κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων κυρίαρχων κοινωνιών των οποίων η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία ενσαρκώνει την κοσμοθεωρητική και ηθικοκοκανονιστική ετερότητα μιας έκαστης εξ αυτών.
3. Η σχέση ετερότητας, ελευθερίας και Πολιτείας
Όπως θεμελιώθηκε έξοχα από τον Χρήστο Γιανναρά, η ανθρώπινη ετερότητα, η ανθρώπινη ελευθερία και το Πολιτικό γεγονός είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες. Τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο, επιπλέον, η ετερότητα, ατομική και συλλογική αντίστοιχα, είναι οντολογικού περιεχομένου. Έτσι, όπως εύστοχα τονίζεται από τον Χρήστο Γιανναρά, «το γεγονός της δυναμικά ενεργούμενης ετερότητας σημαίνει-επισημαίνει την ελευθερία του υποκειμένου: τη δυνατότητά του να είναι αυτό που είναι, υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη, δηλαδή ετερότητα ως προς καθετί που δεν είναι ο εαυτός του – ύπαρξη αδέσμευτη από κάθε αναγκαιότητα γενικού προκαθορισμού, κοινών ιδιωμάτων, εξαρτημένης υπαγωγής, μεταβολής και αλλοίωσης[24]». Υπό αυτό το σύνθετο και αληθές πρίσμα, «η πολιτική ήταν ένα οντολογικό ζητούμενο, όχι ένα χρηστικό μέσο. Γι’ αυτό πρώτιστος στόχος της πολιτικής ήταν να αληθεύει ο βίος: να αποτελεί η πόλη-πολιτεία δυναμική μίμηση του κοσμικού προτύπου»[25].
Εξετάζοντας το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης από την σκοπιά των διεθνών σχέσεων, παρατηρείται ότι η ατομική ανθρώπινη ετερότητα εντάσσεται πολιτικά και προσαρμόζεται στον συλλογικό πολιτικό βίο χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της ή την ελευθερία της απέναντι σε αλλότριες δυναστικές αναγκαιότητες μόνο όταν πληρούνται δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις, η πρώτη εκ των οποίων αφορά το αισθητό και πνευματικό περιεχόμενο της Πολιτείας, και η δεύτερη, την σχέση της με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες πολιτείες:
Πρώτη προϋπόθεση είναι να διασφαλίζεται πολιτική οργάνωση στο πλαίσιο μιας Πολιτείας με την αριστοτελική έννοια του όρου. Αυτό κατά βάση σημαίνει ότι τα μέλη και οι ομάδες της συλλογικής οντότητας διεξάγουν ένα διαρκή συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο ο οποίος αενάως προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει τον συλλογικό τρόπο ζωής στην βάση των πνευματικών και αισθητών κριτηρίων που ιστορικά συνθέτουν την ετερότητα κάθε συγκεκριμένης κοινωνικής ένωσης.
Δεύτερη προϋπόθεση είναι η συλλογική οντότητα να είναι προικισμένη με πολιτική κυριαρχία που την διασφαλίζει κατά των έξωθεν αλλότριων δυναστικών (κατά της ετερότητάς της), αναγκαιοτήτων. Με όρους θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου των Νέων Χρόνων, αυτό αναφέρεται ως αρχή της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας και με πολιτικούς όρους ως εθνική ανεξαρτησία[26].
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και είναι άρρηκτα συναρτημένες και εξαρτώμενες. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο και αμφότερα δημιουργούν ένα ενδοκρατικό και διακρατικό ορθολογισμό συμβατό με την κοινωνικοπολιτική μορφολογία του παγκόσμιου χώρου. Αυτός ο ορθολογισμός αποσταθεροποιείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, από εξομοιωτικές και ισοπεδωτικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες. Οι τελευταίες, χωρίς ποτέ να έχουν παράγει μια αξιόπιστη πρόταση μη γενοκτονικής κοινωνικής εξομοίωσης και πολιτικής ενότητας, ταλάνισαν και συνεχίζουν να ταλανίζουν την πολιτική σκέψη στρέφοντάς την ενάντια στην ίδια την συλλογική ανθρώπινη οντολογία. Δηλαδή, ενάντια στην αξίωση κάθε κοινωνίας να αναπτύσσει κυρίαρχο πολιτικό σύστημα συμβατό με την κοσμοθεωρητική και ηθική διαμόρφωσή της.
4. Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας ως αυτονόητη κατάκτηση
Συνέχεια των συλλογισμών που προηγήθηκαν, επισημαίνω και τονίζω το γεγονός ότι στην κλασική εποχή, το απόγειο δηλαδή των διακρατικών ρυθμίσεων όλων των εποχών, σ’ αντίθεση με την σύγχρονη εποχή που διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα είναι ευρέως διαδεδομένα, η ανεξαρτησία των Πόλεων ήταν σχεδόν αυτονόητο κεκτημένο, η αμφισβήτηση του οποίου, όπως εξηγεί ο Θουκυδίδης ήταν κύριο αίτιο της αντι-Αθηναϊκής συσπείρωσης και του μεγάλου καταστροφικού πολέμου.
Ο έλεγχος των αναθεωρητικών τάσεων, πάντως, διασφαλιζόταν όχι μόνο με την ανάπτυξη μιας διεθνούς κοινωνίας Πόλεων που δημιουργούσε ένα ευρύ πλέγμα διεθνών θεσμών και νορμών διακρατικής συμπεριφοράς (Κοινά, Αμφικτιονίες, Συνδέσμους κτλ), αλλά επίσης και με την διασφάλιση ισορροπίας ισχύος κατά των αναθεωρητικών τάσεων των ισχυρότερων κρατικών συντελεστών της αρχαιότητας.
Το Πολιτειακό γεγονός το οποίο και σηματοδότησε το μεγάλο άλμα που απομάκρυνε τους ανθρώπους από την εποχή της βαρβαρότητας και τους έφερε στην εποχή του Πολιτικού γεγονότος, του πολιτικού πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών, συντελέστηκε, ακριβώς, επειδή επικράτησε η ιδέα του κατά κοινωνία κυρίαρχου συλλογικού βίου υπό συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας.
Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας, ακριβώς, ήταν υπέρτατη αξία στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις της εποχής[27]. Η αμφισβήτησή αυτού του ιδεώδους αποτελούσε αίτιο πολέμου[28] το οποίο η Αθήνα αλλά τελικά και όλος ο υπόλοιπος κόσμος πλήρωσε πολύ ακριβά, μιας και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέστρεψε το κλασικό σύστημα Πόλεων και έθεσε την ανθρωπότητα σε τροχιά αυτοκρατορικών συγκρούσεων δύο χιλιετιών μέχρι περίπου και τον 16ον αιώνα.
Μόνο μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 είναι που επιχειρείται η ανάδειξη του κράτους ως θεσμού που αναβιώνει την ιδέα της κλασικής πολιτείας, δηλαδή της ανάπτυξης Πολιτικού γεγονότος κατά κοινωνία και όχι κατά κόσμο. Σύμφωνα με την άποψη πολλών, βεβαίως, αυτό δεν κατορθώθηκε πλήρως, και αντί αναβίωσης της Πολιτείας, δημιουργήθηκαν πολλά κακέκτυπά της, δηλαδή όσα σύγχρονα κράτη παραπαίουν λόγω πνευματικής και πολιτικής εξάρτησης ή υποδούλωσης[29]. Ταυτόχρονα, παρά την συντριπτική επικράτηση της κυριαρχίας ως διαμορφωτικού κριτηρίου και ως μορφής πολιτειακής οργάνωσης, οι άνθρωποι ποτέ δεν έπαψαν τους τελευταίους αιώνες να αναζητούν αντιστροφή της ανθρώπινης οντολογίας υιοθετώντας εξομοιωτικές παραδοχές. Δηλαδή ποτέ δεν έπαψαν να στρέφονται ενάντια στον συλλογικό εαυτό τους, δηλαδή, να στρέφονται ενάντια στην κυριαρχία της δικής τους κοινωνίας υιοθετώντας διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα και θεωρήματα. Αυτά τα ιδεολογήματα και θεωρήματα είναι σίγουρα σημαντικά αίτια πολέμου που αν και μορφικά μεταμφιέζονται την μια μετά την άλλη ομολογία πίστεως, ως προς το περιεχόμενό τους και κυρίως τις συνέπειές τους παραμένουν σταθερά εξομοιωτικά.
5. Παράβλεψη των αιτιών πολέμου και πολιτική θεωρία
Λιγότερο στην κλασική εποχή και περισσότερο τα νεότερα χρόνια[30], κύριο αίτιο αναρίθμητων παραλογισμών της πολιτικής θεωρίας αποτέλεσε η αδυναμία κατανόησης των πραγματικών αιτιών πολέμου. Επειδή ακριβώς πολλοί αγνοούν τα πραγματικά αίτια πολέμου, ήταν και συνεχίζει να είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο τερματισμός του πολέμου, η ύπαρξη βιώσιμων κανονιστικών δομών και η ειρήνη-σταθερότητα –αγαθά που είναι μάλλον κεκτημένα και δεδομένα στο εσωτερικό κάθε βιώσιμου κυρίαρχου κράτους– είναι εύκολο να εκπληρωθούν στο πλαίσιο κάποιου είδους παγκόσμιας κανονιστικής δομής που θα μπορούσε, δήθεν, να λειτουργήσει εύρυθμα και παρά τον οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικό κατακερματισμού του πλανήτη.
Αυτή η θεμελιώδης πλάνη για πολλούς και ποικίλους λόγους βασικά παραβλέπει ή παρακάμπτει την προαναφερθείσα οντολογικά θεμελιωμένη συλλογική ετερότητα των κοινωνικών ενώσεων. Οδηγεί σε εξομοιωτικές παρωπίδες που εμποδίζουν την κατανόηση του γεγονότος ότι η ανθρώπινη ετερότητα (σ’ αυτό ουσιαστικά αναφερόμαστε, επαναλαμβάνουμε, όταν ομιλούμε για «ανθρώπινη φύση») για να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ανάγκες του συλλογικού βίου, είναι αναγκαίο να ανήκει σε κοσμοθεωρητικές-ηθικοκανονιστικές δομές που θα νομιμοποιούν και θα καθιστούν βιώσιμο και λειτουργικό τον συλλογικό τρόπο ζωής.
Κάθε στοχασμός στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας ή της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων για να μην περιέχει λογικά και επιστημονικά σφάλματα απαιτείται να λαμβάνει υπόψη το οντολογικό γεγονός της ετερότητας κάθε ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης και κάθε διαμορφωμένης συλλογικής οντότητας.
Η σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη ετερότητα κάθε ατόμου είτε όταν παράγει επιθετικές ορμές είτε όταν εκδηλώνεται δημιουργικά και ωφέλιμα, απαιτείται να εντάσσεται σε μια νομιμοποιητική ηθικοκανονιστική δομή που φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας περιέγραψαν ως Πολιτεία και που σήμερα ονομάζουμε έθνος-κράτος[31].
Η ένταξη κάθε ανθρώπινης ετερότητας σ’ ένα πολιτικά οργανωμένο συλλογικό βίο, εξάλλου, δεν προδιαγράφεται στην βάση μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων ή παραγόντων. Αποτελεί ταυτόχρονα προσωπική επιλογή και συλλογική επιλογή στο στάδιο που μια διακριτή κοινωνία αγωνίζεται για να κατακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.
6. Η αλληλένδετη φύση πολιτειακού και ηθικοκανονιστικού κατακερματισμού
Μεγάλο μέρος των προβλημάτων των διεθνών σχέσεων οφείλεται στο γεγονός ότι αναρίθμητοι αναλυτές παρακάμπτουν ή παραβλέπουν το γεγονός ότι η πολιτική διαμόρφωση μιας κοινωνίας και οι αποφάσεις ενός εκάστου ατόμου να συμμετάσχει στον συνεπακόλουθο συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο δεν συντελείται στο εσωτερικό δοκιμαστικών σωλήνων κάποιου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου εργαστηρίου. Όποτε επιχειρείται κάτι τέτοιο –η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα τέτοιο εργαστήριο– οι κοινωνίες αντιδρούν αξιώνοντας κυρίαρχη-ανεξάρτητη συλλογική πολιτική οργάνωση που αν και περιστασιακά την στερούνται διεκδικούν όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μεταφυσικά κριτήρια που γεννιούνται στο μυαλό κάποιου μεμονωμένου εγκεφάλου ποτέ δεν αποτέλεσαν βάση μιας βιώσιμης Πολιτείας και όποτε αυτό επιχειρήθηκε η αναπόδραστη τελική αποτυχία προκαλεί αναρίθμητες ανθρώπινες καταστροφές ή ακόμη και εκατόμβες όταν λαμβάνουν χώρα εμφύλιες διενέξεις που σταθεροποιούν την κοινωνική ετερότητα στο εσωτερικό ενός κράτους.
Οι κοινωνικοπολιτικές οντότητες για να είναι πολιτειακά βιώσιμες προηγούνται σφυρηλατήσεις συλλογικών κοσμοεικόνων, κοσμοθεωρητικών παραδοχών, ανθρωπολογικών υπόβαθρων, συλλογικών ταυτοτήτων, στρατηγικών προσανατολισμών και ηθικοκανονιστικών συστημάτων που στηρίζουν συμβατά με αυτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Όλα αυτά είναι ορθολογικά διευθετημένα –ή κατατείνουν προς ένα τέτοιο ορθολογισμό– όταν αποτελούν προϊόν κοινωνικών μεθέξεων στο πλαίσιο ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου και ποτέ όταν ορίζονται αυθαίρετα και μεταφυσικά.
Η αποτυχία της αυτοκρατορικής ιδέας δεν ήταν τυχαία ή συμπτωματική. Κατέρρευσε μπροστά στις διαρκείς αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη[32]. Όπως καταμαρτυρεί κάθε αγώνας κυριαρχίας-ανεξαρτησίας στην ιστορική διαχρονία, οφείλεται στο γεγονός της ετερότητας των συλλογικών οντοτήτων και των αέναων αξιώσεών τους για πολιτική κυριαρχία. Αυτό είναι το αίτιο της συντριβής των πολυεθνικών αυτοκρατοριών και του συνεπακόλουθου κοινωνικοπολιτικού κατακερματισμού που προσάρμοσε σταδιακά τους τελευταίους αιώνες τις πολιτειακές δομές στην κοινωνική δομή του κόσμου. Σήμερα, υπενθυμίζω, υπάρχουν γύρω στα διακόσια κράτη έναντι μερικών δεκάδων τον περασμένο αιώνα και ακόμη λιγότερων αυτοκρατοριών των προγενέστερων αιώνων. Το γεγονός ότι δεν είναι όλα τα κράτη βιώσιμες πολιτείες δεν οφείλεται στην αξίωση της κυριαρχίας αλλά κυρίως στο γεγονός ότι μέσα από τις στάχτες των αυτοκρατοριών δεν γεννιόνταν πάντοτε κράτη προικισμένα με επαρκώς διαμορφωμένα κοινωνικά σύνολα. Στρατηγικές διαίρει και βασίλευε, εξάλλου, δημιούργησαν τόσο τεχνητά κρατικά μορφώματα μεγάλης εσωτερικής ανομοιομορφίας όσο και συνοριακές και πληθυσμιακές κατανομές που αναπόδραστα αμφισβητήθηκαν.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, ιστορικά, η αξίωση για εθνική ανεξαρτησία σήμαινε στην πράξη ότι το Πολιτικό γεγονός εκδηλώνεται στο επίπεδο κάθε κοινωνίας και όχι στο επίπεδο της οικουμένης η οποία, οικουμένη, σήμερα όπως και στο παρελθόν, στερείται ενοποιημένου κοινωνικού υποβάθρου. Η αξίωση για κοινωνικοπολιτική δόμηση του κόσμου με τρόπο συμβατό με την συλλογική ετερότητα κάθε κοινωνικής ένωσης, εξάλλου, σήμαινε ότι οι αγώνες ανεξαρτησίας ήταν ταυτισμένοι με την έννοια της ελευθερίας, δηλαδή με την απόρριψη αλλότριων κατεξουσιασμών. Ασφαλώς, αν υπήρχαν οι αναγκαίες κοσμοθεωρητικές, ηθικοκανονιστικές, ανθρωπολογικές και άλλες προϋποθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα θα ίσχυε ακριβώς το ίδιο οικουμενικά, θα είχαμε, δηλαδή, μια παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή, δηλαδή μια παγκόσμια Πολιτεία[33].
Αυτό όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι εφικτό μιας και ποτέ δεν υπήρξε μια παγκόσμια κοινωνία αλλά πολλές ετερογενείς και ανομοιογενείς κοινωνικές οντότητες.
7. Ο αντι-ηγεμονικός χαρακτήρας της θουκυδίδειας παράδοσης
Οι πιο πάνω πτυχές, είναι θεμελιώδεις και αφορούν ζωτικά τα διεθνή συστήματα τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Σ’ αυτό οφείλεται και η αιώνια αξία του Παραδοσιακού Παραδείγματος που εδράζεται στην Θουκυδίδεια παράδοση, την παράδοση δηλαδή που περιγράφει την Υπαρκτική ετερότητα κάθε κοινωνίας και την συνεπακόλουθη ηθικοκανονιστική ετερότητα που διαμορφώνει το ιστορικό γίγνεσθαι[34].
Οι πιο σύγχρονες προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης και πιο συγκεκριμένα η ρεαλιστική παράδοση, εστιάζουν το ενδιαφέρον στην κρατοκεντρική κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου και στην απορρέουσα σημασία της εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής οντότητας τόσο ως βάσης λειτουργίας του διεθνούς συστήματος όσο και ως βάσης ηθικής συγκρότησης του κόσμου.
Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι, διόλου τυχαία, η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή των ρεαλιστικών θεωριών είναι σαφώς αντιηγεμονικών προεκτάσεων. Αναμενόμενα, επίσης, περιγράφοντας το αναπόδραστο γεγονός της ύπαρξης αιτιών πολέμου σύμφυτων με την δομή του διεθνούς συστήματος, με επιστημονική υπευθυνότητα και αξιοπιστία εξηγούν ότι η κατανομή ισχύος και η ευαισθησία που επιδεικνύουν οι ηγεμονικές δυνάμεις στις διαφαινόμενες ανακατανομές ισχύος αποτελούν κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής.
Κείμενα όπως ο Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική του Gilpin και Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων του Mearsheimer που αποτελούν έγκυρες και αξιόπιστες αξιολογικά ουδέτερες ερμηνείες της σύγχρονης πολιτικής υπό το πρίσμα της θουκυδίδειας παράδοσης, προσφέρουν μια σχεδόν συνολική και σφαιρική ερμηνεία της σύγχρονης εποχής που κανείς σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να παραβλέψει ή να παρακάμψει.
Αν και κανείς από όσους είναι συνειδητοποιημένοι για τις φοβερές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης στην διεθνή πολιτική δεν θα μπορούσε εύκολα να προσυπογράψει την θέση πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες μακρών περιόδων σταθερότητας[35], η ειρήνη και η σταθερότητα, έστω και για κάποιες μόνο ιστορικές περιόδους, εξαρτώνται από την ύπαρξη μιας κατανομής ισχύος και μιας συναρτημένης με αυτή διεθνούς τάξης που δεν αμφισβητείται[36].
8. Ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα και λιγότερο ισχυρά κράτη
Ένα εύλογο ερώτημα είναι η θέση και ο ρόλος ενός λιγότερου ισχυρού κράτους όταν είναι αληθές πως το εκ φύσεως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τιμωρεί ανελέητα όσα κράτη παραμελούν τα συμφέροντά τους, ιδιαίτερα το συμφέρον επιβίωσης. Αν και δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ, θα τόνιζα το αυταπόδεικτο γεγονός ότι ένα λιγότερο ισχυρό κράτος απαιτείται να είναι ακόμη πιο ευαίσθητο για την κατανομή ισχύος, τα αίτια που προκαλούν ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων και τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων στην ανελέητη σύγκρουσή τους για ισχύ και ηγεμονία.
Ενώ μια μεγάλη δύναμη δύσκολα θα έχανε την ανεξαρτησία της[37] ακόμη και αν ηττηθεί[38], η αμέλεια μιας μικρής δύναμης να ελιχθεί ορθολογιστικά στα περιθώρια της ισχύος και να διασφαλίζει συνθήκες ισορροπίας και ασφάλειας, δυνατό να σημαίνει συνολική απώλεια της ελευθερίας της, δηλαδή της εθνικής της ανεξαρτησία.
Οι ατέλειες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος είναι ακόμη μεγαλύτερες και βαθύτερες σε σύγκριση με αυτές του κλασικού συστήματος Πόλεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι λόγω τεχνολογίας η άνιση ανάπτυξη είναι δραστικότερη και οι καταστροφές του πολέμου πιο εκτεταμένες.
Πιο καταστροφικές ακόμη και από τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης, όμως, είναι οι ιδέες που δηλητηριάζουν τον ορθολογισμό των συγχρόνων Πολιτειών αποσταθεροποιώντας το κονωνικοπολιτικό τους σύστημα και μπερδεύουν τις σχέσεις τους με άλλες Πολιτείες. Ενώ κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων όλες οι κοινωνίες κατά βάση αγωνίστηκαν και κατάκτησαν την πολιτική τους κυριαρχία, δηλαδή την εθνική τους ανεξαρτησία όπως σήμερα ονομάζεται, παρατηρούμε ότι ταυτόχρονα, κυρίως οι κοινωνίες μικρότερων κρατών, αλλόκοτα και παράδοξα συχνά κυριαρχούνται από θεωρήματα και ιδεολογήματα που υπονομεύουν αυτή την εθνική ανεξαρτησία. Πρόκειται για μια παραδοξότητα που ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να ερμηνεύσεις με λογικούς όρους. Ενώ δηλαδή η ανάδειξη του κράτους καθιέρωσε την σύγχρονη πολιτεία ως θεσμό συλλογικής ελευθερίας και την κυριαρχία ως διεθνές καθεστώς που οι διεθνείς θεσμοί και το διεθνές δίκαιο προορίζονται να διασφαλίσουν, όπως ήδη τονίστηκε, μύριες αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων μεταφυσικά προσδιορισμένων υπονομεύουν την κρατική κυριαρχία χωρίς ασφαλώς να προσφέρουν αξιόπιστη εναλλακτική δυνατότητα δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας και ενός παγκόσμιου κράτους που θα την ενσαρκώνει. Ουσιαστικά, τονίζεται ξανά, πρόκειται για υπέρτατο παραλογισμό και σημαντικό αίτιο πολέμου του σύγχρονου κόσμου. Αν μια οποιαδήποτε θεώρηση διεθνών σχέσεων θέλει να είναι απαλλαγμένη λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων, απαιτείται να αποδέχεται προγραμματικά τον οντολογικά θεμελιωμένο κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και την ασυμβατότητα με αυτό τον χαρακτήρα όλων ανεξαιρέτως των αποχρώσεων διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών. Μια τέτοια επιστημολογική παραδοχή δεν είναι ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά επιλογή συμβατή με τις κρατοκεντρικές οντολογικές διαμορφώσεις του σύγχρονου κόσμου. Οι κοινωνίες με τους αγώνες ανεξαρτησίας έκαναν τις επιλογές τους τα αποτελέσματα των οποίων οριοθετούν και το πεδίο της διεθνολογικής ανάλυσης.
Θα προσθέταμε πως ακόμη και η παραμικρή διολίσθηση ενός αναλυτή των διεθνών σχέσεων σε εξομοιωτικές λογικές, πολύ περισσότερο σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν, τον εξωθεί σε θανάσιμα επιστημονικά και λογικά σφάλματα που μηδενίζουν την ανάλυσή του και τον εντάσσουν στο ανορθολογικό σύστημα των ανορθολογικών δογμάτων που αντιβαίνουν στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και τη συλλογική ανθρώπινη ελευθερία[39]. Παράλληλα, είναι αληθές, όπως εύστοχα θεμελίωσαν αναλυτές όπως ο Edward H. Carr, ότι η διυποκειμενική ιστορική εμπειρία καταμαρτυρεί ότι ποτέ δεν υπήρξε πραγματικός γνήσιος διεθνισμός. Οι επαναστατικές ιδέες διεθνιστικού χαρακτήρα και οι α-πολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές που τις επικουρούν επιζητώντας την δημιουργία μιας παγκόσμιας κανονιστικής δομής είναι πάντοτε μεταμφιέσεις ηγεμονικών αξιώσεων των οποίων μόνο το όνομα και το χρώμα διαφέρει ανάλογα με την εποχή και την ιστορική συγκυρία.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Carr, αναμφίβολα ο θεμελιωτής της σύγχρονης επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων, γρήγορα εγκατάλειψε αυτή την δραστηριότητα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η λεγόμενη θεωρία διεθνών σχέσεων όπως εξελίχθηκε αποτελεί πλέον εργαλείο των κυρίαρχων αγγλοσαξονικών αξιώσεων ισχύος[40]. Αυτή είναι μια βαρυσήμαντη επισήμανση που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στην μεσογειακή χώρα στην οποία μεγαλούργησε ο Θουκυδίδης και στην οποία, όμως, τα Τμήματα διεθνών σχέσεων πολλαπλασιάζονται όπως τα μανιτάρια δεσμεύοντας τεράστιους κοινωνικούς πόρους που δεν είναι σίγουρο ότι τελικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά της ή την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Όλως, περιέργως, βεβαίως, επιβεβαιώνοντας τον Carr, παρατηρείται πως αυτά τα Τμήματα και τα εξαρτώμενα από αυτά Ινστιτούτα, κυριαρχούνται ολοένα και περισσότερο από εξομοιωτικά θεωρήματα και ιδεολογήματα την καλλιέργεια των οποίων πέραν των πόρων που αντλούνται από τους ιθαγενείς φορολογούμενους, παράσχουν ακόμη και αλλόκοτοι διεθνοπολιτικοί χρηματιστηριακοί αναρχικοί[41] –με γνωστές διασυνδέσεις με τις “υπηρεσίες” της υπερατλαντικής δύναμης– όπως ο George Soros.
[1] Ρητά, ή εμμέσως πλην σαφώς, το ιδεώδες της Ανεξαρτησίας αποτελεί αξίωση όλων των κυρίαρχων κρατών (και των κοινωνιών που αξιώνουν να αποχωριστούν από πολυεθνικά κράτη για να αποκτήσουν ανεξάρτητη Πολιτεία-κράτος. Η ανεξαρτησία ως αξίωση, ως αναλυτική έννοια, ως πολιτικό κριτήριο με νομικές προεκτάσεις και ως υπόβαθρο της διεθνούς θεσμικής οργάνωσης, στο σύγχρονο διεθνές σύστημα ενσαρκώνεται στο καθεστώς της κυριαρχίας. Το καθεστώς της κυριαρχίας πάνω στο οποίο εδράζεται η οργάνωση της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, είναι αναμφίβολα, από νομικής-θεσμικής άποψης, πολύ πιο αναπτυγμένο σε σύγκριση με τους θεσμούς της κλασικής εποχής. Εν τούτοις, είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι πολιτικά πιο εμπεδωμένο και πιο νομιμοποιημένο απ’ ότι οι αντίστοιχοι διεθνείς θεσμοί το συστήματος Πόλεων της κλασικής εποχής. Η παρατήρηση αυτή είναι καίριας σημασίας. Αυτό γιατί το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά την βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα ενός οποιουδήποτε θεσμικού συστήματος είναι ο βαθμός νομιμοποίησης μεταξύ των μελών του κοινωνικού σώματος στο οποίο ανήκει (δηλαδή, στο πλαίσιο της παρούσης συζήτησης, αφενός της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και αφετέρου της «διεθνούς κοινωνίας Πολιτειών» της κλασικής εποχής). Για την στενή σχέση και ομοιότητες ή διαφορές του κλασικού με το σύγχρονο διακρατικό σύστημα από την σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας βλ. Ernest Barker, Αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2007).
[2]Jacqueline de Romilly, Ιστορία και μέθοδος στον Θουκυδίδη (Μορφωτικό ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1988).
[3]Perez Zagorin, Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006), ιδ. 47 κ.ε.,55 κ.ε.,69 κ.ε.,250-2,
[4] Τα σημεία που ακολουθούν αντλούν από τις σελ. 15,43,48,49,50,52 του βιβλίου της Romilly, ό.π. Οι εκτιμήσεις του Perez Zagorin, καθώς και πολλών άλλων αναλύσεων για την επιστημολογία και μεθοδολογία του Θουκυδίδη είναι συγκλίνουσες αν όχι πανομοιότυπες.
[5] Η θέση που υιοθετείται από τον υποφαινόμενο είναι ότι η εποχή των αυτοκρατοριών έχει παρέλθει ανεπίστροφα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός αφενός της δημιουργίας εκατοντάδων κρατών και αφετέρου, της ολοένα μεγαλύτερης εμβάθυνσης της ετερότητάς τους, κάτι που καθιστά την κατάκτηση, διοίκηση και αφομοίωση απείρως δυσκολότερη απ’ ότι στο παρελθόν. Επιπλέον, η τεχνολογία, η αλληλεξάρτηση και η παγκοσμιοποίηση διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο σχέσεων ισχύος το οποίο δεν είναι πάντοτε ευθύγραμμα προς όφελος των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα αν μιλάμε για απόπειρες κατάκτησης και ελέγχου. Οι δυνατότητες εφήμερης ηγεμονίας είναι, κατ’ ουσία, το μόνο που απέμεινε στις μεγάλες δυνάμεις για να συμπεριφέρονται άνομα και καταχρηστικά εις βάρος λιγότερο ισχυρών συντελεστών του διεθνούς συστήματος.
[6] Με την έννοια ότι είναι ενδελεχής, εξονυχιστική, πολλών αποχρώσεων, βαθύτατη και διαχρονικά αναλλοίωτης αξίας.
[7] Η θέση ότι οι σχέσεις των κρατών μπορούν να θεωρηθούν ως είδος συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου των διακρατικών σχέσεων δεν είναι αποδεκτή από όλους και για πολλές θεωρίες, ιδιαίτερα της Θουκυδίδειας παράδοσης, σίγουρα θα απορριφθεί εξαρχής. Αυτός είναι ο λόγος, εξάλλου, για τον οποίο οι αναλυτές της κυρίαρχης θεωρίας, δηλαδή του πολιτικού ρεαλισμού, είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις καταπληκτικές-τολμηρές θεωρητικές σχοινοβασίες της λεγόμενης «βρετανικής σχολής», δηλαδή, βασικά, των Wight, Bull και Watson. Αν και δεν είναι του παρόντος, αναφέρω ότι τα νήματα των επιφυλάξεων πολλών αναλυτών της ρεαλιστικής παράδοσης θα οδηγούσαν στο εύλογο ερώτημα του πως και πόσο μπορεί να συγκροτηθεί σταθερή νομιμοποιητική βάση για αρχές και κανόνες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου της «κοινότητας (ή κοινωνίας) των κρατών» μιας και αυτή θα βρισκόταν διαρκώς υπό την αίρεση διαβρωτικών εισροών που προκαλούν τα αίτια πολέμου και κυρίως των ανακατανομών ισχύος σε δομικό επίπεδο και των ενδοκρατικών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που θα αποσταθεροποιούσαν την έμμεση νομιμοποίηση που παρέχουν οι κοινωνίες των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος διαμέσου των κυβερνήσεών τους. Μια πρώτη τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτό το εύλογο και βάσιμο ερώτημα, βεβαίως, είναι ότι αναλυτές που όντως ανήκουν στην Βρετανική σχολή όπως οι προαναφερθέντες (όχι όμως και πολλοί άλλοι, κυρίως στον χώρο των κριτικών κονστουκτιβιστών που την επικαλούνται λαθραία) ποτέ δεν υποτίμησαν αυτούς του αποσταθεροποιητικούς παράγοντες. Διαβάζοντας το Άναρχη κοινωνία του Hedley Bull, για παράδειγμα, κανείς θα προσέξει ότι πουθενά δεν περιγράφει ένα ιδεατό κόσμο προικισμένο με σταθεροποιημένες ηθικοκανονιστικές δομές ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων. Το αντίθετο: Η περιγραφή της διαχρονικής ανάπτυξης κανονιστικών δομών μεταξύ των κρατών (διόλου κοσμοπολίτικων με την έννοια της διεθνικής αποδυνάμωσης των κρατικών οντοτήτων) εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο σοβαρού προβληματισμού που δεν εξαιρεί τα αίτια πολέμου, που συνεκτιμά το φαινόμενο του ηγεμονισμού (και των αδιεξόδων του) και που περιγράφει τους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες, κυρίως του επαναστατισμού (το τελευταίο ζήτημα εξετάζεται εξαντλητικά από τον Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998). Αναμφίβολα, βεβαίως, οι επιφυλάξεις των «mainstream ρεαλιστών» είναι εύλογες αν όχι απολύτως αναγκαίες για να κατανοήσουμε ότι η «έσχατη πραγματικότητα» είναι πως λόγω αιτιών πολέμου δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα κόσμο «χωρίς κινδύνους». Οι καταληκτικές θεωρήσεις του Κονδύλη στο Ισχύς και απόφαση (Στιγμή, 1991) είναι συναφείς: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για την διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι και ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και την διεύρυνση της ισχύος τους … Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά τελειωτική λύση και καμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει την βεβαιότητα μιας ευτυχίας χωρίς κινδύνους» (σελ. 213 και 231). Κάθε κανονιστική (και όχι κατ’ ανάγκη ηθικοκανονιστική) ρύθμιση στις διακρατικές σχέσεις βρίσκεται αναμφίβολα υπό την αίρεση των συχνών σεισμικών δονήσεων διαφόρων εντάσεων που προκαλούν οι υποκείμενες σεισμικές πλάκες των αιτιών πολέμου. Εν τούτοις, με την προϋπόθεση ότι αυτό στερείται λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων (και αλμάτων), ο καθένας είναι νομιμοποιημένος να περιγράφει από την μια πλευρά, τόσο τις ενδιάμεσες κανονιστικές δομές όσο και την μετεξέλιξή τους, και από την άλλη πλευρά, να υπογραμμίζει την ασταθή τους φύση. Ο υποφαινόμενος, αποδεχόμενος πλήρως και ανεπιφύλακτα το θουκυδίδειο-ρεαλιστικό επιχείρημα για την ασταθή τους βάση –ή ακόμη και κάτι παραπάνω με το να υιοθετώ τις ακόμη σφοδρότερες επιφυλάξεις του Παναγιώτη Κονδύλη για τον χαρακτήρα όλων των ανθρωπίνων εγχειρημάτων– επιχειρώ εν τούτοις να θεμελιώσω τον οντολογικό χαρακτήρα της αξίωσης ανεξαρτησίας-ελευθερίας μιας κοινωνίας. Η σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος, εκτιμάται, είναι σημαντική, μιας και (σ’ αντίθεση με την καταληκτική επιστημολογική προσέγγιση του Παναγιώτη Κονδύλη) αναζητούνται οντολογικά θεμελιωμένα ηθικά κριτήρια που μπορεί να βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο λόγω της «έσχατης πραγματικότητας» (τα οποία όμως θα μπορούσαν εν τούτοις να παράσχουν ηθιοκοπρακτικό προσανατολισμό για κάθε μαχόμενη ύπαρξη, ατομική ή συλλογική. Το κεντρικό ζήτημα και η ουσία, εν κατακλείδι, δεν είναι η αμφισβήτηση μιας πασίδηλης «έσχατης πραγματικότητας» (αυτή σε κάθε περίπτωση δύσκολα αμφισβητείται ενόσω κανένας δεν προτείνει αξιόπιστη πρόταση εξάλειψης των ατιών πολέμου), αλλά η περιγραφική διαπιστωτική εξέταση της ύπαρξης αξιώσεων θεμελιωμένων στο συλλογικό Είναι και ο περιγραφικός προσδιορισμός του απορρέοντος –ασταθούς έστω, και αμφισβητούμενου λόγω αιτιών πολέμου– Δέοντος. Δέοντος το οποίο είναι αναγκαίο για τον ηθικοπρακτικό προσανατολισμό των ανθρώπων στις σχέσεις τους με άλλους που αμφισβητούν την συλλογική τους ελευθερία.
[8] Για ανάλυση αυτής της διάστασης του ιστορικού γίγνεσθαι βλ. Π. Ήφαιστος, Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), ιδ. κεφ. 2 και 3.
[9] Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται ότι ανάλογα με άλλες επιστημολογικές παραδοχές κάποιου δυνατό να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς ορισμένα ζητήματα ενόσω δεν δημιουργούνται επιστημονικά και λογικά σφάλματα. Για παράδειγμα, ο υποφαινόμενος υποστηρίζει ότι, οντολογικά θεμελιωμένα επιχειρήματα δεν παραβιάζουν την αξιολογική ελευθερία και ούτε αποτελούν έκφραση αυθαίρετης ηθικής κρίσης. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η αξίωση ελευθερίας είναι οντολογικού περιεχομένου και η αξίωση πολιτικής κυριαρχίας των κοινωνιών συνυφασμένη με αυτή. Βλ. ό.π., ιδ. κεφ. 2, 7.
[10]To International Politics του Kenneth Waltz, είναι αναμφίβολα μια κορυφαία θεωρητική στιγμή, μιας και προεκτάθηκαν οι θεωρήσεις του Θουκυδίδη για τον ρόλο της κατανομής ισχύος ίσαμε τις ακραίες και λογικές συνέπειές τους.
[11] Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004.
[12]R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην Διεθνή Πολιτική (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2005), σ. 210
[13]R. Gilpin, The Richness of the “Tradition of Political Realism”, στο R. Keohane (ed.), Neorealism and its critics (Columbia Un. Press 1986), σελ. 308-9
[14] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π., σελ. 230.
[15] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π. σελ. 230
[16]John Mearsheimer, Η πολιτική τραγωδία των μεγάλων δυνάμεων, (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006).
[17] Βλ. Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001), κεφ. 1.
[18] Παραθέτω την έξοχη διατύπωση του Χρήστου Γιανναρά που περιγράφει-φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπόδειγμα προκατειλημμένου κατασκευάσματος της ελληνικής ακαδημαϊκής πραγματικότητας: «Δεν μας εκπλήσσει που ο ιδεολογικά προκατειλημμένος άλλα διαβάζει και άλλα καταλαβαίνει. (…) Όταν διαβάζει με προκατάληψη ο ιδεολογικά παγιδευμένος, καταλαβαίνει αυτά που ο ίδιος θα ήθελε να λέει το κείμενο δίχως να αντιλαμβάνεται αυτά που το κείμενο πράγματι λέει. Αν του χρειαστεί να παραπέμψει στο κείμενο που διάβασε, επιλέγει αποσπασματικές λέξεις και διατυπώσεις για να συγκροτήσει, με γλωσσικό υλικό του κειμένου, τις θέσεις που η ιδεολογική του προκατάληψη έχει αποφασίσει ότι πρέπει να εκφράζει το κείμενο. (…) Η εκλογή και εξέλιξη ενός διδάσκοντος διευκολύνεται καίρια αν έχουν κατατεθεί δημόσια από τον υποψήφιο δηλώσεις ή τεκμήρια πιστότητας στην ιδεολογία που συσπειρώνει την πλειοψηφία των διδασκόντων [σημείωση: Που συμμετέχουν στα εκλεκτορικά σώματα]. Διευκολύνεται η εκλογή και εξέλιξη αν προϋπάρχουν δημοσιεύματα σε συγκεκριμένες (όχι οποιεσδήποτε) εφημερίδες. Αν ο υποψήφιος έχει επανειλημμένα συνυπογράψει στις λίστες των ίδιων πάντα “διανοουμένων” που διαμαρτύρονται για κάθε παραβίαση ή αμφισβήτηση των ιδεωδών του νεοταξικού διεθνισμού. (…) Όταν θυσιάζεται η κριτική σκέψη στον βωμό οποιασδήποτε στράτευσης, πρώτο και θλιβερό θύμα είναι ο θύτης. Δεν υπάρχει τραγικότερο κατάντημα από τον αυτοευνουχισμό του “διανοούμενου” ανθρώπου («Προκατάληψη, δηλαδή αυτοευνουχισμός», Η Καθημερινή, 18.3.2001).
[19] Σε άλλη περίπτωση, υποστηρίχθηκε πως οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης είναι πολύ διαφορετικές σε ένα μεγάλο κράτος όπου κανείς δεν τους λαμβάνει υπόψη επειδή το κράτος διαθέτει αξιόπιστους και αποτελεσματικούς θεσμούς ανάλυσης και λήψης αποφάσεων και σε ένα μικρό και εξαρτημένο κράτος όπου αναπόδραστα καθίστανται εργαλείο ηγεμονικής ισχύος εις βάρος της κοινωνίας της οποίας ονομαστικά ανήκουν.
[20] Αναφερόμαστε στα δύο κυρίως επίπεδα ανάλυσης, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Όσον αφορά το πρώτο η κλασική φιλοσοφική πραγματεία δημιούργησε φιλοσοφικό κεκτημένο πάνω στο οποίο κτίζονται οι περί κράτους θεωρίες. Βασικά, πολιτική φιλοσοφία των διεθνών σχέσεων δεν υπάρχει ή είναι ελλειμματική. Βλ. ιδ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998) ιδ. την εισαγωγή του συγγραφέα. Ουσιαστικά, αρχίζοντας από την σχεδόν τέλεια περιγραφή του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο μέχρι και τα έξοχα έργα μερικών πολιτικών ρεαλιστών όπως των Hedley Bull [ιδιαίτερα το Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000)], E.H.Carr, Kenneth Waltz, Robert Gilpin, et al, παρατηρούμε ότι αυτό που αναλύεται είναι η διεθνής τάξη, η φύση των διεθνών δομών, τα προβλήματα που δημιουργούν τα αίτια πολέμου, ο εξαρτημένος χαρακτήρας των διεθνών θεσμών, η φύση της κυριαρχίας και η εν γένει σχέση αιτίων και αιτιατών στις διακρατικές σχέσεις. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί ρεαλιστές ως ζήτημα θεμελιώδους επιστημολογικής και μεθοδολογικής προσέγγισης σταματούν στην περιγραφή εξηγώντας ότι αυτό επιτάσσει η φύση και ο χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος. Μερικοί πολιτικοί ρεαλιστές, μάλιστα, εύλογα διερωτώνται κατά πόσο υπάρχει και το παραμικρό περιθώριο για πολιτική φιλοσοφία διεθνών σχέσεων μιας και η ηθική και η δικαιοσύνη και όλα τα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα που τις διέπουν είναι καταμερισμένα στα κυρίαρχα κράτη. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν να διερωτώνται, ίσως το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παραμείνεις στην ανάλυση της διεθνούς τάξη, την φύση της, τον χαρακτήρα της και τα προβλήματά της. Σημειώνεται ότι αυτό βασικά κάνει και το προαναφερθέν έργο-σταθμός του Hedley Bull αλλά και άλλα έργα της λεγόμενης Βρετανικής Σχολής όπως των Carr, Wight και Watson. Ο σχολιασμός αυτής της εύλογης θέσης απαιτεί στοχαστική εντιμότητα και καθαρότητα σκέψης, χαρίσματα που δυστυχώς που δυστυχώς απουσιάζουν σε πολλές ουτοπικές και νομικίστικες αναλύσεις (ίσως αριθμητικά κυρίαρχες πλέον). Στο πλαίσιο μιας βάσιμης ανάλυσης των διεθνών σχέσεων απαιτείται τουλάχιστον διάκριση μεταξύ των συνόρων που δημιουργούν οι έννοιες «διεθνές σύστημα» (που λειτουργεί στην βάση κάποιων συμφωνιών των κρατών), «διεθνή κοινότητα» (που συμβολίζει την μετεξέλιξη αυτών των συμφωνιών σε κάποιου είδους, ρευστή έστω και αστάθμητη, δεσμευτικότητα) και «διεθνούς κοινωνίας» (που συμβολίζει μια μεγαλύτερη και πιο εμπεδωμένη δεσμευτικότητα σε μερικές περιπτώσεις εν πολλοίς ενσωματωμένη στην ενδοκρατική δικαιοταξία). Δυστυχώς ακόμη και επιφανείς αναλυτές χρησιμοποιούν με χαλαρότητα την δεύτερη και τρίτη έννοια προκαλώντας σύγχυση και αποπροσανατολισμό. Σε κάθε περίπτωση, ένας συνεπής πολιτικός ρεαλιστής που σέβεται τους αναγνώστες του ακόμη και αν αναζητά κριτήρια πολιτικής φιλοσοφίας διεθνών σχέσεων απόρροια της ανάπτυξης και μετεξέλιξης του διεθνούς συστήματος ενσωματώνει πλήρως την ανάλυσή του το αναπόδραστο γεγονός των αιτιών πολέμου και την παραδοχή ότι κανείς σοβαρά μιλώντας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει κάποια απάντηση για τον τερματισμό τους. Τέλος, τα στοχαστικά εγχειρήματα του υπογράφοντος προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός του ότι είναι δοκιμαστικά και διανθισμένα με πλήθος ερωτημάτων διαλεκτικά διαπλεγμένων, αρχίζουν και τερματίζονται στην προσπάθεια διακρίβωσης των οντολογικών ιδιοτήτων του διεθνούς συστήματος, των μόνων πάνω στα οποία μπορούν να εδραιωθούν ηθικά αμάχητα κριτήρια, και των οποίων η εφαρμογή και πάλιν βρίσκεται υπό την αίρεση των αιτιών πολέμου. Πάντως, η επιθυμία για προσεκτικές επιστημολογικές επιλογές που δεν απομακρύνονται από τον πυρήνα του περιγραφικού Παραδοσιακού Παραδείγματος δυναμώνει ακόμη περισσότερο όποιος διαβάσει το ύστερο αριστούργημα του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, ό.π.. Ο Mearsheimer, όπως ήδη αναφέρθηκε, με αξιοθαύμαστη αξιοπιστία και εγκυρότητα περιγράφει την αδιέξοδη τροχιά του διεθνούς συστήματος υπό το πρίσμα της αέναης σύγκρουσης των ηγεμονικών δυνάμεων για ισχύ, ηγεμονία και επιβίωση. Κανείς μπορεί μόνο να αναλύει το διεθνές σύστημα όπως πραγματικά είναι αναζητώντας βάσιμες και ορθολογικές εκτιμήσεις ή αντίστροφα να νεφελοβατεί ανόητα και αφελώς (ή υστερόβουλα όταν είναι συνειδητά προπαγανδιστής) προκαλώντας έτσι ποταμούς πολιτικού ανορθολογισμού στην πολιτική σκέψη ενδοκρατικά και διακρατικά.
[21] Βλ. Γ84-5
[22] Για άλλα εδάφια αναφορών στην ανθρώπινη φύση βλ. Α22, Γ39,84, Δ19,108.
[23] Αυτή η απλή, πασίδηλη και διυποκειμενικά αντιληπτή θεμελιώδης πραγματικότητα σημαίνει ότι όλες ανεξαιρέτως οι αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεωδών είναι στην καλύτερη περίπτωση λογικά εσφαλμένες και πολιτικά ατελέσφορες. Το γεγονός ότι αναρίθμητοι επιφανείς στοχαστές –και ακόμη μεγαλύτερος αριθμός φανατικών υποστηρικτών τους– δεν το αντιλήφθηκαν είναι επιστημονικά αδιάφορο. Η επιστημονική συνέπεια και ο ορθολογισμός των επιχειρημάτων ποτέ δεν ήταν υπόθεση αριθμητικών πλειοψηφιών. Χρέος ενός στοχαστή είναι να μην κλονίζεται ή επηρεάζεται από ευρέως διαδεδομένους στοχαστικούς παραλογισμούς και την περιρρέουσα ανορθολογική ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Τυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας ακλόνητης επιστημολογικής συνέπειας ήταν, εκτιμώ, ο Παναγιώτης Κονδύλης.
[24] Η απανθρωπία του δικαιώματος, (Δομός 1998) σελ. 30,31.
[25] Ό.π., σελ. 70
[26] Σε άλλη περίπτωση[26]τονίσαμε ότι η εθνική ανεξαρτησία στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί το αντίστοιχο της ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις.
[27] Όπως σημειώνει ο Adam Watson, «η δέσμευση των Ελλήνων έναντι της ανεξαρτησίας είναι θρυλική. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο ιδανικό ότι κάθε πόλη-κράτος, δηλαδή κάθε Πολιτεία, θα έπρεπε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της και απεχθάνονταν κάθε είδους επικυριαρχία ή ηγεμονία μιας άλλης πόλης ή μιας ξένης δύναμης. Δεν ανέκυπτε συχνά η ιδέα της ενοποίησης της Ελλάδας σε ένα μόνο κράτος, και όταν προέκυπτε, την αντιμετώπιζαν συνήθως με αποστροφή». Τονίζοντας το γεγονός των ατελειών στο κλασικό σύστημα, ο Watson επισημαίνει, επίσης, ότι «στην πράξη, πολλές ελληνικές πόλεις υποχρεώνονταν να αποδεχτούν κάποιο βαθμό ελέγχου από έναν επικυρίαρχο ή ηγεμονικό σύμμαχο, ιδιαίτερα στις εξωτερικές τους σχέσεις. Και αυτό θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί το μικρότερο από δύο δεινά. Οι ασιατικές ελληνικές πόλεις βρίσκονταν συνήθως σ’ αυτή την θέση όπως και πολλές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας για μεγάλες χρονικές περιόδους, ενώ οι δυτικές αποικίες σπανιότερα». Συνεχίζει για να υπογραμμίσει ότι παρά αυτές τις ατέλειες, «οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σίγουρα, όσον αφορά την ιδέα τους περί νομιμοποίησης, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην πράξη, προς το άκρο των πολλαπλών ανεξαρτησιών του φάσματός μας» (Watson, A., Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005, σελ. 98). Ο Victor Ehrenberg, αναφερόμενος στο σύστημα διεθνών θεσμών της κλασικής περιόδου, σημειώνει ότι «το πιο σημαντικό όσον αφορά τη Δελφική Αμφικτιονία ήταν το γεγονός πως δεν είχε πραγματική αρμοδιότητα να προσφύγει κατά ιδιωτών πολιτών στο εσωτερικό των Πόλεων και πως δεν είχε αρμοδιότητες που υπερφαλάγγιζαν τις τοπικές αρχές. (…) Η αυτονομία των κρατών-μελών, επομένως, δύσκολα επηρεαζόταν από την Αμφικτιονία» (The Greek State, Methuen, London, 1969, σελ. 111). Οι ελληνικές πολιτείες ανέπτυξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «διεθνείς θεσμούς», αντιλαμβάνονταν τον ρόλο αυτών των θεσμών ως «διακυβερνητικό», δηλαδή ως ένα θεσμικό και πολιτικό σύστημα διακρατικής επικοινωνίας και συνεννόησης που δεν παραβίαζε την κυριαρχία των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα την ενίσχυε και την υποβοηθούσε στις διεθνείς της συναλλαγές της εποχής.
[28] Ο Zagorin σημειώνει ότι «η απώλεια της ανεξαρτησίας μέσω έξωθεν κυριαρχίας ή κατάκτησης ήταν για κάθε πόλη η υπέρτατη καταστροφή και θεωρείτο από τους πολίτες ως υποδούλωση», σελ. 31. Πιο κάτω, επίσης, επισημαίνει ότι «ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο ενάντια της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και υποταγής σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για την διατήρηση της αυτοκρατορίας είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών πόλεων», Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006) σελ. 269-70.
[29] Ο Γιανναράς, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της εξατομίκευσης στο πλαίσιο του νεωτερικού κράτους, ορθώς επισημαίνει πως αν και συνιστά πρόοδο σε σχέση με τον Μεσαίωνα στη Δύση, είναι ταυτόχρονα τραγική οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με το ιστορικό προηγούμενο της αρχαιοελληνικής πολιτικής και της προσωποκεντρικής ελληνοχριστιανικής ανθρωπολογίας. Μάλιστα, «οπισθοδρόμηση κοινωνική σε στάδιο προ-πολιτικό». Βλ. Η Απανθρωπία του δικαιώματος (Δόμος, Αθήνα 1998) σελ. 47. Τονίζοντας τις συναρτήσεις της κλασικής εποχής με τις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις, ο Ernest Barker σημειώνει ότι «καμία ιστορία δεν είναι τόσο σημαντική για εμάς και καμιά δεν είναι περισσότερο σύγχρονη από αυτή της κλασικής Ελλάδας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, είμαστε αυτό που είμαστε επειδή οι Έλληνες υπήρξαν με τη μορφή που το γνωρίσαμε. Με πολλούς τρόπους, ισχύει το παράδοξο η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα να είναι πιο μοντέρνα απ’ ό,τι η Ευρώπη του 19ου αιώνα. Ένας Άγγλος αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον Επιτάφιο του Περικλή παρά με τα απομνημονεύματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τα προβλήματα του έλληνα πολίτη της κλασικής περιόδου μας αγγίζουν ακόμη και σήμερα, επειδή η ελληνική εμπειρία πέρασε στην ουσία της ύπαρξής μας και συγχωνεύτηκε με την ύπαρξή μας» (Barker ό.π. 1961, σ. 17, 18, βλ. επίσης Watson ό.π. κεφ. 5).
[30] Η ιδέα της κρατοκεντρικής δόμησης ως υπέρτατης προσέγγισης μιας κατά κοινωνία πολιτικής οργάνωσης αμφισβητήθηκε σοβαρά κατά την διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, μετά δηλαδή την αποτυχία του συστήματος Πόλεων, γεγονός που συμβολίζεται από την έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι αμφισβητήσεις καλλιεργήθηκαν στο πλαίσιο μιας παράλληλης, αμφίπλευρης και αντιθετικής σχέσης μεταξύ επικούρειων και κυνικών κοσμοπολίτικων ιδεών κοσμικής ενότητας (εν πολλοίς απολιτικής μιας και αγνοεί τον κοινωνικό κατακερματισμό του πλανήτη) και αυτοκρατορικών αξιώσεων κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής. Στην ενδιάμεση σύντομη εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφενός η Ελληνική Συμμαχία δεν σήμαινε ουσιαστική αμφισβήτηση του συστήματος Πόλεων –μάλλον περί εφήμερης ηγεμόνευσης ενός θεσμού πρόκειται, βλ. JFC Fuller, Η ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004)– και αφετέρου, ο ίδιος ο μακεδόνας στρατηλάτης τα τελευταία χρόνια του βίου του συνέτεινε στην ιδέα του αυτόνομου κατά κοινωνία πολιτικού βίου με το να παλινορθεί τα κράτη των κοινωνιών που κατακτούσε στην πορεία συντριβής της Περσικής Αυτοκρατορίας. Το πως θα εξελισσόταν αυτό το σύστημα αν ο Αλέξανδρος δεν αποδημούσε νεότατος, είναι κάτι που μάλλον μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
[31] Αν και είναι γεγονός ότι το σύγχρονο κράτος είναι απείρως ατελέστερο από την κλασική Πόλη, αμφότερες οι Πολιτειακές εμπειρίες έπασχαν. Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται απλά ότι κύριο αίτιο τότε και τώρα είναι οι ποικίλες αμφισβητήσεις της ιδέας για κατά κοινωνία οργάνωση που προκαλεί κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό του πλανήτη. Τρία κύρια αίτια είναι τα ποικίλων αποχρώσεων συγκοινωνούντα δοχεία του διεθνισμού, του κοσμοπολιτισμού και του ηγεμονισμού.
[32] Για τα ραγδαία ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα βλ. κεφ. 2-4 στο Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π.
[33] Ο Morgenthau είχε γράψει ότι το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό ή φιλοσοφικό αλλά αφορά μόνο την κοινωνική δομή του κόσμου. Η θέση του ήταν: δώστε μου μια παγκόσμια κοινωνία και θα σας δώσω μια παγκόσμια κυβέρνηση.
[34] Χαρακτηριστικά είναι εκείνα τα εδάφια που ο Θουκυδίδης θεωρεί ως δεδομένο τον ηθικό κατακερματισμό και τις απορρέουσες από αυτόν τον κατακερματισμό διαφορετικών περί δικαίου θεωρήσεων. Βλ. ιδ. τον διάλογο Μηλίων και Αθηναίων πρέσβεων.
[35] Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η βασική διαφορά μεταξύ Waltz (International Politics) και Mearsheimer (Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων). Ο πρώτος ισχυρίζεται ότι συνθήκες ισορροπίας φέρνουν σταθερότητα και ο δεύτερος ότι αυτή η σταθερότητα είναι επιρρεπής σε κλονισμό λόγω μιας ανελέητης εγγενούς τάσης των μεγάλων δυνάμεων να επιδιώκουν αενάως μερίδιο της παγκόσμιας ισχύος που διασφαλίζει ηγεμονία ή παρεμπόδιση περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων. Το πρόβλημα για την διεθνή πολιτική είναι ότι η ανάλυση του Mearsheimer είναι βαθύτατα θεμελιωμένη, ορθολογικά δομημένη και εκτεταμένα αιτιολογημένη.
[36] Ο Gilpin στο αριστούργημά του Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική περιέγραψε με πληρότητα τα αίτια που προκαλούν ταλαντώσεις και πολέμους λόγω αμφισβήτησης μιας ηγεμονικής τάξης πραγμάτων.
[37] Ο Mearheimer στο Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, υπογραμμίζει το ιστορικά επαληθευμένο γεγονός ότι η κατάληψη μιας μεγάλης δύναμης είναι δύσκολη ή και ανέφικτη πρακτικά αδύνατη.
[38] Αυτό τόνισαν χωρίς δισταγμό οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογο των αθηναίων πρέσβεων με τους αντιπροσώπους των Μηλίων (Ε84-116)
[39]. Ήδη υποστηρίξαμε πως τέτοια ολισθήματα οφείλονται είτε σε ηχηρή αμάθεια είτε σε καταναγκασμούς και εξαναγκασμούς που προκαλεί η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα που υποχρεώνει πολλούς αναλυτές να νοθεύουν την καθαρότητα των στοχασμών του Παραδοσιακού Παραδείγματος.
[40] Σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό γράμμα του Edward H. Carr προς τον Stanley Hoffmann στις 30 Σεπτεμβρίου 1977, ο πρώτος σημειώνει το αναντίρρητο και πασίδηλο πλέον γεγονός, ιδιαίτερα ορατό σε μικρά και εξαρτημένα κράτη που αναμασούν μεταπρατικά τα θεωρήματα αγγλοσαξόνων δασκάλων τους, ότι «δεν υπάρχει επιστήμη των διεθνών Σχέσεων. Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στον αγγλόφωνο κόσμο είναι απλά ο καλύτερος τρόπος για να κυβερνούν τον κόσμο από θέσεως ισχύος». [“No science of International Relations exists. The study of International relations in the English speaking word is simply a study of the best way to run the world from positions of strength”]. Παρατίθεται στο M.Cox (ed), E.H.Carr, A critical appraisal (Palgrave, NY 2000), σ. 16 (σημ. 5).
[41] Με την έννοια ότι οι δραστηριότητές του στερούνται επαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων. Ουσιαστικά, το συγκεκριμένο πρόσωπο όχι μόνο διαφεύγει αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων αλλά επιπλέον οι διεθνικές τους δραστηριότητες κατευθύνουν ολόκληρες κοινωνίες ακόμη και μεγάλες. Πρόκειται για χαρακτηριστικά φαινόμενα που συνιστούν πολιτική ανωμαλία στο υπέρτατο στάδιό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου