Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Χριστιανισμός και μόρφωση

Ο Αμβρόσιος (Ambrosius, 339-397), επίσκοπος Μεδιολάνου (σήμερα: Μιλάνο), ισχυρός παράγων του εκκλησιαστικού μηχανισμού και άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, κήρυσσε ότι η επιστήμη ήταν ενάντια στο θεό (deus maiestatis) και μόνο τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού περιείχαν την αλήθεια.

Ο βυζαντινολόγος Steven Runciman παραθέτει στο βιβλίο του «Η τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση» οτι: οι Βυζαντινοί λόγιοι δεν πέτυχαν να προσθέσουν κάτι στο σύνολο των γνώσεων της εποχής, δηλαδή αν συνέβαλαν στον παγκόσμιο πολιτισμό, απαντάει ο ίδιος αρνητικα http://sfr.ee.teiath.gr/historia/historia/selida301.htm#2
Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί το χριστιανισμό ως ενοποιητική δύναμη όλων των λαών της αυτοκρατορίας, ο οποίος είχε ήδη μια αξιόλογη διάδοση στις τάξεις των δούλων και άλλων απόκληρων ατόμων εκείνης της εποχής. Ο κύριος στόχος αυτής της επιλογής ήταν πολιτικός, δηλαδή η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας του απέραντου κράτους και γι” αυτό η επιβολή της ενοποιητικής θρησκείας έγινε, όχι δια της διδασκαλίας και της πειθούς, όπως διαδίδεται σήμερα μέσω της σχολικής εκπαίδευσης, αλλά διά πυρός και σιδήρου. Την εποχή του Θεοδόσιου Α” (Flavius Theodosius, 347-395) ίσχυαν πάνω από 100 νόμοι που τιμωρούσαν με αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων, εξορία, κατάσχεση περιουσιών και θάνατο, όσους πολίτες συνέχιζαν να ακολουθούν τις τελετουργίες των εθνικών θρησκειών.
Μια και δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί ενιαία εθνική ταυτότητα στην αυτοκρατορία, επιδιώχθηκε η ομογενοποίηση των πληθυσμών με τη θρησκευτική εξίσωση και μονολιθικότητα. Οι διώξεις, σφαγές και οι καταστροφές έργων τέχνης και πολιτισμού που συνέβησαν τους πρώτους αιώνες επικράτησης του χριστιανισμού, δεν έχουν παρουσιαστεί έκτοτε στην παγκόσμια ιστορία με τέτοια μαζικότητα (Βλ.Ρασσιάς: «Ιστορίες Αγάπης).
Με την πάροδο των δεκαετιών και αιώνων συγκροτεί η χριστιανική Εκκλησία, άλλοτε με την υποστήριξη του κράτους σε πνεύμα «συναλληλίας», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε η στενή συνεργασία των δύο φορέων, και άλλοτε με αξιοποίηση πολιτικών και πολεμικών γεγονότων, ένα επαγγελματικό ιερατείο με κλιμακωτή ιεραρχία, όπως στην ιουδαϊκή θρησκεία, και ένα εκτεταμένο διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος απέκτησε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία (δωρεές, κατασχέσεις, εξαγορές κ.ά.) και πηγές εσόδων με σημαντική ροή χρημάτων. Έτσι, αυτοεπιβαλλόμενη και ως αποκλειστικός διαμεσολαβητής μεταξύ επίγειου και θείου, αναδεικνύεται η Εκκλησία σταδιακά σε φορέα πλούτου και εξουσίας και λειτουργεί ως μηχανισμός πολιτικού, οικονομικού και πνευματικού καταναγκασμού και ελέγχου της ζωής σε Ανατολή και Δύση.
Η βίβλος του Νικήτα, 535 μ.Χ. Τα μηνύματα και οι ενέργειες για υποβάθμιση και περιθωροιοποίηση της γνώσης ήταν από την επιβολή του χριστιανισμού και σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα πάμπολλα. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά μερικά χαρακτηριστικά μόνο:
Ο Αμβρόσιος (Ambrosius, 339-397), επίσκοπος Μεδιολάνου (σήμερα: Μιλάνο), ισχυρός παράγων του εκκλησιαστικού μηχανισμού και άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, κήρυσσε ότι η επιστήμη ήταν ενάντια στο θεό (deus maiestatis) και μόνο τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού περιείχαν την αλήθεια.
Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος επιτίθεται σε «αιρετικούς», λέγοντας ότι «περιφρονώντας τα ιερά κείμενα του Θεού ασχολούνται με τη γεωμετρία. διότι είναι άνθρωποι της γης, μιλούν γήινη γλώσσα και δεν γνωρίζουν Εκείνον ο οποίος έρχεται από τον ουρανό. Με ζήλο μελετούν τη γεωμετρία του Ευκλείδη. Θαυμάζουν τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Μερικοί μάλιστα σχεδόν προσκυνούν τον Γαληνό».
Με νόμο του έτους 385 (Θεοδοσιανός Κώδιξ 9.16.12) καλούνται όλοι οι Μαθηματικοί (Mathematici) της Αυτοκρατορίας, είτε να μεταβούν σε διαρκή εξορία, είτε να παραδεχτούν τις «αμαρτίες» τους και να εκχριστιανιστούν.
Ο εκκλησιαστικός πατέρας Αυγουστίνος (Aurelius Augustinus, 354-430), επίσκοπος Ίππωνος της Λιβύης, επίσης άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, έγραφε ότι οι «μηχανικές τέχνες» δεν ήταν χρήσιμες σε ένα χριστιανό, τα μαθηματικά ήταν «επικίνδυνα» και η ενασχόληση με την ποίηση «αμαρτία».
Στην οικουμενική σύνοδο της Εφέσου το έτος 431, δίνεται το σύνθημα για προβάδισμα της πίστης έναντι της λογικής: «… πίστευε τώ θαύματι καί μή ερεύνα λογισμοίς τό γενόμενον… »
Στον Ιουστιν. Κώδικα, Ι 1.3 και στα Βασιλικά, βιβλίον Α΄, τίτλος Α΄, διάταγμα γ΄ επιτάσσεται το κάψιμο των βιβλίων του Πορφύριου Μάλχου (3ος αιώνας μ.Χ.) και άλλων: «Θεσπίζομεν, πάντα όσα Πορφύριος υπό της εαυτού μανίας ελαυνόμενος ή έτερός τις κατά της των Χριστιανών ευσεβούς θρησκείας συνέγραψε, παρ” οιωδήποτε ευρισκόμενα πυρί παραδίδοσθαι. Πάντα γαρ τα κινούντα τον θεόν εις οργήν συγγράμματα και τας ψυχάς αδικούντα, ουδέ εις ακοάς ανθρώπων ελθείν βουλόμεθα.»
Tο έτος 1082 καταδικάστηκε στην Κων/πολη από τον πατριάρχη Ευστράτιο Γαρίδα ο «ύπατος των φιλοσόφων» Ιωάννης Ιταλός με έντεκα αναθέματα σε υποχρεωτικό μοναστικό εγκλεισμό, με το σκεπτικό ότι ο Ιταλός ήταν: «Ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και διέδιδε: «… μακάβριες διδασκαλίες των Ελλήνων (Πλάτωνα και Νεοπλατωνικών) σε σχέση με την ψυχή, τη μετεμψύχωση, το σώμα, με το οποίο θα αναστηθούν οι άνθρωποι κατά τη δεύτερη παρουσία, τήν άρνηση του εκκλησιαστικού δόγματος ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός…»
Το έτος 1163 απαγορεύει ο πάπας Αλέξανδρος ΙΙΙ σε όλους τους κληρικούς τη μελέτη της Φυσικής.
Ο Θωμάς Ακινάτης (Thommaso d” Aquino, 1225-1275), εκκλησιαστικός φιλόσοφος που αξιοποίησε τα κείμενα του Αριστοτέλη για την καθολική διδασκαλία, δηλώνει ότι «Η αναζήτηση γνώσης είναι αμαρτία, όταν δεν αποβλέπει στην αναζήτηση του θεού.»
Ο βιογράφος του Ιωάννη Ψυχαΐτη χαρακτηρίζει τον Όμηρο «πομφόλυγα» (=φούσκα) και τις επιστήμες της αστρονομίας, γεωμετρίας και αριθμητικής ανυπόστατες (Da Costa-Louillet: «Saints de Constantinople…», Brussels 1954.)
Το έτος 1380 απαγορεύει το αρμόδιο όργανο για την παιδεία στη Γαλλία κάθε ενασχόληση με τη Χημεία, ύστερα από εντολή του πάπα Ιωάννη XXII.
Ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος, γράφει στον κυβερνήτη της Πελοποννήσου πώς να τιμωρεί μέχρι θανάτου τους Ελληνιστάς – προφανώς αυτούς που μελετούσαν τα αρχαιοελληνικά φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κείμενα: «… τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής … ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ.»
Σ΄αυτή την ατμόσφαιρα καταστροφής, συκοφάντησης και υποβάθμισης του πολιτισμού και της γνώσης γενικότερα, προφανέστατα δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει συνέχεια στην επιστήμη, τα γράμματα και τις τέχνες. Τα επιφανή πνεύματα που παρουσιάζονται σε κάθε εποχή, εύρισκαν κατά το Μεσαίωνα απασχόληση και μισθοδοσία στις διάφορες εκκλησιαστικές δραστηριότητες (ιεραποστολική, οργανωτική, δογματική, θεωρητική) και δεν χρειαζόταν πια να επιδίδονται με ίδιες δαπάνες και προσωπικό κίνδυνο (βλέπε τύχη της μαθηματικού Υπατίας, 370-415 μ.Χ.) στη μελέτη της φύσης, του ανθρώπου και της κοινωνίας, όπως αυτό συνέβαινε κατά την ελληνορωμαϊκή εποχή. Το επάγγελμα του κληρικού εξασφάλιζε ακόμα την απαλλαγή από στρατιωτικές και άλλες συναφείς υποχρεώσεις, καθώς επίσης τη δυνατότητα ισόβιας, ανεξέλεγκτης και αφορολόγητης πρόσβασης σε πακτωλό πλούτου. Τη διέξοδο της χειροτονίας ακολουθούσαν και όσοι, με ταπεινή καταγωγή, επεδίωκαν να λυτρωθούν από τη φτώχεια και να αποκτήσουν μια αξιοπρεπή κοινωνική θέση.
Να σημειωθεί δε ότι, οι τυχόν μορφωμένοι που προσχωρούσαν στο χριστιανισμό ή ήταν εκ γενετής μέλη της επίσημης κρατικής θρησκείας, ανέβαιναν εύκολα τις βαθμίδες της ιερατικής και διοικητικής κλίμακας, δεδομένου ότι στους πρώτους αιώνες υπήρχε και σημαντική έλλειψη μορφωμένων στελεχών στους κόλπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού. Στην οικουμενική σύνοδο της Εφέσου το έτος 431, στην οποία θεσπίστηκαν σημαντικά δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, πολλοί από τους συμμετέχοντες επισκόπους δεν γνώριζαν καν ανάγνωση και γραφή. Στη δε σύνοδο της Χαλκηδόνας το έτος 451, περίπου 40 επίσκοποι ήταν αποδεδειγμένα αναλφάβητοι!
Αντίπαλη ιδεολογία σ” αυτή την «επουράνια τάξη» που εγκαθίδρυσαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί σε συνεργασία με τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, δεν ήταν ένας άλλος αυτοκράτορας, μία άλλη δυναστεία ή ένας άλλος πατριάρχης. Αντίπαλη ήταν η «τάξη των ανθρώπων», η Δημοκρατία, που στηρίζεται στην αμοιβαία αποδοχή και στη συναίνεση. Βέβαια, μεταξύ αθηναϊκής δημοκρατίας των πολιτών και της «θεόπνευστης» ασιατικής δεσποτείας (Φ. Μαλιγκούδης) δεν υπήρχε άμεση χρονική συνέχεια. είχαν παρεμβληθεί μερικοί αιώνες μεγαλομανών και εγωπαθών ηγετών που θεοποιούσαν τους εαυτούς τους ή τους συγγενείς και φίλους τους και οι οποίοι, μαζί με την ολιγαρχία της κάθε εποχής, κατασπατάλησαν το περίσσευμα πολιτισμού που είχε δημιουργηθεί στο χώρο ελληνικής επιρροής. Στη διάρκεια αυτής της ενδιάμεσης εποχής είχε μεθοδευτεί πλήθος ευτελισμών και ισοπεδώσεων από τις οπισθοδρομικές δυνάμεις κάθε μορφής, ώστε κάποια εποχή να φαντάζει σαν ανανέωση και πρόοδος η επιβολή της «ελέω θεού» αυτοκρατορίας, στηριγμένη στα όπλα μισθοφορικών στρατευμάτων και νομιμοποιημένη με ιδεολογήματα ανατολίτικων μυστικιστικών δοξασιών.
Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η επιστημονική πρόοδος στους 11 αιώνες του Βυζαντίου, με την αρχαιο-ελληνική και με τη σύγχρονη αντίληψη, μπορεί να θεωρηθεί από αμελητέα μέχρι ανύπαρκτη, αν εξαιρέσουμε μεμονωμένα επιφανή πνεύματα, τα οποία παρουσιάζονται σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία. Υπάρχει όμως ένας σημαντικός κλάδος μελέτης και έρευνας που δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε στο ανατολικό κράτος σ” αυτούς τους αιώνες της μορφωτικής υποβάθμισης και του σκοταδισμού: η δαιμονολογία! Αυτός ο κλάδος γεννήθηκε στην ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, από τη μια με τις βαθιά ριζωμένες στο λαό και τους λόγιους θρησκευτικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες και από την άλλη με τις διαδιδόμενες από μοναχούς και λόγιους ιστορίες σχετικά με τη «φύση του σατανά και τις επιδράσεις του».
Η «πολυμορφική φύση των δαιμόνων» απαιτούσε τη συστηματική μελέτη τους με τελετουργίες και τεχνικές αναγνώρισης, εντοπισμού, εξορκισμού κλπ., κάτι σαν τη σύγχρονη αφρο-αμερικάνικη μαύρη μαγεία του «βουντού». Η δαιμονολογία μελετά οτιδήποτε έχει σχέση με τους δαίμονες και τα πνεύματα και αποτέλεσε προϊόν της ανάγκης των χριστιανών να εξερευνήσουν τη φύση του «εχθρού», ώστε να είναι δυνατή η «επιτυχής αντιμετώπισή του» (Χριστιανίδης κ.ά.: «Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα…», βλέπε Βιβλιογραφία). Ο εισαγόμενος από τη Μέση Ανατολή στον ελληνόφωνο χώρο σατανάς αποτέλεσε έτσι αίτιο για δημιουργία δήθεν «επιστημονικών κλάδων», με τους οποίους ασχολήθηκαν επισταμένως διάφοροι βυζαντινοί λόγιοι, κυρίως ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιώνας). Βέβαια, ένα σύγγραμμα που αποδίδεται στον Ψελλό, με τίτλο «Περί Δαιμόνων», πιθανόν να έχει άλλον συγγραφέα.
Ο βυζαντινολόγος Steven Runciman παραθέτει στο βιβλίο του «Η τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση» (βλέπε Βιβλιογραφία) τους σημαντικότερους δημιουργούς των ύστερων βυζαντινών αιώνων, των οποίων το έργο υποβαθμίζει όμως ο ίδιος χαρακτηρίζοντάς το κατά κανόνα ως ανεπαρκές, αφελές κ.ο.κ. Στο καταληκτικό ερώτημά του δε, αν οι Βυζαντινοί λόγιοι πέτυχαν να προσθέσουν κάτι στο σύνολο των γνώσεων της εποχής, δηλαδή αν συνέβαλαν στον παγκόσμιο πολιτισμό, απαντάει ο ίδιος αρνητικά, παραπέμποντας στο κλίμα παρακμής που χαρακτήριζε ειδικότερα τους 2-3 τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. Με την έννοια αυτή, ο «μυστηριακός τρόπο λειτουργίας» του βυζαντινού κράτους που επικαλούνται μερικοί Ιστορικοί, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το ιδεολόγημα, σίγουρο είναι ότι δεν βοήθησε στην παραγωγή αξιομνημόνευτου πολιτισμικού έργου. 
Σήμερα, με την ύστερη γνώση των μετέπειτα εξελίξεων, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε ότι η αλλαγή από την «τάξη των ανθρώπων» στην «τάξη του θεού» οδήγησε τον ελληνόφωνο χώρο σε πολιτισμική και μορφωτική υποβάθμιση και ανέκοψε την επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξή του μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα περίπου, οπότε προσδέθηκε ουσιαστικά ο ελληνικός πληθυσμός στο επιστημονικό και τεχνολογικό τραίνο της Δύσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου