Στέκομαι στη στάση του λεωφορείου με μια μικρή αμηχανία, κανονικά θα έπρεπε να χαζεύω τα διερχόμενα αυτοκίνητα και να περιμένω να στρίψουν μέχρι τα φώτα τους να πέσουν πάνω μου και να με τυφλώσουν, να παρατηρώ αν οι οδηγοί είναι μόνοι τους ή υπάρχει και συνοδηγός, αν είναι χαρούμενοι, σκεφτικοί ή απλά απορροφημένοι από την κίνηση, αν τσακώνονται, αν είναι εκνευρισμένοι ή γελάνε, αν χτυπούν με νευρικότητα το πάνω μέρος του τιμονιού περιμένοντας να ανάψει πράσινο, αν υπάρχει κανένας και στο πίσω κάθισμα. Ο ένας είναι αγρίμι, οι δύο φτιάχνουν πόλεμο, με τον τρίτο αρχίζουν οι αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Είναι όμως αδύνατον να κοιτάξω σήμερα τα αυτοκίνητα, όλη μου η προσοχή είναι στραμμένη σε ένα ζευγάρι εικοσάρηδων, εκείνη έχει τα χέρια της περασμένα στις τσέπες του τζιν του, εκείνος δείχνει να της λέει αστεία, από εκείνα που κλείνουν μόνο με φιλιά, συνήθως πεταχτά, καμιά φορά με μεγαλύτερη διάρκεια. Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, δεν υπάρχει δρόμος, δεν ακούν κόρνες, δεν θα ξημερώσει ποτέ, είναι μόνο η νύχτα αυτή, που για τους υπόλοιπους μοιάζει μικρή. Προσπαθώ να θυμηθώ, πάει καιρός, όχι πολύς, αλλά αρκετός για να θολώσει το βίωμα.
Περίεργο, μου λες, προχθές το βράδυ που δε σήκωνες το τηλέφωνο τι έκανες, εκεί ήσουν, άρα δεν θέλεις, άρα το έχεις επιλέξει, θα μπορούσες, άρα δεν το ζητάς, μην το ζητάς, τώρα θα φύγεις πάλι.
Μαζευόμαστε γύρω από τραπέζια που φοβόμαστε να ακουμπήσουμε, παίρνουμε απόσταση και φωνάζουμε – γιατί εσύ, πότε μίλησες, πότε άγγιξες, πότε κράτησες την αναπνοή σου την ώρα που ρουφούσες τον καπνό, να μην σου μείνει ανάσα, να κλείσει ο λαιμός σου από ντροπή, πότε ζήτησες να πιεις από το ποτήρι μου και σου είπα όχι, τώρα να πληρώσεις το λογαριασμό και να φύγεις, γι’αυτό ήρθες, γι’αυτό δεν θα μείνεις ποτέ, το ήξερες από την αρχή.
Βγαίνουμε μόνο στα μέρη που ξέρουμε, φοβόμαστε το καινούριο μην τυχόν και λερωθεί η μνήμη – ποια μνήμη, ακόμα να μάθεις το παιχνίδι του χρόνου, μέχρι να αναπολήσεις το ποτάμι εκείνο έχει χαθεί στην θάλασσα. Να στείλεις μήνυμα, να πάρεις τηλέφωνο, τόσες εφαρμογές για επικοινωνία και τα χέρια σου ακόμα αγκαλιάζουν το κενό. Θα έρθει, τον εμπιστεύεσαι, σου είχε πει κάποτε ότι δεν θα αντέχεις το ξυπνητήρι και βγήκε αληθινός.
Και τώρα;
Μην πεις την τελευταία λέξη, οι τελείες μπαίνουν μόνες τους, όταν έρθει η ώρα να ξεκινήσει νέα πρόταση
Είναι όμως αδύνατον να κοιτάξω σήμερα τα αυτοκίνητα, όλη μου η προσοχή είναι στραμμένη σε ένα ζευγάρι εικοσάρηδων, εκείνη έχει τα χέρια της περασμένα στις τσέπες του τζιν του, εκείνος δείχνει να της λέει αστεία, από εκείνα που κλείνουν μόνο με φιλιά, συνήθως πεταχτά, καμιά φορά με μεγαλύτερη διάρκεια. Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, δεν υπάρχει δρόμος, δεν ακούν κόρνες, δεν θα ξημερώσει ποτέ, είναι μόνο η νύχτα αυτή, που για τους υπόλοιπους μοιάζει μικρή. Προσπαθώ να θυμηθώ, πάει καιρός, όχι πολύς, αλλά αρκετός για να θολώσει το βίωμα.
Περίεργο, μου λες, προχθές το βράδυ που δε σήκωνες το τηλέφωνο τι έκανες, εκεί ήσουν, άρα δεν θέλεις, άρα το έχεις επιλέξει, θα μπορούσες, άρα δεν το ζητάς, μην το ζητάς, τώρα θα φύγεις πάλι.
Μαζευόμαστε γύρω από τραπέζια που φοβόμαστε να ακουμπήσουμε, παίρνουμε απόσταση και φωνάζουμε – γιατί εσύ, πότε μίλησες, πότε άγγιξες, πότε κράτησες την αναπνοή σου την ώρα που ρουφούσες τον καπνό, να μην σου μείνει ανάσα, να κλείσει ο λαιμός σου από ντροπή, πότε ζήτησες να πιεις από το ποτήρι μου και σου είπα όχι, τώρα να πληρώσεις το λογαριασμό και να φύγεις, γι’αυτό ήρθες, γι’αυτό δεν θα μείνεις ποτέ, το ήξερες από την αρχή.
Βγαίνουμε μόνο στα μέρη που ξέρουμε, φοβόμαστε το καινούριο μην τυχόν και λερωθεί η μνήμη – ποια μνήμη, ακόμα να μάθεις το παιχνίδι του χρόνου, μέχρι να αναπολήσεις το ποτάμι εκείνο έχει χαθεί στην θάλασσα. Να στείλεις μήνυμα, να πάρεις τηλέφωνο, τόσες εφαρμογές για επικοινωνία και τα χέρια σου ακόμα αγκαλιάζουν το κενό. Θα έρθει, τον εμπιστεύεσαι, σου είχε πει κάποτε ότι δεν θα αντέχεις το ξυπνητήρι και βγήκε αληθινός.
Και τώρα;
Μην πεις την τελευταία λέξη, οι τελείες μπαίνουν μόνες τους, όταν έρθει η ώρα να ξεκινήσει νέα πρόταση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου