- Και τι είναι ο θάνατος ρώτησαν μια ψυχή...
- Θάνατος? μήπως θέλεις να πεις... α-θάνατος? αντιρώτησε εκείνη...
- Εδώ που είμαι μόνο σ΄αυτό μπορώ να σου απαντήσω...
Πηγαίνω κι έρχομαι εκατομμύρια χρόνια, αυτό που λένε θάνατο εγώ πουθενά δεν το συνάντησα...
όσο κι αν έψαξα, όσους κι αν ρώτησα κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει, ήταν βλέπεις όλοι ζωντανοί.
Όλοι όσοι με έβλεπαν
Όλοι όσοι με άκουγαν
Όλοι όσοι με ένιωθαν
Όλοι όσοι με άγγιζαν, ζωντάνευαν, μου είπαν και ξεχνούσαν να μου πουν τι είναι ο θάνατος.
Και πριν τους ρώτησα, πριν έρθω εγώ πως ήταν...?
Μήπως αυτό εννοούν οι άνθρωποι θάνατο?
Ναι, απάντησαν κάποιοι που αμιδρά άρχισαν να θυμούνται...
- Είμασταν άδειοι , χωρίς ψυχή, χωρίς εσένα που τώρα βλέπουμε, σάρκινα δοχεία πεταμένα στης λήθης το πηγάδι, εκεί που όλα χάνονται και τίποτα δεν υπάρχει...
- Κι αν δεν υπήρχε τίποτα πως τώρα υπάρχει η μνήμη τους? ρώτησε η ψυχή...
- Να υπήρχε μόνο μια μικρή κουκκίδα φωτός στην κορυφή του πηγαδιού
που κάποιες φορές μας φώτιζε κι έφερνε μια πνοή, ίσα με μιά ανάσα.
Αυτές τις ανάσες θυμάμαι που με ζωντάνευαν, μ ΄έκαναν να βλέπω το σκοτάδι, που υπήρχε γύρω μου , είπε ο άνθρωπος.
Σκαρφάλωσα πάνω σε μια τέτοια αχτίδα , πιάστηκα γερά , την ρούφηξα μέσα μου ,και μετά εμφανίστηκες εσύ, είσαι εδώ και μιλάμε. Θάνατος τελικά δεν υπάρχει, ούτε και υπήρχε, για μένα, συμπλήρωσε.
- Κοίτα όμως πόσοι ακόμα κοίτονται ακίνητοι σαν νεκροί τριγύρω, δεν μπορώ να τους αγγίξω, δεν με ζητούν , δεν με βλέπουν , δεν με ακούν, δεν με νιώθουν, είπε η ψυχή.
- Κι αν καταφέρεις να τους ρωτήσεις απλώς θα τους ξυπνήσεις απο το λήθαργο και τα ίδια θα σου πουν, όσα κι εγώ σου είπα . Όπως ξύπνησες εμένα, έτσι θα ξυπνήσουν κι εκείνοι κι όποιος ξυπνάει γνωρίζει , ότι ποτέ στα αλήθεια δεν κοιμόταν, στα αλήθεια ποτέ δεν ήταν νεκρός.
Προσπάθησα κι εγώ να επικοινωνήσω, μαζί τους μετά που ήρθες , να τους μιλήσω για μένα και για σένα, να τους σκουντήσω, να τους ταρακουνήσω , να τους ξυπνήσω, να τους μεταφέρω την πνοή σου. Με κάποιους τα κατάφερα, είχαν κι αυτοί την ίδια εμπειρία μαζί σου και την μοιραστήκαμε με χαρά μεγάλη.
Με άλλους όμως ήταν αδύνατον, ήταν μάταιο ότι κι αν έκανα, ότι κι αν τους είπα δεν ήταν ικανό να ανατρέψει τα δικά τους δεδομένα, με κανένα τρόπο δεν μπόρεσα να τους μεταφέρω το βίωμα που είχα, έτσι κανείς τους δεν με πίστεψε και ποτέ δεν κατάφεραν να με δουν στα αλήθεια, έτσι όπως εσύ με βλέπεις.
Εκείνοι νόμιζαν πως είμαι κι εγώ νεκρός, άλλα τους έλεγα και άλλα καταλάβαιναν. Για κείνους βλέπεις υπήρχε μόνο ο θάνατος.
Εκείνοι ίσως γνωρίζουν να σου πουν, αλλά δεν θα σου πουν ποτέ, γιατί στα αλήθεια μόνο ένας ζωντανός, μόνο ένας αναστημένος άνθρωπος, μπορεί να αντιληφθεί τη διαφορά, του θανάτου και της αθανάτου.
Ένας νεκρός είναι νεκρός και γι αυτόν τα πάντα είναι θάνατος. όλα καταλήγουν εκεί.
Γι αυτόν αυτή είναι η ζωή του, έτσι λοιπόν θα σου πει πως ξέρει, θα σου πει πως ξέρει τον θάνατο, αλλά θα στον περιγράψει σαν ζωή...
- Θάνατος? μήπως θέλεις να πεις... α-θάνατος? αντιρώτησε εκείνη...
- Εδώ που είμαι μόνο σ΄αυτό μπορώ να σου απαντήσω...
Πηγαίνω κι έρχομαι εκατομμύρια χρόνια, αυτό που λένε θάνατο εγώ πουθενά δεν το συνάντησα...
όσο κι αν έψαξα, όσους κι αν ρώτησα κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει, ήταν βλέπεις όλοι ζωντανοί.
Όλοι όσοι με έβλεπαν
Όλοι όσοι με άκουγαν
Όλοι όσοι με ένιωθαν
Όλοι όσοι με άγγιζαν, ζωντάνευαν, μου είπαν και ξεχνούσαν να μου πουν τι είναι ο θάνατος.
Και πριν τους ρώτησα, πριν έρθω εγώ πως ήταν...?
Μήπως αυτό εννοούν οι άνθρωποι θάνατο?
Ναι, απάντησαν κάποιοι που αμιδρά άρχισαν να θυμούνται...
- Είμασταν άδειοι , χωρίς ψυχή, χωρίς εσένα που τώρα βλέπουμε, σάρκινα δοχεία πεταμένα στης λήθης το πηγάδι, εκεί που όλα χάνονται και τίποτα δεν υπάρχει...
- Κι αν δεν υπήρχε τίποτα πως τώρα υπάρχει η μνήμη τους? ρώτησε η ψυχή...
- Να υπήρχε μόνο μια μικρή κουκκίδα φωτός στην κορυφή του πηγαδιού
που κάποιες φορές μας φώτιζε κι έφερνε μια πνοή, ίσα με μιά ανάσα.
Αυτές τις ανάσες θυμάμαι που με ζωντάνευαν, μ ΄έκαναν να βλέπω το σκοτάδι, που υπήρχε γύρω μου , είπε ο άνθρωπος.
Σκαρφάλωσα πάνω σε μια τέτοια αχτίδα , πιάστηκα γερά , την ρούφηξα μέσα μου ,και μετά εμφανίστηκες εσύ, είσαι εδώ και μιλάμε. Θάνατος τελικά δεν υπάρχει, ούτε και υπήρχε, για μένα, συμπλήρωσε.
- Κοίτα όμως πόσοι ακόμα κοίτονται ακίνητοι σαν νεκροί τριγύρω, δεν μπορώ να τους αγγίξω, δεν με ζητούν , δεν με βλέπουν , δεν με ακούν, δεν με νιώθουν, είπε η ψυχή.
- Κι αν καταφέρεις να τους ρωτήσεις απλώς θα τους ξυπνήσεις απο το λήθαργο και τα ίδια θα σου πουν, όσα κι εγώ σου είπα . Όπως ξύπνησες εμένα, έτσι θα ξυπνήσουν κι εκείνοι κι όποιος ξυπνάει γνωρίζει , ότι ποτέ στα αλήθεια δεν κοιμόταν, στα αλήθεια ποτέ δεν ήταν νεκρός.
Προσπάθησα κι εγώ να επικοινωνήσω, μαζί τους μετά που ήρθες , να τους μιλήσω για μένα και για σένα, να τους σκουντήσω, να τους ταρακουνήσω , να τους ξυπνήσω, να τους μεταφέρω την πνοή σου. Με κάποιους τα κατάφερα, είχαν κι αυτοί την ίδια εμπειρία μαζί σου και την μοιραστήκαμε με χαρά μεγάλη.
Με άλλους όμως ήταν αδύνατον, ήταν μάταιο ότι κι αν έκανα, ότι κι αν τους είπα δεν ήταν ικανό να ανατρέψει τα δικά τους δεδομένα, με κανένα τρόπο δεν μπόρεσα να τους μεταφέρω το βίωμα που είχα, έτσι κανείς τους δεν με πίστεψε και ποτέ δεν κατάφεραν να με δουν στα αλήθεια, έτσι όπως εσύ με βλέπεις.
Εκείνοι νόμιζαν πως είμαι κι εγώ νεκρός, άλλα τους έλεγα και άλλα καταλάβαιναν. Για κείνους βλέπεις υπήρχε μόνο ο θάνατος.
Εκείνοι ίσως γνωρίζουν να σου πουν, αλλά δεν θα σου πουν ποτέ, γιατί στα αλήθεια μόνο ένας ζωντανός, μόνο ένας αναστημένος άνθρωπος, μπορεί να αντιληφθεί τη διαφορά, του θανάτου και της αθανάτου.
Ένας νεκρός είναι νεκρός και γι αυτόν τα πάντα είναι θάνατος. όλα καταλήγουν εκεί.
Γι αυτόν αυτή είναι η ζωή του, έτσι λοιπόν θα σου πει πως ξέρει, θα σου πει πως ξέρει τον θάνατο, αλλά θα στον περιγράψει σαν ζωή...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου