«Οι Έλληνες ήσαν ανυπέρβλητοι μάστορες της καθαρής και δυνατής γραμμής. Αυτή η μαστοριά φαίνεται σε κάθε φράση των λόγων και της γραφής τους, σε κάθε όψη των ναών και των αγαλμάτων τους, σε κάθε σκέψη της φιλοσοφίας και της μυθολογίας τους.» Egon Freidell
Στα πέτρινα μάτια του κολοσσιαίου κούρου καρφώθηκε το βλέμμα του νεαρού Αργείου μαθητευόμενου γλύπτη, καθώς με ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα δήλωνε: «Θα σε ελευθερώσω!!! Θα σε ελευθερώσω…το υπόσχομαι!!!».
Ο μαρμάρινος «ανδρόπαις» απάντησε στο επίμονο βλέμμα του καλλιτέχνη «μειδιώντας» με τον αρχαϊκό του τρόπο. Κρατούσε τις σφιχτά κλειστές παλάμες κολλημένες στο πανύψηλο γυμνό κορμί του πάνω στους μηρούς. Τα μαλλιά, πάνω στο εντελώς ανορθωμένο και στραμμένο προς τα εμπρός κεφάλι, έπεφταν πλούσια σε πλοκάμους που συγκρατούνταν με ταινία και δένονταν στο πίσω μέρος με κόμπο, τον «ηράκλειο δεσμό». Το αριστερό πόδι πρόβαλε λίγο εμπρός χωρίς κάμψη του γονάτου, ενώ τα πέλματα πατούσαν σταθερά στο έδαφος.
«Μπορείς να περπατήσεις…έκανες ήδη το πρώτο βήμα. Συνέχισε!» παρότρυνε ο λευκοντυμένος νέος το μαρμάρινο ανάθημα.
Μέσα στο ποσειδώνιο ιερό επικρατούσε σιγή. Οι θεράποντες του υδάτινου θεού κινούνταν διακριτικά φροντίζοντας την ευταξία του ναού, που οι λευκές κολώνες του στο ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου στην Ν.Α. άκρη της Αττικής ήσαν σημάδι οικείο για τους ταξιδιώτες που περνούσαν με τα πλοία το συχνά τρικυμισμένο ακρωτήρι του Σουνίου.
Πλησίαζαν τα «Σούνια», οι γιορτές προς τιμήν της Αθηνάς και του Ποσειδώνος. Ο νεαρός επισκέπτης όμως δεν είχε μεταβεί από την Αθήνα στο ιερό για να επιδώσει τα σέβη του στους θεούς. Είχε έλθει να μελετήσει. Στεκόταν μπροστά στον λίθινο κολοσσό παρατηρώντας και υπολογίζοντας τον αιγυπτιακό «νόμο της μετωπικότητας», που σύμφωνα με αυτόν, οποιαδήποτε κι αν είναι η στάση του αγάλματος, είτε αυτό είναι αναπαράσταση όρθιου, καθήμενου, έφιππου, γονυπετούς ή ξαπλωμένου, η τέμνουσα γραμμή (επί επιπέδου προβολής του αγάλματος) η οποία διέρχεται από την κορυφή της κεφαλής δια μέσου της μύτης, της σπονδυλικής στήλης και των γεννητικών οργάνων, διαιρεί το σώμα σε δυο συμμετρικά μέρη. Τους δυο προηγούμενους αιώνες (7ος-6ος) οι Έλληνες καλλιτέχνες ακολουθούσαν αυτόν τον αιγυπτιακό κανόνα αγαλματοποιίας αυστηρά.
Ο νεαρός εκπαιδευόμενος θυμήθηκε χαμογελώντας τους δυο Σάμιους αδελφούς, τον Τηλεκλή και τον Θεόδωρο. Τα δυο αδέλφια που είχαν διδαχθεί αγαλματοποιία στην Αίγυπτο, είχαν κατασκευάσει ένα ξόανο του Πυθίου Απόλλωνος, ο μεν Τηλεκλής το ένα ήμισυ όταν βρισκόταν στην Σάμο, ο δε Θεόδωρος το άλλο ήμισυ στην Έφεσο. Όταν τα δυο κομμάτια ενώθηκαν, τόσο τέλεια ήταν η προσαρμογή, ώστε δεν διακρινόταν ότι το ξόανο είχε κατασκευαστεί από δυο διαφορετικούς τεχνίτες.
Ο Πολύκλειτος, ο μαθητής του περίφημου Αγελάδα, συνέχισε να περιδιαβαίνει αργά το ναό κοιτώντας του «Σουνιαράτες» κούρους που φαίνονταν σαν Γίγαντες πάνω στα βάθρα, λες και έβγαιναν από τα σπλάχνα της μάνας τους Γαίας, έτοιμοι ν΄ αμφισβητήσουν την ισχύ των μεγάλων θεών. Δεν τους κοιτούσε μόνο, τους εξέταζε. Προσπαθούσε να ερμηνεύσει το βλέμμα, το χαμόγελο και την αμυδρή κίνηση των «δαιδαλικών» αυτών έργων, που σημάδευαν το τέλος της αρχαϊκής εποχής και σηματοδοτούσαν την έναρξη της νέας τολμηρής εποχής των πολιτικών και ηθικών ανακατατάξεων.
- «Ποιος είσαι;», ρώτησε ο γλύπτης τον λίθινο άνθρωπο με τις μεγάλες διαστάσεις.
- «Είμαι ο τέλειος ανδρόπαις που θέλω να ελέγχω τα πάντα. Στέκομαι όρθιος και αποφασισμένος στην πρόκληση να κάνω το πρώτο σταθερό βήμα της εξέλιξής μου, αυτής που θα με οδηγήσει στο επίπεδο του ανδρός. Αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι στο χρονικό σημείο μιας σημαντικής αλλαγής. Η απόφασή μου να διανύσω νέες οδούς εμπειρίας, με ενθουσιάζει και με κάνει να μειδιώ. Μην φαντάζεσαι πως το πρώτο αυτό βήμα περιέχει αβεβαιότητα. Καθόλου! Προσπάθησε να διακρίνεις στο μειδίαμά μου το ψυχικό σθένος, το πάθος, αλλά και την αγωνία που με διακατέχουν τώρα που εισέρχομαι στη νέα όσο και μεγάλη ανθρώπινη πολιτισμική περιπέτεια, αυτήν του ενεργού πολίτη», φαντάστηκε πως απάντησε ο έντονα χρωματισμένος ανδρόπαις.
- «Μπορείς να τα καταφέρεις και θα σε βοηθήσω!», του φώναξε ο καλλιτέχνης κατεβαίνοντας βιαστικά τις κλίμακες του ποσειδώνιου ναού. Βγαίνοντας εισέπνευσε γεμίζοντας τα πνευμόνια του με την θαλασσινή αύρα και εκτείνοντας τα χέρια του προσπάθησε ν΄ αγκαλιάσει το πέλαγος με τις τρικυμίες και τις μπουνάτσες του, σαν να εγκολπωνόταν τη ζωή με τις ακραίες αλλαγές της. Εκείνη την ώρα ήταν η δική του σειρά να συνδράμει στις αλλαγές αυτές. Και με τον ενθουσιασμό της απόφασής του πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς το Κλεινόν Άστυ.
Πάνω από την πόλη των Αθηνών το λυκαυγές έκανε αισθητή την παρουσία του με τα ασημογάλανα χρώματά του. Σε μιαν άκρη των Στοών της Αγοράς την ησυχία έσπαγαν θόρυβοι από κάποιο εργαστήρι. Ήταν το εργαστήρι εκείνου του Αργείου αγαλματοποιού, φίλου του Φειδία και του Μύρωνος, που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα πριν από είκοσι χρόνια και που οι αργόσχολοι της Αγοράς έλεγαν πως «αυτός ο επαρμένος καλλιτέχνης δηλώνει και επιστήμων! Δεν του αρκεί ότι καταφέρνει κάτι, αλλά συνεχίζει αναζητώντας το γιατί και το πώς έγινε».
Πράγματι, μέσα στο εργαστήρι ένας ανήσυχος ώριμος πλέον άνδρας έστεκε μπρος από τον ακατέργαστο όγκο από ξύλο καρυδιάς που βρισκόταν πάνω στον πάγκο του, με επιμονή, ένσταση και προσπάθεια που καταγραφόταν στις σταγόνες ιδρώτα που έβγαιναν στο πρόσωπο και στο κορμί του, σμίλευε με τον γλύφανο, το σκαρπέλο και το σφυρί την παράσταση που είχε στο νου του και ήθελε να μορφοποιήσει. Αποσπούσε υλικό από την επιφάνεια του ξύλου και διαμόρφωνε σιγά-σιγά το θέμα του. Μετά από αρκετές ώρες η ζέστη του καλοκαιριάτικου μεσημεριού έκανε αφόρητη την παραμονή μέσα στο εργαστήρι. Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον Πολύκλειτο, που παίρνοντας την γλυφίδα, έγλυφε με τέχνη το κατεργασμένο πλέον ξύλο με την μορφή του Διός, του υπάτου των θεών. Χάρασσε με αδρές γραμμές το σχήμα των ματιών, διέγραφε τους μύες του κορμιού, τόνιζε την έκφραση της μορφής και έδινε ζωντάνια στο ξύλο με τις κινήσεις και αντικινήσεις στο στήσιμό του. Το λυκόφως παρέδωσε την θέση του στη νύχτα και το άναμμα των λίχνων. Ο οίστρος της δημιουργίας τον παρέσυρε μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας που τον βρήκε με κόκκινα από την αϋπνία μάτια και πονεμένα χέρια. Στην έκφρασή του όμως, η ικανοποίηση από την αποπεράτωση ενός όμορφου έργου, δεν υπήρχε. Κάτι τον απασχολούσε, κάτι που τον εμπόδιζε ν΄ απολαύσει έστω και την ανάπαυλα από την εργασία του. Σήκωσε το ξόανο και το μετέφερε στην άλλη άκρη του εργαστηρίου καλύπτοντάς το με ένα κομμάτι ύφασμα. Βγήκε από το εργαστήρι με σκυφτό κεφάλι και πονεμένους ώμους με κατεύθυνση τα δημόσια λουτρά της πόλης. Είχε ανάγκη την καθαρότητα του κορμιού και την χαλάρωση του μυαλού του.
Η κίνηση στις οδούς του Κεραμικού, αυτού του δήμου της Ακαμαντίδος φυλής, των κεραμέων και όλων εν γένει των τεχνιτών, είχε αρχίσει, και τα καταστήματα, τα εργαστήρια, τα δημόσια κτίρια άρχισαν να σφύζουν από ζωή. Οι προστάτες θεοί του Κεραμικού, η Εργάνη Αθηνά και ο Ήφαιστος, καμάρωναν την ζωντάνια και την δημιουργικότητα στην μεριά αυτή της πόλεως των Αθηνών. Ο δήμος των Κεραμέων ήταν ένας από τους τριάντα της Αττικής και ένας από τους δέκα της Αθήνας, όπως τους είχε διανείμει ο Κλεισθένης. Πήρε το όνομά του από τους κατοίκους του που ονομάζονταν «Κεραμείς» από τον επώνυμο ήρωά τους τον Κέραμο.
Ο Πολύκλειτος διέσχισε την Αγορά, πέρασε μπροστά από το Πρυτανείο, το Θεσμοθετείο, το Βουκολείο και τα ιερά των Ελευθερίου Διός, Πατρώου Απόλλωνος και Δήμητρας Τελεσφόρου, κατευθυνόμενος από την οδό της Ακαδημίας στο βαλανείο που βρισκόταν δίπλα στο γυμνάσιο στις όχθες του Ιλισού. Η καθαριότητα και η υγεία του σώματος ήσαν βασικές προϋποθέσεις για την ζωή των Ελλήνων. Κανείς δεν θα μπορούσε να απέχει αυτών των δυνατοτήτων που χαρακτηρίζουν την ελληνική νοοτροπία και καλαισθησία. Η θέση του θεσπέσιου μαρμάρινου βαλανείου με τους ψηλούς κίονες ιωνικού ρυθμού ήταν ειδυλλιακή. Ο Ιλισός ποταμός τροφοδοτούσε με τα καθάρια νερά του τις κρήνες του δημόσιου λουτρού και τα ψηλά δένδρα σκίαζαν την οδό που οδηγούσε σ΄ αυτό. Δίπλα στο βαλανείο υπήρχε γυμνάσιο και παλαίστρα όπου ασκούνταν νεαροί αθλητές υπό την εποπτεία των εκπαιδευτών τους.
Ο καλλιτέχνης στάθηκε για λίγο παρακολουθώντας τις ασκήσεις των αθλητών. Θαύμαζε την μεγάλη ελαστικότητα του ανθρώπινου σώματος και τις επιδόσεις που αυτό μπορεί να επιτύχει. Κάτω από τον λαμπρό ήλιο γυάλιζαν τα αλειμμένα με λάδι κορμιά των αθλητών καθώς πάλαιαν ή γυμνάζονταν. Το ερευνητικό βλέμμα του καλλιτέχνη ανίχνευε τις κινήσεις των μυών και τα σημεία στήριξης των ανθρώπινων κορμιών την ώρα της άθλησης. Κοιτούσε θαυμάζοντας το κάλλος των αθλητών, αλλά περισσότερο παρατηρώντας και καταγράφοντας στο μυαλό του τις κινήσεις των σωμάτων. Απομόνωνε κάθε σκηνή που αργότερα θα του χρησίμευε στο πλάσιμο των δικών του αθλητών, θεών ή ηρώων, που θα γεννιόνταν από την σμίλη στο εργαστήριό του.
Περνώντας την είσοδο του δημόσιου λουτρού στολισμένη με τα αγάλματα Χαρίτων και Νυμφών, ο Πολύκλειτος χαιρέτησε τον βαλανέα και πλήρωσε το «επίλουτρον», το μικρό τίμημα εισόδου. Κατευθύνθηκε στο αποδυτήριο και παρέδωσε τα ρούχα του στον ιματιοφύλακα. Ένας υπηρέτης έτρεξε κοντά του κρατώντας μια στλεγγίδα, ένα φιαλίδιο με έλαιο και ένα αλαβάστρινο δοχείο με σμήγματα και κιμωλία γη για την απόξεση του σώματος και την επάλειψη. Οδηγήθηκε στην μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του πυριατηρίου την γεμάτη ευεργετικούς ατμούς που διοχετεύονταν από έναν μεγάλο λέβητα με αρωματικά βότανα, και κάθισε στον πάγκο δεχόμενος τις επευφημίες των φίλων και τους χαιρετισμούς των γνωστών καθημερινών λουομένων.
Ο χώρος των βαλανείων ήταν τόπος συνάντησης και ευχάριστων συζητήσεων μεταξύ των Αθηναίων πολιτών που απολάμβαναν τις ευεργετικές ιδιότητες του καθημερινού λουτρού. Παρέμεναν για λίγο στο πυριατήριο για εφίδρωση, μετά λούζονταν με ζεστό ή κρύο νερό και αλείφονταν με έλαια περιποιητικά του δέρματος.
- «Σήμερα είναι ημέρα συνάντησης γλυπτών, ως φαίνεται», είπε ο γλύπτης Ξενοκράτης από την Σικυώνα της Πελοποννήσου, απευθυνόμενος στον Πολύκλειτο.
- «Η αργείτικη σχολή του δασκάλου μας Αγελάδα, θέλεις να πεις φίλε μου, αφού όχι μόνον ο Αριστοκλής παραβρίσκεται, αλλά ο Μύρων, ο νεαρός Φειδίας, ο Ναυκίδης και ο Πατροκλής. Μην λησμονήσεις να τους αναφέρεις στο έργο που πραγματεύεσαι «Περί Χαλκοπλαστικής», αφού ασχολούνται με την ίδια μ΄ εμάς τέχνη!» απάντησε στον Ξενοκράτη.
- «Δεν θα λησμονήσω κανέναν, στο υπόσχομαι αν υποσχεθείς κι εσύ πως θα μας εμπιστευτείς τον λόγο της κατήφειάς σου. Είναι αρκετός ο καιρός που παρατηρούμε πως κάτι σε απασχολεί κατατρώγοντάς σε», σχολίασε, βλέποντας τις ρυτίδες από την ένταση ν΄ αυλακώνουν το πρόσωπο του Πολύκλειτου.
- «Επιθυμώ να βελτιώσω την τεχνική των Ροίκου και Θεοδώρου στην χύση του ορείχαλκου στα κούφια αγάλματα. Έχει παρέλθει ο καιρός που σφυρηλατούσαμε ελάσματα μετάλλου πάνω στο αρχικό ξόανο. Σήμερα χρησιμοποιούμε την προτεινόμενη απ΄ εκείνους τεχνική, μα φαντάζομαι πως επιδέχεται βελτίωση.»
- «Άφησες τα μαθηματικά σου με τις αναλογίες των μέτρων, και ασχολείσαι με την χύση των μετάλλων;», ρώτησε ο Μύρων.
- «Η μια ασχολία όχι μόνο δεν αποκλείει την άλλη, αλλά ισχυρίζομαι πως την βοηθά», απάντησε ο Πολύκλειτος, έχοντας περισσότερο το νου του στο εργαστήρι, παρά στην συνομιλία με τους φίλους του.
Η ώρα περνούσε κι εκείνος αφέθηκε στην ευχάριστη παρέα των καλλιτεχνών προσπαθώντας να χαλαρώσει τα τεντωμένα μέλη του, όταν η σκέψη ενός νέου πειράματος ήλθε στο νου του και τον έκανε να τιναχθεί.
«Ίσως…ίσως να είναι αυτό!» φώναξε βγαίνοντας από την αίθουσα του ατμόλουτρου, αφήνοντας εμβρόντητους τους συνομιλητές του. Ο ιματιοφύλακας παρέδωσε τα ρούχα στον Πολύκλειτο απορώντας για την περίεργη συμπεριφορά του λουόμενου, που ούτε καν είχε προλάβει να λουσθεί ή να δεχθεί τις περιποιήσεις καθαρισμού των υπηρετών, αλλά έβγαινε μουσκεμένος από τον ιδρώτα και με χειρονομίες που σήμαιναν όσα ήθελε, ντύθηκε βιαστικά και έφυγε επιστρέφοντας στον Κεραμικό. Η σύλληψη της νέας ιδέας και ο ενθουσιασμός που την συνόδευαν, είχε απομακρύνει την αίσθηση του κάματου και ο γλύπτης έφτασε στο εργαστήριό του τρέχοντας σαν έφηβος αθλητής.
Με το βλέμμα μαινάδας σε θεϊκό οίστρο, άρπαξε το ξόανο του Διός και το απόθεσε στο δάπεδο. «Δεν θα είσαι εσύ το κύριο θέμα, αλλά το πρόπλασμά μου! Πάνω σου θα δημιουργήσω το τελικό αποτέλεσμα», είπε και άρχισε να καλύπτει το ξύλο με «κεραμίτιδα γη» ζυμωμένη με νερό, δηλαδή πηλό. «Είθε να ευοδώσεις το σχέδιό μου», ευχήθηκε ο καλλιτέχνης στο πρόπλασμα.
Κάλυψε το ξόανο με πηλό αναπαράγοντας όλες τις λεπτομέρειες της μορφής. Εργαζόταν ακούραστα για αρκετές ώρες και στο τέλος, βλέποντας το αποτέλεσμα, σταμάτησε περιμένοντας το στέγνωμα του πηλού. Βγήκε από το εργαστήρι και έσπευσε ν΄ αγοράσει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα κεριού και παράλληλα να ταξινομήσει στο μυαλό του τα επόμενα βήματα του πειράματός του.
Επέστρεψε με το κερί και άρχισε να το μαλάσσει μαλακώνοντάς το. Με ακριβείς κινήσεις το άπλωσε πάνω στον πηλό σε λεπτό στρώμα, που επέτρεπε να διαγράφονται οι λεπτομέρειες της μορφής. Πάνω απ΄ αυτό το στρώμα κεριού άπλωσε ένα δεύτερο στρώμα από άργιλο που αποτύπωνε ακριβώς τα σχέδια του κεριού. Όταν στέγνωσε και ο άργιλος, ο Πολύκλειτος σήκωσε από το έδαφος το ξόανο και το τοποθέτησε πάνω σε δυο οριζόντιες δοκούς, βάζοντας από κάτω ένα δοχείο ανάβοντας φωτιά. Σε λίγη ώρα η ζέστη από την πυρά άρχισε να λιώνει το κερί που έρρεε από τις τρύπες που επίτηδες είχε αφήσει ο τεχνίτης κατασκευάζοντας αυτό το περίεργο καλούπι. Έτσι δημιουργήθηκε ένα κενό από την τήξη του κεριού μεταξύ του πυρήνα και του εξωτερικού αργιλώδους περιβλήματος.
Η αγωνία τώρα του καλλιτέχνη είχε κορυφωθεί περιμένοντας το επόμενο βήμα. Δίπλα του το τηγμένο κράμα χαλκού και κασσίτερου, ο μπρούτζος, έλαμπε περιμένοντας την χύση του μέσα στο καλούπι. Με δυο σιδερένιες λαβίδες σήκωσε τον λέβητα και άφησε το λιωμένο μέταλλο να κυλήσει στο κενό που δημιούργησε η τήξη του κεριού. Με κατακόκκινο πρόσωπο από την προσπάθεια και την ζέστη, ο Πολύκλειτος κοιτούσε το καλούπι περιμένοντας να κρυώσει το μέταλλο. Μετά από πολλή ώρα και με χέρια που έτρεμαν, ο τεχνίτης αφαίρεσε αργά-αργά το εξωτερικό περίβλημα και το εσωτερικό γέμισμα, αφήνοντας το άγαλμα καθαρό. Στάθηκε εξετάζοντας με αυστηρό βλέμμα ερευνώντας για λάθη στην κατασκευή. Η παλάμες του έψαυαν το μέταλλο, λες και η αφή θα έδινε την τελική απόφανση για την επιτυχία του πειράματος. Το άγαλμα όμως έστεκε χωρίς ούτε μια ράβδωση, ούτε ένα ελάττωμα στην όψη ή στην δομή του.
Ο ενθουσιασμός, σαν μόνη λέξη, δεν θα μπορούσε να περιγράψει όσα εκείνη την ώρα αισθανόταν ο καλλιτέχνης ως δικαίωση στις προσδοκίες του. Τα είχε καταφέρει! Είχε, όχι μόνο βελτιώσει την μέθοδο κατασκευής των «κούφιων» μπρούτζινων αγαλμάτων, μα την είχε τελειοποιήσει! Από τούδε και στο εξής, όλοι θα χρησιμοποιούσαν την μέθοδο του Πολύκλειτου για την χύση του κράματος στην κατασκευή των χάλκινων αγαλμάτων.
Άρχισε να λειαίνει το άγαλμα εξαφανίζοντας κάθε ατέλεια στην υφή του μετάλλου. Η λείανση έπρεπε να είναι τέλεια. Είχε μεγάλη σημασία το επιμελημένο και επίπονο γυάλισμα, γιατί θα έδινε την απόχρωση που παίρνουνε τα κορμιά των αθλητών στις παλαίστρες όταν αλείφονταν με λάδι. Έπειτα με τα λαδόπανα καθάρισε το έργο από τα ψήγματα, αναδεικνύοντας την ομορφιά της κατασκευής του. Πήρε μια μικρή ποσότητα μαγνησίας και ένα κομμάτι όνυχα για να φτιάξει τα μάτια. Απομακρύνθηκε λίγο και με τρεμάμενα από την συγκίνηση χέρια, ξαναπήρε την σμίλη τοποθετώντας τα δυο υλικά με το διαφορετικό χρώμα, στις κόγχες. Το οξυκόρυφο εργαλείο του ξέφυγε λίγο και χάραξε πληγώνοντάς του το χέρι. Μια σταγόνα αίματος τινάχθηκε στο στήθος του αγάλματος του Διός, που τώρα πια «κοιτούσε» τον καλλιτέχνη. Με παλλόμενη από την χαρά φωνή ανάμικτη με δέος, ο Πολύκλειτος αναφώνησε:
«Ιδού, ο άνθρωπος έπλασε τον θεό του!».
Έφυγε από το εργαστήρι αργά το βράδυ. Είχε επιτέλους μια ολόκληρη νύχτα για ν΄ απολαύσει έναν ύπνο χωρίς ανησυχία.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εγκατάσταση του Αργείου τεχνίτη στην Αθήνα. Η φήμη του είχε διαδοθεί σ΄ όλο τον ελληνικό κόσμο, ιδιαίτερα μετά την νίκη του σε διαγωνισμό, όταν με την «Αμαζόνα» του που στήθηκε στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, αποδείχθηκε καλύτερος του Φειδία, του Κρησίλα και του Φράδμονα.
Το ανήσυχο όμως πνεύμα του καλλιτέχνη δεν αρκούνταν να δρέπει τις δάφνες της καταξίωσής του. Χρόνια τώρα ασχολούνταν με την «Μετρική» που ριζικά και ως την τελευταία λεπτομέρεια, την είχε καταστήσει βάση της τεχνικής του.
«Το ευ παρά μικρόν δια πολλών αριθμών γίγνεται», συνήθιζε να λέει στους φίλους του καλλιτέχνες, θέλοντας να τονίσει την μεγάλη φροντίδα και κατάκτησή του για την πολύπλοκη γεωμετρική σχέση των αναλογιών, που οδηγεί στην δυναμική συμμετρία, δηλαδή τον ορθολογικό και συνεπή συσχετισμό των αναλογιών με υπολογισμένα μέτρα. Μια έννοια κλειδί, πέρα από την συμμετρία, ήταν για τον Πολύκλειτο και η ακρίβεια. Η ακρίβεια της μέτρησης και εκτέλεσης που απέκλειαν οτιδήποτε τυχαίο. Ήταν μια έκφραση πνευματικής σύλληψης που αντιπροσώπευε τις βασικές αξίες του καλλιτέχνη. Για τον Πολύκλειτο το «ευ» ήταν μια σύνθετη έννοια του κάλλους που θα μπορούσε κάποιος να την ερμηνεύσει ως «το καλόν», «το ορθόν», «το ιδανικόν», περιέχοντας συγχρόνως όλες αυτές τις σημασίες.
Από τότε που εγκαταλείφθηκε στην γλυπτική η μορφή του κούρου, είχε μετατοπισθεί και το σημείο στήριξης στο όρθιο ανδρικό γυμνό, από το ένα πόδι στο άλλο, χωρίς όμως να επιτευχθεί μια στάση τέλειας ισορροπίας. Μερικοί από τους σύγχρονούς του γλύπτες προσπαθούσαν να συμφιλιώσουν την απόλυτη ανάπαυση με την έντονη κίνηση. Ο Πολύκλειτος όμως χωρίς καμία παραχώρηση, ξαναγύρισε στην «στάση αναπαύσεως». Με την στάση που εκείνος επιλέγει, το αριστερό πόδι τραβιέται προς τα πίσω και αγγίζει το έδαφος μόνο με τα άκρα των δακτύλων, έτσι που η εικονιζόμενη μορφή δεν περπατάει ούτε στέκεται, αλλά έχει κάτι και από τα δύο. Αυτή η λεπτή αντίθεση μεταξύ έντασης και χαλάρωσης, δημιουργεί την τέλεια ισορροπία της στάσης. Εκεί στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα των κινήσεων και αντικινήσεων του κορμιού, που είναι δομημένο με στέρεο αλλά όχι στεγνό τρόπο, με σοφία και γνώση της ανατομίας. «Το μέγιστον αυτό μάθημα» το κατάλαβαν αμέσως όλοι οι ομότεχνοί του και η «πολυκλείτεια στάση» έγινε πρότυπο για πλήθος έργα τους.
Ο Πολύκλειτος, ένας διανοούμενος ανάμεσα σε καλλιτέχνες, νιώθει να κυριεύεται από το πάθος των νόμων που παρουσιάζουν οι μαθηματικές αναλογίες καθώς πλάθει τις μορφές του. Και στα παλαιότερα χρόνια πριν από εκείνον γινόταν χρήση των οργανικών αναλογιών. Γνώριζε πως και στην αρχιτεκτονική η χρήση αυτή ήταν αποκλειστική. Κατά τους υπολογισμούς, δεν λάμβαναν αφηρημένα μετρικά συστήματα, αλλά τις διαστάσεις ορισμένων οργανικών μελών, π.χ. για ορισμένες διαστάσεις κάποιου ναού, έπαιρναν ως μονάδα επαναλαμβανόμενη την ακτίνα του κίονα, ή την μεταξύ δυο κιόνων απόσταση.
Μέσα στο εργαστήρι δίπλα στους πάγκους με τα προπλάσματα και τα ημιτελή αγάλματά του, υπάρχει ένας άλλος πάγκος με άπειρες περγαμηνές με σχέδια, γραφίδες και μετρικά όργανα. Τον χώρο αυτόν τον θεωρεί σπουδαιότερο, γιατί εκεί σχεδιάζει ένα από τα τελευταία του έργα, που πάνω του θα αποδώσει τις μαθηματικές του γνώσεις, αφήνοντας κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές καλλιτεχνών, τον «Κανόνα» του.
Σκυμμένος πάνω στα σχέδια υπολογίζει τις αναλογίες που θα καθορίσουν τις οργανικές σχέσεις του αγάλματός του. Μέσα στο νου του έχει συλλάβει την μυθική μορφή του Αχιλλέα κρατώντας το δόρυ του, σε στάση αναπαύσεως. Την εμπνεύστηκε, όταν περνώντας ένα απόγευμα από το γυμνάσιο είδε κάποιον αθλητή να κρατά χαλαρά το δόρυ μετά από την άσκηση ακουμπισμένο στον ώμο του. Η ακίνητη εκείνη κίνηση του αθλητή θα του φέρει στο νου την θαυμάσια ρήση του Ηρακλείτου, που θα την ψιθυρίζει γυρνώντας στον Κεραμικό: «παλίντονος αρμονίη οκώσπερ τόξου και λύρης». Η σκηνή εκείνη είχε χαραχθεί στο μυαλό του και αποτυπώνεται τώρα στα σχέδιά του.
Πάνω στην περγαμηνή με μεγάλα γράμματα υπάρχει η λέξη «Δορυφόρος», αυτός δηλαδή που φέρει δόρυ, και από κάτω η αποτυπωμένη μορφή ενός νέου δυνατού άνδρα με το ιδανικό της ωραιότητας του ανθρώπινου σώματος. Είχε φτάσει πλέον στο επίπεδο να επιτύχει την μετατροπή του «ανδρόπαιδα» σε «άγαλμα ανδρός». Άλλωστε, είχαν περάσει πολλά χρόνια μεταξύ της επίσκεψης του εκπαιδευόμενου γλύπτη στο ιερό του Σουνίου, και του σημερινού καταξιωμένου καλλιτέχνη επιστήμονα. Τα σχέδια του αγάλματος προχωρούν παράλληλα με το σύγγραμμά του. Γράφει: «…το δε κάλλος, ουκ εν τη των στοιχείων, άλλ΄ εν τη των μορίων συμμετρία συνίσταται: δακτύλου προς δάκτυλον δηλονότι, και συμπάντων αυτών προς τε το μετακάρπιον και καρπόν, και τούτων προς πήχυν και πήχεως προς βραχίονα και πάντων προς πάντα.»
Οι ώρες και οι μέρες περνούν χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο χρόνος. Το μόνο που ενδιαφέρει τον ώριμο άνδρα είναι να περατώσει το έργο του.
Και έρχεται η στιγμή που αυτό συμβαίνει. Όταν το στερεοποιημένο μέταλλο ελευθερώνεται από το καλούπι, αναδεικνύεται ένα «άγαλμα», που όπως η ίδια η λέξη δηλώνει, είναι αυτό που στην θέα του κάθε άνθρωπος «αγάλλεται».
Πράγματι, ο θαυμασμός των ομοτέχνων και των ανθρώπων που κλήθηκαν να το δουν, είναι μεγάλος. Το άγαλμα στέκει στο μέσον του χώρου και υποβάλλει τους πάντες με την παρουσία του, εκφράζοντας την φυσική ικανότητα, το κάλλος και την αντοχή του νέου ανδρός που ο ρωμαλέος κορμός του είναι πλήρης ζωικής ευεξίας. Το ιδανικό του Πολύκλειτου για το κάλλος του ανθρώπινου σώματος αποτυπώνεται σ΄ αυτόν τον «Κανόνα» που στηρίζεται στην συμμετρία, στην ορθή δηλαδή ρύθμιση των αναλογιών των διαφόρων μελών μεταξύ τους και προς το όλον.
Ο ορειχάλκινος άνδρας στέκεται αντικριστά προς το συγκεντρωμένο πλήθος στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά. Είναι ντυμένος με την αριστοκρατική εκείνη γύμνια των τέλειων ανδρών με αρετή και θεληματικό χαρακτήρα. Στηρίζει το βάρος του σώματός του στο δεξί πόδι που προβάλει λίγο εμπρός, πατάει σταθερά και σέρνει ελαφρά προς τα πίσω λυγισμένο το αριστερό του σκέλος, ώστε μόλις να ακουμπά με τα ακροδάκτυλα το έδαφος. Το δεξί χέρι πέφτει χαλαρά δίπλα στον κορμό, ενώ το αριστερό κρατά το δόρυ που ακουμπά στον ώμο του. Ο αθλητής δεν βαδίζει, αλλά δίνει την εντύπωση πως μόλις στάθηκε για ν΄ αναπαυθεί. Η διάπλαση του σώματός του, σύμφωνα με το ιδανικό της εποχής, είναι απόλυτα συμμετρικό με μέλη στέρεα και συμπαγή.
- «Εύγε δάσκαλε!!! Εύγε Πολύκλειτε!!! Σε συγχαίρουμε για τον Κανόνα σου!!!», ακούγονταν δυνατά οι φωνές των φίλων. Με σεμνότητα, ο καλλιτέχνης προχώρησε προς το μέρος τους κρατώντας μερικά ρολά περγαμηνών.
- «Έχω και άλλα δυο έργα να σας παρουσιάσω, φίλοι μου. Το ένα το κρατώ, το άλλο βρίσκεται πίσω σας καλυμμένο. Με αυτά ολοκληρώνω την πορεία μου και παραδίδω τις γνώσεις μου σ΄ εσάς. Λάβετε τον Κανόνα και συνεχίστε από εκεί που σταματώ. Η πορεία είναι μεγάλη και χρέος σας να καταθέσετε στο μέλλον και τους δικούς σας Κανόνες, βοηθώντας την εξέλιξη της τέχνης μας», είπε ο μεγάλος γλύπτης, και πηγαίνοντας στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, τράβηξε το ύφασμα αποκαλύπτοντας έναν άλλον χάλκινο άνδρα.
- «Ο Διαδούμενος», είπε απλά, παρουσιάζοντας ακόμα ένα θαυμάσιο κληροδότημα της ανθρωπότητας.
Όλοι κοίταξαν το άγαλμα που φαινόταν ζωντανό με την σάρκα του να πάλλεται από δύναμη και ομορφιά. Ήταν ένας νέος αθλητής που φορούσε στο κεφάλι το διάδημα, την ταινία που συνήθιζαν να φέρουν οι νικητές των αγώνων.
- «Δεν είναι μόνον ο αθλητής σου νικητής Πολύκλειτε, είσαι κι εσύ! Σε στεφανώνουμε με κότινο και σε ανακηρύσσουμε Επιστήμονα Καλλιτέχνη της Γλυπτικής. Είμεθα τυχεροί που ζούμε στην εποχή αυτή. Υποσχόμεθα να σε τιμήσουμε με το έργο μας, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μετέχουμε της εξέλιξης της τέχνης μας. Χαίρε διδάσκαλε!!!»
Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε. Ο Αργείος γλύπτης, ο δημιουργός του Κανόνος, του Διαδούμενου, της Αμαζόνας και τόσων άλλων έργων, ηλικιωμένος πια, βάδιζε καλεσμένος προς το εργαστήρι ενός νέου τεχνίτη από την Πάρο.
Φτάνοντας στο εργαστήρι στάθηκε στην είσοδο που την κάλυπτε η μαρμαρόσκονη, και ο χαιρετισμός του καλύφθηκε από τον θόρυβο των εργαλείων. Είδε στο βάθος ένα νεαρό να σμιλεύει έναν πάλλευκο μαρμάρινο όγκο. Τον άφησε ήσυχο στην έμπνευσή του και αθόρυβα περιδιάβηκε το εργαστήρι εξετάζοντας μερικά ήδη έτοιμα αγάλματα. Το αγαλματίδιο μιας Μαινάδας τράβηξε την προσοχή του. Η κίνηση του γυναικείου κορμιού φανέρωνε με σπάνια δύναμη τον οίστρο της βακχικής μανίας. Η εντυπωσιακή έκφραση ενεργητικότητας αυτού του σφοδρά κινούμενου κορμιού, καθώς και η έκφραση του σφοδρού ψυχικού πάθους στο πρόσωπο της Μαινάδας που έφτανε μέχρι την αγωνιώδη σύσπαση, προκάλεσε τον θαυμασμό του Πολύκλειτου.
- «Χαίρε διδάσκαλε!», καλημέρισε ο νέος που είχε αντιληφθεί την παρουσία του και περίμενε με ενδιαφέρον και αγωνία την κριτική του μεγάλου γλύπτη. Εκείνος δεν αντιγύρισε τον χαιρετισμό, αλλά συνέχισε να εξετάζει τα έργα. Με αργά βήματα και χωρίς να πει λέξη, κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
- «Συνέχισε», ήταν το μόνο που κατάφερε ν΄ αρθρώσει από την συγκίνηση που τον έπνιγε, χωρίς να στραφεί προς την μεριά του νεαρού τεχνίτη από την Πάρο που τον έλεγαν Σκόπα.
Ανάσανε τον αρωματισμένο ανοιξιάτικο αέρα των Αθηνών και ήσυχος πια, αποφάσισε πως ήταν ώρα ν΄ αναπαυθεί στην αγκαλιά του Ύπνου και του Θανάτου, αυτών των παιδιών της Νύχτας, κάπου σε μια μεριά της συνοικίας του έξω Κεραμικού. Ο θνητός δάσκαλος έφευγε ευχαριστημένος και τώρα πια αθάνατος, αφού πίσω του άφηνε χώρο για δημιουργία με τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας τέχνης της γλυπτικής: Φειδίας, Σκόπας, Πραξιτέλης, Λύσιππος, Αγοράκριτος, Λεωχάρης, Βρύαξις, Τιμόθεος, και τόσοι άλλοι.
Βιβλιογραφία:
«Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» τόμοι Α΄& Θ΄.
«Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Β΄& Γ2
«Εθνικό Μουσείο» Β. Πετράκος, εκδ. Κλειώ, Αθήνα 1993
«Χαρμίδης» Πλάτωνος, Εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1975
«Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» Liddell & Scott
Στα πέτρινα μάτια του κολοσσιαίου κούρου καρφώθηκε το βλέμμα του νεαρού Αργείου μαθητευόμενου γλύπτη, καθώς με ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα δήλωνε: «Θα σε ελευθερώσω!!! Θα σε ελευθερώσω…το υπόσχομαι!!!».
Ο μαρμάρινος «ανδρόπαις» απάντησε στο επίμονο βλέμμα του καλλιτέχνη «μειδιώντας» με τον αρχαϊκό του τρόπο. Κρατούσε τις σφιχτά κλειστές παλάμες κολλημένες στο πανύψηλο γυμνό κορμί του πάνω στους μηρούς. Τα μαλλιά, πάνω στο εντελώς ανορθωμένο και στραμμένο προς τα εμπρός κεφάλι, έπεφταν πλούσια σε πλοκάμους που συγκρατούνταν με ταινία και δένονταν στο πίσω μέρος με κόμπο, τον «ηράκλειο δεσμό». Το αριστερό πόδι πρόβαλε λίγο εμπρός χωρίς κάμψη του γονάτου, ενώ τα πέλματα πατούσαν σταθερά στο έδαφος.
«Μπορείς να περπατήσεις…έκανες ήδη το πρώτο βήμα. Συνέχισε!» παρότρυνε ο λευκοντυμένος νέος το μαρμάρινο ανάθημα.
Μέσα στο ποσειδώνιο ιερό επικρατούσε σιγή. Οι θεράποντες του υδάτινου θεού κινούνταν διακριτικά φροντίζοντας την ευταξία του ναού, που οι λευκές κολώνες του στο ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου στην Ν.Α. άκρη της Αττικής ήσαν σημάδι οικείο για τους ταξιδιώτες που περνούσαν με τα πλοία το συχνά τρικυμισμένο ακρωτήρι του Σουνίου.
Πλησίαζαν τα «Σούνια», οι γιορτές προς τιμήν της Αθηνάς και του Ποσειδώνος. Ο νεαρός επισκέπτης όμως δεν είχε μεταβεί από την Αθήνα στο ιερό για να επιδώσει τα σέβη του στους θεούς. Είχε έλθει να μελετήσει. Στεκόταν μπροστά στον λίθινο κολοσσό παρατηρώντας και υπολογίζοντας τον αιγυπτιακό «νόμο της μετωπικότητας», που σύμφωνα με αυτόν, οποιαδήποτε κι αν είναι η στάση του αγάλματος, είτε αυτό είναι αναπαράσταση όρθιου, καθήμενου, έφιππου, γονυπετούς ή ξαπλωμένου, η τέμνουσα γραμμή (επί επιπέδου προβολής του αγάλματος) η οποία διέρχεται από την κορυφή της κεφαλής δια μέσου της μύτης, της σπονδυλικής στήλης και των γεννητικών οργάνων, διαιρεί το σώμα σε δυο συμμετρικά μέρη. Τους δυο προηγούμενους αιώνες (7ος-6ος) οι Έλληνες καλλιτέχνες ακολουθούσαν αυτόν τον αιγυπτιακό κανόνα αγαλματοποιίας αυστηρά.
Ο νεαρός εκπαιδευόμενος θυμήθηκε χαμογελώντας τους δυο Σάμιους αδελφούς, τον Τηλεκλή και τον Θεόδωρο. Τα δυο αδέλφια που είχαν διδαχθεί αγαλματοποιία στην Αίγυπτο, είχαν κατασκευάσει ένα ξόανο του Πυθίου Απόλλωνος, ο μεν Τηλεκλής το ένα ήμισυ όταν βρισκόταν στην Σάμο, ο δε Θεόδωρος το άλλο ήμισυ στην Έφεσο. Όταν τα δυο κομμάτια ενώθηκαν, τόσο τέλεια ήταν η προσαρμογή, ώστε δεν διακρινόταν ότι το ξόανο είχε κατασκευαστεί από δυο διαφορετικούς τεχνίτες.
Ο Πολύκλειτος, ο μαθητής του περίφημου Αγελάδα, συνέχισε να περιδιαβαίνει αργά το ναό κοιτώντας του «Σουνιαράτες» κούρους που φαίνονταν σαν Γίγαντες πάνω στα βάθρα, λες και έβγαιναν από τα σπλάχνα της μάνας τους Γαίας, έτοιμοι ν΄ αμφισβητήσουν την ισχύ των μεγάλων θεών. Δεν τους κοιτούσε μόνο, τους εξέταζε. Προσπαθούσε να ερμηνεύσει το βλέμμα, το χαμόγελο και την αμυδρή κίνηση των «δαιδαλικών» αυτών έργων, που σημάδευαν το τέλος της αρχαϊκής εποχής και σηματοδοτούσαν την έναρξη της νέας τολμηρής εποχής των πολιτικών και ηθικών ανακατατάξεων.
- «Ποιος είσαι;», ρώτησε ο γλύπτης τον λίθινο άνθρωπο με τις μεγάλες διαστάσεις.
- «Είμαι ο τέλειος ανδρόπαις που θέλω να ελέγχω τα πάντα. Στέκομαι όρθιος και αποφασισμένος στην πρόκληση να κάνω το πρώτο σταθερό βήμα της εξέλιξής μου, αυτής που θα με οδηγήσει στο επίπεδο του ανδρός. Αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι στο χρονικό σημείο μιας σημαντικής αλλαγής. Η απόφασή μου να διανύσω νέες οδούς εμπειρίας, με ενθουσιάζει και με κάνει να μειδιώ. Μην φαντάζεσαι πως το πρώτο αυτό βήμα περιέχει αβεβαιότητα. Καθόλου! Προσπάθησε να διακρίνεις στο μειδίαμά μου το ψυχικό σθένος, το πάθος, αλλά και την αγωνία που με διακατέχουν τώρα που εισέρχομαι στη νέα όσο και μεγάλη ανθρώπινη πολιτισμική περιπέτεια, αυτήν του ενεργού πολίτη», φαντάστηκε πως απάντησε ο έντονα χρωματισμένος ανδρόπαις.
- «Μπορείς να τα καταφέρεις και θα σε βοηθήσω!», του φώναξε ο καλλιτέχνης κατεβαίνοντας βιαστικά τις κλίμακες του ποσειδώνιου ναού. Βγαίνοντας εισέπνευσε γεμίζοντας τα πνευμόνια του με την θαλασσινή αύρα και εκτείνοντας τα χέρια του προσπάθησε ν΄ αγκαλιάσει το πέλαγος με τις τρικυμίες και τις μπουνάτσες του, σαν να εγκολπωνόταν τη ζωή με τις ακραίες αλλαγές της. Εκείνη την ώρα ήταν η δική του σειρά να συνδράμει στις αλλαγές αυτές. Και με τον ενθουσιασμό της απόφασής του πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς το Κλεινόν Άστυ.
Πάνω από την πόλη των Αθηνών το λυκαυγές έκανε αισθητή την παρουσία του με τα ασημογάλανα χρώματά του. Σε μιαν άκρη των Στοών της Αγοράς την ησυχία έσπαγαν θόρυβοι από κάποιο εργαστήρι. Ήταν το εργαστήρι εκείνου του Αργείου αγαλματοποιού, φίλου του Φειδία και του Μύρωνος, που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα πριν από είκοσι χρόνια και που οι αργόσχολοι της Αγοράς έλεγαν πως «αυτός ο επαρμένος καλλιτέχνης δηλώνει και επιστήμων! Δεν του αρκεί ότι καταφέρνει κάτι, αλλά συνεχίζει αναζητώντας το γιατί και το πώς έγινε».
Πράγματι, μέσα στο εργαστήρι ένας ανήσυχος ώριμος πλέον άνδρας έστεκε μπρος από τον ακατέργαστο όγκο από ξύλο καρυδιάς που βρισκόταν πάνω στον πάγκο του, με επιμονή, ένσταση και προσπάθεια που καταγραφόταν στις σταγόνες ιδρώτα που έβγαιναν στο πρόσωπο και στο κορμί του, σμίλευε με τον γλύφανο, το σκαρπέλο και το σφυρί την παράσταση που είχε στο νου του και ήθελε να μορφοποιήσει. Αποσπούσε υλικό από την επιφάνεια του ξύλου και διαμόρφωνε σιγά-σιγά το θέμα του. Μετά από αρκετές ώρες η ζέστη του καλοκαιριάτικου μεσημεριού έκανε αφόρητη την παραμονή μέσα στο εργαστήρι. Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον Πολύκλειτο, που παίρνοντας την γλυφίδα, έγλυφε με τέχνη το κατεργασμένο πλέον ξύλο με την μορφή του Διός, του υπάτου των θεών. Χάρασσε με αδρές γραμμές το σχήμα των ματιών, διέγραφε τους μύες του κορμιού, τόνιζε την έκφραση της μορφής και έδινε ζωντάνια στο ξύλο με τις κινήσεις και αντικινήσεις στο στήσιμό του. Το λυκόφως παρέδωσε την θέση του στη νύχτα και το άναμμα των λίχνων. Ο οίστρος της δημιουργίας τον παρέσυρε μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας που τον βρήκε με κόκκινα από την αϋπνία μάτια και πονεμένα χέρια. Στην έκφρασή του όμως, η ικανοποίηση από την αποπεράτωση ενός όμορφου έργου, δεν υπήρχε. Κάτι τον απασχολούσε, κάτι που τον εμπόδιζε ν΄ απολαύσει έστω και την ανάπαυλα από την εργασία του. Σήκωσε το ξόανο και το μετέφερε στην άλλη άκρη του εργαστηρίου καλύπτοντάς το με ένα κομμάτι ύφασμα. Βγήκε από το εργαστήρι με σκυφτό κεφάλι και πονεμένους ώμους με κατεύθυνση τα δημόσια λουτρά της πόλης. Είχε ανάγκη την καθαρότητα του κορμιού και την χαλάρωση του μυαλού του.
Η κίνηση στις οδούς του Κεραμικού, αυτού του δήμου της Ακαμαντίδος φυλής, των κεραμέων και όλων εν γένει των τεχνιτών, είχε αρχίσει, και τα καταστήματα, τα εργαστήρια, τα δημόσια κτίρια άρχισαν να σφύζουν από ζωή. Οι προστάτες θεοί του Κεραμικού, η Εργάνη Αθηνά και ο Ήφαιστος, καμάρωναν την ζωντάνια και την δημιουργικότητα στην μεριά αυτή της πόλεως των Αθηνών. Ο δήμος των Κεραμέων ήταν ένας από τους τριάντα της Αττικής και ένας από τους δέκα της Αθήνας, όπως τους είχε διανείμει ο Κλεισθένης. Πήρε το όνομά του από τους κατοίκους του που ονομάζονταν «Κεραμείς» από τον επώνυμο ήρωά τους τον Κέραμο.
Ο Πολύκλειτος διέσχισε την Αγορά, πέρασε μπροστά από το Πρυτανείο, το Θεσμοθετείο, το Βουκολείο και τα ιερά των Ελευθερίου Διός, Πατρώου Απόλλωνος και Δήμητρας Τελεσφόρου, κατευθυνόμενος από την οδό της Ακαδημίας στο βαλανείο που βρισκόταν δίπλα στο γυμνάσιο στις όχθες του Ιλισού. Η καθαριότητα και η υγεία του σώματος ήσαν βασικές προϋποθέσεις για την ζωή των Ελλήνων. Κανείς δεν θα μπορούσε να απέχει αυτών των δυνατοτήτων που χαρακτηρίζουν την ελληνική νοοτροπία και καλαισθησία. Η θέση του θεσπέσιου μαρμάρινου βαλανείου με τους ψηλούς κίονες ιωνικού ρυθμού ήταν ειδυλλιακή. Ο Ιλισός ποταμός τροφοδοτούσε με τα καθάρια νερά του τις κρήνες του δημόσιου λουτρού και τα ψηλά δένδρα σκίαζαν την οδό που οδηγούσε σ΄ αυτό. Δίπλα στο βαλανείο υπήρχε γυμνάσιο και παλαίστρα όπου ασκούνταν νεαροί αθλητές υπό την εποπτεία των εκπαιδευτών τους.
Ο καλλιτέχνης στάθηκε για λίγο παρακολουθώντας τις ασκήσεις των αθλητών. Θαύμαζε την μεγάλη ελαστικότητα του ανθρώπινου σώματος και τις επιδόσεις που αυτό μπορεί να επιτύχει. Κάτω από τον λαμπρό ήλιο γυάλιζαν τα αλειμμένα με λάδι κορμιά των αθλητών καθώς πάλαιαν ή γυμνάζονταν. Το ερευνητικό βλέμμα του καλλιτέχνη ανίχνευε τις κινήσεις των μυών και τα σημεία στήριξης των ανθρώπινων κορμιών την ώρα της άθλησης. Κοιτούσε θαυμάζοντας το κάλλος των αθλητών, αλλά περισσότερο παρατηρώντας και καταγράφοντας στο μυαλό του τις κινήσεις των σωμάτων. Απομόνωνε κάθε σκηνή που αργότερα θα του χρησίμευε στο πλάσιμο των δικών του αθλητών, θεών ή ηρώων, που θα γεννιόνταν από την σμίλη στο εργαστήριό του.
Περνώντας την είσοδο του δημόσιου λουτρού στολισμένη με τα αγάλματα Χαρίτων και Νυμφών, ο Πολύκλειτος χαιρέτησε τον βαλανέα και πλήρωσε το «επίλουτρον», το μικρό τίμημα εισόδου. Κατευθύνθηκε στο αποδυτήριο και παρέδωσε τα ρούχα του στον ιματιοφύλακα. Ένας υπηρέτης έτρεξε κοντά του κρατώντας μια στλεγγίδα, ένα φιαλίδιο με έλαιο και ένα αλαβάστρινο δοχείο με σμήγματα και κιμωλία γη για την απόξεση του σώματος και την επάλειψη. Οδηγήθηκε στην μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του πυριατηρίου την γεμάτη ευεργετικούς ατμούς που διοχετεύονταν από έναν μεγάλο λέβητα με αρωματικά βότανα, και κάθισε στον πάγκο δεχόμενος τις επευφημίες των φίλων και τους χαιρετισμούς των γνωστών καθημερινών λουομένων.
Ο χώρος των βαλανείων ήταν τόπος συνάντησης και ευχάριστων συζητήσεων μεταξύ των Αθηναίων πολιτών που απολάμβαναν τις ευεργετικές ιδιότητες του καθημερινού λουτρού. Παρέμεναν για λίγο στο πυριατήριο για εφίδρωση, μετά λούζονταν με ζεστό ή κρύο νερό και αλείφονταν με έλαια περιποιητικά του δέρματος.
- «Σήμερα είναι ημέρα συνάντησης γλυπτών, ως φαίνεται», είπε ο γλύπτης Ξενοκράτης από την Σικυώνα της Πελοποννήσου, απευθυνόμενος στον Πολύκλειτο.
- «Η αργείτικη σχολή του δασκάλου μας Αγελάδα, θέλεις να πεις φίλε μου, αφού όχι μόνον ο Αριστοκλής παραβρίσκεται, αλλά ο Μύρων, ο νεαρός Φειδίας, ο Ναυκίδης και ο Πατροκλής. Μην λησμονήσεις να τους αναφέρεις στο έργο που πραγματεύεσαι «Περί Χαλκοπλαστικής», αφού ασχολούνται με την ίδια μ΄ εμάς τέχνη!» απάντησε στον Ξενοκράτη.
- «Δεν θα λησμονήσω κανέναν, στο υπόσχομαι αν υποσχεθείς κι εσύ πως θα μας εμπιστευτείς τον λόγο της κατήφειάς σου. Είναι αρκετός ο καιρός που παρατηρούμε πως κάτι σε απασχολεί κατατρώγοντάς σε», σχολίασε, βλέποντας τις ρυτίδες από την ένταση ν΄ αυλακώνουν το πρόσωπο του Πολύκλειτου.
- «Επιθυμώ να βελτιώσω την τεχνική των Ροίκου και Θεοδώρου στην χύση του ορείχαλκου στα κούφια αγάλματα. Έχει παρέλθει ο καιρός που σφυρηλατούσαμε ελάσματα μετάλλου πάνω στο αρχικό ξόανο. Σήμερα χρησιμοποιούμε την προτεινόμενη απ΄ εκείνους τεχνική, μα φαντάζομαι πως επιδέχεται βελτίωση.»
- «Άφησες τα μαθηματικά σου με τις αναλογίες των μέτρων, και ασχολείσαι με την χύση των μετάλλων;», ρώτησε ο Μύρων.
- «Η μια ασχολία όχι μόνο δεν αποκλείει την άλλη, αλλά ισχυρίζομαι πως την βοηθά», απάντησε ο Πολύκλειτος, έχοντας περισσότερο το νου του στο εργαστήρι, παρά στην συνομιλία με τους φίλους του.
Η ώρα περνούσε κι εκείνος αφέθηκε στην ευχάριστη παρέα των καλλιτεχνών προσπαθώντας να χαλαρώσει τα τεντωμένα μέλη του, όταν η σκέψη ενός νέου πειράματος ήλθε στο νου του και τον έκανε να τιναχθεί.
«Ίσως…ίσως να είναι αυτό!» φώναξε βγαίνοντας από την αίθουσα του ατμόλουτρου, αφήνοντας εμβρόντητους τους συνομιλητές του. Ο ιματιοφύλακας παρέδωσε τα ρούχα στον Πολύκλειτο απορώντας για την περίεργη συμπεριφορά του λουόμενου, που ούτε καν είχε προλάβει να λουσθεί ή να δεχθεί τις περιποιήσεις καθαρισμού των υπηρετών, αλλά έβγαινε μουσκεμένος από τον ιδρώτα και με χειρονομίες που σήμαιναν όσα ήθελε, ντύθηκε βιαστικά και έφυγε επιστρέφοντας στον Κεραμικό. Η σύλληψη της νέας ιδέας και ο ενθουσιασμός που την συνόδευαν, είχε απομακρύνει την αίσθηση του κάματου και ο γλύπτης έφτασε στο εργαστήριό του τρέχοντας σαν έφηβος αθλητής.
Με το βλέμμα μαινάδας σε θεϊκό οίστρο, άρπαξε το ξόανο του Διός και το απόθεσε στο δάπεδο. «Δεν θα είσαι εσύ το κύριο θέμα, αλλά το πρόπλασμά μου! Πάνω σου θα δημιουργήσω το τελικό αποτέλεσμα», είπε και άρχισε να καλύπτει το ξύλο με «κεραμίτιδα γη» ζυμωμένη με νερό, δηλαδή πηλό. «Είθε να ευοδώσεις το σχέδιό μου», ευχήθηκε ο καλλιτέχνης στο πρόπλασμα.
Κάλυψε το ξόανο με πηλό αναπαράγοντας όλες τις λεπτομέρειες της μορφής. Εργαζόταν ακούραστα για αρκετές ώρες και στο τέλος, βλέποντας το αποτέλεσμα, σταμάτησε περιμένοντας το στέγνωμα του πηλού. Βγήκε από το εργαστήρι και έσπευσε ν΄ αγοράσει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα κεριού και παράλληλα να ταξινομήσει στο μυαλό του τα επόμενα βήματα του πειράματός του.
Επέστρεψε με το κερί και άρχισε να το μαλάσσει μαλακώνοντάς το. Με ακριβείς κινήσεις το άπλωσε πάνω στον πηλό σε λεπτό στρώμα, που επέτρεπε να διαγράφονται οι λεπτομέρειες της μορφής. Πάνω απ΄ αυτό το στρώμα κεριού άπλωσε ένα δεύτερο στρώμα από άργιλο που αποτύπωνε ακριβώς τα σχέδια του κεριού. Όταν στέγνωσε και ο άργιλος, ο Πολύκλειτος σήκωσε από το έδαφος το ξόανο και το τοποθέτησε πάνω σε δυο οριζόντιες δοκούς, βάζοντας από κάτω ένα δοχείο ανάβοντας φωτιά. Σε λίγη ώρα η ζέστη από την πυρά άρχισε να λιώνει το κερί που έρρεε από τις τρύπες που επίτηδες είχε αφήσει ο τεχνίτης κατασκευάζοντας αυτό το περίεργο καλούπι. Έτσι δημιουργήθηκε ένα κενό από την τήξη του κεριού μεταξύ του πυρήνα και του εξωτερικού αργιλώδους περιβλήματος.
Η αγωνία τώρα του καλλιτέχνη είχε κορυφωθεί περιμένοντας το επόμενο βήμα. Δίπλα του το τηγμένο κράμα χαλκού και κασσίτερου, ο μπρούτζος, έλαμπε περιμένοντας την χύση του μέσα στο καλούπι. Με δυο σιδερένιες λαβίδες σήκωσε τον λέβητα και άφησε το λιωμένο μέταλλο να κυλήσει στο κενό που δημιούργησε η τήξη του κεριού. Με κατακόκκινο πρόσωπο από την προσπάθεια και την ζέστη, ο Πολύκλειτος κοιτούσε το καλούπι περιμένοντας να κρυώσει το μέταλλο. Μετά από πολλή ώρα και με χέρια που έτρεμαν, ο τεχνίτης αφαίρεσε αργά-αργά το εξωτερικό περίβλημα και το εσωτερικό γέμισμα, αφήνοντας το άγαλμα καθαρό. Στάθηκε εξετάζοντας με αυστηρό βλέμμα ερευνώντας για λάθη στην κατασκευή. Η παλάμες του έψαυαν το μέταλλο, λες και η αφή θα έδινε την τελική απόφανση για την επιτυχία του πειράματος. Το άγαλμα όμως έστεκε χωρίς ούτε μια ράβδωση, ούτε ένα ελάττωμα στην όψη ή στην δομή του.
Ο ενθουσιασμός, σαν μόνη λέξη, δεν θα μπορούσε να περιγράψει όσα εκείνη την ώρα αισθανόταν ο καλλιτέχνης ως δικαίωση στις προσδοκίες του. Τα είχε καταφέρει! Είχε, όχι μόνο βελτιώσει την μέθοδο κατασκευής των «κούφιων» μπρούτζινων αγαλμάτων, μα την είχε τελειοποιήσει! Από τούδε και στο εξής, όλοι θα χρησιμοποιούσαν την μέθοδο του Πολύκλειτου για την χύση του κράματος στην κατασκευή των χάλκινων αγαλμάτων.
Άρχισε να λειαίνει το άγαλμα εξαφανίζοντας κάθε ατέλεια στην υφή του μετάλλου. Η λείανση έπρεπε να είναι τέλεια. Είχε μεγάλη σημασία το επιμελημένο και επίπονο γυάλισμα, γιατί θα έδινε την απόχρωση που παίρνουνε τα κορμιά των αθλητών στις παλαίστρες όταν αλείφονταν με λάδι. Έπειτα με τα λαδόπανα καθάρισε το έργο από τα ψήγματα, αναδεικνύοντας την ομορφιά της κατασκευής του. Πήρε μια μικρή ποσότητα μαγνησίας και ένα κομμάτι όνυχα για να φτιάξει τα μάτια. Απομακρύνθηκε λίγο και με τρεμάμενα από την συγκίνηση χέρια, ξαναπήρε την σμίλη τοποθετώντας τα δυο υλικά με το διαφορετικό χρώμα, στις κόγχες. Το οξυκόρυφο εργαλείο του ξέφυγε λίγο και χάραξε πληγώνοντάς του το χέρι. Μια σταγόνα αίματος τινάχθηκε στο στήθος του αγάλματος του Διός, που τώρα πια «κοιτούσε» τον καλλιτέχνη. Με παλλόμενη από την χαρά φωνή ανάμικτη με δέος, ο Πολύκλειτος αναφώνησε:
«Ιδού, ο άνθρωπος έπλασε τον θεό του!».
Έφυγε από το εργαστήρι αργά το βράδυ. Είχε επιτέλους μια ολόκληρη νύχτα για ν΄ απολαύσει έναν ύπνο χωρίς ανησυχία.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εγκατάσταση του Αργείου τεχνίτη στην Αθήνα. Η φήμη του είχε διαδοθεί σ΄ όλο τον ελληνικό κόσμο, ιδιαίτερα μετά την νίκη του σε διαγωνισμό, όταν με την «Αμαζόνα» του που στήθηκε στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, αποδείχθηκε καλύτερος του Φειδία, του Κρησίλα και του Φράδμονα.
Το ανήσυχο όμως πνεύμα του καλλιτέχνη δεν αρκούνταν να δρέπει τις δάφνες της καταξίωσής του. Χρόνια τώρα ασχολούνταν με την «Μετρική» που ριζικά και ως την τελευταία λεπτομέρεια, την είχε καταστήσει βάση της τεχνικής του.
«Το ευ παρά μικρόν δια πολλών αριθμών γίγνεται», συνήθιζε να λέει στους φίλους του καλλιτέχνες, θέλοντας να τονίσει την μεγάλη φροντίδα και κατάκτησή του για την πολύπλοκη γεωμετρική σχέση των αναλογιών, που οδηγεί στην δυναμική συμμετρία, δηλαδή τον ορθολογικό και συνεπή συσχετισμό των αναλογιών με υπολογισμένα μέτρα. Μια έννοια κλειδί, πέρα από την συμμετρία, ήταν για τον Πολύκλειτο και η ακρίβεια. Η ακρίβεια της μέτρησης και εκτέλεσης που απέκλειαν οτιδήποτε τυχαίο. Ήταν μια έκφραση πνευματικής σύλληψης που αντιπροσώπευε τις βασικές αξίες του καλλιτέχνη. Για τον Πολύκλειτο το «ευ» ήταν μια σύνθετη έννοια του κάλλους που θα μπορούσε κάποιος να την ερμηνεύσει ως «το καλόν», «το ορθόν», «το ιδανικόν», περιέχοντας συγχρόνως όλες αυτές τις σημασίες.
Από τότε που εγκαταλείφθηκε στην γλυπτική η μορφή του κούρου, είχε μετατοπισθεί και το σημείο στήριξης στο όρθιο ανδρικό γυμνό, από το ένα πόδι στο άλλο, χωρίς όμως να επιτευχθεί μια στάση τέλειας ισορροπίας. Μερικοί από τους σύγχρονούς του γλύπτες προσπαθούσαν να συμφιλιώσουν την απόλυτη ανάπαυση με την έντονη κίνηση. Ο Πολύκλειτος όμως χωρίς καμία παραχώρηση, ξαναγύρισε στην «στάση αναπαύσεως». Με την στάση που εκείνος επιλέγει, το αριστερό πόδι τραβιέται προς τα πίσω και αγγίζει το έδαφος μόνο με τα άκρα των δακτύλων, έτσι που η εικονιζόμενη μορφή δεν περπατάει ούτε στέκεται, αλλά έχει κάτι και από τα δύο. Αυτή η λεπτή αντίθεση μεταξύ έντασης και χαλάρωσης, δημιουργεί την τέλεια ισορροπία της στάσης. Εκεί στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα των κινήσεων και αντικινήσεων του κορμιού, που είναι δομημένο με στέρεο αλλά όχι στεγνό τρόπο, με σοφία και γνώση της ανατομίας. «Το μέγιστον αυτό μάθημα» το κατάλαβαν αμέσως όλοι οι ομότεχνοί του και η «πολυκλείτεια στάση» έγινε πρότυπο για πλήθος έργα τους.
Ο Πολύκλειτος, ένας διανοούμενος ανάμεσα σε καλλιτέχνες, νιώθει να κυριεύεται από το πάθος των νόμων που παρουσιάζουν οι μαθηματικές αναλογίες καθώς πλάθει τις μορφές του. Και στα παλαιότερα χρόνια πριν από εκείνον γινόταν χρήση των οργανικών αναλογιών. Γνώριζε πως και στην αρχιτεκτονική η χρήση αυτή ήταν αποκλειστική. Κατά τους υπολογισμούς, δεν λάμβαναν αφηρημένα μετρικά συστήματα, αλλά τις διαστάσεις ορισμένων οργανικών μελών, π.χ. για ορισμένες διαστάσεις κάποιου ναού, έπαιρναν ως μονάδα επαναλαμβανόμενη την ακτίνα του κίονα, ή την μεταξύ δυο κιόνων απόσταση.
Μέσα στο εργαστήρι δίπλα στους πάγκους με τα προπλάσματα και τα ημιτελή αγάλματά του, υπάρχει ένας άλλος πάγκος με άπειρες περγαμηνές με σχέδια, γραφίδες και μετρικά όργανα. Τον χώρο αυτόν τον θεωρεί σπουδαιότερο, γιατί εκεί σχεδιάζει ένα από τα τελευταία του έργα, που πάνω του θα αποδώσει τις μαθηματικές του γνώσεις, αφήνοντας κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές καλλιτεχνών, τον «Κανόνα» του.
Σκυμμένος πάνω στα σχέδια υπολογίζει τις αναλογίες που θα καθορίσουν τις οργανικές σχέσεις του αγάλματός του. Μέσα στο νου του έχει συλλάβει την μυθική μορφή του Αχιλλέα κρατώντας το δόρυ του, σε στάση αναπαύσεως. Την εμπνεύστηκε, όταν περνώντας ένα απόγευμα από το γυμνάσιο είδε κάποιον αθλητή να κρατά χαλαρά το δόρυ μετά από την άσκηση ακουμπισμένο στον ώμο του. Η ακίνητη εκείνη κίνηση του αθλητή θα του φέρει στο νου την θαυμάσια ρήση του Ηρακλείτου, που θα την ψιθυρίζει γυρνώντας στον Κεραμικό: «παλίντονος αρμονίη οκώσπερ τόξου και λύρης». Η σκηνή εκείνη είχε χαραχθεί στο μυαλό του και αποτυπώνεται τώρα στα σχέδιά του.
Πάνω στην περγαμηνή με μεγάλα γράμματα υπάρχει η λέξη «Δορυφόρος», αυτός δηλαδή που φέρει δόρυ, και από κάτω η αποτυπωμένη μορφή ενός νέου δυνατού άνδρα με το ιδανικό της ωραιότητας του ανθρώπινου σώματος. Είχε φτάσει πλέον στο επίπεδο να επιτύχει την μετατροπή του «ανδρόπαιδα» σε «άγαλμα ανδρός». Άλλωστε, είχαν περάσει πολλά χρόνια μεταξύ της επίσκεψης του εκπαιδευόμενου γλύπτη στο ιερό του Σουνίου, και του σημερινού καταξιωμένου καλλιτέχνη επιστήμονα. Τα σχέδια του αγάλματος προχωρούν παράλληλα με το σύγγραμμά του. Γράφει: «…το δε κάλλος, ουκ εν τη των στοιχείων, άλλ΄ εν τη των μορίων συμμετρία συνίσταται: δακτύλου προς δάκτυλον δηλονότι, και συμπάντων αυτών προς τε το μετακάρπιον και καρπόν, και τούτων προς πήχυν και πήχεως προς βραχίονα και πάντων προς πάντα.»
Οι ώρες και οι μέρες περνούν χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο χρόνος. Το μόνο που ενδιαφέρει τον ώριμο άνδρα είναι να περατώσει το έργο του.
Και έρχεται η στιγμή που αυτό συμβαίνει. Όταν το στερεοποιημένο μέταλλο ελευθερώνεται από το καλούπι, αναδεικνύεται ένα «άγαλμα», που όπως η ίδια η λέξη δηλώνει, είναι αυτό που στην θέα του κάθε άνθρωπος «αγάλλεται».
Πράγματι, ο θαυμασμός των ομοτέχνων και των ανθρώπων που κλήθηκαν να το δουν, είναι μεγάλος. Το άγαλμα στέκει στο μέσον του χώρου και υποβάλλει τους πάντες με την παρουσία του, εκφράζοντας την φυσική ικανότητα, το κάλλος και την αντοχή του νέου ανδρός που ο ρωμαλέος κορμός του είναι πλήρης ζωικής ευεξίας. Το ιδανικό του Πολύκλειτου για το κάλλος του ανθρώπινου σώματος αποτυπώνεται σ΄ αυτόν τον «Κανόνα» που στηρίζεται στην συμμετρία, στην ορθή δηλαδή ρύθμιση των αναλογιών των διαφόρων μελών μεταξύ τους και προς το όλον.
Ο ορειχάλκινος άνδρας στέκεται αντικριστά προς το συγκεντρωμένο πλήθος στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά. Είναι ντυμένος με την αριστοκρατική εκείνη γύμνια των τέλειων ανδρών με αρετή και θεληματικό χαρακτήρα. Στηρίζει το βάρος του σώματός του στο δεξί πόδι που προβάλει λίγο εμπρός, πατάει σταθερά και σέρνει ελαφρά προς τα πίσω λυγισμένο το αριστερό του σκέλος, ώστε μόλις να ακουμπά με τα ακροδάκτυλα το έδαφος. Το δεξί χέρι πέφτει χαλαρά δίπλα στον κορμό, ενώ το αριστερό κρατά το δόρυ που ακουμπά στον ώμο του. Ο αθλητής δεν βαδίζει, αλλά δίνει την εντύπωση πως μόλις στάθηκε για ν΄ αναπαυθεί. Η διάπλαση του σώματός του, σύμφωνα με το ιδανικό της εποχής, είναι απόλυτα συμμετρικό με μέλη στέρεα και συμπαγή.
- «Εύγε δάσκαλε!!! Εύγε Πολύκλειτε!!! Σε συγχαίρουμε για τον Κανόνα σου!!!», ακούγονταν δυνατά οι φωνές των φίλων. Με σεμνότητα, ο καλλιτέχνης προχώρησε προς το μέρος τους κρατώντας μερικά ρολά περγαμηνών.
- «Έχω και άλλα δυο έργα να σας παρουσιάσω, φίλοι μου. Το ένα το κρατώ, το άλλο βρίσκεται πίσω σας καλυμμένο. Με αυτά ολοκληρώνω την πορεία μου και παραδίδω τις γνώσεις μου σ΄ εσάς. Λάβετε τον Κανόνα και συνεχίστε από εκεί που σταματώ. Η πορεία είναι μεγάλη και χρέος σας να καταθέσετε στο μέλλον και τους δικούς σας Κανόνες, βοηθώντας την εξέλιξη της τέχνης μας», είπε ο μεγάλος γλύπτης, και πηγαίνοντας στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, τράβηξε το ύφασμα αποκαλύπτοντας έναν άλλον χάλκινο άνδρα.
- «Ο Διαδούμενος», είπε απλά, παρουσιάζοντας ακόμα ένα θαυμάσιο κληροδότημα της ανθρωπότητας.
Όλοι κοίταξαν το άγαλμα που φαινόταν ζωντανό με την σάρκα του να πάλλεται από δύναμη και ομορφιά. Ήταν ένας νέος αθλητής που φορούσε στο κεφάλι το διάδημα, την ταινία που συνήθιζαν να φέρουν οι νικητές των αγώνων.
- «Δεν είναι μόνον ο αθλητής σου νικητής Πολύκλειτε, είσαι κι εσύ! Σε στεφανώνουμε με κότινο και σε ανακηρύσσουμε Επιστήμονα Καλλιτέχνη της Γλυπτικής. Είμεθα τυχεροί που ζούμε στην εποχή αυτή. Υποσχόμεθα να σε τιμήσουμε με το έργο μας, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μετέχουμε της εξέλιξης της τέχνης μας. Χαίρε διδάσκαλε!!!»
Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε. Ο Αργείος γλύπτης, ο δημιουργός του Κανόνος, του Διαδούμενου, της Αμαζόνας και τόσων άλλων έργων, ηλικιωμένος πια, βάδιζε καλεσμένος προς το εργαστήρι ενός νέου τεχνίτη από την Πάρο.
Φτάνοντας στο εργαστήρι στάθηκε στην είσοδο που την κάλυπτε η μαρμαρόσκονη, και ο χαιρετισμός του καλύφθηκε από τον θόρυβο των εργαλείων. Είδε στο βάθος ένα νεαρό να σμιλεύει έναν πάλλευκο μαρμάρινο όγκο. Τον άφησε ήσυχο στην έμπνευσή του και αθόρυβα περιδιάβηκε το εργαστήρι εξετάζοντας μερικά ήδη έτοιμα αγάλματα. Το αγαλματίδιο μιας Μαινάδας τράβηξε την προσοχή του. Η κίνηση του γυναικείου κορμιού φανέρωνε με σπάνια δύναμη τον οίστρο της βακχικής μανίας. Η εντυπωσιακή έκφραση ενεργητικότητας αυτού του σφοδρά κινούμενου κορμιού, καθώς και η έκφραση του σφοδρού ψυχικού πάθους στο πρόσωπο της Μαινάδας που έφτανε μέχρι την αγωνιώδη σύσπαση, προκάλεσε τον θαυμασμό του Πολύκλειτου.
- «Χαίρε διδάσκαλε!», καλημέρισε ο νέος που είχε αντιληφθεί την παρουσία του και περίμενε με ενδιαφέρον και αγωνία την κριτική του μεγάλου γλύπτη. Εκείνος δεν αντιγύρισε τον χαιρετισμό, αλλά συνέχισε να εξετάζει τα έργα. Με αργά βήματα και χωρίς να πει λέξη, κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
- «Συνέχισε», ήταν το μόνο που κατάφερε ν΄ αρθρώσει από την συγκίνηση που τον έπνιγε, χωρίς να στραφεί προς την μεριά του νεαρού τεχνίτη από την Πάρο που τον έλεγαν Σκόπα.
Ανάσανε τον αρωματισμένο ανοιξιάτικο αέρα των Αθηνών και ήσυχος πια, αποφάσισε πως ήταν ώρα ν΄ αναπαυθεί στην αγκαλιά του Ύπνου και του Θανάτου, αυτών των παιδιών της Νύχτας, κάπου σε μια μεριά της συνοικίας του έξω Κεραμικού. Ο θνητός δάσκαλος έφευγε ευχαριστημένος και τώρα πια αθάνατος, αφού πίσω του άφηνε χώρο για δημιουργία με τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας τέχνης της γλυπτικής: Φειδίας, Σκόπας, Πραξιτέλης, Λύσιππος, Αγοράκριτος, Λεωχάρης, Βρύαξις, Τιμόθεος, και τόσοι άλλοι.
Βιβλιογραφία:
«Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» τόμοι Α΄& Θ΄.
«Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Β΄& Γ2
«Εθνικό Μουσείο» Β. Πετράκος, εκδ. Κλειώ, Αθήνα 1993
«Χαρμίδης» Πλάτωνος, Εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1975
«Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» Liddell & Scott
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου