Εδώ έχουμε μια παραλλαγή του μύθου της Γενέσεως, όπως θα είχε διατυπωθεί αν ο συντάκτης του ήταν Έλληνας.
Απολαύστε τον...
Οι μέρες του ήταν κοπιαστικές, μα η ζωή ήταν καλή. Κάθε μέρα έφερνε καινούριες ανακαλύψεις. Με τα μακριά, δυνατά πόδια του, τριγυρνούσε στα μήκη και τα πλάτη εκείνου του άγνωστου κόσμου τρέφοντας μια περιέργεια που ολοένα και μεγάλωνε με τις εμπειρίες της κάθε μέρας. Η γυναίκα αφιέρωνε κι αυτή το χρόνο της στην εξερεύνηση, και σε συνδυασμό είχαν ήδη μάθει πολλά για την καινούρια τους κατοικία.
Μετά από εκείνη τη μεγάλη μέρα αναζητήσεων, επέστρεψε πεινασμένος και σκονισμένος, αλλά καλοδιάθετος. Η γυναίκα είχε φτάσει πρώτη, και μόλις τον είδε του έφερε φαγητό. Καθώς έτρωγαν, της μίλησε για όσα βρει στη διάρκεια της μέρας.
“Είδες κανένα καινούριο ζώο;” τον ρώτησε.
“Κάποια πετούμενα. Είναι πανέμορφα”.
“Πάρε με μαζί σου αύριο. Θέλω να τα δω κι εγώ”.
“Μπορείς να τους δώσεις ονόματα. Τα καταφέρνεις καλύτερα από μένα”.
Όταν τέλειωσαν το φαγητό, τη ρώτησε, “Εσύ βρήκες τίποτα καινούριο στο ποτάμι;”
Του χαμογέλασε και έγνεψε αρνητικά. Τα μακριά μαλλιά της κινήθηκαν απαλά για να χαϊδέψουν πρώτα τη μια πλευρά του προσώπου της κι ύστερα την άλλη.
“Δεν πήγα στο ποτάμι”, του είπε. “Πήγα στο βουνό”.
“Στην κορυφή;”.
“Ναι, μέχρι την κορυφή”.
Ο άνδρας ακουμπούσε πάνω στον αγκώνα του. Ακούγοντας τα νέα, πετάχτηκε όρθιος και την άρπαξε με μια γρήγορη χειρονομία που δεν πρόδιδε θυμό αλλά ανησυχία. “Ξέρεις το νόμο. Δεν επιτρέπεται να πας εκεί πάνω - σίγουρα όχι μόνη σου”.
Εκείνη αλαφροπάτησε στις μύτες των ποδιών της και του τράβηξε το χέρι. “Τότε έλα κι εσύ μαζί μου, να δεις τι έχω να σου δείξω”.
“Η κορυφή δεν είναι καλό μέρος - ούτε ακόμα κι όταν είμαστε μαζί”.
“Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Το ξέρω καλά”.
Εκείνος παρέμεινε ακίνητος. “Το φως ... “ είπε διστακτικά.
“Το φως θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό. Έλα”.
Τον τράβηξε ξανά, κι εκείνος σηκώθηκε απρόθυμα και την ακολούθησε στην ομαλή πλαγιά.
Σύντομα έφτασαν στο ξέφωτο της βουνοκορφής. Ο άνδρας κοντοστάθηκε, μα η γυναίκα συνέχισε, μέχρι που έφτασε στο κέντρο του ξέφωτου όπου ένας ζωηρόχρωμος θάμνος ξεφύτρωνε ολομόναχος. Άπλωσε το χέρι και έκοψε δυο από τους χρυσαφένιους καρπούς του που είχαν το μέγεθος του αντίχειρά της. Ο άνδρας την είδε να παίρνει τον έναν από τους δυο καρπούς και να τον βάζει στο στόμα της. Έτρεξε κοντά της, μα ήταν ήδη αργά για να τη σταματήσει.
“Γιατί το έκανες αυτό; Θυμήσου την προειδοποίηση - αν φάμε από τον καρπό αυτό θα πεθάνουμε*!”, της είπε.
“Έχω φάει κι άλλη φορά, και δεν πέθανα”, του είπε. “Δοκίμασε κι εσύ”. Άπλωσε τον χρυσό καρπό προς το μέρος του.
“Όχι, δε γίνεται”.
“Μας είπαν πως αν φάμε από τον καρπό αυτόν θα πεθάνουμε. Εγώ τον έφαγα κι είμαι ακόμα ζωντανή. Δοκίμασε. Σε παρακαλώ”.
“Κι αν πεθάνουμε;”.
“Τουλάχιστον θα πεθάνουμε μαζί. Θα προτιμούσες να συνεχίσεις να ζεις χωρίς εμένα;”.
Αυτή ήταν μια σκέψη που ο άνδρας δεν μπορούσε να αντέξει. Χωρίς άλλη λέξη, πήρε τον καρπό από τα δάχτυλά της και τον έβαλε στο στόμα του. Εκείνος έσκασε κάτω από την πίεση της γλώσσας του, και ο πλούσιoς, γλυκός χυμός πλημμύρισε το στόμα του με μια γεύση ανόμοια με οτιδήποτε άλλο είχε δοκιμάσει στο παρελθόν.
Η αίσθηση τον έκανε να βγάλει έναν μικρό, ακούσιο στεναγμό ηδονής και, δίχως να το πολυσκεφτεί, άπλωσε το χέρι κι έκοψε έναν, δυο, κι ύστερα μια ολόκληρη χούφτα από τους χρυσαφένιους καρπούς, ενώ η γυναίκα πλάι του γελούσε κι έκανε το ίδιο.
Γύρισε προς το μέρος της, και μια άλλη αίσθηση τον συνεπήρε καθώς την κοιτούσε. Δεν ήταν σίγουρος για πόσο καιρό ήταν μαζί, μα από εκείνο το πρώτο απόγευμα που είχε ξυπνήσει από το λήθαργο και την είχε βρει πλάι του, με το κεφάλι φωλιασμένο στην εσοχή του απλωμένου μπράτσου του, ποτέ δεν την είχε κοιτάξει με το συναίσθημα που ένιωθε εκείνη τη στιγμή.
Η λάμψη του λείου δέρματός της, οι απαλές καμπύλες των ώμων και του στήθους της, η στρογγυλή, επίπεδη κοιλιά, η μακριά, ομαλή γραμμή που σχημάτιζαν οι μηροί της, όλα του φάνταζαν καινούρια, και το βλέμμα στα μάτια της τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και την πήρε στην αγκαλιά του.
“Είσαι το πιο όμορφο από όλα τα ζωντανά πλάσματα. Ποτέ δεν σε είχα δει μ' αυτό τον τρόπο πριν, αλλά σε βλέπω τώρα”, της είπε.
Ξάπλωσαν στο μαλακό χορτάρι και εξερεύνησαν μαζί το θαύμα των κορμιών τους που μόλις είχαν ανακαλύψει. Αισθάνθηκαν μια κοινή χαρά που ποτέ πριν δεν είχαν ονειρευτεί, και μακάρισαν τον χρυσό καρπό που είχε αφυπνίσει τις κοιμισμένες αισθήσεις τους.
Μαζί, μέσα στο σούρουπο, κατέβηκαν την πλαγιά για να πάνε στο καταφύγιό τους. Το χέρι της ήταν περασμένο γύρω από τη μέση του, ενώ εκείνος είχε περασμένο το δικό του γύρω από τους ώμους της, αφήνοντας το κεφάλι της να ακουμπά επάνω του. Περπατούσαν αμίλητοι, και με αργό βήμα.
Στη ρίζα του βουνού σταμάτησαν. Ένα φως τρεμόπαιξε κι ύστερα φούντωσε κάτω από τον ουρανό που σκοτείνιαζε, και ήρθε να σταθεί μπροστά τους. Ο άνδρας μπήκε μπροστά για να προστατέψει τη γυναίκα καθώς το φως θάμπωνε και έπαιρνε τη μορφή ενός από τους φύλακες του μέρους εκείνους.
“Τι θες εδώ;” είπε ο άνδρας.
Η φωνή του φύλακα έμοιαζε με το κύλισμα πελώριων βράχων στη βουνοπλαγιά. Ο αέρας που σήκωναν οι φτερούγες του σάρωνε τα πεσμένα φύλλα γύρω από τον άνδρα κι έσπρωχνε πίσω τα μαλλιά του.
“Παραβιάσατε το νόμο”, είπε ο φύλακας.
Ο άνδρας φοβήθηκε. Ήθελε να υποχωρήσει μπροστά σε εκείνη την τρομερή μορφή. Ύστερα όμως σκέφτηκε τη γυναίκα, και την τιμωρία που τους περίμενε, και ο θυμός που τον πλημμύρισε ήταν πιο ισχυρός από το φόβο του.
“Αυτό που κάναμε δεν σε αφορά. Φύγε απ' το δρόμο μας”, είπε.
“Τολμάς να με αψηφάς;” βρυχήθηκε ο φύλακας, χαμηλώνοντας το χέρι προς τη ρομφαία που κρεμόταν στο πλάι του.
“Εσύ με αψηφάς, μπαίνοντας παρείσακτος στο μέρος που έχει δοθεί σε μένα. Άφησέ μας ήσυχους”, πρόσταξε ο άνδρας, κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Ο φύλακας τράβηξε τη ρομφαία του. Ο άνδρας έσκυψε, σήκωσε μια βαριά πέτρα από το έδαφος, και την πέταξε με όλη του τη δύναμη. Πέτυχε τον φύλακα κατάστηθα, κάνοντάς τον να τρεκλίσει. Το ξίφος τινάχτηκε στον αέρα, αστράφτοντας στο τελευταίο φως της μέρας. Η γυναίκα έτρεξε κι έπιασε από κάτω τη λεπίδα.
“Και τώρα φύγε”, είπε στον χτυπημένο φύλακα. “Και μην ξανάρθεις ποτέ απρόσκλητος εδώ”.
Ο φύλακας δίστασε, και φάνηκε έτοιμος να μιλήσει, μα ο άνδρας προχώρησε μπροστά, η γυναίκα κούνησε απειλητικά το σπαθί, και ο φύλακας έσβησε και χάθηκε. Η γυναίκα ήρθε στο πλευρό του και τον αγκάλιασε. “Ήσουν γενναίος", του είπε.
“Μέχρι τώρα, τους φοβόμουν”.
“Μα όχι πια”.
“Όχι, ποτέ πια". Την κοίταξε, σκεπτικός. “Πριν ακόμα σηκώσω το χέρι να επιτεθώ στο πλάσμα, ήξερα πως το είχα νικήσει”.
“Τόση δύναμη σου δίνω;”.
"Μου έδειξες για ποιο λόγο πρέπει να είμαι δυνατός”.
Της πήρε το σπαθί. Πιασμένοι χέρι-χέρι, πιο προσεκτικοί τώρα πια, κατέβηκαν και την υπόλοιπη απόσταση.
Καθώς έφταναν στο καταφύγιό τους, οι ουρανοί σκοτείνιασαν. Σηκώθηκε άνεμος, κι ο πρώτος αχνός ψίθυρός του γρήγορα μετατράπηκε σε άγριο ουρλιαχτό. Ξαφνικές σταγόνες βροχές χτύπησαν σκληρές σαν βότσαλα τη γυμνή σάρκα τους.
Ένα μπουμπουνητό έσεισε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, και μέσα σε μια αστραπή που καψάλισε τα δέντρα γύρω τους, ο Δημιουργός τους εμφανίστηκε μπροστά τους, με το φλεγόμενο πρόσωπό του γεμάτο ρυτίδες οργής.
“Τι κάνατε;” ρώτησε με μια φωνή που ακουγόταν πιο δυνατά κι από τον κεραυνό.
Ο άνδρας στάθηκε ψύχραιμα μπροστά του, με τη ρομφαία στο χέρι. “Έδιωξα έναν παρείσακτο”, είπε.
“Δεν έκανες, μονάχα αυτό”.
“Κατηγόρησέ με, λοιπόν”.
Οι κεραυνοί αντήχησαν ολόγυρά τους, και οι αστραπές λόγχισαν το έδαφος ακριβώς μπροστά στα πόδια τους, μα ο άνδρας στάθηκε ακλόνητος.
Τελικά, ακούστηκε η κατηγορία. “Έφαγες από τον καρπό της γνώσης του καλού και του κακού. Σου το είχα απαγορεύσει, κι όμως το έκανες. Τώρα θα πρέπει να υποστείς την τιμωρία Μου”.
“Γιατί θα πρέπει να τιμωρηθώ;”.
“Αρνείσαι πως έφαγες από τον χρυσό καρπό;” βρόντησε η φωνή του Δημιουργού.
“Αρνούμαι πως έκανα κάτι κακό. Μου χάρισες αυτό το μέρος και μου είπες πως θα ήμουν ο κύριός του. Γιατί να μου απαγορεύεται οτιδήποτε αφού είμαι κύριος εδώ;”.
“Δεν αισθάνεσαι καμιά ενοχή; Καμιά ντροπή;”.
“Όχι!” είπε ο άνδρας, κι έκανε ένα βήμα μπροστά. “Θα απολαμβάνω τους καρπούς του κήπου μου όπως μου αρέσει. Αν στείλεις φύλακες να με απειλήσουν, θα τους απειλήσω κι εγώ με τη σειρά μου όπως έκανα με τον πρώτο”.
“Θα επιτεθείς και σ' εμένα, λοιπόν;”.
Ο άνδρας άφησε το σπαθί να πέσει από το χέρι του. “Όχι, όχι σ' Εσένα. Ποτέ σ' Εσένα. Απλώς υπερασπίζομαι αυτό που μου έδωσες για δικό μου”.
Ο Δημιουργός σήκωσε το χέρι Του και έδειξε με το δάχτυλο τον άνδρα, ο οποίος έσφιξε το κορμί για να δεχτεί ένα αστροπελέκι που τελικά δεν ήρθε. Αντίθετα, με μια σοβαρή φωνή, σαν κεραυνός καταιγίδας που απομακρυνόταν, ο Δημιουργός είπε. "Παραβίασες το νόμο Μου, χτύπησες τον υπηρέτη Μου, και δεν έδειξες καμιά μεταμέλεια. Θα γονατίσεις μπροστά μου να ζητήσεις συγγνώμη;".
“Όχι. Δεν έκανα τίποτα κακό”.
“Μπορώ να σε καταστρέψω”.
“Τότε κατάστρεψέ με, και φτιάξε ένα άλλο πλάσμα που θα σέρνεται μπροστά σου”, ανταπάντησε ο άνδρας.
“Κι έναν καινούριο σύντροφο γι' αυτόν”, είπε η γυναίκα. Ήρθε στο πλευρό του άνδρα και του έπιασε σφιχτά το χέρι.
Ο άνεμος πέρασε, η καταιγίδα κώπασε, και για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιγή. Πλάι-πλάι, ο άνδρας κι η γυναίκα περίμεναν την καταδίκη τους.
“Επιτέλους” φώναξε ο Δημιουργός μέσα στη σιωπή. “Επιτέλους!” επανέλαβε, και το σκοτάδι διαλύθηκε. Ένα χαρούμενο φως βγήκε απ' το πρόσωπό Του, λούζοντας και αγκαλιάζοντας τον άνδρα και τη γυναίκα.
“Ξανά και ξανά, σε απειράριθμους κόσμους, σας έχω δημιουργήσει. Σε κάθε κόσμο, σας θέτω σε δοκιμασία. Απ' όλους όσους δοκιμάστηκαν, κανείς άλλος δεν είχε το θάρρος να αποδεχτεί τις συνέπειες των πράξεών του. Φάτε τον καρπό, και γίνετε σαν κι Εμένα, τους έλεγα. Αυτό δεν μπορούσαν να το αντέξουν. Όταν παρουσιαζόμουν, εκείνοι σέρνονταν μπροστά μου, τρέμοντας και ζητώντας έλεος. Απαιτούσα ενοχή και ντροπή, κι εκείνοι μου τα πρόσφεραν και ζούσαν υπόδουλοι για πάντα. Όμως εσείς δείξατε θάρρος”. Πλησίασε πιο κοντά και άνοιξε την αγκαλιά του.
Εκείνοι ήρθαν προς το μέρος του, κι Αυτός τους τύλιξε με το φως και τους έσφιξε επάνω του. “Σε ένα εκατομμύριο κόσμους έχω σκλάβους και πιστούς”, είπε σιγανά. “Μα εδώ, επιτέλους, έχω τα παιδιά Μου”.
------------------
Απολαύστε τον...
Οι μέρες του ήταν κοπιαστικές, μα η ζωή ήταν καλή. Κάθε μέρα έφερνε καινούριες ανακαλύψεις. Με τα μακριά, δυνατά πόδια του, τριγυρνούσε στα μήκη και τα πλάτη εκείνου του άγνωστου κόσμου τρέφοντας μια περιέργεια που ολοένα και μεγάλωνε με τις εμπειρίες της κάθε μέρας. Η γυναίκα αφιέρωνε κι αυτή το χρόνο της στην εξερεύνηση, και σε συνδυασμό είχαν ήδη μάθει πολλά για την καινούρια τους κατοικία.
Μετά από εκείνη τη μεγάλη μέρα αναζητήσεων, επέστρεψε πεινασμένος και σκονισμένος, αλλά καλοδιάθετος. Η γυναίκα είχε φτάσει πρώτη, και μόλις τον είδε του έφερε φαγητό. Καθώς έτρωγαν, της μίλησε για όσα βρει στη διάρκεια της μέρας.
“Είδες κανένα καινούριο ζώο;” τον ρώτησε.
“Κάποια πετούμενα. Είναι πανέμορφα”.
“Πάρε με μαζί σου αύριο. Θέλω να τα δω κι εγώ”.
“Μπορείς να τους δώσεις ονόματα. Τα καταφέρνεις καλύτερα από μένα”.
Όταν τέλειωσαν το φαγητό, τη ρώτησε, “Εσύ βρήκες τίποτα καινούριο στο ποτάμι;”
Του χαμογέλασε και έγνεψε αρνητικά. Τα μακριά μαλλιά της κινήθηκαν απαλά για να χαϊδέψουν πρώτα τη μια πλευρά του προσώπου της κι ύστερα την άλλη.
“Δεν πήγα στο ποτάμι”, του είπε. “Πήγα στο βουνό”.
“Στην κορυφή;”.
“Ναι, μέχρι την κορυφή”.
Ο άνδρας ακουμπούσε πάνω στον αγκώνα του. Ακούγοντας τα νέα, πετάχτηκε όρθιος και την άρπαξε με μια γρήγορη χειρονομία που δεν πρόδιδε θυμό αλλά ανησυχία. “Ξέρεις το νόμο. Δεν επιτρέπεται να πας εκεί πάνω - σίγουρα όχι μόνη σου”.
Εκείνη αλαφροπάτησε στις μύτες των ποδιών της και του τράβηξε το χέρι. “Τότε έλα κι εσύ μαζί μου, να δεις τι έχω να σου δείξω”.
“Η κορυφή δεν είναι καλό μέρος - ούτε ακόμα κι όταν είμαστε μαζί”.
“Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Το ξέρω καλά”.
Εκείνος παρέμεινε ακίνητος. “Το φως ... “ είπε διστακτικά.
“Το φως θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό. Έλα”.
Τον τράβηξε ξανά, κι εκείνος σηκώθηκε απρόθυμα και την ακολούθησε στην ομαλή πλαγιά.
Σύντομα έφτασαν στο ξέφωτο της βουνοκορφής. Ο άνδρας κοντοστάθηκε, μα η γυναίκα συνέχισε, μέχρι που έφτασε στο κέντρο του ξέφωτου όπου ένας ζωηρόχρωμος θάμνος ξεφύτρωνε ολομόναχος. Άπλωσε το χέρι και έκοψε δυο από τους χρυσαφένιους καρπούς του που είχαν το μέγεθος του αντίχειρά της. Ο άνδρας την είδε να παίρνει τον έναν από τους δυο καρπούς και να τον βάζει στο στόμα της. Έτρεξε κοντά της, μα ήταν ήδη αργά για να τη σταματήσει.
“Γιατί το έκανες αυτό; Θυμήσου την προειδοποίηση - αν φάμε από τον καρπό αυτό θα πεθάνουμε*!”, της είπε.
“Έχω φάει κι άλλη φορά, και δεν πέθανα”, του είπε. “Δοκίμασε κι εσύ”. Άπλωσε τον χρυσό καρπό προς το μέρος του.
“Όχι, δε γίνεται”.
“Μας είπαν πως αν φάμε από τον καρπό αυτόν θα πεθάνουμε. Εγώ τον έφαγα κι είμαι ακόμα ζωντανή. Δοκίμασε. Σε παρακαλώ”.
“Κι αν πεθάνουμε;”.
“Τουλάχιστον θα πεθάνουμε μαζί. Θα προτιμούσες να συνεχίσεις να ζεις χωρίς εμένα;”.
Αυτή ήταν μια σκέψη που ο άνδρας δεν μπορούσε να αντέξει. Χωρίς άλλη λέξη, πήρε τον καρπό από τα δάχτυλά της και τον έβαλε στο στόμα του. Εκείνος έσκασε κάτω από την πίεση της γλώσσας του, και ο πλούσιoς, γλυκός χυμός πλημμύρισε το στόμα του με μια γεύση ανόμοια με οτιδήποτε άλλο είχε δοκιμάσει στο παρελθόν.
Η αίσθηση τον έκανε να βγάλει έναν μικρό, ακούσιο στεναγμό ηδονής και, δίχως να το πολυσκεφτεί, άπλωσε το χέρι κι έκοψε έναν, δυο, κι ύστερα μια ολόκληρη χούφτα από τους χρυσαφένιους καρπούς, ενώ η γυναίκα πλάι του γελούσε κι έκανε το ίδιο.
Γύρισε προς το μέρος της, και μια άλλη αίσθηση τον συνεπήρε καθώς την κοιτούσε. Δεν ήταν σίγουρος για πόσο καιρό ήταν μαζί, μα από εκείνο το πρώτο απόγευμα που είχε ξυπνήσει από το λήθαργο και την είχε βρει πλάι του, με το κεφάλι φωλιασμένο στην εσοχή του απλωμένου μπράτσου του, ποτέ δεν την είχε κοιτάξει με το συναίσθημα που ένιωθε εκείνη τη στιγμή.
Η λάμψη του λείου δέρματός της, οι απαλές καμπύλες των ώμων και του στήθους της, η στρογγυλή, επίπεδη κοιλιά, η μακριά, ομαλή γραμμή που σχημάτιζαν οι μηροί της, όλα του φάνταζαν καινούρια, και το βλέμμα στα μάτια της τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και την πήρε στην αγκαλιά του.
“Είσαι το πιο όμορφο από όλα τα ζωντανά πλάσματα. Ποτέ δεν σε είχα δει μ' αυτό τον τρόπο πριν, αλλά σε βλέπω τώρα”, της είπε.
Ξάπλωσαν στο μαλακό χορτάρι και εξερεύνησαν μαζί το θαύμα των κορμιών τους που μόλις είχαν ανακαλύψει. Αισθάνθηκαν μια κοινή χαρά που ποτέ πριν δεν είχαν ονειρευτεί, και μακάρισαν τον χρυσό καρπό που είχε αφυπνίσει τις κοιμισμένες αισθήσεις τους.
Μαζί, μέσα στο σούρουπο, κατέβηκαν την πλαγιά για να πάνε στο καταφύγιό τους. Το χέρι της ήταν περασμένο γύρω από τη μέση του, ενώ εκείνος είχε περασμένο το δικό του γύρω από τους ώμους της, αφήνοντας το κεφάλι της να ακουμπά επάνω του. Περπατούσαν αμίλητοι, και με αργό βήμα.
Στη ρίζα του βουνού σταμάτησαν. Ένα φως τρεμόπαιξε κι ύστερα φούντωσε κάτω από τον ουρανό που σκοτείνιαζε, και ήρθε να σταθεί μπροστά τους. Ο άνδρας μπήκε μπροστά για να προστατέψει τη γυναίκα καθώς το φως θάμπωνε και έπαιρνε τη μορφή ενός από τους φύλακες του μέρους εκείνους.
“Τι θες εδώ;” είπε ο άνδρας.
Η φωνή του φύλακα έμοιαζε με το κύλισμα πελώριων βράχων στη βουνοπλαγιά. Ο αέρας που σήκωναν οι φτερούγες του σάρωνε τα πεσμένα φύλλα γύρω από τον άνδρα κι έσπρωχνε πίσω τα μαλλιά του.
“Παραβιάσατε το νόμο”, είπε ο φύλακας.
Ο άνδρας φοβήθηκε. Ήθελε να υποχωρήσει μπροστά σε εκείνη την τρομερή μορφή. Ύστερα όμως σκέφτηκε τη γυναίκα, και την τιμωρία που τους περίμενε, και ο θυμός που τον πλημμύρισε ήταν πιο ισχυρός από το φόβο του.
“Αυτό που κάναμε δεν σε αφορά. Φύγε απ' το δρόμο μας”, είπε.
“Τολμάς να με αψηφάς;” βρυχήθηκε ο φύλακας, χαμηλώνοντας το χέρι προς τη ρομφαία που κρεμόταν στο πλάι του.
“Εσύ με αψηφάς, μπαίνοντας παρείσακτος στο μέρος που έχει δοθεί σε μένα. Άφησέ μας ήσυχους”, πρόσταξε ο άνδρας, κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Ο φύλακας τράβηξε τη ρομφαία του. Ο άνδρας έσκυψε, σήκωσε μια βαριά πέτρα από το έδαφος, και την πέταξε με όλη του τη δύναμη. Πέτυχε τον φύλακα κατάστηθα, κάνοντάς τον να τρεκλίσει. Το ξίφος τινάχτηκε στον αέρα, αστράφτοντας στο τελευταίο φως της μέρας. Η γυναίκα έτρεξε κι έπιασε από κάτω τη λεπίδα.
“Και τώρα φύγε”, είπε στον χτυπημένο φύλακα. “Και μην ξανάρθεις ποτέ απρόσκλητος εδώ”.
Ο φύλακας δίστασε, και φάνηκε έτοιμος να μιλήσει, μα ο άνδρας προχώρησε μπροστά, η γυναίκα κούνησε απειλητικά το σπαθί, και ο φύλακας έσβησε και χάθηκε. Η γυναίκα ήρθε στο πλευρό του και τον αγκάλιασε. “Ήσουν γενναίος", του είπε.
“Μέχρι τώρα, τους φοβόμουν”.
“Μα όχι πια”.
“Όχι, ποτέ πια". Την κοίταξε, σκεπτικός. “Πριν ακόμα σηκώσω το χέρι να επιτεθώ στο πλάσμα, ήξερα πως το είχα νικήσει”.
“Τόση δύναμη σου δίνω;”.
"Μου έδειξες για ποιο λόγο πρέπει να είμαι δυνατός”.
Της πήρε το σπαθί. Πιασμένοι χέρι-χέρι, πιο προσεκτικοί τώρα πια, κατέβηκαν και την υπόλοιπη απόσταση.
Καθώς έφταναν στο καταφύγιό τους, οι ουρανοί σκοτείνιασαν. Σηκώθηκε άνεμος, κι ο πρώτος αχνός ψίθυρός του γρήγορα μετατράπηκε σε άγριο ουρλιαχτό. Ξαφνικές σταγόνες βροχές χτύπησαν σκληρές σαν βότσαλα τη γυμνή σάρκα τους.
Ένα μπουμπουνητό έσεισε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, και μέσα σε μια αστραπή που καψάλισε τα δέντρα γύρω τους, ο Δημιουργός τους εμφανίστηκε μπροστά τους, με το φλεγόμενο πρόσωπό του γεμάτο ρυτίδες οργής.
“Τι κάνατε;” ρώτησε με μια φωνή που ακουγόταν πιο δυνατά κι από τον κεραυνό.
Ο άνδρας στάθηκε ψύχραιμα μπροστά του, με τη ρομφαία στο χέρι. “Έδιωξα έναν παρείσακτο”, είπε.
“Δεν έκανες, μονάχα αυτό”.
“Κατηγόρησέ με, λοιπόν”.
Οι κεραυνοί αντήχησαν ολόγυρά τους, και οι αστραπές λόγχισαν το έδαφος ακριβώς μπροστά στα πόδια τους, μα ο άνδρας στάθηκε ακλόνητος.
Τελικά, ακούστηκε η κατηγορία. “Έφαγες από τον καρπό της γνώσης του καλού και του κακού. Σου το είχα απαγορεύσει, κι όμως το έκανες. Τώρα θα πρέπει να υποστείς την τιμωρία Μου”.
“Γιατί θα πρέπει να τιμωρηθώ;”.
“Αρνείσαι πως έφαγες από τον χρυσό καρπό;” βρόντησε η φωνή του Δημιουργού.
“Αρνούμαι πως έκανα κάτι κακό. Μου χάρισες αυτό το μέρος και μου είπες πως θα ήμουν ο κύριός του. Γιατί να μου απαγορεύεται οτιδήποτε αφού είμαι κύριος εδώ;”.
“Δεν αισθάνεσαι καμιά ενοχή; Καμιά ντροπή;”.
“Όχι!” είπε ο άνδρας, κι έκανε ένα βήμα μπροστά. “Θα απολαμβάνω τους καρπούς του κήπου μου όπως μου αρέσει. Αν στείλεις φύλακες να με απειλήσουν, θα τους απειλήσω κι εγώ με τη σειρά μου όπως έκανα με τον πρώτο”.
“Θα επιτεθείς και σ' εμένα, λοιπόν;”.
Ο άνδρας άφησε το σπαθί να πέσει από το χέρι του. “Όχι, όχι σ' Εσένα. Ποτέ σ' Εσένα. Απλώς υπερασπίζομαι αυτό που μου έδωσες για δικό μου”.
Ο Δημιουργός σήκωσε το χέρι Του και έδειξε με το δάχτυλο τον άνδρα, ο οποίος έσφιξε το κορμί για να δεχτεί ένα αστροπελέκι που τελικά δεν ήρθε. Αντίθετα, με μια σοβαρή φωνή, σαν κεραυνός καταιγίδας που απομακρυνόταν, ο Δημιουργός είπε. "Παραβίασες το νόμο Μου, χτύπησες τον υπηρέτη Μου, και δεν έδειξες καμιά μεταμέλεια. Θα γονατίσεις μπροστά μου να ζητήσεις συγγνώμη;".
“Όχι. Δεν έκανα τίποτα κακό”.
“Μπορώ να σε καταστρέψω”.
“Τότε κατάστρεψέ με, και φτιάξε ένα άλλο πλάσμα που θα σέρνεται μπροστά σου”, ανταπάντησε ο άνδρας.
“Κι έναν καινούριο σύντροφο γι' αυτόν”, είπε η γυναίκα. Ήρθε στο πλευρό του άνδρα και του έπιασε σφιχτά το χέρι.
Ο άνεμος πέρασε, η καταιγίδα κώπασε, και για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιγή. Πλάι-πλάι, ο άνδρας κι η γυναίκα περίμεναν την καταδίκη τους.
“Επιτέλους” φώναξε ο Δημιουργός μέσα στη σιωπή. “Επιτέλους!” επανέλαβε, και το σκοτάδι διαλύθηκε. Ένα χαρούμενο φως βγήκε απ' το πρόσωπό Του, λούζοντας και αγκαλιάζοντας τον άνδρα και τη γυναίκα.
“Ξανά και ξανά, σε απειράριθμους κόσμους, σας έχω δημιουργήσει. Σε κάθε κόσμο, σας θέτω σε δοκιμασία. Απ' όλους όσους δοκιμάστηκαν, κανείς άλλος δεν είχε το θάρρος να αποδεχτεί τις συνέπειες των πράξεών του. Φάτε τον καρπό, και γίνετε σαν κι Εμένα, τους έλεγα. Αυτό δεν μπορούσαν να το αντέξουν. Όταν παρουσιαζόμουν, εκείνοι σέρνονταν μπροστά μου, τρέμοντας και ζητώντας έλεος. Απαιτούσα ενοχή και ντροπή, κι εκείνοι μου τα πρόσφεραν και ζούσαν υπόδουλοι για πάντα. Όμως εσείς δείξατε θάρρος”. Πλησίασε πιο κοντά και άνοιξε την αγκαλιά του.
Εκείνοι ήρθαν προς το μέρος του, κι Αυτός τους τύλιξε με το φως και τους έσφιξε επάνω του. “Σε ένα εκατομμύριο κόσμους έχω σκλάβους και πιστούς”, είπε σιγανά. “Μα εδώ, επιτέλους, έχω τα παιδιά Μου”.
------------------
*Γεν. Γ΄,22 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
Είπε δε τότε ο Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φάγη από τον καρπόν του ξύλου της ζωής και γίνη και αυτός αθάνατος, πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισον”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου