Θα σας διηγηθώ την πτώση της Ξιμπάλμπα και πως δύο νεαρά αδέλφια κατάφεραν με την πονηριά τους και νίκησαν κατά κράτος τους Άρχοντες του Θανάτου....
Πριν όμως ξεκινήσουμε, ας πούμε λίγα πράγματα για το λεγόμενο, ομαδικό «Μεσοαμερικανικό Παιχνίδι με Μπάλες» ή «juego de pelota» στα Ισπανικά, ή «Πίτζ» στην γλώσσα των Μάγια ή «Ολαμαλιζτλί» στα σύγχρονα Νουάτλ. Το συγκεκριμένο παιχνίδι και οι παραλλαγές του ήταν ευρύτατα διαδεδομένο σε όλες τις φυλές που κατοικούσαν στις περιοχές του αρχαίου Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Παιζόταν συνήθως από 2 έως 4 παίκτες, οι οποίοι χτυπούσαν μία λαστιχένια (!) μπάλα, κατασκευασμένη από το χυμό λάτεξ του δέντρου των πεδιάδων με την επιστημονική ονομασία «Casstilla elastica». Είχαν ανακαλύψει ότι αναμιγνύοντας τον χυμό του συγκεκριμένου δέντρου με τον χυμό μίας ποικιλίας αναρριχητικού φυτού με την ονομασία Ιπόμαια η Πορφυρή (η λεγόμενη και «Πρωινή Δόξα»), μπορούσαν να μετατρέψουν τα λεπτά πολυμερή του ακατέργαστου λάτεξ σε εύκαμπτο λάστιχο. Το μέγεθος της μπάλας κυμαινόταν από 25 έως 30 εκατοστά και ζύγιζε από 1,5 έως 2,7 κιλά. Φορούσαν επίσης προστατευτικό εξοπλισμό στο κεφάλι, τους λαγόνες, τα χέρια και τα πόδια. Οι παίκτες χτυπούσαν την μπάλα με τους μηρούς, αν και σε κάποιες παραλλαγές επιτρεπόταν το χτύπημα με τα γόνατα ή τους αγκώνες. Η ομάδα που είχε στην κατοχή της την μπάλα για περισσότερη ώρα, κέρδιζε. Σε μία άλλη παραλλαγή, η ομάδα που έστελνε την μπάλα μέσα από ένα πέτρινο στεφάνι περισσότερες φορές, κέρδιζε. Το συγκεκριμένο παιχνίδι ήταν εξαιρετικά σημαντικό στις κουλτούρες των λαών της Μεσοαμερικής• υπάρχουν αποδείξεις ότι πολλάκις η ομάδα που έχανε, θυσιαζόταν για να ευχαριστήσει τους θεούς...
Έχοντας πει τα ανωτέρω και για χάρη της παρακάτω ανάρτησης, οι όροι «παιχνίδι» και «παίκτες» ανταποκρίνονται στο λεγόμενο «Μεσοαμερικανικό Παιχνίδι με Μπάλες» και στους «Παίκτες Μπάλας»... Πάμε λοιπόν!
Στην παράδοση των Κίτσε Μάγια, ο Ένας και Έβδομος Χουναχπού ήταν η πρώτη γενιά των Δίδυμων Ηρώων. Αυτά τα αγόρια ήταν παθιασμένοι παίκτες. Ήταν τόσο καλοί αλλά και τόσο θορυβώδεις όταν έπαιζαν, που ενόχλησαν τους Άρχοντες του Θανάτου. Έτσι λοιπόν οι αφέντες του Κάτω Κόσμου έστειλαν αγγελιοφόρους για να τους προσκαλέσουν σ’ένα παιχνίδι. Τους είπαν να φέρουν την μπάλα τους και τον εξοπλισμό τους. Όμως τα αδέλφια, υποψιασμένα, τα έκρυψαν κάτω από τα καδρόνια του σπιτιού της μητέρας τους.
Ξεκίνησαν τότε για την Ξιμπάλμπα, το βασίλειο των Αρχόντων του Θανάτου. Στην βάση ενός λόφου, κατάφεραν να περάσουν με ασφάλεια ένα ποτάμι γεμάτο ακόντια, μετά ένα ποτάμι γεμάτο αίμα και τέλος ένα ποτάμι από πύον. Όταν έφτασαν στην αίθουσα του θρόνου των Αρχόντων του Θανάτου, τους χαιρέτησαν ονομαστικά. Όμως αυτοί δεν ήταν οι Άρχοντες, αλλά ξύλινα σμιλευμένα αντίγραφα. Αυτή ήταν μία ακόμη δοκιμασία, και απέτυχαν. «Δεν πειράζει, νεαροί» είπαν οι Άρχοντες του Θανάτου «Καθίστε». Οι δίδυμοι κάθισαν κατευθείαν σ’ένα πυρωμένο πάγκο και πετάχτηκαν όρθιοι αμέσως. Άλλη μία αποτυχημένη δοκιμασία. Για αυτές τους και άλλες πολλές αποτυχίες, θυσιάστηκαν και τα κορμιά τους θάφτηκαν κάτω από το γήπεδο της Ξιμπάλμπα.
Όμως το κεφάλι του Ενός Χουναχπού τοποθετήθηκε στην διχάλα ενός δέντρου. Εκεί, μία παρθένα με το όνομα «Γυναίκα του Αίματος» πλησίασε το δέντρο και ο Ένας Χουναχπού της μίλησε. Και όταν εκείνη πλησίασε ακόμη περισσότερο και άπλωσε το χέρι της, την έφτυσε. Το σάλιο του Ενός Χουναχπού γέννησε παιδιά στην μήτρα της Γυναίκας του Αίματος και εκείνη έφερε στον κόσμο τους Δίδυμους Ήρωες, τον Χουναχπού και τον Ξιμπαλάνκε.
Και να πώς έμαθαν οι Δίδυμοι Ήρωες ότι ήταν προορισμένοι να γίνουν μεγάλοι παίκτες: Προσπαθούσαν να φτιάξουν έναν κήπο, αλλά κάθε φορά που καθάριζαν τα χαμόκλαδα, τα ζώα του δάσους τα ξαναέβαζαν στην θέση τους. Προσπάθησαν να πιάσουν τα ζώα, αλλά δεν τα κατάφερναν ώσπου τελικά έπιασαν έναν αρουραίο. Κράτησαν την ουρά του πάνω από την φωτιά ( γι’αυτό από τότε οι αρουραίοι δεν έχουν τρίχωμα εκεί), και άρχισαν να τον σκοτώνουν όταν ο αρουραίος διαμαρτυρήθηκε, μιλώντας γρήγορα. «Κοιτάξτε, εσείς δεν είσαστε φτιαγμένοι για κηπουροί» στρίγκλησε «Υπάρχει κάτι που είσαστε καλύτεροι, και θα σας το πω με αντάλλαγμα λίγο φαγητό».
Και ο αρουραίος τους είπε πως ο πατέρας τους και ο θείος τους ήταν σπουδαίοι παίκτες και ότι ήταν κομμένοι και ραμμένοι να γίνουν και εκείνοι σπουδαίοι. «Το μόνο που χρειάζεστε είναι εξοπλισμό» είπε ο αρουραίος «Και τυχαίνει να ξέρω που έκρυψαν τον δικό τους».
Αλλά ο αρουραίος δεν ήθελε να πιαστεί από την γιαγιά των Διδύμων. Έτσι τον άφησαν ελεύθερο μέσα στους τοίχους και ζήτησαν από την γιαγιά τους να φάνε και να πιούνε. Το σταμνί του νερού ήθελε γέμισμα, γιατί το είχαν αδειάσει στα κρυφά. Έτσι η γιαγιά τους πήγε στο πηγάδι και τα αγόρια άφησαν ελεύθερο ένα κουνούπι που τρύπησε το σταμνί, με αποτέλεσμα να αδειάζει κάθε φορά που το γέμιζε. Ενώ έλειπε λοιπόν, ο αρουραίος χτύπησε το δοκάρι που κρατούσε τον εξοπλισμό και την μπάλα στην θέση τους και αυτά έπεσαν κάτω...
Έπαιζαν αμέριμνοι λοιπόν όπως ο πατέρας και ο θείος τους πριν από αυτούς. Οι χαρούμενες φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ξιμπάλμπα. Οι Άρχοντες του Θανάνου προσβλήθηκαν• αυτοί οι Δίδυμοι δεν ήταν περισσότεροι ταπεινοί από τους προηγούμενους. Έτσι έστειλαν αγγελιοφόρους για να τους προσκαλέσουν σ’ένα παιχνίδι στην Ξιμπάλμπα. Ράγισε η καρδιά της γιαγιάς τους καθώς σκεφτόταν ότι θα έχανε τα εγγόνια της όπως έχασε τους γιούς της πριν από αυτούς.
Αλλά αυτή η γενιά πέτυχε εκεί που η πρώτη γενιά απέτυχε. Γνώριζαν ότι οι Άρχοντες του Θανάτου περίμεναν να τους χαιρετίσουν ονομαστικά. ΄Ετσι ο ένας Δίδυμος ξερίζωσε μία τρίχα από το πηγούνι του και αυτή μετατράπηκε σε κουνούπι. Και το κουνούπι πήγε και τσίμπησε τον πρώτο Άρχοντα του Θανάτου. Μόνο που δεν υπήρξε αντίδραση γιατί δεν ήταν πραγματικός αλλά ένα ξύλινο αντίγραφο. Τότε το κουνούπι τσίμπησε έναν πραγματικό Άρχοντα, ο οποίος άφησε μία κραυγή. «Τί συμβαίνει;» ρώτησε ο διπλανός του, καλώντας τον με το όνομά του. Και τότε το κουνούπι τσίμπησε και τους άλλους Άρχοντες και ο κάθε ένας από αυτούς φώναξε και ο διπλανός του τον ονόμασε και έτσι οι Δίδυμοι έμαθαν όλα τα ονόματα. Έτσι μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου της Ξιμπάλμπα και δήλωσαν ότι δεν θα έλεγαν κουβέντα σε ξύλινες κούκλες.
«Τότε καθίστε», είπαν οι Άρχοντες, σφίγγοντας τα δόντια απογοητευμένοι.
«Σιγά μην καθίσουμε στην μαγειρική εστία» ανταπάντησαν οι Δίδυμοι.
Οι Άρχοντες λοιπόν προκάλεσαν τους Διδύμους σε μία σειρά δοκιμασιών στις διάφορες ειδικές «Οικίες», σίγουροι ότι τα αδέλφια θα αποτύγχαναν.
Στην Σκοτεινή Οικία τους έδωσαν έναν πυρσό και δύο αναμμένα πούρα. Υποτίθεται ότι έπρεπε να τα επιστρέψουν στην ίδια κατάσταση το πρωί. Ο πατέρας και ο θείος τους άφησαν τον πυρσό να σβήσει και κάπνισαν τα πούρα. Όμως οι Δίδυμοι Ήρωες ήξεραν καλύτερα. Αντάλλαξαν την σβησμένη φωτιά του πυρσού με τα λαμπερά κόκκινα φτερά της ουράς ενός παπαγάλου Μακάο και έχωσαν πυγολαμπίδες στις άκρες των πούρων για να φαίνονται αναμμένα.
Όταν τους έστειλαν στην Οικία των Λεπίδων, κοφτερές λεπίδες και ξυράφια υποτίθεται ότι θα τους έκαναν κομμάτια. Έπεισαν όμως τις λεπίδες ότι η δουλειά τους ήταν να πετσοκόβουν ζώα και όχι Δίδυμους Ήρωες! Και όταν τους έστειλαν στην Οικία των Ιαγουάρων, απόσπασαν την προσοχή των τζάγκουαρ ταίζοντάς τα με κόκκαλα. Στην Παγωμένη Οικία κατάφεραν να επιζήσουν φυσώντας και κλειδώνοντας έξω το κρύο και η Πύρινη Οικία δεν τους μετέτρεψε σε στάχτες, αλλά τους έκαψε ελαφρά, δίνοντας στο δέρμα τους ένα χρυσοκάστανο χρώμα.
Όταν τους έστειλαν στην Οικία των Νυχτερίδων ήταν η ώρα να κάνουν το πρώτο τους λάθος, σύμφωνα με το πεπρωμένο τους. Ο Χουναχπού αποφάσισε να κοιτάξει μέσα από το φυσοκάλαμό του εάν είχε ξημερώσει. Καθώς το έκανε, μία νυχτερίδα του έκοψε το κεφάλι και αυτό κύλησε στο γήπεδο της Ξιμπάλμπα. Ο αδελφός του κάλεσε τότε τα ζώα και ζήτησε από το καθένα τους να φέρει το αγαπημένο του φαγητό. Το Κοατί (ένα είδος ρακούν) έφερε μία κολοκύθα και με την βοήθεια των θεών μετατράπηκε σε νέο κεφάλι για τον Χουναχπού. Στο μεταξύ, καθώς τελείωσαν οι δοκιμασίες, οι Δίδυμοι είπαν σ’ένα λαγό να κρυφτεί έξω από το γήπεδο.
Όταν οι Άρχοντες του Θανάτου ξεκίνησαν το παιχνίδι, χρησιμοποίησαν το κεφάλι του Χουναχπού ως μπάλα. Καθ’όσον τους αφορούσε, αυτό τους καθιστούσε αυτομάτως νικητές. Όταν όμως κλώτσησαν την μπάλα, ο Ξιμπαλάνκε απέκρουσε το κεφάλι του Χουναχπού, στέλνοντάς το προς τα εκεί που ήταν κρυμμένος ο λαγός. Ο λαγός άρχισε να χοροπηδά και οι Άρχοντες τον πέρασαν για την μπάλα που αναπηδούσε και έτρεξαν να τον προφτάσουν.
Τα αγόρια έβαλαν το κεφάλι του Χουναχπού στην θέση του και την κολοκύθα στο γήπεδο. Όταν το παιχνίδι ξαναξεκίνησε και ο Ξιμπαλάνκε έδωσε μία δυνατή σπρωξία στην κολοκύθα, εκείνη άνοιξε και όλοι σπόροι της χύθηκαν στο χώμα. Οι Δίδυμοι Ήρωες είχαν νικήσει τους Άρχοντες της Ξιμπάλμπα αφού δεν υπήρχε πλεον μπάλα για να συνεχιστεί το παιχνίδι.
Επομένως οι Άρχοντες του Θανάτου, με όλα τους τα κόλπα και τις δοκιμασίες, δεν μπόρεσαν να σκοτώσουν τους Δίδυμους Ήρωες. Όμως τα αγόρια ήξεραν ότι έπρεπε να πεθάνουν πρώτα για να ολοκληρωθεί η περιπέτειά τους. Ήξεραν ότι οι Άρχοντες του Θανάτου θα τους σκότωναν από κακία. Οπότε όταν παρουσιάστηκαν ξανά μπροστά στους Άρχοντες και εκείνοι τους προκάλεσαν σ’ένα διαφορετικό παιχνίδι, ήξεραν ότι επρόκειτο για κόλπο. «Βλέπετε εκείνον τον ψηλό φούρνο;» ρώτησαν οι Άρχοντες «Στοίχημα ότι δεν μπορείτε να πηδήσετε από πάνω του 4 φορές».
«Δεν θα αποτύχουμε» είπαν τα αγόρια και χωρίς καθυστέρηση πήδηξαν μέσα στις φλόγες.
Εκεί ήταν που έκαναν το μεγαλύτερο λάθος τους οι Κύριοι του Κάτω Κόσμου• αντί να πετάξουν τον Ξιμπαλάνκε και του Χουναχπού από έναν λόφο ή να κρεμάσουν τα κορμιά τους να σαπίσουν από ένα δέντρο, άλεσαν τα κόκκαλά τους σε μία μυλόπετρα και τα πέταξαν σ’ένα ποτάμι. Αυτός ήταν και ο μοναδικός τρόπος να γυρίσουν πίσω στην ζωή τα αδέλφια. Και γύρισαν, πρώτα ως γατόψαρα και μετά ως άνθρωποι...
Μόνο που τώρα η εξωτερική τους εμφάνιση ήταν διαφορετική. Έμοιαζαν σαν κουρελήδες ζητιάνοι, το είδος που γυρνούσε και διασκέδαζε τον κόσμο χορεύοντας και κάνοντας ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να κερδίσει τα προς το ζην. Και τα κόλπα τους ήταν απίθανα!! Έκαψαν ένα σπίτι και το ξανάχτισαν σαν καινούργιο αμέσως. Θυσίασαν ακόμη ο ένας τον άλλον, ξαπλώνοντας κάτω από την λεπίδα και στην συνέχεια πετάγονταν ζωντανοί ξανά. Τα νέα της παράστασης διαδόθηκαν και όπως ήταν φυσικό, οι Άρχοντες του Θανάτου τους κάλεσαν για μία συγκεκριμένη παράσταση.
Οι Άρχοντες του Θανάτου απαίτησαν να θυσιαστεί ένας σκύλος και να αναστηθεί. Και όταν το έκαναν, ζήτησαν από τα αδέλφια να κάνουν το ίδιο και με έναν άνθρωπο. Και όταν το έκαναν και αυτό, ζήτησαν από τα αδέλφια να θυσιάσουν ο ένας τον άλλο. Έτσι ο Ξιμπαλάνκε κομμάτιασε τον δίδυμο αδελφό του και έβγαλε την καρδιά του. Τότε άρχισε να χορεύει και διέταξε τον Χουναχπού να σηκωθεί και να τον συνοδεύσει. Και όταν ο Χουναχπού σηκώθηκε ως καινούργιος, οι Άρχοντες του Θανάτου φρένιασαν από την χαρά και τον θαυμασμό τους!
«Κάντε το τώρα και σε εμάς!!» φώναξαν. Και έτσι οι Δίδυμοι θυσίασαν τον Έναν και τον Έβδομο Θάνατο, τους ισχυρότερους από τους Άρχοντες του Κάτω Κόσμου, μόνο που δεν τους έφεραν πίσω στην ζωή. Και οι υπόλοιποι κατάλαβαν ότι ηττήθηκαν και από εκείνη την ημέρα η Ξιμπάλμπα έχασε την δόξα της.
Οι Δίδυμοι πήραν το κεφάλι του Ενός Χουναχπού από το δέντρο που κρεμόταν και το έβαλαν πίσω στο κορμί του και τον ξαναζωντάνεψαν. Τον άφησαν σ’ένα τιμημένο μέρος δίπλα από το γήπεδο της Ξιμπάλμπα. Και τότε οι Δίδυμοι Ήρωες, ο Ξιμπαλάνκε και ο Χουναχπού, έχοντας εκπληρώσει την ηρωική αναζήτησή τους, ανήλθαν στους ουρανούς και έγιναν ο Ήλιος και το Φεγγάρι αντίστοιχα...
Αυτή είναι η ιστορία των πανέξυπνων Δίδυμων Ηρώων και ελπίζω να την απολαύσατε όσο και εγώ όταν την πρωτοδιάβασα!!
Πριν όμως ξεκινήσουμε, ας πούμε λίγα πράγματα για το λεγόμενο, ομαδικό «Μεσοαμερικανικό Παιχνίδι με Μπάλες» ή «juego de pelota» στα Ισπανικά, ή «Πίτζ» στην γλώσσα των Μάγια ή «Ολαμαλιζτλί» στα σύγχρονα Νουάτλ. Το συγκεκριμένο παιχνίδι και οι παραλλαγές του ήταν ευρύτατα διαδεδομένο σε όλες τις φυλές που κατοικούσαν στις περιοχές του αρχαίου Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Παιζόταν συνήθως από 2 έως 4 παίκτες, οι οποίοι χτυπούσαν μία λαστιχένια (!) μπάλα, κατασκευασμένη από το χυμό λάτεξ του δέντρου των πεδιάδων με την επιστημονική ονομασία «Casstilla elastica». Είχαν ανακαλύψει ότι αναμιγνύοντας τον χυμό του συγκεκριμένου δέντρου με τον χυμό μίας ποικιλίας αναρριχητικού φυτού με την ονομασία Ιπόμαια η Πορφυρή (η λεγόμενη και «Πρωινή Δόξα»), μπορούσαν να μετατρέψουν τα λεπτά πολυμερή του ακατέργαστου λάτεξ σε εύκαμπτο λάστιχο. Το μέγεθος της μπάλας κυμαινόταν από 25 έως 30 εκατοστά και ζύγιζε από 1,5 έως 2,7 κιλά. Φορούσαν επίσης προστατευτικό εξοπλισμό στο κεφάλι, τους λαγόνες, τα χέρια και τα πόδια. Οι παίκτες χτυπούσαν την μπάλα με τους μηρούς, αν και σε κάποιες παραλλαγές επιτρεπόταν το χτύπημα με τα γόνατα ή τους αγκώνες. Η ομάδα που είχε στην κατοχή της την μπάλα για περισσότερη ώρα, κέρδιζε. Σε μία άλλη παραλλαγή, η ομάδα που έστελνε την μπάλα μέσα από ένα πέτρινο στεφάνι περισσότερες φορές, κέρδιζε. Το συγκεκριμένο παιχνίδι ήταν εξαιρετικά σημαντικό στις κουλτούρες των λαών της Μεσοαμερικής• υπάρχουν αποδείξεις ότι πολλάκις η ομάδα που έχανε, θυσιαζόταν για να ευχαριστήσει τους θεούς...
Έχοντας πει τα ανωτέρω και για χάρη της παρακάτω ανάρτησης, οι όροι «παιχνίδι» και «παίκτες» ανταποκρίνονται στο λεγόμενο «Μεσοαμερικανικό Παιχνίδι με Μπάλες» και στους «Παίκτες Μπάλας»... Πάμε λοιπόν!
Στην παράδοση των Κίτσε Μάγια, ο Ένας και Έβδομος Χουναχπού ήταν η πρώτη γενιά των Δίδυμων Ηρώων. Αυτά τα αγόρια ήταν παθιασμένοι παίκτες. Ήταν τόσο καλοί αλλά και τόσο θορυβώδεις όταν έπαιζαν, που ενόχλησαν τους Άρχοντες του Θανάτου. Έτσι λοιπόν οι αφέντες του Κάτω Κόσμου έστειλαν αγγελιοφόρους για να τους προσκαλέσουν σ’ένα παιχνίδι. Τους είπαν να φέρουν την μπάλα τους και τον εξοπλισμό τους. Όμως τα αδέλφια, υποψιασμένα, τα έκρυψαν κάτω από τα καδρόνια του σπιτιού της μητέρας τους.
Ξεκίνησαν τότε για την Ξιμπάλμπα, το βασίλειο των Αρχόντων του Θανάτου. Στην βάση ενός λόφου, κατάφεραν να περάσουν με ασφάλεια ένα ποτάμι γεμάτο ακόντια, μετά ένα ποτάμι γεμάτο αίμα και τέλος ένα ποτάμι από πύον. Όταν έφτασαν στην αίθουσα του θρόνου των Αρχόντων του Θανάτου, τους χαιρέτησαν ονομαστικά. Όμως αυτοί δεν ήταν οι Άρχοντες, αλλά ξύλινα σμιλευμένα αντίγραφα. Αυτή ήταν μία ακόμη δοκιμασία, και απέτυχαν. «Δεν πειράζει, νεαροί» είπαν οι Άρχοντες του Θανάτου «Καθίστε». Οι δίδυμοι κάθισαν κατευθείαν σ’ένα πυρωμένο πάγκο και πετάχτηκαν όρθιοι αμέσως. Άλλη μία αποτυχημένη δοκιμασία. Για αυτές τους και άλλες πολλές αποτυχίες, θυσιάστηκαν και τα κορμιά τους θάφτηκαν κάτω από το γήπεδο της Ξιμπάλμπα.
Όμως το κεφάλι του Ενός Χουναχπού τοποθετήθηκε στην διχάλα ενός δέντρου. Εκεί, μία παρθένα με το όνομα «Γυναίκα του Αίματος» πλησίασε το δέντρο και ο Ένας Χουναχπού της μίλησε. Και όταν εκείνη πλησίασε ακόμη περισσότερο και άπλωσε το χέρι της, την έφτυσε. Το σάλιο του Ενός Χουναχπού γέννησε παιδιά στην μήτρα της Γυναίκας του Αίματος και εκείνη έφερε στον κόσμο τους Δίδυμους Ήρωες, τον Χουναχπού και τον Ξιμπαλάνκε.
Και να πώς έμαθαν οι Δίδυμοι Ήρωες ότι ήταν προορισμένοι να γίνουν μεγάλοι παίκτες: Προσπαθούσαν να φτιάξουν έναν κήπο, αλλά κάθε φορά που καθάριζαν τα χαμόκλαδα, τα ζώα του δάσους τα ξαναέβαζαν στην θέση τους. Προσπάθησαν να πιάσουν τα ζώα, αλλά δεν τα κατάφερναν ώσπου τελικά έπιασαν έναν αρουραίο. Κράτησαν την ουρά του πάνω από την φωτιά ( γι’αυτό από τότε οι αρουραίοι δεν έχουν τρίχωμα εκεί), και άρχισαν να τον σκοτώνουν όταν ο αρουραίος διαμαρτυρήθηκε, μιλώντας γρήγορα. «Κοιτάξτε, εσείς δεν είσαστε φτιαγμένοι για κηπουροί» στρίγκλησε «Υπάρχει κάτι που είσαστε καλύτεροι, και θα σας το πω με αντάλλαγμα λίγο φαγητό».
Και ο αρουραίος τους είπε πως ο πατέρας τους και ο θείος τους ήταν σπουδαίοι παίκτες και ότι ήταν κομμένοι και ραμμένοι να γίνουν και εκείνοι σπουδαίοι. «Το μόνο που χρειάζεστε είναι εξοπλισμό» είπε ο αρουραίος «Και τυχαίνει να ξέρω που έκρυψαν τον δικό τους».
Αλλά ο αρουραίος δεν ήθελε να πιαστεί από την γιαγιά των Διδύμων. Έτσι τον άφησαν ελεύθερο μέσα στους τοίχους και ζήτησαν από την γιαγιά τους να φάνε και να πιούνε. Το σταμνί του νερού ήθελε γέμισμα, γιατί το είχαν αδειάσει στα κρυφά. Έτσι η γιαγιά τους πήγε στο πηγάδι και τα αγόρια άφησαν ελεύθερο ένα κουνούπι που τρύπησε το σταμνί, με αποτέλεσμα να αδειάζει κάθε φορά που το γέμιζε. Ενώ έλειπε λοιπόν, ο αρουραίος χτύπησε το δοκάρι που κρατούσε τον εξοπλισμό και την μπάλα στην θέση τους και αυτά έπεσαν κάτω...
Έπαιζαν αμέριμνοι λοιπόν όπως ο πατέρας και ο θείος τους πριν από αυτούς. Οι χαρούμενες φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ξιμπάλμπα. Οι Άρχοντες του Θανάνου προσβλήθηκαν• αυτοί οι Δίδυμοι δεν ήταν περισσότεροι ταπεινοί από τους προηγούμενους. Έτσι έστειλαν αγγελιοφόρους για να τους προσκαλέσουν σ’ένα παιχνίδι στην Ξιμπάλμπα. Ράγισε η καρδιά της γιαγιάς τους καθώς σκεφτόταν ότι θα έχανε τα εγγόνια της όπως έχασε τους γιούς της πριν από αυτούς.
Αλλά αυτή η γενιά πέτυχε εκεί που η πρώτη γενιά απέτυχε. Γνώριζαν ότι οι Άρχοντες του Θανάτου περίμεναν να τους χαιρετίσουν ονομαστικά. ΄Ετσι ο ένας Δίδυμος ξερίζωσε μία τρίχα από το πηγούνι του και αυτή μετατράπηκε σε κουνούπι. Και το κουνούπι πήγε και τσίμπησε τον πρώτο Άρχοντα του Θανάτου. Μόνο που δεν υπήρξε αντίδραση γιατί δεν ήταν πραγματικός αλλά ένα ξύλινο αντίγραφο. Τότε το κουνούπι τσίμπησε έναν πραγματικό Άρχοντα, ο οποίος άφησε μία κραυγή. «Τί συμβαίνει;» ρώτησε ο διπλανός του, καλώντας τον με το όνομά του. Και τότε το κουνούπι τσίμπησε και τους άλλους Άρχοντες και ο κάθε ένας από αυτούς φώναξε και ο διπλανός του τον ονόμασε και έτσι οι Δίδυμοι έμαθαν όλα τα ονόματα. Έτσι μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου της Ξιμπάλμπα και δήλωσαν ότι δεν θα έλεγαν κουβέντα σε ξύλινες κούκλες.
«Τότε καθίστε», είπαν οι Άρχοντες, σφίγγοντας τα δόντια απογοητευμένοι.
«Σιγά μην καθίσουμε στην μαγειρική εστία» ανταπάντησαν οι Δίδυμοι.
Οι Άρχοντες λοιπόν προκάλεσαν τους Διδύμους σε μία σειρά δοκιμασιών στις διάφορες ειδικές «Οικίες», σίγουροι ότι τα αδέλφια θα αποτύγχαναν.
Στην Σκοτεινή Οικία τους έδωσαν έναν πυρσό και δύο αναμμένα πούρα. Υποτίθεται ότι έπρεπε να τα επιστρέψουν στην ίδια κατάσταση το πρωί. Ο πατέρας και ο θείος τους άφησαν τον πυρσό να σβήσει και κάπνισαν τα πούρα. Όμως οι Δίδυμοι Ήρωες ήξεραν καλύτερα. Αντάλλαξαν την σβησμένη φωτιά του πυρσού με τα λαμπερά κόκκινα φτερά της ουράς ενός παπαγάλου Μακάο και έχωσαν πυγολαμπίδες στις άκρες των πούρων για να φαίνονται αναμμένα.
Όταν τους έστειλαν στην Οικία των Λεπίδων, κοφτερές λεπίδες και ξυράφια υποτίθεται ότι θα τους έκαναν κομμάτια. Έπεισαν όμως τις λεπίδες ότι η δουλειά τους ήταν να πετσοκόβουν ζώα και όχι Δίδυμους Ήρωες! Και όταν τους έστειλαν στην Οικία των Ιαγουάρων, απόσπασαν την προσοχή των τζάγκουαρ ταίζοντάς τα με κόκκαλα. Στην Παγωμένη Οικία κατάφεραν να επιζήσουν φυσώντας και κλειδώνοντας έξω το κρύο και η Πύρινη Οικία δεν τους μετέτρεψε σε στάχτες, αλλά τους έκαψε ελαφρά, δίνοντας στο δέρμα τους ένα χρυσοκάστανο χρώμα.
Όταν τους έστειλαν στην Οικία των Νυχτερίδων ήταν η ώρα να κάνουν το πρώτο τους λάθος, σύμφωνα με το πεπρωμένο τους. Ο Χουναχπού αποφάσισε να κοιτάξει μέσα από το φυσοκάλαμό του εάν είχε ξημερώσει. Καθώς το έκανε, μία νυχτερίδα του έκοψε το κεφάλι και αυτό κύλησε στο γήπεδο της Ξιμπάλμπα. Ο αδελφός του κάλεσε τότε τα ζώα και ζήτησε από το καθένα τους να φέρει το αγαπημένο του φαγητό. Το Κοατί (ένα είδος ρακούν) έφερε μία κολοκύθα και με την βοήθεια των θεών μετατράπηκε σε νέο κεφάλι για τον Χουναχπού. Στο μεταξύ, καθώς τελείωσαν οι δοκιμασίες, οι Δίδυμοι είπαν σ’ένα λαγό να κρυφτεί έξω από το γήπεδο.
Όταν οι Άρχοντες του Θανάτου ξεκίνησαν το παιχνίδι, χρησιμοποίησαν το κεφάλι του Χουναχπού ως μπάλα. Καθ’όσον τους αφορούσε, αυτό τους καθιστούσε αυτομάτως νικητές. Όταν όμως κλώτσησαν την μπάλα, ο Ξιμπαλάνκε απέκρουσε το κεφάλι του Χουναχπού, στέλνοντάς το προς τα εκεί που ήταν κρυμμένος ο λαγός. Ο λαγός άρχισε να χοροπηδά και οι Άρχοντες τον πέρασαν για την μπάλα που αναπηδούσε και έτρεξαν να τον προφτάσουν.
Τα αγόρια έβαλαν το κεφάλι του Χουναχπού στην θέση του και την κολοκύθα στο γήπεδο. Όταν το παιχνίδι ξαναξεκίνησε και ο Ξιμπαλάνκε έδωσε μία δυνατή σπρωξία στην κολοκύθα, εκείνη άνοιξε και όλοι σπόροι της χύθηκαν στο χώμα. Οι Δίδυμοι Ήρωες είχαν νικήσει τους Άρχοντες της Ξιμπάλμπα αφού δεν υπήρχε πλεον μπάλα για να συνεχιστεί το παιχνίδι.
Επομένως οι Άρχοντες του Θανάτου, με όλα τους τα κόλπα και τις δοκιμασίες, δεν μπόρεσαν να σκοτώσουν τους Δίδυμους Ήρωες. Όμως τα αγόρια ήξεραν ότι έπρεπε να πεθάνουν πρώτα για να ολοκληρωθεί η περιπέτειά τους. Ήξεραν ότι οι Άρχοντες του Θανάτου θα τους σκότωναν από κακία. Οπότε όταν παρουσιάστηκαν ξανά μπροστά στους Άρχοντες και εκείνοι τους προκάλεσαν σ’ένα διαφορετικό παιχνίδι, ήξεραν ότι επρόκειτο για κόλπο. «Βλέπετε εκείνον τον ψηλό φούρνο;» ρώτησαν οι Άρχοντες «Στοίχημα ότι δεν μπορείτε να πηδήσετε από πάνω του 4 φορές».
«Δεν θα αποτύχουμε» είπαν τα αγόρια και χωρίς καθυστέρηση πήδηξαν μέσα στις φλόγες.
Εκεί ήταν που έκαναν το μεγαλύτερο λάθος τους οι Κύριοι του Κάτω Κόσμου• αντί να πετάξουν τον Ξιμπαλάνκε και του Χουναχπού από έναν λόφο ή να κρεμάσουν τα κορμιά τους να σαπίσουν από ένα δέντρο, άλεσαν τα κόκκαλά τους σε μία μυλόπετρα και τα πέταξαν σ’ένα ποτάμι. Αυτός ήταν και ο μοναδικός τρόπος να γυρίσουν πίσω στην ζωή τα αδέλφια. Και γύρισαν, πρώτα ως γατόψαρα και μετά ως άνθρωποι...
Μόνο που τώρα η εξωτερική τους εμφάνιση ήταν διαφορετική. Έμοιαζαν σαν κουρελήδες ζητιάνοι, το είδος που γυρνούσε και διασκέδαζε τον κόσμο χορεύοντας και κάνοντας ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να κερδίσει τα προς το ζην. Και τα κόλπα τους ήταν απίθανα!! Έκαψαν ένα σπίτι και το ξανάχτισαν σαν καινούργιο αμέσως. Θυσίασαν ακόμη ο ένας τον άλλον, ξαπλώνοντας κάτω από την λεπίδα και στην συνέχεια πετάγονταν ζωντανοί ξανά. Τα νέα της παράστασης διαδόθηκαν και όπως ήταν φυσικό, οι Άρχοντες του Θανάτου τους κάλεσαν για μία συγκεκριμένη παράσταση.
Οι Άρχοντες του Θανάτου απαίτησαν να θυσιαστεί ένας σκύλος και να αναστηθεί. Και όταν το έκαναν, ζήτησαν από τα αδέλφια να κάνουν το ίδιο και με έναν άνθρωπο. Και όταν το έκαναν και αυτό, ζήτησαν από τα αδέλφια να θυσιάσουν ο ένας τον άλλο. Έτσι ο Ξιμπαλάνκε κομμάτιασε τον δίδυμο αδελφό του και έβγαλε την καρδιά του. Τότε άρχισε να χορεύει και διέταξε τον Χουναχπού να σηκωθεί και να τον συνοδεύσει. Και όταν ο Χουναχπού σηκώθηκε ως καινούργιος, οι Άρχοντες του Θανάτου φρένιασαν από την χαρά και τον θαυμασμό τους!
«Κάντε το τώρα και σε εμάς!!» φώναξαν. Και έτσι οι Δίδυμοι θυσίασαν τον Έναν και τον Έβδομο Θάνατο, τους ισχυρότερους από τους Άρχοντες του Κάτω Κόσμου, μόνο που δεν τους έφεραν πίσω στην ζωή. Και οι υπόλοιποι κατάλαβαν ότι ηττήθηκαν και από εκείνη την ημέρα η Ξιμπάλμπα έχασε την δόξα της.
Οι Δίδυμοι πήραν το κεφάλι του Ενός Χουναχπού από το δέντρο που κρεμόταν και το έβαλαν πίσω στο κορμί του και τον ξαναζωντάνεψαν. Τον άφησαν σ’ένα τιμημένο μέρος δίπλα από το γήπεδο της Ξιμπάλμπα. Και τότε οι Δίδυμοι Ήρωες, ο Ξιμπαλάνκε και ο Χουναχπού, έχοντας εκπληρώσει την ηρωική αναζήτησή τους, ανήλθαν στους ουρανούς και έγιναν ο Ήλιος και το Φεγγάρι αντίστοιχα...
Αυτή είναι η ιστορία των πανέξυπνων Δίδυμων Ηρώων και ελπίζω να την απολαύσατε όσο και εγώ όταν την πρωτοδιάβασα!!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου