Με τη λέξη σταυροφορίες (crusades) εννοούμε τις εκστρατείες που έγιναν το
Μεσαίωνα (8 εκστρατείες από το 1095 έως το 1291) από τους χριστιανούς της
Δυτικής Ευρώπης με σκοπό την «απελευθέρωση των αγίων τόπων.»
Κάθε φορά που θυμόμαστε τη λέξη σταυροφορία μας έρχονται στο νου διηγήσεις χριστιανών σταυροφόρων, ιστορικών και περιηγητών, σύμφωνα με τους οποίους οι εκστρατείες αυτές είχαν σαν σκοπό να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ από τους άπιστους, έτσι ώστε οι χριστιανοί ελεύθερα να πηγαίνουν να προσκυνούν τους άγιους τόπους. Γι’ αυτό άλλωστε η λέξη «σταυροφορία» στο χριστιανικό λεξιλόγιο δηλώνει κάτι το θετικό, το συνασπισμό των ανθρώπων για καλό σκοπό.
Όμως οι καταστροφές, οι σφαγές (μουσουλμάνων, ορθόδοξων και εβραίων), το πλιάτσικο και η δημιουργία αποικιακών κρατών στην περιοχή τι σχέση έχουν με τον ωραίο και ρομαντικό σκοπό της απελευθέρωσης των αγίων τόπων; Οι βιαιότητες και οι ωμότητες ήταν τέτοιας έκτασης, ώστε ο φόβος και το μίσος, που προκάλεσαν στους Άραβες και στους άλλους μουσουλμανικούς λαούς της περιοχής, να διατηρείται μέχρι τις μέρες μας (π.χ. η εισβολή στο Ιράκ αποκλήθηκε από πολλούς Άραβες νέα σταυροφορία). Άλλωστε οι σταυροφορίες είναι η απαρχή των συγκρούσεων του χριστιανικού με το μουσουλμανικό κόσμο. Ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς παρουσιάζουν οι Άραβες, αυτοί που ζούσαν εκεί και κατακτήθηκαν από τους σταυροφόρους, τους φράγγους εισβολείς, βάρβαρους κανίβαλους, τις εκστρατείες αυτές και που οι απόψεις τους δε συμπίπτουν καθόλου με αυτές των Δυτικών.
Η 1η σταυροφορία ή αλλιώς φράγγικη
εισβολή, (με την οποία θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο) ξεκίνησε τυπικά
με τη Σύνοδο του Κλερμόν το Νοέμβριο του 1095. Νωρίτερα (την άνοιξη του 1095) ο
αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Αλέξιος Α΄ Κομνηνός είχε ζητήσει βοήθεια από τον
Πάπα, γιατί οι Σελτζούκοι Τούρκοι, με τη νίκη τους στο Μάτζικερτ το 1071, είχαν
κατακτήσει τη Μ. Ασία. Ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κήρυξε τον ιερό πόλεμο της
Χριστιανοσύνης κατά των απίστων, για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων,
υποσχόμενος σε όσους θα συμμετείχαν στην εκστρατεία ευλογία της Εκκλησίας, άφεση
αμαρτιών, αναστολή των χρεών τους και προστασία της περιουσίας τους κατά το
διάστημα της απουσίας τους.
Όσοι πήγαιναν θα έραβαν ένα κόκκινο σταυρό στο ένδυμά τους. Η ανταπόκριση ήταν τεράστια, γι’ αυτό δίπλα από τους ιππότες –πολεμιστές υπήρχε πλήθος απλών, μάλλον ανεπιθύμητων, ανθρώπων. Μετείχαν κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί και όχι Άγγλοι, γιατί είχαν υποστεί τη Νορμανδική κατάκτηση το 1066, ούτε Ισπανοί, γιατί είχαν προβλήματα με τις αραβικές επιδρομές από την Αφρική, αλλά ούτε και Γερμανοί, γιατί είχαν εμφύλιες συγκρούσεις.
Οι Άραβες ιστορικοί και χρονικογράφοι μιλούν για «φράγκικο πόλεμο» ή «φράγκικες εισβολές». Ανάλογα με τις περιοχές, τους συγγραφείς και τις περιόδους, τους Δυτικούς και κυρίως τους Φράγκους οι Άραβες τους αναφέρουν με διαφορετικές λέξεις: Φαράνζ, Φαρανζάτ, Ινφράνζ, Ιφρανζάτ, Φρανζ. Οι σταυροφόροι εκμεταλλεύτηκαν το διχασμό που επικρατεί στους κόλπους του Ισλάμ, σχεδόν με την εμφάνιση της νέας θρησκείας, μεταξύ σουνιτών (Χαλιφάτο της Βαγδάτης) και σιϊτών (Φατιμίδες της Αιγύπτου). Ο Άραβας χρονικογράφος γράφει:
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, επειδή φοβήθηκε για την ασφάλεια της Πόλης, αφού οι Φράγκοι λεηλατούσαν τη γύρω περιοχή, τους πέρασε όλους στην Ασία και τους εγκατέστησε στην Κιβωτό, στη νότια ακτή του κόλπου της Νικομήδειας (το σημερινό Ισνίκ). Νωρίτερα ο Αλέξιος υπέγραψε συμφωνία με τους σταυροφόρους ότι, όποια εδάφη της αυτοκρατορίας τα πάρουν από τους άπιστους, θα τα επιστρέψουν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Όσοι πήγαιναν θα έραβαν κόκκινο σταυρό: Ο Κιλίζ Αρσλάν έμαθε από τους Τούρκους μισθοφόρους του βυζαντινού στρατού ότι έφτασαν χιλιάδες Δυτικοί στη Μ. Ασία. Ακούει παντού τους Φράγκους να κραυγάζουν ότι ήρθαν να εξολοθρεύσουν τους μουσουλμάνους, αν και βλέπει ότι καταστρέφουν και κλέβουν ακόμη και χριστιανικές εκκλησίες, αρπάζουν τις αποθηκευμένες σοδειές από τα ελληνικά χωριά και σφάζουν αλύπητα τους χωρικούς, που προσπαθούν να αντισταθούν. Ακόμη και παιδιά μικρής ηλικίας κάηκαν ζωντανά.
Το 1096 καταφέρνει ο σελτζούκος σουλτάνος μία νίκη επί των σταυροφόρων, αλλά τον επόμενο χρόνο νέες ομάδες Φράγκων καταφθάνουν στη Μ. Ασία. Αυτοί εκμεταλλεύονται την απουσία του Κιλίζ Αρσλάν από τη Νίκαια και πολιορκούν την πόλη. Ο σελτζούκος σουλτάνος δεν προλαβαίνει και οι σταυροφόροι μπαίνουν στη Νίκαια, μια πόλη με περισσότερες βυζαντινές εκκλησίες παρά τζαμιά και την πλειονότητα των κατοίκων ελληνική. Οι Φράγκοι τη λεηλατούν, κατακρεουργούν τους άντρες και βιάζουν τις γυναίκες. Μετά από συνεννόηση Σελτζούκων Τούρκων και Βυζαντινών τη νύχτα της 18ης προς τη 19ηΙουνίου 1097 οι Βυζαντινοί με Τούρκους, ως επί το πλείστον στρατιώτες, παίρνουν την Πόλη από τους Φράγκους.
Οι σταυροφόροι αφήνουν τη Νίκαια και κατεβαίνουν νότια. Στο Δορύλαιο (το σημερινό Εσκί Σεχίρ) νικούν τους Σελτζούκους, πράγμα που σηματοδοτεί την κυριαρχία των Φράγκων στη Μέση Ανατολή για 2 αιώνες. Ο Ιμπν αλ-Καλανίσιμ, χρονικογράφος της Δαμασκού, αναφέρει μεταξύ άλλων για τη μάχη του Δορυλαίου: «Οι Φράγκοι κατέσφαξαν τον τούρκικο στρατό. Σκότωσαν, λεηλάτησαν και έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους που τους πούλησαν για σκλάβους. Όλοι πανικοβλήθηκαν, ο τρόμος και η αγωνία πήραν μεγάλες διαστάσεις».
Στις 21 Οκτωβρίου 1097 οι σταυροφόροι φτάνουν στην Αντιόχεια, μια πόλη που μπορεί να έχασε την παλιά της αίγλη, αλλά παρέμενε μια εντυπωσιακή πόλη, με 40.000 κατοίκους, περίμετρο φρουρίου 12.000 μέτρα και 360 πυργίσκους. Διοικητής της πόλης ήταν ο Γιαγκί Σιγιάν, ο οποίος διώχνει τους «νασσαρά» (οπαδοί του Ναζωραίου-έτσι αποκαλούσαν οι Άραβες τους χριστιανούς) από την πόλη και ετοίμασε την πόλη για μακροχρόνια πολιορκία.
Ο Ίμπν αλ-Αθίρ αναφέρει ότι κάποια στιγμή έγινε συμφωνία μεταξύ των Φράγκων και ενός «καταραμένου κατασκευαστή πανοπλιών», του Φιρούζ. Ο Φιρούζ ήταν κατασκευαστής πανοπλιών και υπεύθυνος για την υπεράσπιση των τειχών. Σύμφωνα με τον Άραβα χρονικογράφο ήταν Αρμένιος μουσουλμάνος, που κάποια στιγμή κατηγορήθηκε για μαύρη αγορά και πλήρωσε πρόστιμο. Στόχος των σταυροφόρων ήταν τα Ιεροσόλυμα, η τρίτη ιερή πόλη των μουσουλμάνων, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα, γιατί σ’ αυτή την πόλη ο Θεός οδήγησε τον Προφήτη Μωάμεθ, για να συναντήσει τον Μωυσή και τον Ιησού.
Ζητώντας να εκδικηθεί, ο Φιρούζ ήρθε σε επαφή με τους Φράγκους πολιορκητές, τους οδηγεί στη νότια πύλη της Αντιόχειας. Οι Φράγκοι εισέβαλλαν στην πόλη στις 3 Ιουνίου 1098, ο Γιαγκί Σιγιάν την εγκατάλειψε και οι κάτοικοι παραδίδονται στο αίμα και τη φωτιά.
Το πιο τερατώδες όμως συνέβη στην πόλη Μάαρα στα νοτιοανατολικά της Αντιόχειας. Πριν έρθουν οι Φράγκοι, οι κάτοικοι ζούσαν ήρεμη ζωή υπό την εποπτεία του Ρεντβάν, ο οποίος βασίλευε στο Χαλέπι. Το καμάρι της Μάαρα ήταν το γεγονός ότι ήταν γενέτειρα του Αμπούν-Αλά αλ-Μααρί, από τις μεγαλύτερες μορφές της αραβικής λογοτεχνίας. Ο τυφλός αυτός ποιητής είχε το θάρρος να γράψει ότι:
Ο Φράγκος χρονικογράφος Ραούλ ντε Καέν επιβεβαιώνει ότι « … στη Μάαρα οι δικοί μας έβραζαν σε χύτρες τους ανθρώπους και καταβρόχθιζαν τα παιδιά ψημένα στη σούβλα». Ο Άραβας χρονικογράφος Ουσάμα Ιμπν-Μουνκίντθα γράψει: «όσοι άκουγαν για τους Φράγκους, όταν τους γνώρισαν, είδαν ότι αυτοί δε διαφέρουν από τα ζώα που έχουν το πλεονέκτημα του θάρρους και της θέρμης στον πόλεμο, αλλά τίποτε άλλο, όπως δηλαδή τα ζώα που έχουν μόνο την υπεροχή της δύναμης και της επιθετικότητας». Φόβο και περιφρόνηση προκάλεσαν λοιπόν οι Φράγκοι στο αραβικό κράτος της Συρίας, που ήταν ανώτερο σε πολιτισμό από τους Δυτικοευρωπαίους.
Είναι άδικη η παρουσίαση των Φράγκων ως «ανθρωποφάγων;» Όχι, επιβεβαιώνουν οι ίδιοι οι σταυροφόροι τα γεγονότα σε μια επιστολή που έστειλαν στον Πάπα τον επόμενο χρόνο: «ένας φοβερός λιμός έπληξε τη στρατιά της Μάαρα, που την εξανάγκασε στη σκληρή πράξη, να τραφεί με τα σώματα των Σαρακηνών». Όμως έγιναν και πράξεις από τους Φράγκους, που δεν δικαιολογούνται από την πείνα π.χ. οι Ταφούρ (ομάδες φανατικών Φράγκων) ξεχύνονταν στις κοιλάδες φωνάζοντας ότι θέλουν να τραγανίσουν κρέας σαρακηνό και το βράδυ μαζεύονταν γύρω από φωτιά για να καταβροχθίσουν τα θύματά τους.
Ο Φράγκος χρονικογράφος Αλμπέρ ντ’ Άιξ έγραψε μεταξύ άλλων ότι: «οι δικοί μας όχι μόνο δεν ένιωθαν απέχθεια να τρώνε Σαρακηνούς, αλλά έτρωγαν ακόμα και σκύλους». Στις 13 Ιανουαρίου 1099 το μαρτύριο της πόλης Μάαρα τελείωσε, όταν οι Φράγκοι γκρέμισαν το τείχος και έβαλαν φωτιά σε κάθε σπίτι.
Στόχος των σταυροφόρων, όμως, ήταν τα Ιεροσόλυμα, η τρίτη ιερή πόλη των μουσουλμάνων, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα, γιατί σ’ αυτή την πόλη ο Θεός οδήγησε τον Προφήτη Μωάμεθ, για να συναντήσει τον Μωυσή και τον Ιησού. Την Παρασκευή 5 Ιουλίου 1099 οι Φράγκοι κατέλαβαν την ιερή πόλη μετά από πολιορκία 40 ημερών. Περιγραφές αναφέρουν ξανθούς πολεμιστές με πανοπλίες να ξεχύνονται στους δρόμους με γυμνά σπαθιά αποκεφαλίζοντας άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι επιζώντες μετέφεραν τα πτώματα στα χωράφια και τα έκαψαν και μετά εκτελούνταν ή πωλούνταν για σκλάβοι.
Η τύχη τωνΕβραίων ήταν επίσης αποτρόπαιη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην κύρια συναγωγή, για να σωθούν, ενώ οι Φράγκοι απέκλεισαν όλες τις εξόδους της εβραϊκής συνοικίας στα βόρεια της πόλης. Στοίβαξαν ξύλα και έβαλαν φωτιά. Όσοι δεν κάηκαν ζωντανοί σκοτώνονταν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν.
Και οι Χριστιανοί δε γλύτωσαν. Συνέλαβαν τους Χριστιανούς ιερείς των ανατολικών χριστιανικών δογμάτων από τον Πανάγιο Τάφο και τους υπέβαλλαν σε βασανιστήρια μέχρι να καταφέρουν να μάθουν το μέρος και να αρπάξουν με τη βία το πολυτιμότερο κειμήλιο της ιερής πόλης, τον Τίμιο Σταυρό. Ο Άραβας χρονικογράφος Ιμπν αλ-Αθίρ σημειώνει: «οι Φράγκοι τήρησαν το λόγο τους και άφησαν τον Αιγύπτιο στρατηγό και τους άνδρες του να φύγουν νύχτα προς το λιμάνι της Ασκαλόν, όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο λαός της ιερής πόλης πέρασε από την κόψη του σπαθιού. Οι Φράγκοι έσφαζαν τους μουσουλμάνους επί μια βδομάδα. Στο τέμενος αλ-Ακσά σκότωσαν περισσότερους από 70.000 ανθρώπους». Και ο Ιμπν αλ-Καλανίσι αναφέρει ότι «γκρέμισαν όλα τα ιερά μνημεία και τον τάφο του Αβραάμ, ας αναπαύεται εν ειρήνη».
Οι Φράγκοι δεν είχαν τη μεγαλοψυχία, που είχαν δείξει οι Άραβες, όταν το 638 κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα από τους Έλληνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε ο Ομάρ έκανε την είσοδο στην πόλη πάνω σε άσπρη καμήλα και τον προϋπάντησε ο Πατριάρχης. Ο Χαλίφης σεβάστηκε τη ζωή και τα αγαθά όλων των κατοίκων και μάλιστα ζήτησε από τον Πατριάρχη ένα μέρος για να στρώσει το χαλί του και να προσευχηθεί. Αντίθετα οι Δυτικοί γιόρτασαν το θρίαμβό τους με έναν απερίγραπτο σφαγιασμό, καταστροφή και λεηλασία της Ιερής Πόλης.
Κάθε φορά που θυμόμαστε τη λέξη σταυροφορία μας έρχονται στο νου διηγήσεις χριστιανών σταυροφόρων, ιστορικών και περιηγητών, σύμφωνα με τους οποίους οι εκστρατείες αυτές είχαν σαν σκοπό να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ από τους άπιστους, έτσι ώστε οι χριστιανοί ελεύθερα να πηγαίνουν να προσκυνούν τους άγιους τόπους. Γι’ αυτό άλλωστε η λέξη «σταυροφορία» στο χριστιανικό λεξιλόγιο δηλώνει κάτι το θετικό, το συνασπισμό των ανθρώπων για καλό σκοπό.
Όμως οι καταστροφές, οι σφαγές (μουσουλμάνων, ορθόδοξων και εβραίων), το πλιάτσικο και η δημιουργία αποικιακών κρατών στην περιοχή τι σχέση έχουν με τον ωραίο και ρομαντικό σκοπό της απελευθέρωσης των αγίων τόπων; Οι βιαιότητες και οι ωμότητες ήταν τέτοιας έκτασης, ώστε ο φόβος και το μίσος, που προκάλεσαν στους Άραβες και στους άλλους μουσουλμανικούς λαούς της περιοχής, να διατηρείται μέχρι τις μέρες μας (π.χ. η εισβολή στο Ιράκ αποκλήθηκε από πολλούς Άραβες νέα σταυροφορία). Άλλωστε οι σταυροφορίες είναι η απαρχή των συγκρούσεων του χριστιανικού με το μουσουλμανικό κόσμο. Ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς παρουσιάζουν οι Άραβες, αυτοί που ζούσαν εκεί και κατακτήθηκαν από τους σταυροφόρους, τους φράγγους εισβολείς, βάρβαρους κανίβαλους, τις εκστρατείες αυτές και που οι απόψεις τους δε συμπίπτουν καθόλου με αυτές των Δυτικών.
Όσοι πήγαιναν θα έραβαν ένα κόκκινο σταυρό στο ένδυμά τους. Η ανταπόκριση ήταν τεράστια, γι’ αυτό δίπλα από τους ιππότες –πολεμιστές υπήρχε πλήθος απλών, μάλλον ανεπιθύμητων, ανθρώπων. Μετείχαν κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί και όχι Άγγλοι, γιατί είχαν υποστεί τη Νορμανδική κατάκτηση το 1066, ούτε Ισπανοί, γιατί είχαν προβλήματα με τις αραβικές επιδρομές από την Αφρική, αλλά ούτε και Γερμανοί, γιατί είχαν εμφύλιες συγκρούσεις.
Οι Άραβες ιστορικοί και χρονικογράφοι μιλούν για «φράγκικο πόλεμο» ή «φράγκικες εισβολές». Ανάλογα με τις περιοχές, τους συγγραφείς και τις περιόδους, τους Δυτικούς και κυρίως τους Φράγκους οι Άραβες τους αναφέρουν με διαφορετικές λέξεις: Φαράνζ, Φαρανζάτ, Ινφράνζ, Ιφρανζάτ, Φρανζ. Οι σταυροφόροι εκμεταλλεύτηκαν το διχασμό που επικρατεί στους κόλπους του Ισλάμ, σχεδόν με την εμφάνιση της νέας θρησκείας, μεταξύ σουνιτών (Χαλιφάτο της Βαγδάτης) και σιϊτών (Φατιμίδες της Αιγύπτου). Ο Άραβας χρονικογράφος γράφει:
Ο πρώτος που δέχτηκε την επίθεση των σταυροφόρων ήταν ο Κιλίζ Αρσλάν, Σουλτάνος του Ρουμ (Σουλτανάτο της Νίκαιας). Διοικούσε μια μεγάλη περιοχή της Μ. Ασίας με πρωτεύουσα τη Νίκαια, μόλις τρεις μέρες δρόμο από την Κωνσταντινούπολη! Οι πρώτοι σταυροφόροι έφτασαν στην Πόλη με τον Πέτρο τον Ερημίτη.«μερικοί λένε, πως όταν οι άρχοντες της Αιγύπτου είδαν την εξάπλωση των Σελτζούκων, φοβήθηκαν και ζήτησαν από τους Φράγκους να βαδίσουν εναντίον της Συρίας και να δημιουργήσουν ένα φράγμα μεταξύ αυτών και των μουσουλμάνων. Μόνο ο Θεός ξέρει την αλήθεια».
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, επειδή φοβήθηκε για την ασφάλεια της Πόλης, αφού οι Φράγκοι λεηλατούσαν τη γύρω περιοχή, τους πέρασε όλους στην Ασία και τους εγκατέστησε στην Κιβωτό, στη νότια ακτή του κόλπου της Νικομήδειας (το σημερινό Ισνίκ). Νωρίτερα ο Αλέξιος υπέγραψε συμφωνία με τους σταυροφόρους ότι, όποια εδάφη της αυτοκρατορίας τα πάρουν από τους άπιστους, θα τα επιστρέψουν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Όσοι πήγαιναν θα έραβαν κόκκινο σταυρό: Ο Κιλίζ Αρσλάν έμαθε από τους Τούρκους μισθοφόρους του βυζαντινού στρατού ότι έφτασαν χιλιάδες Δυτικοί στη Μ. Ασία. Ακούει παντού τους Φράγκους να κραυγάζουν ότι ήρθαν να εξολοθρεύσουν τους μουσουλμάνους, αν και βλέπει ότι καταστρέφουν και κλέβουν ακόμη και χριστιανικές εκκλησίες, αρπάζουν τις αποθηκευμένες σοδειές από τα ελληνικά χωριά και σφάζουν αλύπητα τους χωρικούς, που προσπαθούν να αντισταθούν. Ακόμη και παιδιά μικρής ηλικίας κάηκαν ζωντανά.
Το 1096 καταφέρνει ο σελτζούκος σουλτάνος μία νίκη επί των σταυροφόρων, αλλά τον επόμενο χρόνο νέες ομάδες Φράγκων καταφθάνουν στη Μ. Ασία. Αυτοί εκμεταλλεύονται την απουσία του Κιλίζ Αρσλάν από τη Νίκαια και πολιορκούν την πόλη. Ο σελτζούκος σουλτάνος δεν προλαβαίνει και οι σταυροφόροι μπαίνουν στη Νίκαια, μια πόλη με περισσότερες βυζαντινές εκκλησίες παρά τζαμιά και την πλειονότητα των κατοίκων ελληνική. Οι Φράγκοι τη λεηλατούν, κατακρεουργούν τους άντρες και βιάζουν τις γυναίκες. Μετά από συνεννόηση Σελτζούκων Τούρκων και Βυζαντινών τη νύχτα της 18ης προς τη 19ηΙουνίου 1097 οι Βυζαντινοί με Τούρκους, ως επί το πλείστον στρατιώτες, παίρνουν την Πόλη από τους Φράγκους.
Οι σταυροφόροι αφήνουν τη Νίκαια και κατεβαίνουν νότια. Στο Δορύλαιο (το σημερινό Εσκί Σεχίρ) νικούν τους Σελτζούκους, πράγμα που σηματοδοτεί την κυριαρχία των Φράγκων στη Μέση Ανατολή για 2 αιώνες. Ο Ιμπν αλ-Καλανίσιμ, χρονικογράφος της Δαμασκού, αναφέρει μεταξύ άλλων για τη μάχη του Δορυλαίου: «Οι Φράγκοι κατέσφαξαν τον τούρκικο στρατό. Σκότωσαν, λεηλάτησαν και έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους που τους πούλησαν για σκλάβους. Όλοι πανικοβλήθηκαν, ο τρόμος και η αγωνία πήραν μεγάλες διαστάσεις».
Στις 21 Οκτωβρίου 1097 οι σταυροφόροι φτάνουν στην Αντιόχεια, μια πόλη που μπορεί να έχασε την παλιά της αίγλη, αλλά παρέμενε μια εντυπωσιακή πόλη, με 40.000 κατοίκους, περίμετρο φρουρίου 12.000 μέτρα και 360 πυργίσκους. Διοικητής της πόλης ήταν ο Γιαγκί Σιγιάν, ο οποίος διώχνει τους «νασσαρά» (οπαδοί του Ναζωραίου-έτσι αποκαλούσαν οι Άραβες τους χριστιανούς) από την πόλη και ετοίμασε την πόλη για μακροχρόνια πολιορκία.
Ο Ίμπν αλ-Αθίρ αναφέρει ότι κάποια στιγμή έγινε συμφωνία μεταξύ των Φράγκων και ενός «καταραμένου κατασκευαστή πανοπλιών», του Φιρούζ. Ο Φιρούζ ήταν κατασκευαστής πανοπλιών και υπεύθυνος για την υπεράσπιση των τειχών. Σύμφωνα με τον Άραβα χρονικογράφο ήταν Αρμένιος μουσουλμάνος, που κάποια στιγμή κατηγορήθηκε για μαύρη αγορά και πλήρωσε πρόστιμο. Στόχος των σταυροφόρων ήταν τα Ιεροσόλυμα, η τρίτη ιερή πόλη των μουσουλμάνων, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα, γιατί σ’ αυτή την πόλη ο Θεός οδήγησε τον Προφήτη Μωάμεθ, για να συναντήσει τον Μωυσή και τον Ιησού.
Ζητώντας να εκδικηθεί, ο Φιρούζ ήρθε σε επαφή με τους Φράγκους πολιορκητές, τους οδηγεί στη νότια πύλη της Αντιόχειας. Οι Φράγκοι εισέβαλλαν στην πόλη στις 3 Ιουνίου 1098, ο Γιαγκί Σιγιάν την εγκατάλειψε και οι κάτοικοι παραδίδονται στο αίμα και τη φωτιά.
Το πιο τερατώδες όμως συνέβη στην πόλη Μάαρα στα νοτιοανατολικά της Αντιόχειας. Πριν έρθουν οι Φράγκοι, οι κάτοικοι ζούσαν ήρεμη ζωή υπό την εποπτεία του Ρεντβάν, ο οποίος βασίλευε στο Χαλέπι. Το καμάρι της Μάαρα ήταν το γεγονός ότι ήταν γενέτειρα του Αμπούν-Αλά αλ-Μααρί, από τις μεγαλύτερες μορφές της αραβικής λογοτεχνίας. Ο τυφλός αυτός ποιητής είχε το θάρρος να γράψει ότι:
Οι κάτοικοι της Μάαρα ήρθαν σε επαφή με τον Μποεμόν, τον Φράγκο άρχοντα της Αντιόχειας και αυτός τους υποσχέθηκε να χαρίσει τη ζωή στους κατοίκους, αν φύγουν από τα κτίρια και σταματήσουν τον πόλεμο. Στις 11 Δεκεμβρίου 1098 οι Φράγκοι μπαίνουν στην πόλη και δεν τηρούν την υπόσχεσή τους. Ο Ιμπν αλ-Αθίρ αναφέρει ότι «επί 3 μέρες πέρασαν τον κόσμο από την κόψη του σπαθιού, σκοτώνοντας περισσότερους από 100.000 ανθρώπους και αιχμαλωτίζοντας πολλούς». Μπορεί ο Άραβας χρονικογράφος να υπερβάλλει στον αριθμό, αφού η πόλη δεν είχε πάνω από 10.000 κατοίκους, αλλά η φρίκη που ακολουθεί άφησε ανεξίτηλη στη μνήμη των Αράβων την εικόνα των Φράγκων.«οι κάτοικοι της γης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που έχουν μυαλό και δεν έχουν θρησκεία, και σ’ αυτούς που έχουν θρησκεία, αλλά δεν έχουν μυαλό».
Ο Φράγκος χρονικογράφος Ραούλ ντε Καέν επιβεβαιώνει ότι « … στη Μάαρα οι δικοί μας έβραζαν σε χύτρες τους ανθρώπους και καταβρόχθιζαν τα παιδιά ψημένα στη σούβλα». Ο Άραβας χρονικογράφος Ουσάμα Ιμπν-Μουνκίντθα γράψει: «όσοι άκουγαν για τους Φράγκους, όταν τους γνώρισαν, είδαν ότι αυτοί δε διαφέρουν από τα ζώα που έχουν το πλεονέκτημα του θάρρους και της θέρμης στον πόλεμο, αλλά τίποτε άλλο, όπως δηλαδή τα ζώα που έχουν μόνο την υπεροχή της δύναμης και της επιθετικότητας». Φόβο και περιφρόνηση προκάλεσαν λοιπόν οι Φράγκοι στο αραβικό κράτος της Συρίας, που ήταν ανώτερο σε πολιτισμό από τους Δυτικοευρωπαίους.
Είναι άδικη η παρουσίαση των Φράγκων ως «ανθρωποφάγων;» Όχι, επιβεβαιώνουν οι ίδιοι οι σταυροφόροι τα γεγονότα σε μια επιστολή που έστειλαν στον Πάπα τον επόμενο χρόνο: «ένας φοβερός λιμός έπληξε τη στρατιά της Μάαρα, που την εξανάγκασε στη σκληρή πράξη, να τραφεί με τα σώματα των Σαρακηνών». Όμως έγιναν και πράξεις από τους Φράγκους, που δεν δικαιολογούνται από την πείνα π.χ. οι Ταφούρ (ομάδες φανατικών Φράγκων) ξεχύνονταν στις κοιλάδες φωνάζοντας ότι θέλουν να τραγανίσουν κρέας σαρακηνό και το βράδυ μαζεύονταν γύρω από φωτιά για να καταβροχθίσουν τα θύματά τους.
Ο Φράγκος χρονικογράφος Αλμπέρ ντ’ Άιξ έγραψε μεταξύ άλλων ότι: «οι δικοί μας όχι μόνο δεν ένιωθαν απέχθεια να τρώνε Σαρακηνούς, αλλά έτρωγαν ακόμα και σκύλους». Στις 13 Ιανουαρίου 1099 το μαρτύριο της πόλης Μάαρα τελείωσε, όταν οι Φράγκοι γκρέμισαν το τείχος και έβαλαν φωτιά σε κάθε σπίτι.
Στόχος των σταυροφόρων, όμως, ήταν τα Ιεροσόλυμα, η τρίτη ιερή πόλη των μουσουλμάνων, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα, γιατί σ’ αυτή την πόλη ο Θεός οδήγησε τον Προφήτη Μωάμεθ, για να συναντήσει τον Μωυσή και τον Ιησού. Την Παρασκευή 5 Ιουλίου 1099 οι Φράγκοι κατέλαβαν την ιερή πόλη μετά από πολιορκία 40 ημερών. Περιγραφές αναφέρουν ξανθούς πολεμιστές με πανοπλίες να ξεχύνονται στους δρόμους με γυμνά σπαθιά αποκεφαλίζοντας άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι επιζώντες μετέφεραν τα πτώματα στα χωράφια και τα έκαψαν και μετά εκτελούνταν ή πωλούνταν για σκλάβοι.
Η τύχη τωνΕβραίων ήταν επίσης αποτρόπαιη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην κύρια συναγωγή, για να σωθούν, ενώ οι Φράγκοι απέκλεισαν όλες τις εξόδους της εβραϊκής συνοικίας στα βόρεια της πόλης. Στοίβαξαν ξύλα και έβαλαν φωτιά. Όσοι δεν κάηκαν ζωντανοί σκοτώνονταν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν.
Και οι Χριστιανοί δε γλύτωσαν. Συνέλαβαν τους Χριστιανούς ιερείς των ανατολικών χριστιανικών δογμάτων από τον Πανάγιο Τάφο και τους υπέβαλλαν σε βασανιστήρια μέχρι να καταφέρουν να μάθουν το μέρος και να αρπάξουν με τη βία το πολυτιμότερο κειμήλιο της ιερής πόλης, τον Τίμιο Σταυρό. Ο Άραβας χρονικογράφος Ιμπν αλ-Αθίρ σημειώνει: «οι Φράγκοι τήρησαν το λόγο τους και άφησαν τον Αιγύπτιο στρατηγό και τους άνδρες του να φύγουν νύχτα προς το λιμάνι της Ασκαλόν, όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο λαός της ιερής πόλης πέρασε από την κόψη του σπαθιού. Οι Φράγκοι έσφαζαν τους μουσουλμάνους επί μια βδομάδα. Στο τέμενος αλ-Ακσά σκότωσαν περισσότερους από 70.000 ανθρώπους». Και ο Ιμπν αλ-Καλανίσι αναφέρει ότι «γκρέμισαν όλα τα ιερά μνημεία και τον τάφο του Αβραάμ, ας αναπαύεται εν ειρήνη».
Οι Φράγκοι δεν είχαν τη μεγαλοψυχία, που είχαν δείξει οι Άραβες, όταν το 638 κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα από τους Έλληνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε ο Ομάρ έκανε την είσοδο στην πόλη πάνω σε άσπρη καμήλα και τον προϋπάντησε ο Πατριάρχης. Ο Χαλίφης σεβάστηκε τη ζωή και τα αγαθά όλων των κατοίκων και μάλιστα ζήτησε από τον Πατριάρχη ένα μέρος για να στρώσει το χαλί του και να προσευχηθεί. Αντίθετα οι Δυτικοί γιόρτασαν το θρίαμβό τους με έναν απερίγραπτο σφαγιασμό, καταστροφή και λεηλασία της Ιερής Πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου