Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Ανεξαρτησία στην Ελληνική Φιλοσοφία


 

“Αν ενωθώ με τους άλλους θα χάσω την ελευθερία μου.
Ένας πνευματικός άνθρωπος μόνος του μπορεί να δουλέψει καλύτερα,
Ελεύθερος άνθρωπος παλεύει για την Ελευθερία.
Δέκα ελεύθεροι άνθρωποι, ενωμένοι, χάνουν την ελευθερία τους.
Εκείνο που χρειάζεται είναι ν’ ακολουθήσεις τον δρόμο σου ως την άκρη.
Η αξία του δρόμου είναι να μη σταματήσεις ποτέ!”.

Ο Κάρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, αναφέρει σε ερευνητικό κείμενο του: «…Σύμφωνα με τους Ινδιάνους, οι λευκοί είναι όλοι τρελοί. Μόνο οι τρελοί επιβεβαιώνουν την σκέψη με το κεφάλι τους. Αυτή η παρατήρηση με άφησε έκπληκτο και ρώτησα τον ινδιάνο αρχηγό να μου πει με τί σκεφτόταν αυτός. Μου απάντησε ότι σκεφτόταν με την καρδιά…». Σκέφτονται χωρίς το εγώ, χωρίς τις λέξεις του και τα συναισθήματα του.

Η ανεξαρτησία έγραφε ένας Γάλλος συγγραφέας τη δεκαετία του 1890, είναι όπως το χαρτί πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να γράψει οτιδήποτε, έχει ένα τόσο πλούσιο παρελθόν ώστε μπορεί να συμπεριλάβει τα πάντα. Η ιστορία του δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορία όλων των άλλων προοδευτικών εξελίξεων και όλων των βλέψεων για ανεξαρτησία. Δεν είναι μια θεωρία παρμένη από βιβλία ή μια «επιστημονική» επινόηση κάποιου «πεφωτισμένου» νου, αλλά αντίθετα είναι η διαχρονική συνειδητή ή ασυνείδητη φιλοδοξία των ανθρώπων για ελευθερία, ριζωμένη μέσα στα ένστικτα και τις καθημερινές τους ανάγκες.

Οι προσπάθειες για ανεξαρτησία, μέσα στα πλαίσια της εξουσίας εκδηλώνονταν με διάφορους τρόπους σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους, είτε στην ιδιωτική ζωή των ατόμων, είτε στην κοινωνική συμπεριφορά ατόμων και ομάδων. Άλλοτε εκδηλώνονταν ατομικά, άλλοτε σε μικρές ομάδες και άλλοτε οργανωμένα και καθοδηγούμενα, σε μεγάλα λαϊκά κινήματα.

Αν και οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ήταν διαφορετικές, αν και οι επικρατούσες αντιλήψεις και ιδέες άλλαζαν συνεχώς, δίνοντας τη θέση τους σε καινούργιες, η ανάγκη και η θέληση για εξασφάλιση και κατοχύρωση μιας συγκεκριμένης ανεξαρτησίας παρέμενε η ίδια. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι συχνά πορεύτηκαν προς την ίδια κατεύθυνση και με τα ίδια αισθήματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους όλων των εποχών ανεξαρτήτως χρώματος και καταγωγής.

Η ανυπακοή η ανεξαρτησία και η εξέγερση ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν τους ανθρώπους στη μακραίωνη πορεία της ιστορίας. Και ήταν αυτά τα αισθήματα που σε κάθε περίοδο, σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή, συνέβαλαν στην απαλλαγή από τις δεδομένες προλήψεις και δεισιδαιμονίες του παρελθόντος, επιτρέποντας στην ανθρωπότητα να βαδίσει με ένα σίγουρο βήμα προς τα μπρος. Έτσι η ανθρώπινη πορεία προς την πρόοδο, η οποία κατακτήθηκε στη διάρκεια πολλών αιώνων, ήταν ένας ατέλειωτος αγώνας ενάντια στα εμπόδια και τις αλυσίδες της εξουσίας.

Μπορούμε να ισχυριστούμε επομένως ότι το επίπεδο της προόδου μπορεί να μετρηθεί απ’ τη δύναμη του ενστίκτου για ανυπακοή ανεξαρτησία και εξέγερση. Χωρίς ανυπακοή και ανεξαρτησία δεν συντελείται πρόοδος. Η ανυπακοή και η ανεξαρτησία ήταν οι απαρχές των προόδων που μπόρεσε να πετύχει ο άνθρωπος, όταν ήξερε να λέει «όχι» σε κάθε απόλυτη εξουσία, θεϊκή ή ανθρώπινη.

Η ιδέα τους αντιστοιχεί στην άρνηση του συμβιβασμού και είναι ταυτόχρονα η αποδοχή της ανάγκης να εναντιώνεται ο άνθρωπος σε κάθε κατάσταση που απειλεί την ακεραιότητά του, την αξιοπρέπεια και τις επιλογές του. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η ίδια η γέννηση της φιλοσοφίας ήταν εκδήλωση αυτών των αισθημάτων, αφού πρακτικά σήμαινε την απελευθέρωση της σκέψης από τα δεσμά των ανιμιστικών και θρησκευτικών παραδόσεων του παρελθόντος. Η ανυπακοή της σκέψης στην ανιμιστική εξήγηση των γεγονότων της φύσης ήταν η απαρχή της φιλοσοφίας.

Ο άνθρωπος δεν ικανοποιείται με το να αντιλαμβάνεται και να εξηγεί τα διάφορα γεγονότα της φύσης σαν εκδηλώσεις της θέλησης ενός ή πολλών θεοτήτων, αλλά προσπαθεί να φτάσει πίσω από τα πράγματα, να κατανοήσει την προέλευσή τους και τις σχέσεις μεταξύ τους. Δεν ικανοποιείται πλέον με το να πιστεύει ότι το φεγγάρι βγαίνει ή δεν βγαίνει επειδή είναι κακό ή καλό, αλλά προσπαθεί να εξηγήσει το σύνολο των φυσικών συνθηκών που, σε μια δεδομένη στιγμή, μας επιτρέπουν ή μας εμποδίζουν να δούμε αυτό ή εκείνο το ουράνιο σώμα.

Η γέννηση της φιλοσοφίας ήταν η πορεία προς την ενηλικίωση της ανθρωπότητας. «Το παιδί –λέει ο Ludwig Andreas Feuerbach– δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του μέσω της δικής του δύναμης, μέσω αυτενέργειας, αλλά στρέφεται με παρακλήσεις στα όντα από τα οποία αισθάνεται και ξέρει ότι εξαρτάται, στους γονείς του, προκειμένου μέσω αυτών να λάβει ό,τι επιθυμεί. Αλλά το παιδί αρέσκεται επίσης στο να σπάει πράγματα, να ανακαλύπτει κρυφές γωνιές, να ερευνά καθετί καλυμμένο και να δοκιμάζει τον εαυτό του σε όλα. Όταν κάποτε φτάσει σε αυτό που υπάρχει πίσω από τα πράγματα, ξέρει ότι είναι ασφαλές. Αν για παράδειγμα αντιληφθεί ότι η φάπα, είναι πολύ αδύναμη για την ανεξαρτησία του, τότε δεν τη φοβάται πια, έχει παραμεγαλώσει γι’ αυτήν»

Με την ίδια λογική, όταν ο άνθρωπος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κεραυνός δεν είναι η βίαιη εκδήλωση της θέλησης ενός θεού, τότε δεν τον φοβάται πια, έχει ενηλικιωθεί πνευματικά. Καθώς το πρώτιστο μέλημα του παιδιού είναι να ανακαλύψει τον κόσμο που το περιβάλλει, να μάθει το «πώς», το «γιατί» και το «παραπέρα», έτσι και τα πρώτα βήματα της ακηδεμόνευτης ανθρώπινης σκέψης έγιναν για την ερμηνεία του κόσμου και την κατανόηση της φύσης.

Γι’ αυτό και οι πρώτοι φιλόσοφοι ονομάστηκαν δικαίως «φυσιολόγοι» (από τη σύνθεση των λέξεων φύσις και λόγος), δεδομένου ότι ασχολήθηκαν, πρώτον με τη φύση και την ωρίμανση, μεταβολή και εξέλιξή της, και δεύτερον με την επιστήμη ή την επιχειρηματολογία περί των πραγμάτων. Και αυτή η κατανόηση και γνώση της φύσης δεν ήταν τυχαία.

Ήταν το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι τίποτα δεν είναι ξένο προς τον άνθρωπο ώστε να το αναζητήσει σε έναν εξωτερικό, υπερφυσικό τόπο, ότι το φεγγάρι που δεν βγαίνει ή ο κεραυνός που πέφτει δεν διαχωρίζονται από τη φύση –και κατ’ επέκταση από τον ίδιο τον άνθρωπο– αλλά είναι αισθητές ιδιότητες και ιδιάζουσες όψεις της φύσης, είναι η μια φυσική λειτουργία, είναι εν τέλει η ίδια φύση.

Αυτό που αποκαλέσαμε φιλοσοφία ήταν στην πραγματικότητα ένα σύνολο από θεωρίες ανεξάρτητες στο μεγαλύτερο μέρος τους από την θρησκευτική παράδοση. Οι θεωρίες αυτές δεν ήταν προϊόντα υποταγής στη θέληση κάποιας θεότητας ούτε η εκκοσμικευμένη παράστασή της, δεν ήταν προϊόντα προλήψεων και δεισιδαιμονιών, αλλά ήταν συμπεράσματα άμεσων παρατηρήσεων και προσωπικών εμπειριών.

Ήταν στοχασμοί για την καταγωγή και την ουσία του κόσμου και των πραγμάτων, για τη συμπεριφορά του ατόμου και τις φιλοδοξίες του, για πολιτική και κοινωνική συλλογική συμπεριφορά, για μια καλύτερη κοινωνική οργάνωση και για τον τρόπο που θα μπορούσε αυτή να πραγματοποιηθεί. Ήταν στοχασμοί για τα προβλήματα που άξιζαν να ελκύσουν την προσοχή του ανθρώπου, πίσω από το αβέβαιο φαίνεσθαι και το μεταβαλλόμενο πρόσωπο των πραγμάτων.

 Υπάρχουν δύο βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Οι δύο αυτοί άξονες μπορούν να συνοψιστούν στις λέξεις Φύσις και Νόμος.

Η Φύσις μπορεί να σημαίνει τη “φυσική μορφή που λαμβάνει ένα αντικείμενο ως αποτέλεσμα της φυσικής ανάπτυξης, μπορεί επίσης να αναφέρεται στη φύση ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, στο ένστικτο των ζώων ή στη φυσική τάξη πραγμάτων, την κανονική τάξη της φύσης”.
O Nόμος, από την άλλη μεριά, σημαίνει “το έθιμο ή το δίκαιο ή την εγκαθιδρυμένη εξουσία ή το σύνολο των κανόνων που διέπουν μια σειρά γεγονότων”. Αν ισχύουν αυτές οι ερμηνείες, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι, ανεξάρτητα από το ποια λέξη προτιμούμε εμείς σε μια δεδομένη στιγμή, μεταξύ αυτών υπάρχει μια αντίθεση.   

Αυτή την αντίθεση κατανόησαν ήδη οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, γι’ αυτό και προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τη μετριάσουν ή ακόμα και να την εξαλείψουν. Υποστήριζαν μια άποψη, πίστευαν με πάθος στην ορθότητά της και κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τη διατυπώσουν όσο πιο καθαρά και πειστικά μπορούσαν.

Ωστόσο, δεν διατύπωναν παρά μια άποψη. Η αντίθεση αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει όσο και αν προσπαθούσαν να την εξαλείψουν. Οι προσωκρατικοί για παράδειγμα ενδιαφέρονταν να κατανοήσουν την τάξη στη φύση, οι σοφιστές ασχολούνταν με τη συνύπαρξη της Φύσης και του Νόμου στον ιδεώδη άνθρωπο. Ο Πλάτωνας κήρυσσε μια ζωή «σύμφωνα με τη Φύση» σύνθημα που υιοθετήθηκε και από τους κυνικούς και ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τη ζωή του στην επιβολή της τάξης πάνω στη φυσική υπόσταση των πραγμάτων.

Αντιφών ο Αθηναίος: Ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της πολιτείας ήταν ο Αντιφών ο Αθηναίος. Στην καρδιά της κλασικής εποχής (μέσα 5ου αι. π.κ.ε.) ο σοφιστής αυτός διατύπωσε δύο αδιανόητες για τότε απόψεις: α) όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όμοιοι, β) οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι κανονισμοί. Για τον Αντιφώντα οι νόμοι της πολιτείας είναι αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους και επίκτητοι. Απέναντί τους στέκονται, σαφώς ανώτεροι, οι νόμοι της φύσης, που υπαγορεύονται από την ανάγκη.

Ζήνων ο Κιτιεύς: Τη φύση ως πρότυπο ζωής προέβαλε και ο Ζήνων ο Κιτιεύς (από το Κίτιο της Κύπρου, 335-263 π.κ.ε.), ιδρυτής τους Στωικισμού. Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν «ομολογουμένως τη φύσει», δηλαδή ανάλογα προς τη φύση, η οποία είναι και ο γενικός νόμος του κόσμου. Ο Θεός, που είναι η ψυχή του κόσμου αυτού και ταυτίζεται με τον ορθό λόγο, μεριμνά με την απόλυτη σοφία του για την τάξη και τον ρυθμό του Σύμπαντος. Συγκεκριμένα ο Ζήνων έλεγε: «Ως σκοπός ορίζεται η ζωή σε συμφωνία με τη φύση, ή, μ’ άλλα λόγια, σε συμφωνία με την ίδια μας την ανθρώπινη φύση, όπως επίσης και μ’ εκείνη του Σύμπαντος, μια ζωή στην οποία αποφεύγουμε κάθε πράξη που απαγορεύεται από τον κοινό για όλα τα όντα νόμο, δηλαδή τον ορθό λόγο, που διαποτίζει όλα τα όντα και ταυτίζεται με τον Δία, αφέντη και κυρίαρχο των πάντων».

Επίκτητος: Στα μεταχριστιανικά χρόνια ο Επίκτητος, απελεύθερος δούλος, χάρισε στον Στωικισμό την τελευταία του αναλαμπή. Μαζί του και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, που πιστός τις αρχές του εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών (2ος αι.). Ο Επίκτητος ταύτισε τη φυσική ζωή με την αρετή, διακηρύσσοντας ότι «το κατα φύσιν ζην, τουτ’ oστι κατ\ αρετήν ζην». Πραγματικά ανεξάρτητος  άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος πράττει πάντα κατά τη δική του θέληση και τον οποίο κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει. Η ικανοποίηση των επιθυμιών μας δεν πρέπει ούτε να εναποτίθεται στα χέρια κανενός ούτε να μας υποτάσσει σε πράγματα και ανθρώπους. Χωρίς Εξάρτήσεις = Ανεξάρτητοι.

Διογένης και Κυνικοί:  Ο περίφημος Διογένης ο Σινωπεύς (412-323 π.κ.ε.), ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος των Κυνικών, δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ιδρυτής των Κυνικών, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος.

Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι τα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα, εκτός από εκείνο των κυνικών, επιχείρησαν να εναρμονίσουν τις δύο αυτές έννοιες. Μόνο οι κυνικοί απέρριψαν το Νόμο και επιδίωξαν να ζήσουν απλά σύμφωνα με τη φύση. Διότι αντιλήφθηκαν ότι, στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν παρά να αντιμάχονται η μία την άλλη. Εκείνο που είναι φυσικό είναι αντικοινωνικό και ό,τι παραδέχεται η κοινωνία για σωστό δεν ταιριάζει με ό,τι γίνεται στη φύση. Γι’ αυτό και κατ’ επέκταση κάθε πολιτική οργάνωση και μάλιστα η ίδια η αστική ζωή, όπως θα λέγαμε σήμερα, δεν μπορούσαν παρά να είναι αντιφυσικές.

Αριστοφάνης:  Ανεξάρτητη διαμαρτυρία βρίσκουμε και στα τρία αντιπολεμικά έργα του Αριστοφάνη. Στους «Αχαρνής» ο καυστικός κωμωδιογράφος απευθύνει έκκληση στους συμπολίτες του για μαζική πολιτική ανυπακοή ως πίεση για τον τερματισμό του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην «Ειρήνη» οι άνθρωποι του λαού απελευθερώνουν την έγκλειστη σε σπηλιά ειρήνη και βάζουν τέλος στον πολυετεή πόλεμο. Στη «Λυσιστράτη», τέλος, οι γυναίκες όλης της Ελλάδας κηρύσσουν σεξουαλική απεργία ως αντίποινα για τον πόλεμο και αναγκάζουν τους άνδρες σε ειρήνη. Οι πολεμοκάπηλοι και οι πολιτικοί, που «για να βρίσκουν τον τρόπο να κλέβουν / ξεσηκώνουν γι’ αυτό αναμπουμπούλες», μπαίνουν στην άκρη και ο ίδιος ο λαός με επαναστατικό οίστρο παίρνει τη ζωή στα χέρια του και ορίζει τη μοίρα του.

Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή:  Η πολιτεία ήταν που ενέπνευσε την πνευματική της αφρόκρεμα να υμνήσει την ανεξάρτητη φύση του ανθρώπου που εκδηλώνεται πανίσχυρη, όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Ο Σοφοκλής δημιούργησε μια Αντιγόνη που δεν φοβάται να συντρίψει την έπαρση του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος θέλησε να καταπατήσει το φυσικό δίκαιο με μία ανόσια διαταγή (να μείνει άταφος ο Πολυνείκης, αδελφός της Αντιγόνης). Η Αντιγόνη επιλέγει χωρίς δεύτερη σκέψη να υποταγεί στους άγραφους νόμους και να θάψει τον αδελφό της, θυσιάζοντας τη ζωή της. Κι όταν έκπληκτος ο Κρέων τη ρωτά πώς είχε το θράσος να παραβεί τη διαταγή του, εκείνη, πάντα αγέρωχη μα και ανθρώπινη, του απαντά:

[Δεν ήταν ο Δίας που με διέταξε, ούτε η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου, όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους.

Ούτε και πίστευα πως οι δικές σου διαταγές έχουν τόση δύναμη ώστε εσύ, αν και θνητός, να μπορείς να περιφρονείς τους άγραφους κι ακλόνητους νόμους των θεών.

Γιατί αυτοί δεν υπάρχουν μόνο σήμερα και χθες, αλλά από πάντα κι ούτε κανείς γνωρίζει πότε φάνηκαν.

Εγώ λοιπόν, δεν είχα σκοπό από φόβο μπροστά στην έπαρση ενός ανθρώπου, να τους παραβώ και να τιμωρηθώ ενώπιον των θεών.]

Η Αντιγόνη οδηγείται στον θάνατο με ηρωικό μεγαλείο, ενώ ο Κρέων, ολοκληρωτικά συντετριμμένος, απομένει μια άθλια σκιά του εαυτού του, κραυγάζοντας σιωπηλά ότι η σύγκρουση με το άγραφο δίκαιο είναι μονόδρομος που οδηγεί στην καταστροφή.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη θέση πάρτε, για παράδειγμα, δύο διαφορετικά άτομα που έζησαν μια τραγωδία, έναν θάνατο ας πούμε, στον ίδιο τόπο και τον ίδιο χρόνο. Ο καθένας θα διηγηθεί τί συνέβη με διαφορετικό τρόπο, καθένας θα είναι αλλιώτικος στο πώς θα το περιγράψει και στην εντύπωση που θα προκαλέσει, διότι έχει εκ φύσεως διαφορετική ψυχολογία.

Μιλήστε, όμως, στα ίδια άτομα για κάποιο θεμελιώδες κοινωνικό ζήτημα, για τη ζωή ή την κυβέρνηση, και αμέσως θα ακούσετε να εκφέρουν και οι δύο την ίδια γνώμη, την παραδεδεγμένη, αυτήν που επικρατεί γενικά. Γιατί; Διότι όπου ο άνθρωπος αφήνεται ελεύθερος να σκεφτεί και να νιώσει μόνος του, χωρίς να τον εμποδίζουν οι επιβεβλημένοι κοινωνικοί θεσμοί, εμφανίζεται ανεξάρτητος.  Μόλις, όμως, η συζήτηση θίξει ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα των κοινωνικών θεσμών, ο άνθρωπος γίνεται δέσμιος των συμβάσεων, αντιγράφει μιμιδίζει και πιθηκίζει.

Παρατηρήστε τα παιδιά και θα δείτε ότι παρουσιάζουν την πιο μεγάλη ελευθερία τόσο στους τρόπους και στη συμπεριφορά, όσο και στην πνευματική και ψυχική έκφραση, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που πολλές φορές να γίνονται… ενοχλητικά στους μεγάλους. Θα δείτε μια ενσικτώδη τάση για ατομικότητα, ανεξαρτησία, που εκφράζεται με φανερή ή κρυφή περιφρόνηση για τη θέληση των μεγάλων, με την επανάσταση εναντίον της εξουσίας των γονέων και των δασκάλων.

Ολόκληρη η «εκπαίδευση» είναι μια συνεχής διαδικασία που σκοπό έχει την εξάλειψη και τη συντριβή αυτής της τάσης, το ξερίζωμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Και ο μόνος λόγος που οι μεγάλοι δεν είναι έτσι, είναι το γεγονός ότι τους έστειλαν στο σχολείο και σε άλλους καταπιεστικούς θεσμούς οι οποίοι τους ξερίζωσαν κάθε τέτοια τάση.

Aυτή η ιδέα είναι επίσης χαρακτηριστική της κυνικής σκέψης, αλλά και της σκέψης του Κατεργάρη. Για έναν κυνικό το πραγματικό κακό είναι ο νόμος που καλύπτει τα φυσικά δεδομένα, ξεκινώντας από την οικογένεια και καταλήγοντας στο χρήμα, από τη θρησκεία μέχρι το κράτος. Γεννιόμαστε αρσενικά ή θηλυκά ώστε να γίνουμε κάποτε άντρες ή γυναίκες, δεν γεννιόμαστε όμως για να γίνουμε σύμφωνα με τη φύση ούτε σύζυγοι, ούτε χριστιανοί, ούτε πολίτες, ούτε γονείς, πρέπει να εκπαιδευτούμε για να γίνουμε κάτι απ αυτά.

Γινόμαστε ό,τι γίνουμε μόνο με την επίδραση των κοινωνικών νομικών θεσμών και όχι των φυσικών. Γιατί όμως είναι κακοί οι κοινωνικοί θεσμοί; Επειδή ακριβώς πρόκειται για θεσμούς, επειδή δεν είναι φυσικοί. Το κράτος, η πολιτική,  είναι τόσο μηδαμινά κι ασήμαντα όσο οι αγορές και το χρήμα, οι θρησκείες και τα δόγματα είναι τόσο ασήμαντα κι άχρηστα όσο και η οικογένεια και οι παραδόσεις. όλοι οι θεσμοί αυτού του είδους, είναι το ίδιο κακοί και άχρηστοι και παρα φύση, ακριβώς επειδή είναι θεσμοί, επειδή απλώς καλύπτουν και εμποδίζουν τα φυσικά δεδομένα.

Η ιδέα ενός ανθρώπου ανεξάρτητου (όχι ελεύθερου), χωρίς δογματικές προσκολλήσεις, πεποιθήσεις και κολλήματα  δεν χωράει στο μυαλό του ανθρώπου. Κανενός ανθρώπου. Διάφορα  email που λαμβάνω εδώ στο terrapapers (όχι μόνον εγώ) περιλαμβάνουν και την εξής φράση: «Διαβάζω με προσοχή πολύ τα κείμενά σας, παρ’ όλο που ιδεολογικά βρίσκομαι στην άλλη πλευρά και δεν μπορείτε να με πείσετε με τα επιχειρήματα σας» σε οποιοδήποτε κείμενο κι αν απευθύνονται.

Σκέφτομαι να ρωτήσω σε ποια πλευρά είναι ο αναγνώστης μου, μπας και ανακαλύψω σε ποια πλευρά, είμαι κι εγώ. Διότι δεν νιώθω να «ανήκω» σε κάποια πλευρά ή να πιστεύω σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ιδεολογία. Είμαι σίγουρη πως δεν πιστεύω σε τίποτε απολύτως, διότι ένα θέμα το γνωρίζεις, ή δεν το γνωρίζεις , είσαι βέβαιος για κάτι ή δεν είσαι.

Μπορείς ένα θέμα να το ερευνάς να το αναλύεις και να μην έχεις ακόμη καθαρή άποψη, μέχρι που κατασταλάζεις κάπου, για να συνεχίσεις την έρευνα και να έρθουν τα πάνω κάτω, να ξαναγυρίσεις στην αρχή, αλλά με περισσότερη γνώση και πιο καθαρή αντίληψη … Άλλωστε Αναλύω σημαίνει Αποσυνθέτω. Αυτό γίνεται τόσο συχνά που καταλήγει να είναι σχεδόν το μοναδικό σταθερό δεδομένο. Ανασυνθέτω σημαίνει γνωρίζω πολύ καλά τις λέξεις που χρησιμοποιώ, τους ορισμούς και τις αμφισημίες τους, διαφορετικά καταλήγει να μπερδεύει την λέξη «ανεξαρτησία» με την λέξη «ελευθερία» και την ελευθερία με την ελευθεριότητα. Με αυτό το μπέρδεμα «ορισμών των λέξεων» καταλήγουμε να θεωρούμε Ανεξαρτησία τους λογής- λογής – ισμούς (κομμουνισμό, χριστιανισμό, αναρχισμό, φασισμό κλπ) ενώ κάθε τέτοιο σύστημα είναι το ακριβώς αντίθετο εξάρτηση και φυλακή.

Τί θέλει λοιπόν ένας Κατεργάρης, ένας Ανεξάρτητος άνθρωπος; Ανεξαρτησία θέλει – ανεξαρτησία για τον εαυτό του και για τους άλλους. Θέλει να απελευθερωθεί από την επίδραση και την καταπίεση των κοινωνικών, παγ(ι)ωμένων θεσμών, θέλει να είναι ανεξάρτητος σαν τότε που ήταν παιδί, τόσο ανεξάρτητος  όσο χρειάζεται να είναι στην πραγματικότητα σε όλη του τη ζωή και αυτή την ανεξαρτησία την θέλει και για τον εαυτό του και για τους άλλους.

Είναι σαφές λοιπόν ότι οι αντιλήψεις και οι στόχοι των κυνικών ταυτίζονται με εκείνες των ανεξάρτητων ανθρώπων. Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί εδώ για ακόμη μια φορά, δεν είναι τόσο το γεγονός ότι οι διαφορετικές μεταξύ τους φιλοσοφικές αντιλήψεις ταυτίζονται με εκείνες των κυνικών, αλλά, αντίθετα, ότι ο κυνικός, δηλαδή η συνειδητή ή ασυνείδητη φιλοδοξία των ανθρώπων για ανεξαρτησία, διατρέχει λίγο-πολύ όλη την ιστορία της φιλοσοφίας.

Δεν πρόκειται απλώς για τη διάδοση μιας ιδέας, για ένα ακόμη εγωιστικό meme, μα είναι περισσότερο ένα φυσικό γεγονός γι αυτό και είναι το μόνο ιδανικό για έναν Κατεργάρη.

Λεξησαφήνιση για να αντιληφθείς την σύγχυση και μην ξεχνάς πως η σύγχυση είναι ο ορισμός της ηλιθιότητας.

Aνεξαρτησία η [aneksartisía]: η κατάσταση ή η ιδιότητα του ανεξάρτητου, η έλλειψη εξάρτησης ή, γενικότερα, οποιασδήποτε δέσμευσης· (πρβ. ελευθερία): Εθνική / κοινωνική / πολιτική / οικονομική / ιδεολογική ~. Ο αγώνας για την ~ του έθνους / του λαού. ~ σκέψης / γνώμης. Θέλει την ~ του, γι΄ αυτό και δεν παντρεύεται. [λόγ. ανεξάρτη(τος) -σία μτφρδ. γαλλ. indépendance]

Eλευθερία η [elefthería]: η απουσία περιορισμού, η ιδιότητα ή η κατάσταση εκείνου που δεν εμποδίζεται ή δε δεσμεύεται από κανέναν εξωτερικό ή εσωτερικό παράγοντα: Εσωτερική / εξωτερική ~. Aπόλυτη ~. Tο αγαθό της ελευθερίας. H ~ σκέψης / δράσης. || H ~ της βούλησης (ενός ατόμου), η ικανότητά του να αποφασίζει και να ενεργεί ανεξάρτητα από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό παράγοντα. || (ειδ.) ό,τι οι νόμοι επιτρέπουν να πράττει ή να μην πράττει κάποιος: Aστικές / πολιτικές / ατομικές ελευθερίες. Θρησκευτική / προσωπική ~. Οι ελευθερίες του ατόμου / του πολίτη. ~ λόγου. ~ του τύπου. Aκαδημαϊκές* ελευθερίες. || (για κράτη, έθνη) η μη εξάρτηση από την εξουσία ή την κυριαρχία άλλου κράτους· λευτεριά. ANT δουλεία, σκλαβιά: Εθνική ~. ~ ή θάνατος*. H ~ των λαών. || Tο δέντρο της Ελευθερίας. Tο άγαλμα της Ελευθερίας, στη Nέα Yόρκη.

Eλευθεριάζω [eleftheriázo]: ζω, συμπεριφέρομαι με τρόπο που ξεπερνά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις μιας κοινώς αποδεκτής ηθικής, λογικής, που δεν είναι σύμφωνος με τα χρηστά ήθη: Ελευθερίαζε ως προς την τήρηση των εντολών, αλλά δεν ήταν και άκρατος οινοπότης. [λόγ. < αρχ. "ἐλευθεριάζω πράττω όπως ταιριάζει σε ανήθικο ελευθέριο" σημδ. γαλλ. libertiner]

Eλευθεριάζων -ουσα -ον [eleftheriázon]: (λόγ.) που ξεπερνά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις μιας κοινώς αποδεκτής ηθικής, που δεν είναι σύμφωνος με τα χρηστά ήθη· (πρβ. ελευθέριος): Ελευθεριάζοντα ήθη. Ελευθεριάζουσες απόψεις / συνήθειες. Ελευθεριάζουσα συμπεριφορά.  [λόγ. μεε. του ελευθεριάζω]

Eλευθέριος -α -ο [elefthérios]: (λόγ.) 1. Ελευθέρια ήθη, που ρέπουν προς την ακολασία και τη φιληδονία· (πρβ. ακόλαστος, έκλυτος): Γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη. 2. Ελευθέριο επάγγελμα: α. (παρωχ.) για επιστημονικό, συγγραφικό ή καλλιτεχνικό επάγγελμα, όταν ασκείται ατομικά. β. ελεύθερο επάγγελμα: Γιατροί, δικηγόροι και άλλα ελευθέρια επαγγέλματα. [λόγ. < αρχ. ἐλευθέριος "που πράττει όπως ταιριάζει σε ελεύθερο" σημδ.: 1: γαλλ. libertin· 2: γαλλ. (profession) liberale]

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου