Μερικά άτομα από μικρά έχουν μια φοβία με τον κόσμο. Ο φόβος αυτός τα αποδυναμώνει και κάθε φορά που έρχονται σε επαφή με τον κόσμο φεύγουν μακριά. Συνήθως, οποιαδήποτε προσπάθεια εκλογίκευσης της φοβίας αυτής πέφτει στο κενό.
Το πρόβλημά αυτό ονομάζεται κοινωνική φοβία και είναι μία αγχώδης διαταραχή που οδηγεί σε έντονο φόβο και ντροπή όταν το άτομο συναναστρέφεται με κόσμο ή νιώθει ότι πρόκειται να κριθεί από άλλους.
Η φοβία αυτή λόγω της χρόνιας φύσης της έχει «παραλύσει» ένα κομμάτι της προσωπικότητάς τούτων των ατόμων και της δυνατότητάς τους να λειτουργήσουν και να νιώσουν ελεύθερα στην καθημερινότητά τους.
Πιθανώς έμαθαν να φοβούνται στην παιδική τους ηλικία μέσω αναπαραγωγής και μιμητισμού φοβιών που είχαν οι γονείς, είτε μετά από ένα αρνητικό και πιεστικό για αυτά τα πρόσωπα γεγονός, στο οποίο ένιωσαν ευάλωτα και που εμπεριείχε ανθρώπους, οπότε συνδέθηκε μέσα τους ο φόβος με αυτούς τους ανθρώπους.
Τα παιδιά με φοβίες ανακουφίζονται όταν νιώθουν ότι οι γονείς τους σέβονται τον φόβο τους, ένα «καταλαβαίνω, θα περάσει, είμαι δίπλα σου» μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά.
Είναι βασανιστική η επίγνωσή των ατόμων αυτών ότι ο φόβος τους είναι υπερβολικός, ωστόσο νιώθουν τόσο ευάλωτα απέναντί του. Η αποφυγή των κοινωνικών καταστάσεων για να περιφρουρήσουν την ασφάλειά τους αυξάνουν περισσότερο τον φόβο τους.
Παρενέργειες είναι η σταδιακή απώλεια της αυτοπεποίθησης, της διεκδικητικότητας όπως και η κοινωνική απομόνωση και η κατάθλιψη.
Οι φοβίες ανταποκρίνονται θετικά σε έναν κύκλο γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας, όπου τροποποιούνται οι αρνητικές σκέψεις που διατηρούν τον φόβο και γίνεται μια σταδιακή έκθεση σε καταστάσεις όπως μέρη με κόσμο, συμμετοχή σε παρέες, καταστάσεις όπου πρέπει να κινητοποιηθούν για να πάρουν το λόγο, να ανοιχτούν ακόμη και να διεκδικήσουν ότι τους ανήκει.
Το πρόβλημά αυτό ονομάζεται κοινωνική φοβία και είναι μία αγχώδης διαταραχή που οδηγεί σε έντονο φόβο και ντροπή όταν το άτομο συναναστρέφεται με κόσμο ή νιώθει ότι πρόκειται να κριθεί από άλλους.
Η φοβία αυτή λόγω της χρόνιας φύσης της έχει «παραλύσει» ένα κομμάτι της προσωπικότητάς τούτων των ατόμων και της δυνατότητάς τους να λειτουργήσουν και να νιώσουν ελεύθερα στην καθημερινότητά τους.
Πιθανώς έμαθαν να φοβούνται στην παιδική τους ηλικία μέσω αναπαραγωγής και μιμητισμού φοβιών που είχαν οι γονείς, είτε μετά από ένα αρνητικό και πιεστικό για αυτά τα πρόσωπα γεγονός, στο οποίο ένιωσαν ευάλωτα και που εμπεριείχε ανθρώπους, οπότε συνδέθηκε μέσα τους ο φόβος με αυτούς τους ανθρώπους.
Τα παιδιά με φοβίες ανακουφίζονται όταν νιώθουν ότι οι γονείς τους σέβονται τον φόβο τους, ένα «καταλαβαίνω, θα περάσει, είμαι δίπλα σου» μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά.
Είναι βασανιστική η επίγνωσή των ατόμων αυτών ότι ο φόβος τους είναι υπερβολικός, ωστόσο νιώθουν τόσο ευάλωτα απέναντί του. Η αποφυγή των κοινωνικών καταστάσεων για να περιφρουρήσουν την ασφάλειά τους αυξάνουν περισσότερο τον φόβο τους.
Παρενέργειες είναι η σταδιακή απώλεια της αυτοπεποίθησης, της διεκδικητικότητας όπως και η κοινωνική απομόνωση και η κατάθλιψη.
Οι φοβίες ανταποκρίνονται θετικά σε έναν κύκλο γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας, όπου τροποποιούνται οι αρνητικές σκέψεις που διατηρούν τον φόβο και γίνεται μια σταδιακή έκθεση σε καταστάσεις όπως μέρη με κόσμο, συμμετοχή σε παρέες, καταστάσεις όπου πρέπει να κινητοποιηθούν για να πάρουν το λόγο, να ανοιχτούν ακόμη και να διεκδικήσουν ότι τους ανήκει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου