Η Άρτεμις Εφεσία είναι η κύρια
θεότητα της πόλης της Εφέσου, στεγαζόμενη στο περίφημο ιερό της, το Αρτεμίσιο,
που βρισκόταν περίπου 1.200 μ. (7 στάδια) από την αρχική εγκατάσταση των Ελλήνων
αποίκων. Η σύγχρονη έρευνα αναγνωρίζει σήμερα την ιστορικότητα των πληροφοριών
που μας παρέχουν διάφορες αρχαίες πηγές, σύμφωνα με τις οποίες οι αρχικοί
Έλληνες άποικοι αποβιβάστηκαν σε σημείο όπου Λέλεγες και Κάρες (ή Λυδοί)
λάτρευαν τη Μητέρα των Θεών. Χωρίς να πειράξουν τους πιστούς της λατρείας και το
ίδιο το ιερό, οι άποικοι αποδέχθηκαν τη λατρεία της θεάς των αυτοχθόνων, την
οποία και ταύτισαν με την Αρτέμιδα. Συγκεκριμένα, η θεά θεωρείται ως το
αμάλγαμα δύο διαφορετικών θεϊκών μορφών και παραδόσεων, της μυκηναϊκής Αρτέμιδος
και μιας προελληνικής, πιθανόν χετιτικής θεότητας, της Όπιδος ή Ούπιδος,
πολιούχου της πόλης Apaša, που προϋπήρχε στη θέση της ελληνικής
Εφέσου.
Η αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι τα πρώτα οικοδομήματα στο χώρο του Αρτεμισίου χρονολογούνται στα Γεωμετρικά χρόνια, αν και η λατρευτική δραστηριότητα ενδέχεται να ανάγεται ακόμη παλαιότερα, στην Πρωτογεωμετρική εποχή.Επιπλέον, πέρα από τη διαπιστωμένη παρουσία ενός οικισμού αυτοχθόνων στο λόφο του Ayasuluk, στο ίδιο το ιερό εμφανίζονται, σε στρώματα κάτω από το γεωμετρικό περίπτερο ναό, μινωικά και μυκηναϊκά ευρήματα, ενώ στα πρώιμα αναθήματα περιλαμβάνονται και χετιτικά κειμήλια.Γεγονός είναι ότι οι φιλολογικές πηγές αποδίδουν την ίδρυση του ιερού της Αρτέμιδος στις Αμαζόνες, δείγμα τόσο της παλαιότητας, όσο και του εξωτικού χαρακτήρα της λατρείας της θεάς.
Οι τίτλοι της θεάς
Οι τίτλοι της θεάς αναφέρονται κυρίως στην ισχύ και το μεγαλείο, καθώς και στη σχέση της με την πόλη. Αναφέρεται ως Δέσποινα Εφεσία σε μια αποσπασματική επιγραφή πάνω σε αργυρό πλακίδιο του 6ου αι. π.Χ., που είναι και η αρχαιότερη επιγραφή από το ιερό.Σε μεταγενέστερες επιγραφές και φιλολογικές αναφορές γίνεται χρήση των τίτλων Ούπις Άνασσα, μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, μεγίστη θεά Εφεσία Άρτεμις και Άρτεμις μέγας θεός παρ’ Έφεσον.
Το αρχαϊκό ιερό
Το ιερό της Αρτέμιδος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τον 7ο αι. π.Χ., όταν αφιερώνονται εκεί πληθώρα ειδωλίων, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα ή εξωτικές πρώτες ύλες (κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο).Τότε εμφανίζονται και τα ειδώλια ανατολικής επίδρασης από ξύλο, ελεφαντόδοντο και χρυσό, που θεωρείται ότι παρουσιάζουν μια πρώτη μορφή του λατρευτικού αγάλματος της θεάς.Κατά τον 6ο αι. π.Χ. όμως, η λατρεία της θεάς φαίνεται πως αποκτά την κανονική της μορφή. Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος συνεισέφερε οικονομικά στην ανέγερση του μεγάλου δίπτερου ναού της θεάς, προσφέροντας τους κατώτερους σφονδύλους των 127 κιόνων, οι οποίοι ήταν διακοσμημένοι με εξαιρετικής ποιότητας ανάγλυφα.Στο ίδιο διάστημα, γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ή και αργότερα, αναφέρεται η δημιουργία του λατρευτικού αγάλματος της θεάς, που αποδίδεται από μια ύστερη πηγή, στο γνωστό Αθηναίο γλύπτη Ένδοιο.Μετά την περσική κατάκτηση της Μικράς Ασίας, το ιερό απέκτησε μεγάλη σημασία στη Δυτική Μικρά Ασία, συγκεντρώνοντας Πέρσες λατρευτές, οι οποίοι ταύτιζαν τη μεγάλη θεά της Εφέσου με τη δική τους Αναΐτιδα ή Δαΐτιδα.
Το ιερατείο της θεάς
Στην Περσική περίοδο ανάγεται και η καθιέρωση του τίτλου του μεγάλου ιερέα της θεάς, του μεγαβύζου ή μεγαβύξου, ο οποίος κατά τα ανατολικά πρότυπα ήταν ευνούχος. Ο τίτλος είναι μετάφραση από τα ιρανικά του θεοφόρου ονόματος Bagabuksha.Το πρόσωπο αυτό περιβαλλόταν με μεγάλο κύρος: ο Ξενοφών είχε εμπιστευθεί στο μεγάβυζο της εποχής του τις οικονομίες του –το ιερό λειτουργούσε ως ένα είδος τράπεζας–, τις οποίες του επέστρεψε ο ιερέας όταν οι δύο τους συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια των αγώνων στην Ολυμπία. Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος έγραψε ένα ευγενικό γράμμα στον ιερέα, ζητώντας του να του παραδώσει ένα φυγά δούλο, ο οποίος είχε καταφύγει στο Αρτεμίσιο, περίφημο χώρο ασύλου. Κάποιο ρόλο έπαιξε και ο μεγάβυζος στο επεισόδιο κατά το οποίο ο Μάρκος Αντώνιος δολοφόνησε στην Έφεσο με ιταμό τρόπο την Αρσινόη, αδελφή της Κλεοπάτρας, η οποία είχε καταφύγει στο ιερό, ζητώντας άσυλο.
Μετά την περίοδο αυτή, ο μεγάλος ιερέας δεν αναφέρεται ξανά. Πιθανόν να αντικαταστάθηκε από μια συλλογική ομάδα ιερέων με τον ίδιο τίτλο (μεγάβυζοι). Τις σημαντικότερες λατρευτικές και ιερατικές του λειτουργίες θα πρέπει να τις ανέλαβε έκτοτε μια ιέρεια.Τη λατρεία της Αρτέμιδος υπηρετούσε πολυάριθμο προσωπικό. Πέραν του μεγαβύζου και αργότερα της ιέρειας της Αρτέμιδος, υπήρχε μια ομάδα ανδρών ιερέων, οι εσσήνες, δηλαδή οι κηφήνες, οι οποίοι διαβιούσαν για διάστημα ενός έτους στο χώρο του ιερού, σε πλήρη σεξουαλική αποχή. Οι ιέρειες της Αρτέμιδος ήταν παρθένες, την αγνότητα των οποίων επιτηρούσε, συχνά με αυστηρότατο τρόπο, ο ευνούχος ιερέας. Οι ιέρειες αυτές ονομάζονται συνήθως μέλισσες. Άλλες ομάδες γυναικών ασχολούνταν με την κόσμηση του λατρευτικού αγάλματος της θεάς (κοσμοφόροι, κοσμήτειραι, χρυσοφόροι).
Εορτασμοί
Η σημαντικότερη εορτή ήταν τα γενέσια της θεάς. Με βάση τις φιλολογικές μαρτυρίες τα μυστήρια αυτά θεσμοθετήθηκαν επί Λυσιμάχου στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και εορτάζονταν μέχρι τουλάχιστον την καταστροφή του ιερού της θεάς από τους Γότθους το 262 μ.Χ.Τα φανερά τμήματα της εορτής γίνονταν στο άλσος της Ορτυγίας, όπου σύμφωνα με τον τοπικό μύθο, η Λητώ σταμάτησε και, ακουμπώντας σε μια ελιά, γέννησε τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα. Περιλάμβαναν δύο δείπνα, που το ένα το πρόσφεραν οι νέοι και το άλλο, πιο κλειστό, ενέπλεκε τους Κουρήτες, οι οποίοι επίσης συμμετείχαν σε μυστικές τελετές, που δε μας είναι γνωστές.Οι Κουρήτες ήταν άνδρες επιφανών οικονομικά και κοινωνικά οικογενειών της πόλης, οι οποίοι συμμετείχαν σε θεία δρώμενα, υποκρινόμενοι τους μυθικούς ένοπλους χορευτές που με την κλαγγή των όπλων τους τρόμαξαν την Ήρα που καταδίωκε τη Λητώ και έτσι επέτρεψαν στην τελευταία να φέρει στη ζωή τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Το συνέδριο των Κουρητών συγκαλούνταν από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής στο Πρυτανείο της Εφέσου.
Στο διάστημα εκείνο, και ιδιαίτερα στους πρώτους Αυτοκρατορικούς αιώνες, η λατρεία της Αρτέμιδος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και απέκτησε στοιχεία σχεδόν μονοθεϊστικά, όπως τουλάχιστον μαρτυρά το επεισόδιο του παραλίγο λιντσαρίσματος των Εβραίων της πόλης από τον όχλο των πιστών της θεάς, λόγω του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου.Στο διάστημα αυτό λοιπόν παρατηρήθηκε μια νέα άνθηση της λατρείας της θεάς: το Αρτεμίσιο γίνεται ένας από τους μεγάλους τόπους προσκυνήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ο Freud παρομοίασε με το καθολικό προσκύνημα στο ναό της Λούρδης.
Αναπαραστάσεις της θεάς
Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., ο επιφανής πολίτης της Εφέσου C. Vibius Salutaris εισήγαγε μια τελετή περιφοράς του αγάλματος της θεάς, καθώς και μιας σειράς από χρυσά αγάλματα μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας και ηρώων της πόλης. Τότε αναπτύχθηκε και το έντονο ενδιαφέρον για το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, το επονομαζόμενο «πολύμαστον» (Diana multimammia) των συγγραφέων της εποχής, το οποίο είναι γνωστό από μεγάλο αριθμό παραστάσεων σε νομίσματα, μετάλλια και αντίγραφα σε φυσικό μέγεθος των Ρωμαϊκών χρόνων.Ανάγεται πιθανότατα στον 4ο αι. π.Χ. Οι μαστοί της θεάς έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Η απουσία θηλών οδήγησε σε μια σειρά από ταυτίσεις (αυγά, σταφύλια, βελανίδια), καμία από τις οποίες δεν είναι πειστική. Πιο πρόσφατη είναι η θεωρία του Seiterle, ο οποίος ταύτισε τους «μαστούς» με όρχεις θυσιασμένων ταύρων, θεωρία που σε γενικές γραμμές έγινε δεκτή ευνοϊκά. Βασικό πρόβλημα της θεωρίας αυτής είναι η απουσία ενδείξεων για θυσίες ταύρων. Αντίθετα, ο Bammer υποστήριξε, με βάση ευρήματα κεχριμπαρένιων αναθημάτων, την παλαιότερη άποψη, ότι πρόκειται για μαστούς, ενώ η Morris συνέδεσε το σχήμα με δερμάτινα πουγκιά που ανάγονται σε χετιτικά λατρευτικά πρότυπα.
Ανεξάρτητα πάντως από τις διχογνωμίες σχετικά με τους «μαστούς» τα αγάλματα της Αρτέμιδος Εφεσίας αναπαριστάνουν τη θεά να φοράει ένδυμα πλούσια διακοσμημένο με παραστάσεις ταύρων, γρυπών, σφιγγών, σειρήνων, ελαφιών, λεόντων και μελισσών, σαφής και αναμφισβήτητη αναφορά στην Πότνια Θηρών», φορά πόλο, ζώνη και υποδήματα, πάνω στα οποία είχαν καταγραφεί τα περίφημα εφέσια γράμματα, τα έξι μαγικά ξόρκια που γνώρισαν ευρύτατη διάδοση στον ελληνιστικό και το ρωμαϊκό κόσμο (ΑΣΚΙΟΝ, ΚΑΤΑΣΚΙΟΝ, ΛΥΞ, ΤΕΤΡΑΞ, ΔΑΜΝΑΜΕΝΕΥΣ, ΑΙΣΙΑ).
Χαρακτήρας της λατρείας
Η λατρεία της Αρτέμιδος περιέχει προελληνικά στοιχεία, τα οποία κατά κύριο λόγο σχετίζονται με την ιδιότητα της θεάς ως Μεγάλης Θεάς με ιαματικές ιδιότητες. Ο χαρακτήρας αυτός διατηρήθηκε και κατά την ιστορική περίοδο, ενώ από τον 3ο αι. π.Χ. εμπλουτίστηκε και με μυστικιστικές προεκτάσεις. Αναμφίβολη τέλος είναι η σχέση της θεάς με τη γονιμότητα, όπως προκύπτει και από την εμφάνιση του λατρευτικού αγάλματος με τους πολυάριθμους «μαστούς», με όποιον τρόπο και αν τους ερμηνεύσουμε. Η σχέση αυτή της θεάς με την γονιμότητα επέτεινε και την ταύτισή της με την Ίσιδα στα Ρωμαϊκά χρόνια.Από το άγαλμα κρέμονταν επίσης νήματα μαλλιού, γεγονός που συνδέεται τόσο με τη γυναικεία φύση όσο και με προελληνικές αντιλήψεις περί γονιμότητας.Πάντως, η λατρεία σχετιζόταν κατά κύριο λόγο με τους νέους, καθώς απαγορευόταν η παρουσία παντρεμένων γυναικών στο ιερό, ενώ και οι νέοι της πόλης είχαν ρόλο στη διοργάνωση συμποσίων, όπως προαναφέρθηκε.Κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η επιφάνεια της θεάς, η οποία θα πρέπει να λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της θυσίας, από άνοιγμα στο αέτωμα του ναού, το οποίο εμφανίζεται σε νομίσματα.
Το τέλος της λατρείας
Η λατρεία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα με την καταστροφή του ναού από σεισμό και τη λεηλασία του από τους Γότθους το 262 μ.Χ. Φαίνεται πως διατηρήθηκε έως το 395, όταν ο Θεοδόσιος απαγόρευσε τη θρησκεία των εθνικών. Σε μια επιγραφή, που χρονολογείται περίπου το 450, ο επίσκοπος Δημέας αναφέρει με υπερηφάνεια το γεγονός ότι κατέβασε από τα προπύλαια της πόλης την εικόνα της θεάς, αντικαθιστώντας τη με το σταυρό.
Η αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι τα πρώτα οικοδομήματα στο χώρο του Αρτεμισίου χρονολογούνται στα Γεωμετρικά χρόνια, αν και η λατρευτική δραστηριότητα ενδέχεται να ανάγεται ακόμη παλαιότερα, στην Πρωτογεωμετρική εποχή.Επιπλέον, πέρα από τη διαπιστωμένη παρουσία ενός οικισμού αυτοχθόνων στο λόφο του Ayasuluk, στο ίδιο το ιερό εμφανίζονται, σε στρώματα κάτω από το γεωμετρικό περίπτερο ναό, μινωικά και μυκηναϊκά ευρήματα, ενώ στα πρώιμα αναθήματα περιλαμβάνονται και χετιτικά κειμήλια.Γεγονός είναι ότι οι φιλολογικές πηγές αποδίδουν την ίδρυση του ιερού της Αρτέμιδος στις Αμαζόνες, δείγμα τόσο της παλαιότητας, όσο και του εξωτικού χαρακτήρα της λατρείας της θεάς.
Οι τίτλοι της θεάς
Οι τίτλοι της θεάς αναφέρονται κυρίως στην ισχύ και το μεγαλείο, καθώς και στη σχέση της με την πόλη. Αναφέρεται ως Δέσποινα Εφεσία σε μια αποσπασματική επιγραφή πάνω σε αργυρό πλακίδιο του 6ου αι. π.Χ., που είναι και η αρχαιότερη επιγραφή από το ιερό.Σε μεταγενέστερες επιγραφές και φιλολογικές αναφορές γίνεται χρήση των τίτλων Ούπις Άνασσα, μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, μεγίστη θεά Εφεσία Άρτεμις και Άρτεμις μέγας θεός παρ’ Έφεσον.
Το αρχαϊκό ιερό
Το ιερό της Αρτέμιδος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τον 7ο αι. π.Χ., όταν αφιερώνονται εκεί πληθώρα ειδωλίων, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα ή εξωτικές πρώτες ύλες (κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο).Τότε εμφανίζονται και τα ειδώλια ανατολικής επίδρασης από ξύλο, ελεφαντόδοντο και χρυσό, που θεωρείται ότι παρουσιάζουν μια πρώτη μορφή του λατρευτικού αγάλματος της θεάς.Κατά τον 6ο αι. π.Χ. όμως, η λατρεία της θεάς φαίνεται πως αποκτά την κανονική της μορφή. Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος συνεισέφερε οικονομικά στην ανέγερση του μεγάλου δίπτερου ναού της θεάς, προσφέροντας τους κατώτερους σφονδύλους των 127 κιόνων, οι οποίοι ήταν διακοσμημένοι με εξαιρετικής ποιότητας ανάγλυφα.Στο ίδιο διάστημα, γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ή και αργότερα, αναφέρεται η δημιουργία του λατρευτικού αγάλματος της θεάς, που αποδίδεται από μια ύστερη πηγή, στο γνωστό Αθηναίο γλύπτη Ένδοιο.Μετά την περσική κατάκτηση της Μικράς Ασίας, το ιερό απέκτησε μεγάλη σημασία στη Δυτική Μικρά Ασία, συγκεντρώνοντας Πέρσες λατρευτές, οι οποίοι ταύτιζαν τη μεγάλη θεά της Εφέσου με τη δική τους Αναΐτιδα ή Δαΐτιδα.
Το ιερατείο της θεάς
Στην Περσική περίοδο ανάγεται και η καθιέρωση του τίτλου του μεγάλου ιερέα της θεάς, του μεγαβύζου ή μεγαβύξου, ο οποίος κατά τα ανατολικά πρότυπα ήταν ευνούχος. Ο τίτλος είναι μετάφραση από τα ιρανικά του θεοφόρου ονόματος Bagabuksha.Το πρόσωπο αυτό περιβαλλόταν με μεγάλο κύρος: ο Ξενοφών είχε εμπιστευθεί στο μεγάβυζο της εποχής του τις οικονομίες του –το ιερό λειτουργούσε ως ένα είδος τράπεζας–, τις οποίες του επέστρεψε ο ιερέας όταν οι δύο τους συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια των αγώνων στην Ολυμπία. Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος έγραψε ένα ευγενικό γράμμα στον ιερέα, ζητώντας του να του παραδώσει ένα φυγά δούλο, ο οποίος είχε καταφύγει στο Αρτεμίσιο, περίφημο χώρο ασύλου. Κάποιο ρόλο έπαιξε και ο μεγάβυζος στο επεισόδιο κατά το οποίο ο Μάρκος Αντώνιος δολοφόνησε στην Έφεσο με ιταμό τρόπο την Αρσινόη, αδελφή της Κλεοπάτρας, η οποία είχε καταφύγει στο ιερό, ζητώντας άσυλο.
Μετά την περίοδο αυτή, ο μεγάλος ιερέας δεν αναφέρεται ξανά. Πιθανόν να αντικαταστάθηκε από μια συλλογική ομάδα ιερέων με τον ίδιο τίτλο (μεγάβυζοι). Τις σημαντικότερες λατρευτικές και ιερατικές του λειτουργίες θα πρέπει να τις ανέλαβε έκτοτε μια ιέρεια.Τη λατρεία της Αρτέμιδος υπηρετούσε πολυάριθμο προσωπικό. Πέραν του μεγαβύζου και αργότερα της ιέρειας της Αρτέμιδος, υπήρχε μια ομάδα ανδρών ιερέων, οι εσσήνες, δηλαδή οι κηφήνες, οι οποίοι διαβιούσαν για διάστημα ενός έτους στο χώρο του ιερού, σε πλήρη σεξουαλική αποχή. Οι ιέρειες της Αρτέμιδος ήταν παρθένες, την αγνότητα των οποίων επιτηρούσε, συχνά με αυστηρότατο τρόπο, ο ευνούχος ιερέας. Οι ιέρειες αυτές ονομάζονται συνήθως μέλισσες. Άλλες ομάδες γυναικών ασχολούνταν με την κόσμηση του λατρευτικού αγάλματος της θεάς (κοσμοφόροι, κοσμήτειραι, χρυσοφόροι).
Εορτασμοί
Η σημαντικότερη εορτή ήταν τα γενέσια της θεάς. Με βάση τις φιλολογικές μαρτυρίες τα μυστήρια αυτά θεσμοθετήθηκαν επί Λυσιμάχου στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και εορτάζονταν μέχρι τουλάχιστον την καταστροφή του ιερού της θεάς από τους Γότθους το 262 μ.Χ.Τα φανερά τμήματα της εορτής γίνονταν στο άλσος της Ορτυγίας, όπου σύμφωνα με τον τοπικό μύθο, η Λητώ σταμάτησε και, ακουμπώντας σε μια ελιά, γέννησε τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα. Περιλάμβαναν δύο δείπνα, που το ένα το πρόσφεραν οι νέοι και το άλλο, πιο κλειστό, ενέπλεκε τους Κουρήτες, οι οποίοι επίσης συμμετείχαν σε μυστικές τελετές, που δε μας είναι γνωστές.Οι Κουρήτες ήταν άνδρες επιφανών οικονομικά και κοινωνικά οικογενειών της πόλης, οι οποίοι συμμετείχαν σε θεία δρώμενα, υποκρινόμενοι τους μυθικούς ένοπλους χορευτές που με την κλαγγή των όπλων τους τρόμαξαν την Ήρα που καταδίωκε τη Λητώ και έτσι επέτρεψαν στην τελευταία να φέρει στη ζωή τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Το συνέδριο των Κουρητών συγκαλούνταν από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής στο Πρυτανείο της Εφέσου.
Στο διάστημα εκείνο, και ιδιαίτερα στους πρώτους Αυτοκρατορικούς αιώνες, η λατρεία της Αρτέμιδος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και απέκτησε στοιχεία σχεδόν μονοθεϊστικά, όπως τουλάχιστον μαρτυρά το επεισόδιο του παραλίγο λιντσαρίσματος των Εβραίων της πόλης από τον όχλο των πιστών της θεάς, λόγω του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου.Στο διάστημα αυτό λοιπόν παρατηρήθηκε μια νέα άνθηση της λατρείας της θεάς: το Αρτεμίσιο γίνεται ένας από τους μεγάλους τόπους προσκυνήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ο Freud παρομοίασε με το καθολικό προσκύνημα στο ναό της Λούρδης.
Αναπαραστάσεις της θεάς
Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., ο επιφανής πολίτης της Εφέσου C. Vibius Salutaris εισήγαγε μια τελετή περιφοράς του αγάλματος της θεάς, καθώς και μιας σειράς από χρυσά αγάλματα μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας και ηρώων της πόλης. Τότε αναπτύχθηκε και το έντονο ενδιαφέρον για το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, το επονομαζόμενο «πολύμαστον» (Diana multimammia) των συγγραφέων της εποχής, το οποίο είναι γνωστό από μεγάλο αριθμό παραστάσεων σε νομίσματα, μετάλλια και αντίγραφα σε φυσικό μέγεθος των Ρωμαϊκών χρόνων.Ανάγεται πιθανότατα στον 4ο αι. π.Χ. Οι μαστοί της θεάς έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Η απουσία θηλών οδήγησε σε μια σειρά από ταυτίσεις (αυγά, σταφύλια, βελανίδια), καμία από τις οποίες δεν είναι πειστική. Πιο πρόσφατη είναι η θεωρία του Seiterle, ο οποίος ταύτισε τους «μαστούς» με όρχεις θυσιασμένων ταύρων, θεωρία που σε γενικές γραμμές έγινε δεκτή ευνοϊκά. Βασικό πρόβλημα της θεωρίας αυτής είναι η απουσία ενδείξεων για θυσίες ταύρων. Αντίθετα, ο Bammer υποστήριξε, με βάση ευρήματα κεχριμπαρένιων αναθημάτων, την παλαιότερη άποψη, ότι πρόκειται για μαστούς, ενώ η Morris συνέδεσε το σχήμα με δερμάτινα πουγκιά που ανάγονται σε χετιτικά λατρευτικά πρότυπα.
Ανεξάρτητα πάντως από τις διχογνωμίες σχετικά με τους «μαστούς» τα αγάλματα της Αρτέμιδος Εφεσίας αναπαριστάνουν τη θεά να φοράει ένδυμα πλούσια διακοσμημένο με παραστάσεις ταύρων, γρυπών, σφιγγών, σειρήνων, ελαφιών, λεόντων και μελισσών, σαφής και αναμφισβήτητη αναφορά στην Πότνια Θηρών», φορά πόλο, ζώνη και υποδήματα, πάνω στα οποία είχαν καταγραφεί τα περίφημα εφέσια γράμματα, τα έξι μαγικά ξόρκια που γνώρισαν ευρύτατη διάδοση στον ελληνιστικό και το ρωμαϊκό κόσμο (ΑΣΚΙΟΝ, ΚΑΤΑΣΚΙΟΝ, ΛΥΞ, ΤΕΤΡΑΞ, ΔΑΜΝΑΜΕΝΕΥΣ, ΑΙΣΙΑ).
Χαρακτήρας της λατρείας
Η λατρεία της Αρτέμιδος περιέχει προελληνικά στοιχεία, τα οποία κατά κύριο λόγο σχετίζονται με την ιδιότητα της θεάς ως Μεγάλης Θεάς με ιαματικές ιδιότητες. Ο χαρακτήρας αυτός διατηρήθηκε και κατά την ιστορική περίοδο, ενώ από τον 3ο αι. π.Χ. εμπλουτίστηκε και με μυστικιστικές προεκτάσεις. Αναμφίβολη τέλος είναι η σχέση της θεάς με τη γονιμότητα, όπως προκύπτει και από την εμφάνιση του λατρευτικού αγάλματος με τους πολυάριθμους «μαστούς», με όποιον τρόπο και αν τους ερμηνεύσουμε. Η σχέση αυτή της θεάς με την γονιμότητα επέτεινε και την ταύτισή της με την Ίσιδα στα Ρωμαϊκά χρόνια.Από το άγαλμα κρέμονταν επίσης νήματα μαλλιού, γεγονός που συνδέεται τόσο με τη γυναικεία φύση όσο και με προελληνικές αντιλήψεις περί γονιμότητας.Πάντως, η λατρεία σχετιζόταν κατά κύριο λόγο με τους νέους, καθώς απαγορευόταν η παρουσία παντρεμένων γυναικών στο ιερό, ενώ και οι νέοι της πόλης είχαν ρόλο στη διοργάνωση συμποσίων, όπως προαναφέρθηκε.Κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η επιφάνεια της θεάς, η οποία θα πρέπει να λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της θυσίας, από άνοιγμα στο αέτωμα του ναού, το οποίο εμφανίζεται σε νομίσματα.
Το τέλος της λατρείας
Η λατρεία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα με την καταστροφή του ναού από σεισμό και τη λεηλασία του από τους Γότθους το 262 μ.Χ. Φαίνεται πως διατηρήθηκε έως το 395, όταν ο Θεοδόσιος απαγόρευσε τη θρησκεία των εθνικών. Σε μια επιγραφή, που χρονολογείται περίπου το 450, ο επίσκοπος Δημέας αναφέρει με υπερηφάνεια το γεγονός ότι κατέβασε από τα προπύλαια της πόλης την εικόνα της θεάς, αντικαθιστώντας τη με το σταυρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου