Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Αγάπη, πόνος, θάνατος

Ρωτάμε αν ο άνθρωπος μπορεί να βάλει τέλος στον πόνο. Υπάρχουν διάφορες απαντήσεις για το: πώς να πας πέρα απ’ αυτόν, πώς να τον εκλογικεύσεις, πώς να τον καταπνίξεις, πώς να ξεφύγεις απ’ αυτόν. Εδώ, όμως, ζητάμε κάτι τελείως διαφορετικό: όχι να τον καταπνίξουμε, όχι να τον αποφύγουμε, όχι να τον εκλογικεΰσουμε, αλλά όταν υπάρχει ο πόνος να μένουμε ολοκληρωτικά μαζί του, χωρίς καμιά κίνηση της σκέψης, που είναι κίνηση χρόνου και μέτρησης.

Κάποιος πονάει• πονάει επειδή έχασε το γιο του ή τη γυναίκα του ή επειδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για έναν άλλον ή υποφέρει επειδή αρχίζει να φαίνεται η φθορά στα πράγματα στα οποία είναι προσκολλημένος, στο σπίτι, στο όνομα, στο πρόσωπο, σ’ όλα τα συσσωρευμένα συμπεράσματα. Μπορεί να κοιτάξει κανείς αυτό τον πόνο χωρίς τον παρατηρητή; Εξετάσαμε το θέμα του παρατηρητή. Είπαμε ότι ο παρατηρητής είναι το πρελθόν, η συσσωρευμένη μνήμη, οι εμπειρίες και η γνώση. Και παρατηρεί κανείς τον εαυτό του μ’ αυτή τη γνώση, τις εμπειρίες, τη μνήμη κι έτσι διαχωρίζει τον εαυτό του από τον πόνο: εκείνος είναι άλλος από τον πόνο κι επομένως μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτόν. Αλλά ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο.

Σ’ αυτή, τη δήλωση ότι «ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο», χρειάζεται να σταθούμε με λίγη φροντίδα και προσοχή. Αλλά δεν το δεχόμαστε. Λέμε ότι ο παρατηρητής είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και ότι το παρατηρούμενο βρίσκεται κάπου έξω, χωριστά από τον παρατηρητή. Αν, τώρα, κοιτάξει κα νείς πολύ προσεκτικά το θέμα, αυτή τη δήλωση, δηλαδή, ότι ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο, τότε μοιάζει ολοφάνερο. Όταν λες ότι είσαι θυμωμένος, δεν είσαι διαφορετικός από το θυμό, είσαι αυτό το πράγμα που ονομάζεις θυμό. Όταν ζηλεύεις, είσαι αυτή η ζήλια. Η λέξη είναι που χωρίζει• δηλαδή, με τη λέξη αναγνωρίζουμε το συναίσθημα και αυτή η αναγνώριση έρχεται από το παρελθόν κοιτάμε, λοιπόν, αυτό το αίσθημα μέσπ από τη λέξη χρησιμοποιώντας σαν φίλτρο το παρελθόν κι έτοι χωριζόμαστε από το συναίσθημα. Οπότε υπάρχει η διαίρεση ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο.

Λέμε, λοιπόν, όταν υπάρχει αυτός ο πόνος, είτε είναι προσωρινός είτε είναι μια ατέλειωτη σειρά αιτιών που προκαλούν πόνο, να τον κοιτάζουμε χωρίς τον παρατηρητή. Εσείς είστε αυτός ο πόνος• δεν είσαστε διαφορετικοί από τον πόνο. Μείνετε με όλο σας το είναι μαζί του. Τότε θα παρατηρήσετε, αν πάτε μέχρι εκεί, αν είστε πρόθυμοι να παρατηρήσετε από πολύ κοντά, ότι συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό: μια μεταμόρφωση. Από τον πόνο γεννιέται μεγάλο πάθος. Αν το έχετε κάνει, έλέγξτε το και θα ανακαλύψετε ότι αυτό το πάθος δεν είναι το πάθος της πίστης, δεν είναι πάθος για συγκεκριμένο λόγο, πάθος για κάποιο ανόητο συμπέρασμα. Είναι εντελώς διαφορετικό από το πάθος της επιθυμίας. Είναι κάτι που έχει μια εντελώς διαφορετικού είδους ενέργεια- όχι της κίνησης της σκέψης, που είναι μηχανική.

Αυτό που ονομάζουμε αγάπη μάς φέρνει πάρα πολύ πόνο. Η αγάπη, έτσι όπως την ξέρουμε, είναι ευχαρίστηση• ο έρωτας, η αγάπη για την πατρίδα, η αγάπη κάποιας ιδέας και λοιπά, απ’ όλα αυτά απορρέει ευχαρίστηση. Και όταν μας αρνούνται αυτή την ευχαρίστηση, υπάρχει είτε μίσος είτε ανταγωνισμός ή βία. Μπορεί να υπάρξει αγάπη, όχι απλώς κάτι προσωπικό ανάμεσα σ’ εσένα κι εμένα ή κάποιον άλλο, αλλά το απέραντο αίσθημα (συμπόνιας-πάθους για τα πάντα και τους πάντες; Πάθος για τη φύση, συμπόνια για τη γη που πάνω της ζούμε, έτσι ώστε να μην καταστρέφουμε τη γη, τα ζώα, όλα… Χωρίς αγάπη, που είναι συμπόνια, ο πόνος δεν μπορεί παρά να συνεχίζει. Κι εμείς οι άνθρωποι τον υπομένουμε, τον δεχόμαστε σαν κάτι φυσιολογικό.

Όλες οι θρησκείες προσπάθησαν να βρουν την έξοδο από τον πόνο, αλλά οι οργανωμένες θρησκείες έχουν προξενήσει τεράστιο πόνο. Οι θρησκευτικές οργανώσεις σ’ όλο τον κόσμο έχουν κάνει μεγάλο κακό, με θρησκευτικούς πολέμους, ατέλειωτες εκτελέσεις, βασανιστήρια, κάψιμο ανθρώπων, ιδιαίτερα στη Δύση -αυτό δεν ήταν μόδα τότε στην Ανατολή. Κι εμείς εδώ μιλάμε όχι για αποδοχή ή ανοχή του πόνου, αλλά για να μένουμε ακίνητοι μπροστά στον πόνο• οπότε εμφανίζεται μεγάλη συμπόνια. Και απ’ αυτή τη συμπόνια πηγάζει όλη η δημιουργία.

Τι είναι δημιουργία, τι είναι δημιουργικός νους; Είναι ο νους που πονάει και μέσα από τον πόνο έχει μάθει κάποια τεχνική και εκφράζεται μ’ αυτή την τεχνική πάνω στο χαρτί, στο μάρμαρο, στον καμβά; Δηλαδή, η δημιουργικότητα είναι αποτέλεσμα εσωτερικής έντασης; Είναι το αποτέλεσμα μιας ζωής που βρίσκεται σε αταξία; Η δημιουργικότητα βγαίνει μέσα από τα συντρίμμια των πράξεων της καθημερινής ζωής; Δεν ξέρω αν το παρακολουθείτε. Ή πρέπει να δώσουμε μία εντελώς διαφορετική σημασία στη δημιουργικότητα, η οποία μπορεί να μη χρειάζεται καθόλου να εκφραστεί;
Πρέπει, λοιπόν, να εξετάσει κανείς αυτό το θέμα πολύ βαθιά μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, γιατί η συνείδησή του είναι η συνείδηση όλης της ανθρωπότητας. Δεν ξέρω αν το αντιλαμβάνεστε αυτό. Ουσιαστικά, στη βάση της, η συνείδησή σας είναι ίδια με τη συνείδηση του ομιλητή όπως και με της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Γιατί μέσα σ’ αυτή τη συνείδηση υπάρχει πόνος, δυστυχία, υπάρχει ανησυχία, υπάρχει ο φόβος του αύριο, ο φόβος της ανασφάλειας, που τη νιώθει κάθε άνθρωπος όπου κι αν ζει. Επομένως, η συνείδησή σας είναι η συνείδηση όλης της ανθρωπότητας και αν υπάρξει μεταμόρφωση της δικής σας συνείδησης, θα επιδράσει και στο σύνολο της συνείδησης των ανθρώπινων πλασμάτων. Είναι γεγονός. Έτσι, αποκτά τρομερή σημασία η ριζική αλλαγή ή η μεταμόρφωση των ανθρώπων μέσα τους, των συνειδήσεών τους.

Τώρα μπορούμε να εξετάσουμε εκείνο που ονομάζουμε θάνατο, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες πόνου. Όπως και με καθετί άλλο στη ζωή, θέλουμε μια γρήγορη και οριστική απάντηση, μια απάντηση που θα μας παρηγορήσει, που θα μας ικανοποιεί από κάθε πλευρά, λογικά, συναισθηματικά, σωματικά. Θέλουμε την αθανασία, οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό και θέλουμε να διασωθούμε τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Αποφεύγουμε το θάνατο με οποιοδήποτε τίμημα, απομακρύνοντάς τον όσο πιο πολύ μπορούμε. Έτσι, δεν έχουμε μπορέσει ποτέ να τον εξετάσουμε από πολύ κοντά. Δεν έχουμε μπορέσει ποτέ να τον αντιμετωπίσουμε, να τον κατανοήσουμε, όχι μόνο λεκτικά, λογικά, αλλά ολοκληρωτικά. Περιμένουμε μέχρι την τελευταία στιγμή που μπορεί να είναι ένα ατύχημα, αρρώστια, γεράματα, όταν δεν μπορείς να σκεφτείς, όταν δεν μπορείς να δεις και έχεις πια ξεκουτιάνει. Τότε γίνεσαι χριστιανός, καθολικός, πιστεύεις στο ένα ή στο άλλο. Προσπαθούμε, λοιπόν, αυτό το πρωινό να καταλάβουμε -όχι με τα λόγια, αλλά αληθινά- τι σημαίνει να πεθάνεις, που δε σημαίνει, βέβαια, ότι θα πρέπει ν’ αυτοκτονήσουμε. Αλλά ζητάμε να μάθουμε ποια είναι η πλήρης σημασία αυτού του πράγματος που ονομάζουμε θάνατο, που είναι το τέλος εκείνου που εμείς ξέρουμε ως ζωή.

Εξετάζοντάς το αυτό πρέπει να βρούμε αν ο χρόνος, ο ψυχολογικός χρόνος, μπορεί να σταματήσει. Το σταμάτημα του χρόνου μπορεί να είναι θάνατος. Μπορεί να είναι το τέλος του χρόνου κι επομένως εκείνο που τελειώνει μπορεί να έχει και μια καινούρια αρχή, όχι εκείνο που συνεχίζεται. Μπορεί, λοιπόν, πρώτα να μπει ένα τέλος στο χρόνο, μπορεί ο χρόνος να σταματήσει; Όχι ο χρόνος που μετριέται με το ρολόι ως χτες, σήμερα και αύριο, οι 24 ώρες, αλλά η όλη κίνηση του χρόνου σαν σκέψη και μέτρηση; Αυτή η κίνηση όχι ο χρόνος του ρολογιού, αλλά αυτή η κίνηση σαν σκέψη, που είναι η όλη διαδικασία της σύγκρισης, της μέτρησης, μπορεί όλη αυτή η διαδικασία να σταματήσει; Μπορεί η σκέψη, που είναι ανταπόκριση της μνήμης, μπορεί η εμπειρία σαν γνώση -η γνώση ανήκει πάντα στο παρελθόν, η γνώση είναι παρελθόν- μπορεί όλη αυτή η κίνηση να φτάσει σ’ ένα τέλος; Όχι στον τεχνολογικό τομέα, αυτό είναι προφανές δε χρειάζεται συζήτηση. Μπορεί αυτή η κίνηση να φτάσει σ’ ένα τέλος; Μπορεί αυτή η κίνηση να τελειώσει; Ο χρόνος σαν ελπίδα, ο χρόνος σαν κάτι που συνέβη και πάνω του κολλάει ο νους, ο χρόνος σαν προσκόλληση στο παρελθόν ή σαν συμπέρασμα που είναι προβολή ενός πράγματος από το παρελθόν στο μέλλον, ο χρόνος σαν κίνηση επίτευξης από το άλφα στο ωμέγα, όλη αυτή η κίνηση στην οποία είμαστε παγιδευμένοι; Αν σας έλεγε κάποιος ότι δεν υπάρχει αύριο, ψυχολογικά, θα παθαίνατε σοκ, γιατί το αύριο είναι κάτι τρομερά σημαντικό: αύριο θα γίνετε ευτυχισμένοι, αύριο θα πετύχετε κάτι, αύριο θα εκπληρωθούν οι ελπίδες τού χτες ή οι σημερινές ελπίδες και λοιπά. Το αύριο καταλήγει, έτσι, να είναι εξαιρετικά σημαντικό, το αύριο που είναι προβολή της σκέψης από το παρελθόν.

Ρωτάμε, λοιπόν, αν όλη αυτή η κεκτημένη ταχύτητα μπορεί να τελειώσει μπορεί να φτάσει σ’ ένα τέλος. Αυτό είναι όλο το πρόβλημα του διαλογισμού, όχι να κάθεσαι και να επαναλαμ βάνεις κάποιο μάντρα, κάποια λόγια και να κάνεις κάποια κόλπα. Όλα αυτά είναι ανοησίες. Δεν είμαι αδιάλλακτος, αλλά είναι απλώς παράλογο. Και γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον να το ανακαλύψεις αυτό, να το ερευνήσεις σε βάθος.

Τι είναι ο θάνατος, λοιπόν; Μπορούν να δώσουν την απάντηση μόνο οι λέξεις ή θα πρέπει κανείς να τον κοιτάξει όχι μέσα από τις λέξεις, αλλά χωρίς αυτές; Υπάρχει ο θάνατος• ο οργανισμός πεθαίνει, από έλλειψη φροντίδας, από καταχρήσεις, α πό υπερβολικές απολαύσεις, πιοτό, ναρκωτικά, ατύχημα, από όλα εκείνα που είναι κληρονομιά της σάρκας, ο οργανισμός πεθαίνει• φτάνει σ’ ένα τέλος. Η καρδιά σταματά, ο νους με όλο τον υπέροχο μηχανισμό του φτάνει σε ένα τέρμα. Αυτό το δεχόμαστε, δε φοβόμαστε που το σώμα φτάνει σε ένα τέλος, αλλά φοβόμαστε κάτι τελείως διαφορετικό. Και επειδή εκείνο φοβόμαστε βασικά, θέλουμε να διαλύσουμε αυτό το φόβο μέσα από διάφορες πίστεις, συμπεράσματα, ελπίδες.

Όλος ο ασιατικός ο κόσμος πιστεύει στη μετενσάρκωση• έχουν αποδείξεις γι’ αυτό, έτσι λένε τουλάχιστον. Που σημαίνει -παρακολουθήστε το, είναι εκπληκτικό- ότι ο «εαυτός», το εγώ, αυτό το πράγμα που έχει συναρμολογηθεί από το χρόνο, ενσαρκώνεται έως ότου αυτή η οντότητα γίνει τέλεια και απορροφηθεί από μία υψηλότερη αρχή που είναι ο Μπράμαν ή όπως αλλιώς θέλετε πέστε την. Ο χρόνος έχει δημιουργήσει το κέντρο, τον «εαυτό», το εγώ, την προσωπικότητα, το χαρακτήρα, τις κλίσεις και λοιπά και μέσω του χρόνου πάλι, θα διαλύσεις αυτή ακριβώς την οντότητα- μέσω της μετενσάρκωσης! Βλέπετε τον παραλογισμό; Η σκέψη σου έχει δημιουργήσει ένα πράγμα σαν τον «εαυτό», το κέντρο και μέσα από μία εξελικτική διαδικασία, που είναι χρόνος, θα τον διαλύσεις τελικά και θα απορροφηθείς στην υψηλότερη αρχή! Κι ωστόσο το πιστεύουν τρομερά. Προχτές συζητούσα με κάποιον που το πιστεύει πολύ βαθιά. Είπε: «Αν δεν το πιστεύετε, δεν είστε θρησκευόμενος άνθρωπος» και μου γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Και ο χριστιανισμός έχει τη δική του μορφή συνέχισης του «εαυτού», την ανάσταση• ο Γαβριήλ που θα φυσάει τη σάλπιγγα κι όλ’ αυτά. (Γέλια). Όταν πιστεύεις στη μετενσάρκωση, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πρόκειται να ζήσεις κι άλλες ζωές και σ’ αυτή τη ζωή υποφέρεις ε ξαιτίας πράξεών σου στο παρελθόν. Άρα εκείνο που είναι σημαντικό, αν είσαι αληθινά, ουσιαστικά, ολοκληρωτικά αφιερωμένος σ’ αυτή την πίστη, είναι ότι αυτό σημαίνει πως πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά, ορθά, με τρομερή φροντίδα για το παρόν. Και δεν το κάνουμε. Κάτι τέτοιο απαιτεί υπεράνθρωπη ενέργεια.

Υπάρχουν αρκετά προβλήματα που εμπλέκονται εδώ. Τι είναι αθανασία και τι είναι αιωνιότητα -που είναι μια άχρονη κατάσταση- και τι συμβαίνει στα ανθρώπινα πλάσματα που είναι ωστόσο παγιδευμένα στην κίνηση του χρόνου; Εμείς, τ’ ανθρώπινα πλάσματα, κάνουμε τη ζωή μας εξαιρετικά περίπλοκη, ανεύθυνη, άσχημη, ανόητη• τσακωνόμαστε, σκοτωνόμαστε για πιστεύω, για εξουσία -πολιτική και θρησκευτική- και η καθημερινή μας ζωή είναι μια σειρά από ατέλειωτες συγκρούσεις. Και θέλουμε αυτό να συνεχιστεί. Κι επειδή η ζωή μας είναι τόσο άδεια, τόσο γεμάτη από κενές λέξεις, λέμε ότι υπάρχει μία κατάσταση όπου δεν υπάρχει θάνατος, η αθανασία, που είναι μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει κίνηση του χρόνου. Δηλαδή, ο χρόνος μέσα από τους αιώνες δημιούργησε την ιδέα του εαυτού, ενός «εγώ» που εξελίσσεται. Έχει κατασκευαστεί από το χρόνο που είναι στοιχείο της εξέλιξης. Αλλά, αναπόφευκτα, έρχεται ο θάνατος και με το σταμάτημα των εγκεφαλικών κυττάρων η σκέψη φτάνει σε ένα τέλος. Οπότε, ελπίζει κανείς ότι υπάρχει κάτι πέρα από το «εγώ», μία «υπερσυνείδηση», μια Θεϊκή σπίθα, μια σπίθα αλήθειας που δεν μπορεί ποτέ να καταστραφεί και συνεχίζεται. Κι αυτή η συνέχεια είναι που ονομάζουμε αθανασία. Αυτή είναι που θέλουμε οι περισσότεροι από μας. Αν δεν την αποκτήσεις με το να γίνεις με κάποιο τρόπο διάσημος, θέλεις να την αποκτήσεις με το να καθίσεις δίπλα στο Θεό, που είναι αιώνιος. Όλη αυτή η ιστορία είναι πολύ παράλογη!

Υπάρχει, όμως, κάτι που δεν ανήκει στο χρόνο, που δεν έχει, ούτε αρχή ούτε τέλος κι επομένως είναι άχρονο, αιώνιο; Ο θάνατος μάς είναι πρόβλημα επειδή η ζωή μας είναι έτσι όπως είναι- και αν εγώ, ένα οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα, δεν έχω κατανοήσει ολοκληρωτικά την όλη ιδιότητα της ύπαρξής μου, τι θα μου συμβεί όταν πεθάνω; Καταλαβαίνετε την ερώτηση; Είναι το τέλος μου; Δεν έχω καταλάβει. Αν δεν έχω κατανοήσει ολοκληρωτικά τον εαυτό μου, τότε υπάρχει ένα διαφορετικό πρόβλημα που θα φτάσουμε και σ’ αυτό. Δεν έχω κατανοήσει τον εαυτό μου ολοκληρωτικά -δεν εννοώ με τη λέξη «κατανοήσει» κάτι λογικό, αλλά μία αληθινή επίγνωση του εαυτού μου στο σύνολό του χωρίς επιλογές, όλου του περιεχόμενου της συνείδησής μου- αν δεν έχω σκάψει βαθιά μέσα στα ίδια μου τα θεμέλια και στη φύση της συνείδησής μου και πεθάνω, τι θα συμβεί; Ποιος θα απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση; (Γέλια). Μη γελάτε, την κάνω σκόπιμα. Ποιος θα απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση; Επειδή νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε, τρέχουμε σε κάποιον άλλο να μας πει, στον παπά, στα βιβλία, στους ανθρώπους που λένε, «εγώ ξέρω», στους «δάσκαλους» που ξεφυτρώνουν ατέλειωτα σαν μανιτάρια. Αν κανείς απορρίψει κάθε αυθεντία -και πρέπει κανείς να απορρίψει ολοκληρωτικά κάθε αυθεντία- τότε τι σου απομένει; Τότε έχεις όλη την ενέργεια να βρεις μόνος σου, επειδή έχεις απορρίψει όλα όσα σπαταλούν την ενέργεια -δάσκαλους, ελπίδες και φόβους, κάποιον που σου λέει ότι ξέρει τι γίνεται- αν τα απορρίψεις όλα αυτά, δηλαδή κάθε είδους αυθεντία, τότε έχεις τρομακτική ενέργεια. Μ’ αυτή μπορείς ν’ αρχίσεις να ερευνάς τι πράγματι θα συμβεί όταν δεν έχεις ξεδιαλύνει τα πάντα για τη δομή και τη φύση του εαυτού, του εαυτού που είναι χρόνος και επομένως κίνηση και επομένως διαίρεση σε «εγώ» και «καθετί που δεν είναι εγώ», οπότε σύγκρουση.

Τώρα τι γίνεται μ’ εμένα, αν δεν έχω τελειώσει αυτή τη σύγκρουση; Με σας και μ’ εμένα και με τον υπόλοιπο κόσμο, αν ο ομιλητής δεν έχει τελειώσει μ’ αυτή, τι γίνεται; Όλοι πρόκειται να πεθάνουμε, ελπίζω όχι σύντομα, αλλά αργά ή γρήγορα θα γίνει. Τι θα γίνει; Όταν ζούμε με τον τρόπο που ζούμε, είμαστε τόσο ριζικά διαφορετικοί από τον πλαϊνό μας; Μπορεί να είσαι εξυπνότερος, μπορεί να έχεις περισσότερες γνώσεις ή ικανότητες, μπορεί να είσαι πιο μορφωμένος, να έχεις κάποια χαρίσματα, ταλέντα, εφευρετικότητα, αλλά βασικά εσύ κι ο άλλος είσαστε εντελώς ίδιοι. Μπορεί το χρώμα σου να είναι διαφορετικό, μπορεί να είσαι πιο ψηλός ή πιο κοντός, αλλά στην ουσία είσαστε το ίδιο. Όσο καιρό ζεις, λοιπόν, είσαι σαν τον υπόλοιπο κόσμο μέσα στο ίδιο ποτάμι, ακολουθείς την ίδια κίνηση. Και όταν πεθάνεις, συνεχίζεις να ακολουθείς την ίδια κίνηση. Αναρωτιέμαι, αν καταλαβαίνετε τι λέω. Μόνο ο άνθρωπος που έχει πλήρη επίγνωση της διαμόρφωσής του, της συνείδησής του, του περιεχομένου της και προχωράει και το διαλύει, μόνο αυτός δε βρίσκεται μέσα στο ποτάμι. Σας το ξεκαθαρίζω καθόλου; Είμαι άπληστος, φθονερός, φιλόδοξος, σκληρός, βίαιος και το ίδιο είστε κι εσείς. Κι αυτή είναι η καθημερινή μας ζωή• ασήμαντη, με αποδοχή της αυθεντίας, με καβγάδες, πίκρες, χωρίς αγάπη και με λαχτάρα ν’ αγαπηθούμε, με τις αγωνίες της μοναξιάς, με ανεύθυνες σχέσεις… Αυτή είναι η καθημερινή μας ζωή. Και είμαστε σαν όλο τον υπόλοιπο κόσμο• είναι ένα πελώριο, ατέλειωτο ποτάμι. Και όταν πεθάνουμε, θα είμαστε σαν τους υπόλοιπους, θα κινούμαστε μέσα στο ίδιο ποτάμι όπως και πριν, όταν ζούσαμε. Αλλά ο άνθρωπος που κατανοεί ριζικά τον εαυτό του, που έχει λύσει όλα τα ψυχολογικά προβλήματα μέσα του, δεν ανήκει στο ποτάμι. Έχει βγει έξω απ’ αυτό.

Η συνείδηση του ανθρώπου που έχει απομακρυνθεί από το ποτάμι είναι εντελώς διαφορετική. Δε σκέφτεται με βάση το χρόνο, τη συνέχεια ή την αθανασία. Αλλά οι άλλοι άνθρωποι είναι ακόμα μέσα σ’ αυτά. Έτσι εμφανίζεται το πρόβλημα: τι σχέση έχει ο άνθρωπος που είναι απ’ έξω, με τον άνθρωπο που είναι μέσα; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και στην πραγματικότητα; Όντας η πραγματικότητα, όπως είπαμε, όλα όσα έχουν συναρμολογηθεί από τη σκέψη. Η ρίζα της λέξης πραγματικότητα, είναι πράγμα. Και ζώντας στον κόσμο των πραγμάτων, που είναι η πραγματικότητα, θέλουμε να εδραιώσουμε σχέση με έναν κόσμο που δεν έχει κανενός είδους πράγμα, κάτι που είναι αδύνατον.

Εκείνο που λέμε είναι ότι η συνείδηση, με όλο της το περιεχόμενο, είναι χρονική κίνηση. Σ’ αυτή την κίνηση είναι παγιδευμένα όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Ακόμα κι όταν πεθάνουν, αυτή η κίνηση συνεχίζεται. Έτσι είναι- είναι γεγονός. Και ο άνθρωπος που θα δει όλο αυτό το πράμα στο σύνολό του, δηλαδή το φόβο, την ευχαρίστηση και τον τεράστιο πόνο που προκαλεί στον ίδιο τον εαυτό του και δημιουργεί στους άλλους, που θα δει το σύνολο αυτής της κατάστασης και θα κατανοήσει αληθινά τη φύση και τη δομή του εαυτού, του «εγώ» στο σύνολό του, αυτός ο άνθρωπος θα βρεθεί έξω από το ποτάμι. Αυτό θα πει κρίση συνείδησης. Εμείς προσπαθούμε να λύσουμε όλα μας τα ανθρώπινα προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, μέσα στην περιοχή της δεμένης με το χρόνο συνείδησης. Αναρωτιέμαι αν το βλέπετε. Κι έτσι, δεν μπορούμε να τα λύσουμε ποτέ. Δείχνουμε να δεχόμαστε τον πολιτικό σαν να πρόκειται αυτός να σώσει τον κόσμο ή τον παπά ή τον ψυχαναλυτή ή κάποιον άλλο. Και, όπως είπαμε, μεταμόρφωση της συνείδησης σημαίνει τέλειωμα του χρόνου, που είναι το τέλος του «εγώ» που έχει φτιαχτεί μέσω του χρόνου. Μπορεί να συμβεί αυτό; Ή είναι απλώς μια θεωρία σαν όλες τις άλλες;

Μπορεί ένας άνθρωπος, εσείς, μπορείτε να το κάνετε στ’ αλήθεια; Όταν το κάνετε επηρεάζεται η ανθρώπινη συνείδηση στο σύνολό της. Που σημαίνει ότι κατανοώντας κανείς τον εαυτό του, που είναι κατανόηση της ανθρωπότητας -γιατί εγώ είμαι όλη η ανθρωπότητα- έρχεται όχι μόνο συμπόνια, αλλά και ένα εντελώς διαφορετικό είδος ενέργειας. Αυτή η ενέργεια, μαζί με τη συμπόνια της, φέρνει ένα εντελώς διαφορετικό είδος δράσης. Αυτή η δράση είναι ακέραια, δεν είναι κομματιασμένη

Κρισναμούρτι,”Η αλήθεια και το υπαρκτό”

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου