«Η κότα έκανε το αυγό; Ή το αυγό τη κότα;». Αυτή η παραλλαγή του θεμελιώδους ερωτήματος του, « ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος είναι εκείνος που έφτιαξε το Θεό;» Απασχόλησε τους φιλοσόφους σε όλο το πέρασμα της ιστορίας. Ανάμεσα στους χιλιάδες φιλόσοφους που ασχολήθηκαν συστηματικά με το ζήτημα αυτό και ο Γερμανός Λουδοβίκος Φόιερμπαχ που έζησε και έδρασε το 19ο αιώνα. Ασχολήθηκε κυρίως με τη έννοια της θρησκείας και το πώς συνειδητοποιεί ο άνθρωπος τον θεό.
Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1804 στο Λάντσχουτ της Βαυαρίας. Σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο της Χαιδελβέργης και στη συνέχεια βρέθηκε στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα του Χέγκελ, από τον οποίο έμεινε κυριολεκτικά έκθαμβος. Η ρήξη ωστόσο με τον δάσκαλό του επήλθε πολύ νωρίς και εκφράστηκε στις Σκέψεις για τον θάνατο και την αθανασία, δοκίμιο το οποίο του στέρησε την πανεπιστημιακή καριέρα, λόγω της έντονης αντιχριστιανικής θέσης που υιοθετούσε ότι αθάνατη είναι η ανθρωπότητα, όχι το κάθε άτομο ξεχωριστά. Μέσα στην περίοδο της απομόνωσης στην οποία είχε επέλθει ο Φόιερμπαχ κατάφερε να διδάξει για ένα έτος μετά από πρόσκληση από τον σύλλογο επαναστατών σπουδατών της Χαιδελβέργης. Στην υπόλοιπη ζωή του έζησε μόνος, διαχωρισμένος και κάτω από άθλιες οικονομικές συνθήκες. Βασικά του έργα ήταν: Σκέψεις για τον θάνατο και την αθανασία (1830), Περί κριτικής της φιλοσοφίας του Χέγκελ (1839), Η ουσία του Χριστιανισμού (1841), Η ουσία της Θρησκείας (1845), και Μαθήματα Περί της ουσίας της Θρησκείας (1851).
Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ
Αιώνιο ερώτημα της φιλοσοφίας είναι η κατάκτηση της γνώσης, της λειτουργίας και των μυστηρίων του σύμπαντος. Το μεγάλο διακύβευμα ήταν ο τρόπος που θα φτάσουμε σε αυτά τα συμπεράσματα. Από την αρχαιότητα παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής σκέψης ήταν διαλεκτικό. Οι φιλόσοφοι πάνω στην επίλυση των διαφόρων προβλημάτων κατανόησαν και δέχτηκαν την ύπαρξη μιας ευρύτερης σύνδεσης των διαφόρων αντικρουόμενων ερμηνειών του εκάστοτε προβλήματος, οι οποίες εμφανίζονταν με τη μορφή ενός διπόλου. Οι φιλόσοφοι αυτοί κατέθεταν τις απόψεις τους υπέρ του ενός ή του άλλου πόλου, έχοντας την αίσθηση πως ο ένας δεν υφίσταται χωρίς τον άλλον.
Πάνω στην προσπάθεια για την κατανόηση της ύπαρξης, δημιουργήθηκαν δύο αντίπαλες θεωρητικές τάσεις, ο ιδεαλισμός και ο υλισμός. Η διαμάχη αυτή των δύο ιστορικών φιλοσοφικών τάσεων ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα με μια ενδιάμεση κορύφωση την γερμανική φιλοσοφία του 18ου αιώνα. Κύριοι εκφραστές του ιδεαλισμού και του υλισμού αποτελούν οι Πλάτωνας, Χέγκελ και οι Δημόκριτος, Μαρξ αντίστοιχα.
Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι θεωρούν ότι η συνείδηση (το πνεύμα, η νόηση) προϋπήρξε χρονικά της ύλης. Η απάντηση δηλαδή του ιδεαλισμού στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας είναι ότι ο υλικός κόσμος παράγεται και εξαρτάται από το πνεύμα, το μη-υλικό, το ιδεατό το οποίο και θεωρείται ως το καθοριστικό. Σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό, οι υλιστές φιλόσοφοι θεωρούν ότι η ύλη είναι το πρωτεύον χρονικά και η συνείδηση το δευτερεύον (παράγωγο της ύλης). Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η ύλη υπάρχει ανεξάρτητα από την συνείδηση, είναι άφθαρτη, αιώνια και δεν είναι δημιούργημα κανενός.
Αντλώντας γνώση από ιστορικές πηγές σημειώνουμε ότι οι πρώτοι υλιστές ήταν οι Ίωνες οι οποίοι αντικατέστησαν την έννοια του θεού με τα φυσικά φαινόμενα. Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι Θαλής και ο Ηράκλειτος οι οποίοι εισήγαγαν την μονιστική θεωρία, ότι δηλαδή η βάση και η αρχή του υπαρκτού κόσμου δεν είναι το πνεύμα αλλά ένα υλικό στοιχείο από το οποίο προέρχονται όλα τα άλλα. Για το μεν Θαλή το νερό, για το δε Ηράκλειτο η φωτιά. Ο τελευταίος να σημειώσουμε πως θεωρείται ο θεμελιωτής της διαλεκτικής. Υποστήριξε ότι τα «πάντα ρει», δηλαδή ότι η άποψη μας δεν μπορεί να είναι σταθερή γιατί όλα μεταβάλλονται συνεχώς. Ο Δημόκριτος θεμελίωσε την ατομική θεωρία ότι η ύλη αποτελείται από κενό και σωματίδια, τα άτομα όπως και ο επίκουρος ο οποίος επίσης είναι ο θεμελιωτής του «ηθικού» υλισμού, δηλαδή της ισότητας των ανθρώπων ανεξαιρέτως φύλλου, φυλής, χρώματος κτλ στα αγαθά, στη γνώση, στη ζωή γενικότερα.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού και του σκοταδισμού για εκατοντάδες χρόνια το φιλοσοφικό κίνημα εξαφανίζεται βιαίως και επανέρχεται στο προσκήνιο το 18 αιώνα. Ο ίδιος ο Φόιερμπαχ εξαντλεί όλη του την θεωρία και ρητορική πάνω στη πολεμική του εναντίον της έννοιας του θεού συνεπώς και του χριστιανισμού αποκηρύττοντας ουσιαστικά την κυρίαρχη ιδεολογία που ήταν ο ιδεαλισμός. Την φιλοσοφία του υλισμού έρχονται να ολοκληρώσουν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Έγκελς μέσω της θεωρίας της πράξης. Αφού είδαν ότι ο ιδεαλισμός έχει άλυτα αδιέξοδα στο να εξηγήσει κάποια ιστορικά φαινόμενα κλπ. “αναποδογύρισαν” το σύστημα αυτό, το στήριξαν στα πόδια του, στην ύλη και το έκαναν διαλεκτικό υλισμό.
Στον αντίποδα, κύριοι εκπρόσωποι του ιδεαλισμού μεταξύ άλλων είναι : ο Πλάτωνας ο οποίος θεωρείτε πατέρας του ιδεαλισμού. Για τον Πλάτωνα πραγματικός κόσμος είναι ο υπεραισθητός κόσμος των ιδεών ο υλικός κόσμος είναι για αυτόν κόσμος σκιών χλωμή αντανάκλαση των ιδεών. Σημαντική η προσπάθεια του Καντ που αναπροσδιορίστηκε ως μια πρώτη προσπάθεια φιλοσοφικής αυτογνωσίας. Ο Καντ προσπάθησε να διαγράφει τα όρια του φιλοσοφικού λόγου, τις δυνατότητες του, τις αρμοδιότητες του. Ο Καντ έδειξε στον άνθρωπο την παγκοσμιότητα των σκέψεων του, αλλά εξαφάνισε τον κόσμο. Τέλος ο Χέγκελ “πάτησε” πάνω στους Φίχτε και Σέλλινγκ και “ξεπέρασε” τον Καντ και παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο λογικό σύστημα φιλοσοφίας, τον διαλεκτικό ιδεαλισμό με απόψεις για τα πάντα: το κράτος, την κοινωνία, την ιστορία, τη γνώση, τη νόηση. Το πιο σημαντικό μέρος της φιλοσοφίας του ήταν η θεμελίωση της διαλεκτικής μεθόδου. Με απλά λόγια, ο Χέγκελ έδειξε πώς ακριβώς σκέφτεται το ανθρώπινο μυαλό, το πώς λειτουργεί η φύση, η σκέψη, όλα. Αυτό που τον έκανε ιδεαλιστή, ήταν ότι “πατούσε” πάνω σε όλη την κυρίαρχη ας το πούμε σκέψη των προηγούμενων εποχών θεωρούσε δεδομένο ότι υπάρχει θεός και δυνάμεις ανώτερες πνευματικές. Ο Χέγκελ βέβαια σαν προοδευτικός που ήταν δεν έλεγε “θεός” αλλά “ παγκόσμιο πνεύμα”. Αυτό ήταν το κοινό υπόστρωμα στα πάντα και την ύλη τη θεωρούσε κατώτερη, άψυχη, κατευθυνόμενη απ’ αυτό το παγκόσμιο πνεύμα. Που δεν πρέπει να το φανταζόμαστε έτσι, αλλά κάτι σαν τη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων παντρεμένη με τους νόμους της φύσης, σε μια ενότητα που προϋπήρχε του ανθρώπου.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΦΟΙΕΡΜΠΑΧ
Ο Φόιερμπαχ όπως είπαμε παραπάνω διατέλεσε μαθητής του ίδιου του Χέγκελ. Αρχικά ενθουσιάστηκε και εντρύφησε στην εγελιανή διδασκαλία. Ο Φόιερμπαχ αν και ήταν από πιο προοδευτικούς μαθητές του και ενώ κατέληξε στον υλισμό δεν κατάφερε ποτέ να αποτάξει τα ιδεαλιστικά στοιχεία από τον δάσκαλο του.
Ο Φόιερμπαχ δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ύπαρξη του θεού όσο για τη διαδικασία της διαμόρφωσης της ιδέας του θεού στην ανθρώπινη σκέψη και όλη του η φιλοσοφία μπορεί να συνοψιστεί στο ακόλουθο απόφευγα: δεν είναι ο θεός αυτός που δημιουργεί τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος είναι εκείνος που δημιουργεί τον θεό. Ο Θεός καθώς είναι μεταφυσικός, είναι η νόηση που ικανοποιείται από τον εαυτό της, ή και το αντίθετο: η νόηση που ικανοποιείται από τον εαυτό της, η νόηση που θεωρεί τον εαυτό της ως απόλυτο ον είναι ο Θεός καθώς είναι μεταφυσικός. Όλοι οι μεταφυσικοί προσδιορισμοί του θεού είναι, επομένως, πραγματικοί προσδιορισμοί, αν αναγνωρίζονται ως προσδιορισμοί της σκέψης.
Ο Φόιερμπαχ λέει ότι όπως σκέπτεσαι τον Θεό έτσι σκέφτεσαι και τον ίδιο σου τον εαυτό. Το μέγεθος του Θεού σου είναι το μέγεθος της νόησής σου. Αν σκέπτεσαι τον θεό περιορισμένο, τότε και η νόησή σου είναι περιορισμένη. Αν σκέπτεσαι ότι ο θεός είναι απεριόριστος τότε και η νόησή σου δεν έχει όρια. Αν δηλαδή σκέπτεσαι τον Θεό ως ένα υλικό ον δεν μπορείς να σκεφτείς τον εαυτό σου χωρίς σώμα. Η νόηση είναι ασύγκριτη επειδή είναι η πηγή όλων των συγκρίσεων, είναι απροσμέτρητη, επειδή είναι το μέτρο όλων των μέτρων. Δεν μπορεί να υποταχθεί σε κανένα ανώτερο ον, σε κανένα είδος, επειδή αυτή η ίδια είναι η αρχή κάθε υποτέλειας, υποτάσσει στον εαυτό της όλα τα πράγματα και όλα τα όντα. Οι ορισμοί για τον θεό ως το ον στο οποίο είναι όλα τα χαρακτηριστικά που διαθέτει, έτσι ώστε σε αυτόν κατηγορούμενο και υποκείμενο είναι στο ίδιο πράγμα. Όλοι αυτοί οι ορισμοί είναι επομένως μονάχα έννοιες που έχουν αφαιρεθεί απ’ την ουσία της νόησης.
Κάθε θρησκεία αντιπροσωπεύει μια μορφή αποξένωσης, μια πραγματική παθολογία του πνεύματος, εξαιτίας της οποίας ο άνθρωπος προβάλει την ανθρωπιά του έξω από τον εαυτό του, δημιουργώντας ασυνείδητα ένα είδωλο στο οποίο μετά υποτάσσεται. Κάθε πρόοδος στον θεολογικό τομέα μεταμορφώνεται σε μια αντίστοιχη περιφρόνηση της ανθρωπότητας. Ο αθεϊσμός γίνεται επομένως ένα ηθικό χρέος του ανθρώπου που έχει ξαναβρεί τον εαυτό του. Πρέπει να μεταμορφώσουμε τους ανθρώπους, από φίλους του θεού σε φίλους του ανθρώπου, από ανθρώπους που πιστεύουν σε ανθρώπους που σκέπτονται. Από υποψήφιους της μεταθανάτιας ζωής σε μελετητές της παρούσας ζωής. Η θρησκευτική αγάπη είναι αντί-φύση.
Η θρησκεία είναι ο διαχωρισμός του ανθρώπου από τον εαυτό του. Ο Θεός είναι το άπειρο ον, ο άνθρωπος είναι το πεπερασμένο, ο Θεός είναι τέλειος, ο άνθρωπος είναι ατελής, ο Θεός είναι αιώνιος, ο άνθρωπος εφήμερος, ο Θεός είναι παντοδύναμος, ο άνθρωπος αδύναμος. Στο σύνολο των πραγμάτων δηλαδή ο άνθρωπος είναι ο αρνητικός πόλος, το σύνολο όλων των ευτελιών. Αυτή η δυσαρμονία ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο από την οποία προέρχεται η θρησκεία είναι μια δυσαρμονία του ανθρώπου με την ύπαρξή του. Διαχωρισμός υπάρχει μόνο ανάμεσα σε όντα που βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους, δηλαδή μόνο αυτό που είναι ενωμένο μπορεί να διαχωριστεί. Επομένως, αυτό το ον δεν είναι τίποτε άλλο από τη νοημοσύνη, τη λογική ή την ευφυΐα. Ο Θεός καθώς γίνεται αντιληπτός ως το αντίθετο άκρο του ανθρώπου είναι το ον που αντικειμενοποιείτε από τη νόηση. Το θεϊκό όν αγνό, τέλειο, χωρίς ελαττώματα είναι η αυτεπίγνωση της νόησης, τελειότητάς της.
Ο ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΙΕΡΜΠΑΧ
Η πορεία της εξέλιξης του Φόιερμπαχ είναι η πορεία ενός –αν και ποτέ βέβαια ορθόδοξου– χεγκελιανού προς τον υλισμό, μια εξέλιξη, που σε μια ορισμένη βαθμίδα απαιτεί μια ολοκληρωτική ρήξη με το ιδεαλιστικό σύστημα του πρόδρομού του. Με ακαταμάχητη δύναμη επιβάλλεται σ’ αυτόν τελικά η άποψη πως η χεγκελιανή προκοσμική ύπαρξη της «απόλυτης ιδέας», η «προΰπαρξη των λογικών κατηγοριών» πριν από τον κόσμο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα φανταστικό υπόλειμμα της πίστης σε κάποιον έξωκοσμικό δημιουργό. Πως ο υλικός κόσμος που τον αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, όπου ανήκουμε και μείς οι ίδιοι, είναι ο μοναδικός πραγματικός κόσμος και πως η συνείδηση μας και η νόηση μας, όσο υπεραισθητές και αν φαίνονται, είναι προϊόντα ενός υλικού σωματικού οργάνου, του εγκέφαλου. Η ύλη δεν είναι γέννημα του πνεύματος μα το ίδιο το πνεύμα είναι το ανώτατο προϊόν της ύλης. Αυτό φυσικά είναι ολοκάθαρος υλισμός. Φθάνοντας ως εδώ ο Φόιερμπαχ σταματάει απότομα. Δεν μπορεί να ξεπεράσει τη συνηθισμένη φιλοσοφική προκατάληψη, την προκατάληψη όχι ενάντια στο πράγμα μα ενάντια στο όνομα υλισμός. Και λέει:
«Ο υλισμός για μένα είναι η βάση του οικοδομήματος της ανθρώπινης ύπαρξης και γνώσης. Μα για μένα δεν είναι αυτό που είναι για το φυσιολόγο, το φυσιοδίφη με τη στενότερη έννοια, λ.χ. τον Μολεσότ, που μάλιστα από την άποψη του και το επάγγελμα του είναι γι’ αυτόν αναγκαστικά το ίδιο το οικοδόμημα. Προς τα πίσω συμφωνώ απόλυτα με τους υλιστές, μα όχι και προς τα μπρος».
Εδώ ο Φόιερμπαχ ταυτίζει τον υλισμό, που είναι μια γενική κοσμοθεωρία που στηρίζεται σε μια ορισμένη αντίληψη για τη σχέση της ύλης με το πνεύμα, με την ειδική μορφή, που η κοσμοθεωρία αυτή εκφράστηκε σε μια ορισμένη ιστορική βαθμίδα, δηλαδή το 18ο αιώνα. Και κάτι παραπάνω, την μπερδεύει με τη ρηχή, την αγοραία μορφή, που μ’ αυτή εξακολουθεί να υπάρχει ως τα σήμερα στα μυαλά των φυσιοδιφών και των γιατρών ο υλισμός του 18ου αιώνα και που διαλαλήθηκε από τον Μπίχνερ, το Φογκτ και το Μολεσότ την πέμπτη δεκαετία του αιώνα μας. Μα, όπως ο ιδεαλισμός πέρασε μέσα από μια σειρά βαθμίδες στην εξέλιξη του, έτσι και ο υλισμός. Με κάθε ανακάλυψη που άφηνε εποχή, ακόμα και στην περιοχή των φυσικών επιστημών, έπρεπε να αλλάζει τη μορφή του και από τότε που μπήκε και η ιστορία κάτω από την υλιστική αντιμετώπιση, άνοιξε και δω ένας καινούργιος δρόμος στην εξέλιξη.
Ο υλισμός του προηγούμενου αιώνα είταν κατά πρώτο λόγο μηχανιστικός, γιατί τότε από όλες τις φυσικές επιστήμες, μόνο η μηχανική και μάλιστα μόνο των στερεών –ουράνιων και γήινων– σωμάτων, με λίγα λόγια, η μηχανική της βαρύτητας είχε φτάσει σε μια κάποια τελειότητα. Η χημεία βρισκόταν μόνο στην παιδική της, τη φλογιστική μορφή. Η βιολογία βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα, ο φυτικός και ζωικός οργανισμός εξεταζόταν μόνο χονδρικά και τον εξηγούσαν με καθαρά μηχανιστικά αίτια. Όπως για τον Καρτέσιο το ζώο, έτσι και για τους υλιστές του 18ου αιώνα ο άνθρωπος ήταν μια μηχανή. Η αποκλειστική αυτή χρησιμοποίηση της μηχανικής σαν υπόδειγμα σε φαινόμενα που η φύση τους είναι χημική η οργανική και που σ’ αυτά οι νόμοι της μηχανικής εξακολουθούν βέβαια να ισχύουν, μα σπρώχνονται στο πίσω πλάνο από άλλους ανώτερους νόμους, αποτελεί τον πρώτο, μα για την εποχή του αναπόφευκτο, περιορισμό του κλασικού γαλλικού υλισμού.
Ο δεύτερος ειδικός περιορισμός του υλισμού αυτού βρισκόταν στην ανικανότητα του να αντιληφθεί τον κόσμο σαν μια προοδευτική κίνηση, σαν ύλη που την αντιλαμβανόμαστε μέσα σε μια ιστορική προοδευτική διαμόρφωση. Αυτό αντιστοιχούσε στην τοτινή κατάσταση της φυσικής επιστήμης και στον μεταφυσικό, δηλαδή, τον αντιδιαλεκτικό τρόπο που φιλοσοφούσαν και που συνδέεται με την κατάσταση αυτή. Τη Φύση, αυτό το ήξεραν, την αντιλαμβάνονταν σε αιώνια κίνηση. Μα η κίνηση αυτή, σύμφωνα με την τοτινή αντίληψη, γινόταν παρόμοια αιώνια πάνω σε ένα κύκλο και, κατά συνέπεια, δεν μετακινούνταν ποτέ από τον τόπο της. Δημιουργούσε ολοένα τα ίδια ξανά και ξανά φαινόμενα. Η αντίληψη αυτή ήταν τότε αναπόφευκτη. Η καντιανή θεωρία για τη γένεση του ηλιακού συστήματος μόλις τότε είχε διατυπωθεί και την θεωρούσαν ακόμα απλό μόνο αξιοπερίεργο. Η ιστορία για την εξέλιξη της Γης, η γεωλογία, ήταν ακόμα ολότελα άγνωστη, και η αντίληψη πως τα σημερινά ζωντανά όντα είναι το αποτέλεσμα μιας μακριάς σειράς εξέλιξης από το πιο απλό στο πιο πολύπλοκο, δεν μπορούσε τότε γενικά να διατυπωθεί επιστημονικά. Η μη-ιστορική αντίληψη για τη Φύση ήταν λοιπόν αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους φιλοσόφους του 18ου αιώνα γι’ αυτό, τη στιγμή που την βρίσκουμε και στο Χέγκελ. Γι’ αυτόν η Φύση, σαν απλή «εξωτερίκεψη» της ιδέας, δεν είναι ικανή για εξέλιξη μέσα στο χρόνο, είναι ικανή μόνο να απλώσει την ποικιλομορφία της στο χώρο, έτσι που παρουσιάζει όλες τις βαθμίδες που περιέχονται σ’ αυτή ταυτόχρονα, πλάι τη μια στην άλλη και είναι καταδικασμένη αιώνια να επαναλαμβάνει την ίδια πάντοτε κίνηση. Και αυτόν τον παραλογισμό μιας ανάπτυξης στο χώρο, μα έξω από το χρόνο –που αποτελεί το βασικό όρο της εξέλιξης– τον φορτώνει ο Χέγκελ στη Φύση την ίδια ίσα-ίσα εποχή που η γεωλογία, η εμβρυολογία, η βιολογία των φυτών και των ζώων και η οργανική χημεία είχαν διαμορφωθεί και όπου από παντού ξεπηδούσαν, πάνω στη βάση των καινούργιων αυτών επιστημών, μεγαλοφυείς διαισθήσεις για την κατοπινή εξελικτική θεωρία (λ.χ., Γκαίτε και Λαμάρκ)
Ο Φόιερμπαχ αρνήθηκε τη φιλοσοφία ολόκληρη και ταυτόχρονα προέκτεινε και ολοκλήρωσε την ανάλυση των πορισμάτων της: έδειξε ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε άλλο από τη μεταφορά της θρησκείας στο πεδίο της λογικής αφαίρεσης και της σκέψης και τόνισε ότι την περιμένει το ίδιο τέλος. Στη θρησκεία, για τον Φόιερμπαχ, ο άνθρωπος απογυμνώνεται από την ίδια. του την ουσία, τη μεταφέρει έξω από αυτόν και υποτάσσεται σ’ αυτή, σαν σε μια ξένη δύναμη που τον εξουσιάζει. Ταυτόχρονα όμως μέσω της αλλοτρίωσης αυτής, αποκτά συνείδηση του πραγματικού του εαυτού, της πραγματικής του δύναμης και αξίας. Μεταφέροντας τον ειδητικό του εαυτό στον ουρανό, αποχωρίζοντας τον από τη συγκεκριμένη, άθλιά του καθημερινή ύπαρξη, αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του. Αν ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη θρησκεία αυτό συμβαίνει γιατί η ουσία του συγκρούεται με την ύπαρξή του, γιατί ως άτομο στον καθημερινό βίο έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη αυθεντικότητα του. «Στόχος μας», λέει στην Ουσία του Χριστιανισμού, «είναι να δείξουμε ότι η διάκριση θείου και ανθρώπινου δεν είναι παρά αυταπάτη, δεν είναι παρά η διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο ως ουσία και στο άτομο». Δεν πρόκειται λοιπόν να αρνηθεί ο άνθρωπος στη θρησκεία κάθε αλήθεια και σημασία άλλα να κατανοήσει την πραγματική της σημασία, να την δει σαν συμβολική λύτρωσή του από το ατομικό και κοινωνικό του δράμα. Η αναζήτηση μιας απατηλής ισορροπίας πρέπει να αντικατασταθεί από την πραγματική ισορροπία εδώ και τώρα.
Ο Φόιερμπαχ, είναι «υλιστής» θέλει την κατάφαση στον πλούτο και τη χαρά του αισθητού κόσμου, την αποκατάσταση της «Φύσης» στον άνθρωπο και του ανθρώπου στη «Φύση». «Οι ιδέες δεν μπορούν ποτέ να μας πάνε πέρα από μια παλιά τάξη πραγμάτων• μπορούν μόνο να μας πάνε πέρα από τις ιδέες της παλιάς τάξης πραγμάτων. Οι ιδέες δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν τίποτα. Για να πραγματοποιηθούν οι ιδέες χρειάζονται άνθρωποι που να χρησιμοποιήσουν μια υλική δύναμη». Γι’ αυτό το κλειδί για την κατανόηση της διαλεκτικής κίνησης της ιστορίας δε βρίσκεται στις διαδοχικές μορφές που περνά το πνεύμα στην πορεία προς την ολοκλήρωση του αλλά στις διαδοχικές φάσεις που περνά ο κοινωνικός άνθρωπος στην πάλη του για τη διαμόρφωση της ζωής του, στην ιστορική του Πράξη.
Ο πραγματικός ιδεαλισμός του Φόιερμπαχ παρουσιάζεται μόλις φτάσουμε στη φιλοσοφία του για τη θρησκεία και στην ηθική. Δεν θέλει με κανένα τρόπο να καταργήσει τη θρησκεία, θέλει να την τελειοποιήσει. Η ίδια η φιλοσοφία πρέπει να απορροφηθεί από τη θρησκεία.
«Οι περίοδες της ανθρωπότητας ξεχωρίζουν η μια από την άλλη μόνο με θρησκευτικές αλλαγές. Μόνο τότε ένα ιστορικό κίνημα είναι βασικό, όταν εισχωρεί ως την καρδιά του ανθρώπου. Η καρδιά δεν είναι μια μορφή της θρησκείας, έτσι όπως αύτη θα έπρεπε να υπάρχει στην καρδιά, η καρδιά είναι η ουσία της θρησκείας».
Η θρησκεία, σύμφωνα με το Φόιερμπαχ, είναι η αισθηματική σχέση, η σχέση της καρδιάς ανάμεσα σε άνθρωπο με άνθρωπο, που ως τώρα ζητούσε την αλήθεια της σε ένα φανταστικό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας –στη μεσολάβηση ενός ή πολλών θεών, φανταστικό αντικαθρέφτισμα ανθρώπινων ιδιοτήτων– που τώρα όμως την βρίσκει άμεσα και χωρίς μεσολάβηση στην αγάπη ανάμεσα στο Εγώ και το Εσύ. Και έτσι τελικά, στον Φόιερμπαχ ο σεξουαλικός έρωτας γίνεται μια από τις πιο ανώτερες, αν όχι η ανώτατη μορφή άσκησης της νέας του θρησκείας.
Η μοναδική θρησκεία που ο Φόιερμπαχ εξετάζει σοβαρά είναι ο χριστιανισμός, η παγκόσμια θρησκεία της Δύσης, που βασίζεται στο μονοθεϊσμό. Αποδείχνει πως ο χριστιανικός θεός είναι μόνο η φανταστική αντανάκλαση, το αντικαθρέφτισμα του ανθρώπου. Αυτός όμως ο θεός είναι και ο ίδιος προϊόν μιας μακρόχρονης αφαιρετικής διαδικασίας, η συμπυκνωμένη πεμπτουσία των προγενέστερων πολλών θεών που είχαν τα γένη και τα έθνη. Αντίστοιχα και ο άνθρωπος, που εικόνα του είναι τούτος ο θεός, δεν είναι πραγματικός άνθρωπος μα παρόμοια και αυτός η πεμπτουσία των πολλών πραγματικών ανθρώπων, αφηρημένος άνθρωπος, και κατά συνέπεια μια ιδεατή και αυτός εικόνα. Ο ίδιος ο Φόιερμπαχ, που σε κάθε σελίδα κηρύττει την αισθητικότητα, την απορρόφηση από το συγκεκριμένο και την πραγματικότητα, γίνεται πέρα-πέρα αφηρημένος μόλις αρχίσει να μιλάει για οτιδήποτε άλλο πιο έξω από την σεξουαλική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους.
ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΥΕΡΜΠΑΧ
1) Η κυριότερη ατέλεια όλου του υλισμού ως τώρα –βάζοντας μαζί και το φοϊερμπαχικό– είναι πως το αντικείμενο, η πραγματικότητα, ο αισθητός κόσμος, γίνεται αντιληπτός μόνο με τη μορφή του αντικειμένου ή της άμεσης παράστασης ( Anschauung), όχι όμως σαν ανθρώπινη υλική δραστηριότητα ή σαν πράξη, όχι υποκειμενικά. [Γι’ αυτό συνέβηκε ώστε η ενεργητική πλευρά, σε αντίθεση με τον υλισμό, να έχει αναπτυχθεί από τον ιδεαλισμό –μα μόνο αφηρημένα, γιατί βέβαια ο ιδεαλισμός δεν γνωρίζει την πραγματική, τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σαν τέτοια].Ο Φόιερμπαχ θέλει υλικά, διαφοροποιημένα από τα ιδεατά, αντικείμενα, μα δεν αντιλαμβάνεται την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα σαν δραστηριότητα πάνω σε αντικείμενα. Κατά συνέπεια, στην Ουσία του Χριστιανισμού βλέπει τη θεωρητική στάση σαν τη μοναδική γνήσια ανθρώπινη, ενώ την πράξη την αντιλαμβάνεται με τη βρόμικη-εβραϊκή της μορφή εκδήλωσης. Δεν καταλαβαίνει, κατά συνέπεια, τη σημασία της «επαναστατικής», της «πρακτικο-κριτικής» δράσης.
2) Το ζήτημα, αν στην ανθρώπινη σκέψη μπορεί να αποδοθεί αντικειμενική αλήθεια, δεν είναι καθόλου ζήτημα θεωρίας, μα πραχτικό ζήτημα. Στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και την ισχύ, το εγκόσμιο της σκέψης [του]. Η φιλονικία για την πραγματικότητα η μη πραγματικότητα ενός πράγματος, πού έχει απομονωθεί από την πράξη, είναι ζήτημα καθαρά σχολαστικό.
3) Η υλιστική διδασκαλία [πως οι άνθρωποι είναι προϊόντα των περιστάσεων και της αγωγής και, κατά συνέπεια, οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα άλλων περιστάσεων και αλλαγμένης αγωγής, ξεχνάει πως οι περιστάσεις αλλάζουν ίσα-ίσα από τους ανθρώπους και πως ο παιδαγωγός πρέπει και ο ίδιος να διαπαιδαγωγηθεί. Η θεωρία αυτή καταλήγει λοιπόν αναγκαστικά στο να χωρίζει την κοινωνία σε δυο μέρη, που το ένα από τα δυο στέκει πιο πάνω από την κοινωνία (λ.χ. στο Ροβέρτο Όουεν)].
Η συνταύτιση της μεταβολής των περιστάσεων με την ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να νοηθεί μόνο σαν [ανατρεπτική] πράξη.
4) Ο Φόιερμπαχ ξεκινάει από το γεγονός της θρησκευτικής αυτοαλλοτρίωσης, του αναδιπλασιασμού του κόσμου [σε ένα θρησκευτικό, φανταστικό και έναν πραγματικό κόσμο]. Η εργασία του συνίσταται σε τούτο, στο να αποσυνθέτει το θρησκευτικό κόσμο στην εγκόσμια υποδομή του. [Δεν βλέπει πως όταν τελειώσει η εργασία αυτή, το κύριο πράγμα υπολείπεται ακόμα για να γίνει. Το γεγονός δηλαδή], πως η εγκόσμια υποδομή αποσπάται από τον εαυτό της και στερεώνει ένα ανεξάρτητο βασίλειο για τον εαυτό της στα σύγνεφα, πρέπει να εξηγηθεί [ίσα – ίσα] από τον αυτο-χωρισμό και την αυτο-αντιφατικότητα τούτης της εγκόσμιας υποδομής. Πρέπει, λοιπόν, να κατανοηθεί πρώτα αυτή η ίδια στην αντίφαση της και υστέρα [με τον παραμερισμό της αντίφασης] να επαναστατικοποιηθεί στην πράξη. Λοιπόν, αφού αποκαλύφτηκε η γήινη οικογένεια σαν το μυστικό τής άγιας οικογένειας [πρέπει τώρα αυτή η ίδια η γήινη οικογένεια να υποβληθεί σε θεωρητική κριτική και να ανατραπεί στην πράξη!.
5) Ο Φόιερμπαχ μη όντας ευχαριστημένος με την αφηρημένη νόηση [επικαλείται] την υλική εποπτεία, μα δεν αντιλαμβάνεται την ύλικότητα σαν πραχτική, ανθρώπινη υλική δραστηριότητα.
6) Ο Φόιερμπαχ ανάγει τη θρησκευτική ουσία στην ανθρώπινη ουσία. Μα η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση πού υπάρχει στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Ο Φόιερμπαχ, που δεν καταπιάνεται με την κριτική της πραγματικής αυτής ουσίας, είναι αναγκασμένος:
Α. Να κάνει αφαίρεση της ιστορικής πορείας που ορίζει τη θρησκευτική διάθεση (gemut) καθεαυτή και να προϋποθέτει ένα αφηρημένο –απομονωμένο– ανθρώπινο άτομο.
Β. Σ’ αυτόν η [ανθρώπινη] ουσία μπορεί, κατά συνέπεια, να κατανοηθεί μόνο σαν «γένος», σαν εξωτερική, βουβή γενικότητα πού συνδέει με φυσικό μόνο τρόπο τα πολλά άτομα.
7) Ο Φόιερμπαχ δεν βλέπει, κατά συνέπεια, πως και η ίδια η «θρησκευτική διάθεση» είναι κοινωνικό προϊόν, και πως το αφηρημένο άτομο που αναλύει, στην πραγματικότητα ανήκει σε κάποια ορισμένη κοινωνική μορφή.
8) Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ζωή ουσιαστικά είναι πραχτική. Όλα τα μυστήρια, που ωθούν τη θεωρία προς το μυστικισμό, βρίσκουν τη λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης.
9) Το ανώτατο σημείο που φτάνει ο εποπτικός υλισμός, δηλαδή ο υλισμός πού δεν αντιλαμβάνεται την ύλικότητα σαν πραχτική δραστηριότητα, είναι η εποπτεία των ξεχωριστών ατόμων μέσα στην «κοινωνία των πολιτών».
10) Η άποψη του παλιού υλισμού είναι η κοινωνία «των πολιτών». Η άποψη του καινούργιου υλισμού είναι η ανθρώπινη κοινωνία ή η [κοινωνικοποιημένη] ανθρωπότητα.
11) Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον μεταβάλουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου