Η παρουσία του τρίτου εκφράζει μία πλευρά του εαυτού μου η οποία δεν είναι ζωντανή μέσα στην σχέση.
Στην ουσία το ερώτημα είναι: μπορεί ο άλλος να μου ανήκει; Όταν είμαι με τον άλλον ζευγάρι τίποτα δεν μπορεί να μου εξασφαλίσει την ιδιοκτησία πάνω του. Μπορεί κατά τα άλλα να υπάρχει εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του, όμως παρόλα αυτά υπάρχει ένα ρίσκο. Ο άλλος πάντα μου διαφεύγει γιατί πολύ απλά δεν μπορώ να βρίσκομαι στο κεφάλι του. Δεν μπορώ να έχω πρόσβαση στις μύχιες σκέψεις του, για αυτό η επιθυμία του άλλου είναι αινιγματική για μένα. Και προκειμένου να λύσω αυτό το μυστήριο χρειάζομαι διαβεβαιώσεις: «θα με αγαπάς και θα με θέλεις πάντα;», «θα κουραστείς ποτέ μαζί μου;». Και επειδή ποτέ δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος ρωτώ ξανά και ξανά. Στην ουσία η επιθυμία μου ο άλλος να είναι το αποκλειστικό μου κτήμα σημαίνει ότι αναγνωρίζω ότι είναι αδύνατον να μου ανήκει.
Αυτή η επιθυμία για την ερωτική αφοσίωση έχει τις ρίζες της στις πρωταρχικές σκηνές που βίωσα στην σχέση με τους γονείς μου. Αναζητώ στην ενήλικη αγάπη αυτή την αίσθηση ενότητας που είχα κάποτε με τη μαμά μου. Όμως, και αυτή η οικειότητα που ψάχνω δεν είναι παρά μία φαντασίωση.
Γιατί μπορεί στις απαρχές της ζωής μου η μαμά μου να ήταν τα πάντα για εμένα, όμως, εγώ δεν ήμουν αντίστοιχα τα πάντα για εκείνην. Μπορεί όλος μου ο κόσμος μου να περιστρεφόταν γύρω από αυτήν, όμως η μαμά μου μαζί με εμένα είχε και τόσο άλλα πράγματα να κάνει. Ήταν αδύνατο για εμένα να ικανοποιήσω όλες τις επιθυμίες της. Πάντα εκείνη θα είχε γενικά επαφές και με άλλους ανθρώπους και ακόμα πιο στενές ειδικά με τον μπαμπά. Τελικά ούτε και η μαμά μου ήταν ποτέ απόλυτα πιστή, ούτε καν τότε. Στην ουσία, η πρώτη ερωτική μου σχέση ήταν κάποτε με κάποιον «παντρεμένο». Από την αρχή της ζωής μου μεγάλωσα σε μία σχέση υπό την σκιά ενός τρίτου. Η «μονογαμία» στην σχέση με τη μαμά μου μπορεί να ήταν για μένα η επιθυμητή, όμως η «πολυγαμία», καθώς εισέβαλλε και ο μπαμπάς μου σε αυτήν, ήταν η πραγματική σχέση. Η προδοσία είναι για μένα ήδη υπαρκτή από τα γεννοφάσκια μου.
Παρόλο που η απιστία είναι η πρώτη γνώση, αναζητώ την μονογαμία ως το ιδανικό για την σχέση μου στην ενήλικη ζωή. Θέλω πάνω από όλα να ξεχωρίζω για τον άλλον. Γιατί για να επιλέξει να είναι μαζί μου αυτό σημαίνει ότι γύρισε την πλάτη σε άλλες αγκαλιές. Αυτή η προτίμηση του άλλου με κάνει μοναδικό. Και επειδή δεν θέλω καθόλου να πέσω από ένα τέτοιο ύψος, ζητώ από τον άλλον να με προφυλάξει από την μανία των συγκρίσεων. Πρόκειται για μία προσπάθεια που κινείται με γνώμονα την ασφάλεια που θα με ανακουφίσει από το αίσθημα της έλλειψης που πηγάζει από την αίσθηση ότι δεν είμαι τα πάντα για τον άλλον. Όμως, αυτή η ασφάλεια δεν μπορεί να είναι παρά μία υπόσχεση. Και αν τυχαίνει να είμαι απόλυτα πεπεισμένος για αυτήν, τότε η σχέση μου ερημώνεται από την επιθυμία. Γιατί στις παρυφές της επιθυμίας υπάρχει ένας τρίτος, είτε αυτός είναι ένα πρόσωπο πραγματικό, είτε πρόκειται για μία φαντασίωση. Πώς μπορώ αλλιώς να αισθάνομαι ότι είμαι τα πάντα για τον άλλον, όταν δεν υπάρχει ένας τρίτος στον ορίζοντα;
Ο τρίτος είναι πάντα το κάτι άλλο. Είναι το σημείο στήριξης στην ισορροπία μεταξύ των δύο. Για να υπάρχει επιθυμία δεν αρκεί μόνο η παρουσία του συντρόφου, πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα και ένας αντίζηλος. Ο αντίζηλος είναι αυτός που ρίχνει περισσότερο φως στον σύντροφό μου. Πώς θα μπορούσε να σταθεί το ίδιο το ζευγάρι αν δεν αντιστεκόταν στην εισβολή ενός τρίτου; Γιατί αν ο τρίτος, είτε είναι προσωποποιημένος είτε όχι, δεν υπάρχει ως σημείο αναφοράς δεν μπορώ να καταλάβω αν ξεχωρίζω τελικά για τον σύντροφό μου ή όχι. Μόνο η παρουσία του τρίτου μου υποδεικνύει ότι ο σύντροφός μου συνεχίζει να με επιλέγει. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρχει τρίτος, τότε δεν υπάρχει και επιλογή, δεν υφίστανται οι προτιμήσεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ξέρω αν έχω την μερίδα του λέοντος στην καρδιά του συντρόφου μου.
Βέβαια άλλες φορές ο τρίτος υπάρχει στην φαντασία και άλλες φορές εμφανίζεται στην πραγματικότητα με σάρκα και οστά. Όπως λέει και ο Αλέξανδρος Δουμάς, «τα δεσμά του γάμου είναι τόσο βαριά που για να τα σηκώσουν χρειάζονται δύο, μερικές φορές και τρεις». Η παρουσία του τρίτου εκφράζει μία πλευρά του εαυτού μου η οποία δεν είναι ζωντανή μέσα στην σχέση. Γιατί καθώς κάθε σχέση είναι διαφορετική είμαι και εγώ διαφορετικός μέσα σε αυτήν την άλλη σχέση. Το θέμα είναι αν γίνεται το πέρασμα από την φαντασία στην πράξη. Τι είδους πίστη τελικά αναζητώ από τον σύντροφό μου και κατά πόσο η φαντασίωση πρέπει να είναι πιστή; Γιατί αν δεν αναγνωρίζω στον άλλον ότι μπορεί να έχει επιθυμίες που δεν με συμπεριλαμβάνουν, τότε οι προσδοκίες που χτίζω είναι σαν τα παλάτια στην άμμο. Πάντα υπάρχει ένα κάλεσμα προς κάπου αλλού στην φαντασίωση, εκτός και αν είμαι ερωτευμένος. Αν είμαι ερωτευμένος τότε είμαι πιστός, όμως αυτή η γνώση αφορά τον εαυτό μου και μόνο γιατί για τον άλλον και πάλι δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ να αποσπάσω την πίστη που αναζητώ από την φαντασίωση, καθώς η φαντασίωση δεν είναι πιστή εξορισμού.
Αυτό είναι κάτι που μπορώ και το βλέπω στον εαυτό μου. Το να επιλέγω να είμαι πιστός δεν σημαίνει ότι επιλέγω να μην νιώθω την επιθυμία για κανέναν άλλον, να μην έχω μάτια παρά μόνο για τον ερωτικό μου σύντροφο. Όπως αναφέρει και ο Robert de Flers,«πίστη είναι η τέχνη να διαπράττεις απιστία με την σκέψη». Και αυτή η πραγματικότητα είναι ίσως κάτι που μπορώ να αποδεχθώ για τον εαυτό μου, αλλά πιθανόν να τρέμω στην σκέψη ότι το ίδιο πιστεύει και εκείνος για τον εαυτό του. Πολύ σοφά ο Μάρσελ Προυστ είπε ότι «θεωρούμε αθώα την δική μας επιθυμία, αλλά φρικιαστική την επιθυμία του άλλου». Άραγε γιατί κάτι που κάνω εγώ ο ίδιος είναι τόσο απειλητικό όταν το συναντώ στην αντίπερα όχθη; Στην πραγματικότητα η παραδοχή του τρίτου ουσιαστικά είναι μία αναγνώριση της ερωτικής ετερότητας του συντρόφου μου, μία παραδοχή ότι η σεξουαλικότητά του δεν μου ανήκει. Και όσο πιο πολύ εθελοτυφλώ απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, τόσο η ελευθερία του συντρόφου μου γίνεται για μένα απελπισία. Πονάει η επιθυμία.
Στην ουσία το ερώτημα είναι: μπορεί ο άλλος να μου ανήκει; Όταν είμαι με τον άλλον ζευγάρι τίποτα δεν μπορεί να μου εξασφαλίσει την ιδιοκτησία πάνω του. Μπορεί κατά τα άλλα να υπάρχει εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του, όμως παρόλα αυτά υπάρχει ένα ρίσκο. Ο άλλος πάντα μου διαφεύγει γιατί πολύ απλά δεν μπορώ να βρίσκομαι στο κεφάλι του. Δεν μπορώ να έχω πρόσβαση στις μύχιες σκέψεις του, για αυτό η επιθυμία του άλλου είναι αινιγματική για μένα. Και προκειμένου να λύσω αυτό το μυστήριο χρειάζομαι διαβεβαιώσεις: «θα με αγαπάς και θα με θέλεις πάντα;», «θα κουραστείς ποτέ μαζί μου;». Και επειδή ποτέ δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος ρωτώ ξανά και ξανά. Στην ουσία η επιθυμία μου ο άλλος να είναι το αποκλειστικό μου κτήμα σημαίνει ότι αναγνωρίζω ότι είναι αδύνατον να μου ανήκει.
Αυτή η επιθυμία για την ερωτική αφοσίωση έχει τις ρίζες της στις πρωταρχικές σκηνές που βίωσα στην σχέση με τους γονείς μου. Αναζητώ στην ενήλικη αγάπη αυτή την αίσθηση ενότητας που είχα κάποτε με τη μαμά μου. Όμως, και αυτή η οικειότητα που ψάχνω δεν είναι παρά μία φαντασίωση.
Γιατί μπορεί στις απαρχές της ζωής μου η μαμά μου να ήταν τα πάντα για εμένα, όμως, εγώ δεν ήμουν αντίστοιχα τα πάντα για εκείνην. Μπορεί όλος μου ο κόσμος μου να περιστρεφόταν γύρω από αυτήν, όμως η μαμά μου μαζί με εμένα είχε και τόσο άλλα πράγματα να κάνει. Ήταν αδύνατο για εμένα να ικανοποιήσω όλες τις επιθυμίες της. Πάντα εκείνη θα είχε γενικά επαφές και με άλλους ανθρώπους και ακόμα πιο στενές ειδικά με τον μπαμπά. Τελικά ούτε και η μαμά μου ήταν ποτέ απόλυτα πιστή, ούτε καν τότε. Στην ουσία, η πρώτη ερωτική μου σχέση ήταν κάποτε με κάποιον «παντρεμένο». Από την αρχή της ζωής μου μεγάλωσα σε μία σχέση υπό την σκιά ενός τρίτου. Η «μονογαμία» στην σχέση με τη μαμά μου μπορεί να ήταν για μένα η επιθυμητή, όμως η «πολυγαμία», καθώς εισέβαλλε και ο μπαμπάς μου σε αυτήν, ήταν η πραγματική σχέση. Η προδοσία είναι για μένα ήδη υπαρκτή από τα γεννοφάσκια μου.
Παρόλο που η απιστία είναι η πρώτη γνώση, αναζητώ την μονογαμία ως το ιδανικό για την σχέση μου στην ενήλικη ζωή. Θέλω πάνω από όλα να ξεχωρίζω για τον άλλον. Γιατί για να επιλέξει να είναι μαζί μου αυτό σημαίνει ότι γύρισε την πλάτη σε άλλες αγκαλιές. Αυτή η προτίμηση του άλλου με κάνει μοναδικό. Και επειδή δεν θέλω καθόλου να πέσω από ένα τέτοιο ύψος, ζητώ από τον άλλον να με προφυλάξει από την μανία των συγκρίσεων. Πρόκειται για μία προσπάθεια που κινείται με γνώμονα την ασφάλεια που θα με ανακουφίσει από το αίσθημα της έλλειψης που πηγάζει από την αίσθηση ότι δεν είμαι τα πάντα για τον άλλον. Όμως, αυτή η ασφάλεια δεν μπορεί να είναι παρά μία υπόσχεση. Και αν τυχαίνει να είμαι απόλυτα πεπεισμένος για αυτήν, τότε η σχέση μου ερημώνεται από την επιθυμία. Γιατί στις παρυφές της επιθυμίας υπάρχει ένας τρίτος, είτε αυτός είναι ένα πρόσωπο πραγματικό, είτε πρόκειται για μία φαντασίωση. Πώς μπορώ αλλιώς να αισθάνομαι ότι είμαι τα πάντα για τον άλλον, όταν δεν υπάρχει ένας τρίτος στον ορίζοντα;
Ο τρίτος είναι πάντα το κάτι άλλο. Είναι το σημείο στήριξης στην ισορροπία μεταξύ των δύο. Για να υπάρχει επιθυμία δεν αρκεί μόνο η παρουσία του συντρόφου, πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα και ένας αντίζηλος. Ο αντίζηλος είναι αυτός που ρίχνει περισσότερο φως στον σύντροφό μου. Πώς θα μπορούσε να σταθεί το ίδιο το ζευγάρι αν δεν αντιστεκόταν στην εισβολή ενός τρίτου; Γιατί αν ο τρίτος, είτε είναι προσωποποιημένος είτε όχι, δεν υπάρχει ως σημείο αναφοράς δεν μπορώ να καταλάβω αν ξεχωρίζω τελικά για τον σύντροφό μου ή όχι. Μόνο η παρουσία του τρίτου μου υποδεικνύει ότι ο σύντροφός μου συνεχίζει να με επιλέγει. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρχει τρίτος, τότε δεν υπάρχει και επιλογή, δεν υφίστανται οι προτιμήσεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ξέρω αν έχω την μερίδα του λέοντος στην καρδιά του συντρόφου μου.
Βέβαια άλλες φορές ο τρίτος υπάρχει στην φαντασία και άλλες φορές εμφανίζεται στην πραγματικότητα με σάρκα και οστά. Όπως λέει και ο Αλέξανδρος Δουμάς, «τα δεσμά του γάμου είναι τόσο βαριά που για να τα σηκώσουν χρειάζονται δύο, μερικές φορές και τρεις». Η παρουσία του τρίτου εκφράζει μία πλευρά του εαυτού μου η οποία δεν είναι ζωντανή μέσα στην σχέση. Γιατί καθώς κάθε σχέση είναι διαφορετική είμαι και εγώ διαφορετικός μέσα σε αυτήν την άλλη σχέση. Το θέμα είναι αν γίνεται το πέρασμα από την φαντασία στην πράξη. Τι είδους πίστη τελικά αναζητώ από τον σύντροφό μου και κατά πόσο η φαντασίωση πρέπει να είναι πιστή; Γιατί αν δεν αναγνωρίζω στον άλλον ότι μπορεί να έχει επιθυμίες που δεν με συμπεριλαμβάνουν, τότε οι προσδοκίες που χτίζω είναι σαν τα παλάτια στην άμμο. Πάντα υπάρχει ένα κάλεσμα προς κάπου αλλού στην φαντασίωση, εκτός και αν είμαι ερωτευμένος. Αν είμαι ερωτευμένος τότε είμαι πιστός, όμως αυτή η γνώση αφορά τον εαυτό μου και μόνο γιατί για τον άλλον και πάλι δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ να αποσπάσω την πίστη που αναζητώ από την φαντασίωση, καθώς η φαντασίωση δεν είναι πιστή εξορισμού.
Αυτό είναι κάτι που μπορώ και το βλέπω στον εαυτό μου. Το να επιλέγω να είμαι πιστός δεν σημαίνει ότι επιλέγω να μην νιώθω την επιθυμία για κανέναν άλλον, να μην έχω μάτια παρά μόνο για τον ερωτικό μου σύντροφο. Όπως αναφέρει και ο Robert de Flers,«πίστη είναι η τέχνη να διαπράττεις απιστία με την σκέψη». Και αυτή η πραγματικότητα είναι ίσως κάτι που μπορώ να αποδεχθώ για τον εαυτό μου, αλλά πιθανόν να τρέμω στην σκέψη ότι το ίδιο πιστεύει και εκείνος για τον εαυτό του. Πολύ σοφά ο Μάρσελ Προυστ είπε ότι «θεωρούμε αθώα την δική μας επιθυμία, αλλά φρικιαστική την επιθυμία του άλλου». Άραγε γιατί κάτι που κάνω εγώ ο ίδιος είναι τόσο απειλητικό όταν το συναντώ στην αντίπερα όχθη; Στην πραγματικότητα η παραδοχή του τρίτου ουσιαστικά είναι μία αναγνώριση της ερωτικής ετερότητας του συντρόφου μου, μία παραδοχή ότι η σεξουαλικότητά του δεν μου ανήκει. Και όσο πιο πολύ εθελοτυφλώ απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, τόσο η ελευθερία του συντρόφου μου γίνεται για μένα απελπισία. Πονάει η επιθυμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου