Μου λες να σ’ αγαπώ μα πριν παλέψω να βρω το πώς, πες μου εμένα ποιος με δίδαξε τον τρόπο να αγαπάω τον δικό μου τον εαυτό πρώτα;
Ποιός με άφησε να νιώσω όμορφα με όλα εκείνα που μου αρέσουν; Να με δω, να με μάθω, να με αποδεχθώ; Ποιος μου έδειξε την αγάπη του στις αόριστες εμμονές μου; Ποιος άφησε μέσα στα περιθώρια τα ‘θέλω’ μου; Ποιος με κανάκεψε για τα λάθη μου; Ποιός τα κοίταξε με συμπάθεια; Ποιος μάζεψε το δάκτυλο από το πρόσωπό μου όταν είχε το δικαίωμα να το απλώσει; Ποιος; Ποιός μου χάρισε το δικαίωμα, όταν του ανήκε;
Και στο τέλος, άνθρωπε, ποιος σου είπε πως σε αγαπάω λιγότερο από όσο αγαπάω εμένα; Τι μου λες; Δεν σου αρέσει η αγάπη μου; Τότε πριν μου τη ζητήσεις θα έπρεπε πρώτα να αναρωτηθείς τον τρόπο που αγαπιέμαι.
Μην αγωνιάς, μην θλίβεσαι για εμένα, και μην τρομάζεις ύπουλα πως τάχα με νοιάζεσαι, ετούτο που βλέπεις στα μάτια μου δεν είναι μίσος ούτε οτιδήποτε άλλο.., αγάπη είναι. Μην ταράζεσαι. Αγάπη μιας ιδιαίτερης μορφής. Αυτήν έχω και αυτή σου δίνω. Ετούτο δεν παρακάλεσες; Αν δεν σου αρέσει μάθε με τον τρόπο. Δείξε μου την δική σου αγάπη, τον δικό σου έρωτα, τον προσωπικό σου τρόπο να δίνεις. Μετά απαιτείς. Φίλα μου το δάκτυλο που σε δείχνει γιατί εγώ δεν είμαι τέλειος. Είμαι γεμάτος ειλικρινείς κακίες και οι κακίες που φανερώνονται μοιάζουν λιγότερο επικίνδυνες από τις αλήθειες που κρύβονται. Τι λες, συμφωνείς; Αποδέξου με πρώτα, εμπράκτως για να με πείσεις.
Δύσκολο ε; Δεν σε κατηγορώ. Κι εγώ σαν και εσένα είμαι, μονάχα που εγώ το λέω. Δεν ντρέπομαι. Είμαι κακός και αγαπάω τα λάθη σου γιατι είναι και δικά μου. Πλάκα δεν έχει; Άλλοι άνθρωποι, όμοια λάθη. Να μια άλλη θεώρηση. Άκου τι σκέφθηκα τώρα... Να αφήσουμε όλοι τα λάθη μας στο τραπέζι .
Τρελή ιδέα! Το κάνω πρώτος. Να, η λύπη μου στη χαρά σου. Χαχαχα… Το ‘ξερες; Το ‘ξερες, γιατί ήταν όμοια με την δική σου λύπη στην δική μου χαρά. Ωραίοι δεν είμαστε εντελώς γδυτοί; Δεν το αντέχεις; Μα ακόμα δεν αρχίσαμε... Καλά εντάξει. Δεν πειράζει ένα πείραμα κάναμε, μία προσπάθεια.
Όλοι χαζεύουμε την όμοια θέα και παρακαλάμε τις ίδιες χαρές, τις ίδιες απολαύσεις, τις εξαίσιες αποδοχές με το χέρι απλωτό και την καρδιά σφραγισμένη… Εμείς φταίμε που η εποχή γουστάρει τις καβάτζες; Τα άλλοθι; Τα μίση το ίδιο και τα πάθη, τις κακίες, την γυναίκα του γείτονα ή τον άντρα της γειτόνισσας. Δεν βαριέσαι…
Όμως, να που συμφωνούμε πως όλοι χορεύουμε ταγκό με τους φόβους και τις κρυφές μας χαρές που σαλιώνουν λάγνες ηδονές στα μυαλά και στα βρακάκια μας μέσα. Μας βλέπεις άριστε; Δες πως αγκαλιαζόμαστε και πώς υποκρινόμαστε τους αδιάφορους! Τον βλέπεις τον εχθρό; Όχι;
Σαν δεν τον βλέπεις στον δείχνω, στέκει στην αγκαλιά σου μέσα, σφιχτά προφυλαγμένος από κάθε γιατρειά. Και να σου πω και κάτι; Κανείς μας δεν πρόλαβε να χαρεί το αμάρτημα των προπατόρων. Την δίκαιη απάτη. Ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα. Κορόιδα πιαστήκαμε.
Καταραμένοι απάνθρωποι νόμοι, καταραμένοι φραγμοί, καταραμένη βαλτή συνείδηση. Και τι είναι λευτεριά; Να μην ντρέπομαι είναι. Να μην νιώθω ένοχος είναι. Να μην σε πειράζω με τις πράξεις μου, με τις χαρές μου με τις ανάγκες μου, είναι. Την αντέχεις την λευτεριά μου; Θα αντέξεις και την αγάπη μου.
Πολεμήσαμε γυρεύοντας την ήττα. Αποδεχθήκαμε ως σωτήριο τον θάνατο του εαυτού μας και πιστέψαμε σε κάτι μακρινό που προσφέρθηκε με την μορφή του τυριού στην φάκα. Και ο αφέντης ήταν ο πιο πονεμένος. Ο περισσότερο κακός.
Μα φυσικά. Δεν ήξερες ότι εκείνος που ‘’πονάει’’ δεν δείχνει οίκτο; Δεν σου πέρασε από το μυαλό ότι έρχεται σαν επακόλουθο -η απονιά-, της ίδιας του της στέρησης η επιβολή της στους άλλους;
Ε, άνθρωποι... μονάχα στην χαρά προσφέρετε. Περίσσευμα δίνετε, ποτέ υστέρημα. Μονάχα στην σιγουριά της υπεροχής σας γίνεστε ελεήμονες. Μονάχα τότε χαμογελάτε κι εκεί ευελπιστώντας παινέματα. «Μα τι καλός!»
Ο πόλεμος έχει αρχίσει. Εδώ και χρόνια βροντάνε τα κανόνια ήχους βαρείς μα κανείς δεν φαίνεται ικανός να αποδεχθεί, να σηκώσει το γάντι σε ετούτη τη μάχη γιατί έχει πολλά να μοιράσει όχι με ξένους μα με τον εαυτό του τον ίδιο. Τον δυσκολότερο εχθρό του. Τον μεγαλύτερο άγνωστο. Και τον χειρότερο από όλους. Τον χειρότερο δυστυχώς.
Οι φωλιές μας καραδοκούν λερωμένες μέχρι τα μπούνια. Πώς να νικήσει κανείς εκείνο που διαμορφώνει την σκέψη του και γίνεται αιτία της ίδιας του κατάφωρης ύπαρξης;
Ο καθρέφτης ποτέ δεν λάθεψε, η ματιά μας δεν επικέντρωσε. Απέφυγε.
Κοίτα την μούρη σου φίλε και γύρνα να σε ιδώ κι εγώ κομμάτι…
Όχι, μα τον διάβολο τον ίδιο δεν μου αξίζει η αγάπη σου. Με τρομάζει πιότερο και από το χειρότερο μίσος σου. Εκείνο τουλάχιστον είναι πιο αξιοπρεπές απ’ τις σκέψεις σου και πιο ειλικρινές από τα καλά σου τα λόγια. Αυτό δα μου έλειπε να με αγαπάς σαν και τον εαυτό σου. Εάν υπάρχει Θεός!
Κι αν γίνηκα κι εγώ κακός ή το παράδειγμα τα χείλη ολονών σας δείξτε μου τον φταίχτη. Μιλήστε μου για αυτόν ή για τους εαυτούς σας, το ίδιο κάνει.
Στην ίδια πισίνα φέρνουμε βόλτες διαλαλώντας ευχές και παραινέσεις. Νέες σχέσεις, νέες αρχές όμοιοι άνθρωποι συναλλάσουμε τα χνώτα τα φιλιά μας τις ιδέες μας ευελπιστώντας σε κάτι που όλοι γνωρίζουμε πως στέκει μακριά και μας χλευάζει.
Μην ερμηνεύεις την πράξη, δεν ερμηνεύεται. Είναι απόρροια όλων εκείνων που από την γέννα σου έχτιζε η μοίρα με όλους τους άλλους ερήμην σου, στο κορμί και στο μυαλό σου μέσα. Μην μου λες να σε δω με αγάπη. Κοίτα να με κάνεις να αγαπήσω εμένα πρώτα, να νιώσω σίγουρος κι έπειτα ασφαλής ων, να δω τι θα μπορέσω κάνω με σένα…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου