Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ, ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η γέννηση και η καταγωγή των θρησκειών. Του Λουνατσάρσκυ Ανατόλ
Το ζήτημα τής καταγωγής των θρησκειών μπορούμε σήμερα να το θεωρήσουμε λίγο – πολύ ξεκαθαρισμένο. Πάνω σ΄ αυτό το φαινόμενο, η σημερινή επιστήμη δίνει αρκετές εξηγήσεις. Δυστυχώς όμως, υπάρχουν μέχρι σήμερα πρόσωπα, που υποστηρίζουν, ότι δήθεν ο ίδιος ο θεός αποκάλυψε τη θρησκεία στους πρώτους ανθρώπους. Η επιστήμη δεν έχει καμμιά απολύτως σχέση με τέτοιες απόψεις.
Οι απόψεις αυτές είναι μια απλή συλλογή κοινών επινοήσεων, τις οποίες κυκλοφορούν οι παπάδες των διαφόρων θρησκειών, για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους ενάντια στην επιστήμη, η οποία μεταβάλλει σε καπνό και σκόνη την άποψή τους για την «εκ θεού αποκάλυψιν» και για τη θεϊκή καταγωγή των θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Υπάρχει ακόμα κι ένας μέσος δρόμος, η ημιμεταφυσική σχολή τής ιστορίας και τής θρησκείας, η οποία προσπαθεί από τα ποιητικά αισθήματα και τις ποιητικές εντυπώσεις, που προκαλούνται στον άνθρωπο από τη φύση, να εξηγήσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Και αυτή όμως η διδασκαλία, είναι απόλυτα αντιεπιστημονική. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν πρέπει να εμφανίζονται σαν κάτι, που στέκεται σε άλλο επίπεδο, έξω από τη γενική ανάπτυξη των υπολοίπων πλευρών τού ανθρώπινου πολιτισμού, μια τέτοια μέση οδός είναι απόλυτα απαράδεκτη.

Ο πρωτόγονος ανιμισμός
Η επιστήμη τής Ανθρωπολογίας εξηγεί με αρκετά μεγάλη ακρίβεια το ζήτημα τής καταγωγής τής θρησκείας και μαλιστα στη θαυμαστή διδασκαλία περί καταγωγής τής θρησκείας, που αναπτύχθηκε από τον Τέιλορ στο βιβλίο του «Ανθρωπολογία».
Πρόκειται για την άποψη για τον πρωτόγονο ανιμισμό, που είναι σχεδόν ανακάλυψη τού Τέιλορ και στην οποία έχει προστεθεί σήμερα η γνώμη, πως υπήρχε ένα περισσότερο πρωταρχικό στάδιο και αυτό ήταν το στάδιο τού φόβου των πτωμάτων.
Ύστερα όμως από μια προσεκτική εξέταση, στην πραγματικότητα αποδεικνύεται, ότι η άποψη για το φόβο των πτωμάτων, σαν μια από τις βάσεις ή καλύτερα μια από τις πρώτες εκδηλώσεις τού θρησκευτικού αισθήματος τού πρωτόγονου ανθρώπου, συνδέεται αδιάρρηκτα με το πρώτο στάδιο, δηλαδή τον ανιμισμό ή την πίστη στα πνεύματα κι έτσι η θρησκεία αρχίζει μόνο από το ανιμιστικό στάδιο.
Sir Edward Burnett Tylor (1832-1917).
Βρετανός ανθρωπολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης, που εισήγαγε τον όρο ανιμισμός, τον οποίο θεώρησε ως πρώτη φάση τής εξέλιξης των θρησκειών. Σε έργα του, όπως το «Πρωτόγονος πολιτισμός» και το «Ανθρωπολογία», ο Τέιλορ άρχισε να δημιουργεί το εννοιολογικό πλαίσιο τής επιστημονικής σπουδής τής ανθρωπολογίας στηριζόμενος -και αναπτύσοντας ταυτόχρονα- στις εξελικτικές θεωρίες τού Δαρβίνου.
Φόβος – ελπίδα
Και τώρα θ’ αρχίσω μια απλή και συγκεκριμένη ανάλυση τής ιστορίας των θρησκευτικών εκδηλώσεων στις πιο πρωτόγονες βαθμιδες τής ανάπτυξής τους, όπως τις συναντάμε παντού ανάμεσα στους πρωτόγονους άγριους και οι οποίες είναι στην ουσία συνδεμένες με τη σημερινή αντίληψη και αποκαλύπτουν την εσωτερική της υπόσταση.
Στα ζώα δεν υπάρχουν θρησκευτικές παραστάσεις, υπάρχει όμως, το αίσθημα τού φόβου και τής ελπίδας. Το σημαντικότερο και σοβαρότερο αίσθημα, που μας ενδιαφέρει, είναι ακριβώς το αίσθημα τού φόβου.
Ο Δαρβίνος στο βιβλίο του, που αναπτύσσει την εμφάνιση των αισθημάτων στα ζώα, αναφέρει μαζί με τ’ άλλα και το παράδειγμα κάποιου σκύλου, που υπόφερε από τεράστια ταραχή και απέραντο τρόμο, όταν έβλεπε να κινείται πάνω στό έδαφος παρασυρμένο απ’ τον αέρα, ένα κομματάκι χαρτί από εφημερίδα.
Ο σκύλος, που είχε συνηθίσει να νομίζει σαν ακίνητο ένα κομμάτι χαρτί, υποφέρει από την ανέλπιστη γι’ αυτόν κίνησή του, από ένα είδος μυστικιστικού φόβου.
Ο μυστικιστικός φόβος
Τι εννοούμε, όταν λέμε μυστικιστικός φόβος; Όταν ο σκύλος φοβάται το μαστίγιο, φοβάται ένα εντελώς καθορισμένο πράγμα γνωρίζοντας, ότι το μαστίγιο μπορεί να τού προξενήσει πόνο. Στην παραπάνω όμως περίπτωση, φοβήθηκε από κάτι τό ακαθόριστο, τον τρομοκράτησε δηλαδή στην περίπτωση αυτή η άγνοια, αυτή καθ΄ εαυτή, και το ανεξήγητο τού γεγονότος, που συντελέστηκε. Κάθε ζωντανός οργανισμός, έχει διάφορα απαιτούμενα για να αντιδρά στις ποικίλες εξωτερικές εντυπώσεις.
Το ζωντανό υποκείμενο, όταν αντιμετωπίζει το οποιοδήποτε φαινόμενο, αντιδρά, απαντάει σ’ αυτό είτε τρέπεται σε φυγή ή ορμάει, όπως ορμάει εναντίον τής λείας, είτε διατηρεί την ψυχραιμία του κ.λπ..
Το ζωντανό υποκείμενο συνήθως γνωρίζει (καταλαβαίνει) πώς πρέπει ν’ αντιδράσει σ΄ένα φαινόμενο, όπως π.χ. ο σκύλος, που παίρνει ένα κομμάτι κρέας, το μυρίζεται πρώτα και μετά αρχίζει να τό τρώει.
Το τρομακτικό αίσθημα τής άγνοιας
Όμως, σε μερικές περιπτώσεις δεν ξέρει πώς ν’ αντιδράσει και τότε, όταν δεν ξέρει, τότε αμφιταλαντεύεται. Σ’ αυτή την αμφιβολία αντιστοιχεί το αίσθημα, που μπορεί να εκφραστεί με τις ερωτήσεις: «Μήπως υπάρχει κίνδυνος; Μήπως μπορεί να μού προξενήσει πόνο;». Δεν ξέρει το ζώο από πού να περιμένει τον κίνδυνο αυτό ή τόν πόνο. Τότε, εμφανίζεται το τρομακτικό αίσθημα τής άγνοιας. Μπορούμε να θεωρήσουμε τα αισθήματα αυτά, πως είναι ανάλογα με τα δικά μας.
Αυτό ακριβώς το αίσθημα αισθάνεται ο σκύλος τού Δαρβίνου, αυτό το ίδιο αίσθημα, που είναι ο αρχικός πρόγονος τού θρησκευτικού αισθήματος.
Ο άνθρωπος ξεχώριζε κάπως τί μπορούσε να τού χρησιμεύσει σαν τροφή, ποιός ήταν φίλος ή εχθρός του, τί είναι ένα δέντρο τού δάσους ή ένα ρυάκι, πρόσεχε τα φαινόμενα, που θα μπορούσαν να τού προξενήσουν πόνο, καταλάβαινε τί είναι η φωτιά, ήξερε, ότι δεν μπορούσε να μετακινηθεί πάνω στο βαθύ νερό χωρίς να μάθει πρώτα να κολυμπάει, ήξερε, ότι θα μπορούσε να συναντήσει ορισμένους γνωστούς του κινδύνους, αλλά όμως πολύ συχνά και προπαντός στα σκοτεινά, όταν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά εκείνο, που έβλεπε, υπόφερε από αδημονία. Ο άνθρωπος, γνωρίζουμε, ότι πολύ συχνά φαντάζεται στο σκοτάδι πράγματα τελείως ανύπαρκτα. Π.χ. μπορεί να κινείται ένα κλαρί, πράγμα τελείως ακίνδυνο και ο άνθρωπος να αντιμετωπίζει με ενταμένη προσοχή το άγνωστο αυτό κάτι και να φουντώνει μέσα στην ψυχή του η αμφιβολία: Μήπως πρόκειται να προέρθει κανένας κίνδυνος απ’ αυτό;
Αυτό δείχνει τη συγγένεια τού ανθρώπου προς τα ζώα, το δε αίσθημα αυτό τής ανησυχίας μπροστά στο άγνωστο και στο ανεξήγητο οδηγεί αργότερα σ’ αυτό που λέμε θρησκευτικό αίσθημα.
Η αναζήτηση τής αιτιολογικής σχέσης των φαινομένων
Είναι γεγονός, ότι ο ανθρωπος βρίσκεται σε ανώτερη διανοητική κατάσταση παρά τό ζώο και μπορεί να σχετίζει πιο καθορισμένα το ένα φαινόμενο με το άλλο και μπορεί επίσης να ζητάει την αιτιολογική σχέση των φαινομένων.
Αυτό το ζώο, που λέγεται άνθρωπος, αντιδρώντας σ’ ένα φαινόμενο, δεν περιορίζεται στο δεδομένο, αλλά απλώνει την ενέργειά του και την αντίδρασή του σε άλλα φαινόμενα ή πράγματα, με τα οποία το συσχετίζει.
Ας πούμε, ότι ο άνθρωπος αισθάνεται πόνο στο πόδι. Πώς αντιδράει; Οφείλει να μάθει από πού προέρχεται ο πόνος, οφείλει να μάθει ποια είναι η αιτία, που τού τον προξενεί. Αρχίζει να παρατηρεί ολόκληρο το πόδι του. Ανακαλύπτει, ότι τού το τρύπησε ένα αγκάθι. Αμέσως καταλαβαίνει, ότι πρέπει να βγάλει το
αγκάθι, για να τού περασει ο πόνος. Για να αντιδράσει δηλαδή στο φαινόμενο αυτό, για να σταματήσει τον πόνο, είναι υποχρεωμένος να ξέρει την αιτιολογική σχέση τού κομματιού αυτού τού ξύλου, που μπήκε μέσα στη σάρκα του, με την αίσθηση τού πόνου.
Αυτό είναι τόσο εύκολο, έτσι, που και πολλά ακόμα ζώα, όπως μερικοί πίθηκοι π.χ. μπορούν σε αρκετές περιπτώσεις να αντιληφθούν αυτή την αιτιολογική σχέση. Στον άνθρωπο όμως, αυτή η αιτιολογική σχέση αναπτύσσεται διαρκώς όλο και περισσότερο, προχωρεί διαρκώς όλο και πιο μακρυά. Ο άνθρωπος μελετάει τόσο τα φαινόμενα και τα πράγματα όσο και τ΄αποτελέσματα, που προκαλούνται απ’ αυτά, δηλαδή βάζει ερωτήματα τί πρέπει να κάνει κάτω από ορισμένους όρους, για να πετύχει ορισμένα αποτελέσματα.
Έτσι, κατακτάει συνεχώς τη φύση και σ΄ένα βαθμό επιδράει πάνω σ’ αυτή. Έχει ήδη και ορισμένες μεθόδους και καθορισμένους τρόπους επενέργειας πάνω στη φύση, που βρίσκεται γύρω του.
Ο θρησκευτικός συγκρητισμός, η μίξη δηλαδή κοσμογονικών, θεολογικών και λατρευτικών παραδόσεων, δημιουργεί προβλήματα στους θεωρητικούς -και όχι μόνον- τής κάθε θρησκείας. Ειδικά για το χριστιανισμό, παρατηρήσεις, ότι πολλοί θεοί επίσης γεννήθηκαν από παρθένα, ότι υπάρχουν κι άλλοι προγενέστεροι τού Ιησού αναστημένοι «σωτήρες» κ.λπ. δημιουργούν «τεράστια σύγχυση στο χριστεπώνυμο πλήρωμα» κι έτσι δέχονται σφοδρές επιθέσεις.
Η μελέτη τής σχέσης των φαινομένων, η μελέτη αυτού, που έπρεπε να γίνει στη μια ή στην άλλη περίπτωση, για να επιτευχθεί τό ένα ή το άλλο αποτέλεσμα, έμαθε τον άνθρωπο να εξετάζει όλα τα φαινόμενα στην αιτιολογική τους σχέση και τον δίδαξε επίσης να διερωτάται, όταν συμβαίνει ένα φαινόμενο, ποιά είναι η αιτία, που το προκαλεί.
Αλλά τόσο στα χωρίς λογική ζώα, όσο και στον άνθρωπο, παρουσιάζονται κάθε τόσο διάφορα φαινόμενα, την αιτία των οποίων δεν μπορεί να εξηγήσει με κανένα τρόπο. Υπάρχει πλήθος από φαινόμενα, των οποίων τα αίτια είναι στον άνθρωπο εντελώς άγνωστα.
Ο Max Muller (1823–1900) ήταν γερμανός φιλόλογος και ανατολιστής. Υπήρξε ο θεμελιωτής τού θρησκευτικού συγκρητισμού. Διατύπωσε την άποψη, ότι οι φυσικές δυνάμεις ήταν εκείνες, που επέδρασαν στο σχηματισμό των θρησκειών, τις οποίες θεωρούσε, ότι αντιπροσώπευαν ένα είδος λατρείας τής φύσης.
Για τον Μύλλερ, οι θεοί ήταν ενεργές δυνάμεις τής φύσης εν μέρει προσωποποιημένες ως υπερφυσικά όντα κι η μυθολογία «μια ασθένεια τής γλώσσας». Με αυτό, εννοούσε, ότι ο μύθος μετασχηματίζει έννοιες σε όντα και ιστορίες. Οι θεοί δηλαδή, ξεκίνησαν σα λέξεις κατασκευασμένες για να εκφράσουν αφηρημένες έννοιες, αλλά μετατράπηκαν σε φανταστικές προσωπικότητες. Έτσι, ο ινδοευρωπαίος πατέρας-θεός, εμφανίζεται με πολλά ονόματα: Ζεύς, Jupiter, Dyaus Pita κ.ά.. Για το Μύλλερ, όλα αυτά τα ονόματα μπορούν να εντοπισθούν στη λέξη Dyaus, την οποία αντιλαμβάνεται, ότι αποδίδει τη λάμψη και την ακτινοβολία. Αυτό οδηγεί σε όρους «deva», «deus», «θεός», ως γενικούς όρους για το θεό και τα ονόματα Ζευς και Jupiter (Ζευς-πατήρ). Αυτή η πλευρά τής σκέψης τού Μύλλερ μοιάζει με μετέπειτα ιδέες τού Νίτσε.
Η στάση τού πρωτόγονου απέναντι στα μεγαλειώδη φαινόμενα
Ο Μάξ Μύλλερ προϋποθέτει, πως ο πρωτόγονος άνθρωπος όφειλε να διερωτηθεί, γιατί ο Ήλιος βγαίνει απ’ την ανατολή και χάνεται στη δύση, γιατί τρέχουν τα ποτάμια, γιατί φυσάνε οι άνεμοι. Όμως, στην πραγματικότητα, οι άγριοι καθόλου δεν διερωτώνται γι΄αυτά τα πράγματα και μονάχα σε πολύ ψηλότερα μεταγενέστερα στάδια με την ανάπτυξη τής διανόησης, οι άνθρωποι αρχίζουν να ενδιαφέρονται γι’ αυτά τα ζητήματα.
Κάποτε, ένας εξερευνητης έβαλε ένα τέτοιο ερώτημα στους μπουσμάνους τής νότιας Αφρικής. Αυτοί αρχισαν τότε να τον κοροϊδεύουν και να τον βρίσκουν τρομερά κουτό, γιατί διαφορετικά πώς θα μπορούσε να ρωτήσει για πράγματα αυτονόητα, που συμβαίνουν κάθε μέρα; «Ξέρουμε», απάντησαν, «πως αυτό έτσι γίνεται, αλλά το «γιατί» γίνεται, «είναι βλακεία και να το ρωτάει κανένας». Τέτοια ήταν η αντίληψή τους.
Και σήμερα ακόμα έχουμε πάρα πολλά φαινόμενα, που είναι πολύ αινιγματικά για έναν άνθρωπο αγράμματο και για τα οποία ουδέποτε διερωτάται. Φανταστείτε έναν άνθρωπο αγράμματο και ρωτείστε τον γιατί χτυπάει η καρδιά. Πώς θα σας απαντήσει; Πιθανότατα θα σας απαντήσει τό ίδιο, όπως κι ο μπουσμάνος: «Χτυπάει, γιατί έτσι είναι πλασμένη». Ποτέ δεν έβαλε στον εαυτό του ένα τέτοιο ερώτημα, ποτέ δεν σκέφτηκε γι’ αυτό κι έτσι δεν μπορεί να εξηγήσει τι συμβαίνει, ποιά είναι η αιτία τής ενέργειας αυτού τού οργάνου, γιατί αυτό το όργανο λειτουργεί συνέχεια και τόσο κανονικά. Οι άνθρωποι δεν διερωτώνται για τα συνηθισμένα πράγματα.
Κανείς δεν αναρωτιέται γιατί είναι κόκκινο το αίμα ή γιατί το χέρι έχει πέντε δάκτυλα. Ακόμα κι ένας μορφωμένος άνθρωπος, θα δυσκολευτεί να εξηγήσει με ακρίβεια γιατί μπορούμε να σηκώσουμε το χέρι μας όποτε θέλουμε. Σε κάθε πέντε μορφωμένους θ’ απαντήσουνε οι τρεις, κι αυτοί όμως, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα καταφέρουν να εξηγήσουν επακριβώς αυτό το φαινόμενο.
Θα απαντήσουν, πως τέτοιος είναι ο ανθρώπινος οργανισμός, πως τέτοιος είναι ο νόμος των αυτοπροαίρετων κινήσεων κ.λπ., αλλά πολύ σπάνια θα δώσουν σαν απάντηση την ανάπτυξη εκείνης τής θεωρίας εκείνων των απόψεων, που αναφέρονται στη σχέση τής συνείδησης και των φυσικών φαινομένων, που με τόση δυσκολία δημιουργείται από τη σημερινή επιστήμη, για την οποία δεν υπάρχει στην πραγματικότητα εντελώς ικανοποιητική και τελειωτική απάντηση.
Έτσι, μ΄αυτό τον τρόπο, αποδεικνύεται, πως ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει κάτω απο συνηθισμένους κι εντελώς καθορισμένους όρους, μέσα σε ορισμένο περιβάλλον, χωρίς να διερωτηθεί για τα μεγαλειώδη φαινόμενα, που καταντάνε γι΄αυτόν τόσο συνηθισμένα, ώστε να μην τα προσέχει καν.
Αν ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς να διερωτηθεί, πώς είναι πλασμένος ο οργανισμός του και πώς η θέλησή του μπορεί να εκδηλωθεί στις εξωτερικές κινήσεις του, και στο σημερινό ακόμη στάδιο τής ανάπτυξης των ανθρώπινων γνώσεων, είναι πολύ φυσικό τότε, ο άνθρωπος στο πρωτόγονο στάδιο τής ανάπτυξής του να μη θέτει ερωτηματα για τις ηλιακές ακτίνες, τη ροή των ποταμιών κ.λπ.. Η ιδέα πάνω σ΄όλα αυτά γεννήθηκε πολύ αργότερα.
Πείνα, κρύο, πόνος, τροφή
Υπάρχουν όμως φαινόμενα, που θέτουν αμέσως τα ερώτημα: τι είναι και γιατί; Αυτά τα φαινόμενα τα σχετικά με την πείνα, το κρύο, κι εκείνα, που σχετίζονται με τον πόνο. Σχετικά με την πείνα και το κρύο, ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε πάνω κάτω καθαρή αντίληψη. Πολύ γρήγορα άρχισε να σημαδεύει τα χρήσιμα για τροφή είδη από τα μή χρήσιμα.
Η τροφή είναι ένα από τα κυριότερα ζητήματα, που ενδιαφέρουν τον άγριο. Ο Κουκ π.χ. γράφει, ότι οι άγριοι τής Αυστραλίας, με τους οποίους ήρθε σε επαφή, όταν μάθαιναν να μιλάνε αγγλικά, για κάθε λέξη, που άκουγαν και που δεν ήξεραν, για κάθε πράγμα, που τους έδειχναν και που μέχρι τότε ήταν γι΄αυτούς άγνωστο, ρώταγαν πρώτα-πρώτα άν τρώγεται ή όχι, γιατί αυτό ήταν το κυριότερο για αυτούς ζήτημα. Όταν τους άφησαν κι ανέβηκαν στα βαπόρια, που υπήρχαν πάρα πολλά άγνωστα γι΄αυτούς πράγματα, τηλεβόλα, ιστοί, μηχανές, οι άγριοι έδειξαν ενδιαφέρον μόνο για τα γλυκίσματα, που τους πρόσφεραν. Γι’ αυτά ρωτούσαν λεπτομερώς, τα παρατηρούσαν, τα μελετούσαν κι ενδιαφέρονταν να μάθουν αν μόνο οι λευκοί μπορούν να τρώνε τό ένα ή το άλλο γλύκισμα ή αν μπορούν να το τρώνε κι αυτοί (οι άγριοι).
Ο γερμανός συγγραφέας Γκρόσσε, αναφέρει την πρώτη προσευχή, που άκουσε από κάποιο άγριο τής φυλής των πετσερέγων, μιας πολύ καθυστερημένης φυλής. Ο άγριος αυτός, καθόταν και συνεχώς επαναλάμβανε την ίδια επωδό, που όταν δοκίμασε ο συγγραφέας να την μεταφράσει, το νόημά της ήταν: «Τα μπιζέλια, που τρώνε οι λευκοί, θα τα έτρωγα μ’ ευχαρίστηση». Αυτό μονάχα ήταν το περιεχόμενο τής «ποίησης» αυτής, με την οποία είχε απορροφηθεί ολόκληρες ώρες.
Υπάρχουν όμως, φαινόμενα περισσότερο αινιγματικά κι ένα απ΄αυτά είναι ο πόνος. Ο κάθε άγριος καταλάβαινε, ότι αν κάποιος τον τρυπούσε στα πλευρά, θα πονούσε. Εδώ βλέπουμε, ότι η αιτία τής αίσθησης αυτής είναι φανερή. Αν όμως, κανένας δεν τόν τρυπούσε με το σπαθί στα πλευρά κι όμως «πονούν τα πλευρά του», τότε αυτό είναι φαινόμενο εντελώς αινιγματικό κι έπρεπε να σκεφτεί τη σημασία του. Ποιός τον τρυπάει, τη στιγμή, που κανένας δεν φαίνεται;
Ο άγριος περνάει εξ αιτίας τού πόνου αγωνία. Δεν μπορεί να εξηγήσει τί πράγμα είναι, και, προπαντός, όταν ο πόνος μεγαλώνει σε μεγάλο βαθμό, ακολουθείται δε με βασανιστική κατάσταση και συνήθως οδηγεί στο θάνατο.
Φόβος για τους νεκρούς
Να ένα ζήτημα, ένα φαινόμενο, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να το αντιπαρέλθει χωρίς να δώσει ειδική προσοχή και το οποίο τον ενδιαφέρει σε μεγάλο βαθμό. Ο άνθρωπος ένα ωραίο πρωί, ύστερα από μεγάλη αγωνία, παρουσιάζεται εντελώς διαφορετικός, μένει κοκκαλιασμένος, παγωμένος, ασάλευτος, δεν μπορεί πια να κινηθεί. Τί τού συμβαίνει; Όταν μείνει στην ίδια θέση, τότε αρχίζει να βρωμάει, να αποσυντίθεται και να σκορπίζει δυσωδία. Τα πρόσωπα, που είναι γύρω του αρχίζουν τότε να αρρωσταίνουν, ακόμα και να πεθαίνουν.
Δηλαδή, ο πεθαμένος γίνεται επικίνδυνος και επιβλαβής και πρέπει ή να καεί ή να θαφτεί στη γή ή να ριχτεί στό νερό για να προληφθεί τό κακό. Αυτό, είναι τελείως ευνόητο και λογικό. Το συμπέρασμα είναι, πως τό πτώμα τού πεθαμένου είναι επικίνδυνο και το συμπέρασμα βγαίνει εύκολα, γιατί το πτώμα αποσυντίθεται γρήγορα και κάθε κομμάτι κρέας, που βρίσκεται στο στάδιο τής αποσύνθεσης, μεταβάλλεται σε εστία μόλυνσης.
Άνδρες τής φυλής Ντογκόν τού Μάλι, φορώντας χαρακτηριστικές μάσκες ετοιμάζονται να πάρουν μέρος σε μια παληά τελετή, που γίνεται έπειτα από κάθε θάνατο. Οι συμμετέχοντες προσεύχονται να έρθουν τα πνεύματα, προκειμένου να συνοδεύσουν το νεκρό στη νέα του κατοικία. (Φωτογραφία: «Πλανήτης Γή», τόμ. «Θεοί, τελετές-θρησκείες», έκδ. «Τα Νέα», Αθήνα, 2007.)
Εδώ όμως, μπορεί να συγκριθεί ο πεθαμένος με το κακό που προξενεί, δηλαδή με τον πόνο, με την ασθένεια, που στην εξέλιξή της προξενεί το θάνατο και μεταβάλλει το ζωντανό άνθρωπο σε πεθαμένο; Μήπως αυτός ο πεθαμένος αδερφός να είναι το υποκείμενο, που προκαλεί την ασθένεια; Να ένα ζήτημα, που προβάλλει στον εαυτό του ο άγριος των πρωτόγονων σταδίων ανάπτυξης.
Ο άγριος σκέφτεται: αν μείνει ο πεθαμένος αδερφός μέσα στην καλύβα ή στο σπήλαιο, δίχως άλλο θ’ αρρωστήσω. Αν η ύπαρξη ενός φαινομένου προκαλεί ορισμένο αποτέλεσμα, τότε μεταξύ τού φαινομένου και τού αποτελέσματος πρέπει να αποκατασταθεί η αιτιολογική τους σχέση. Έτσι, ο άγριος βγάζει το συμπέρασμα, ότι ο πεθαμένος αδερφός προκαλεί το αποτέλεσμα: την αρρώστεια. Ο άγριος όμως, δεν έχει αντίληψη, ότι ο άνθρωπος σαν πεθάνει μεταβάλλεται σε πράγμα κι ότι δεν μπορεί απολύτως να προξενήσει ενσυνείδητα κανενός είδους πόνο. Όχι, ο άγριος δεν μπορεί να το σκεφτεί αυτό και δεν το σκέφτεται, βασισμένος σε ολόκληρη αλυσίδα από εντελώς σωστές παρατηρήσεις, που έκανε.
Πρώτον, έχει παρατηρήσει, ότι ο θάνατος δεν είναι πάντα τελειωτικός, αλλά, ότι συμβαίνουν και νεκροφάνειες. Τί σημαίνει νεκροφάνεια; Σημαίνει, ότι ο άνθρωπος είναι μισοπεθαμένος, φαίνεται νεκρός κι ύστερα τον βλέπεις να ζωντανεύει. Επίσης, όταν έπαθε τη νεκροφάνεια και βρισκόταν ακίνητος, είχε πάψει να αναπνέει. Το «πνεύμα» αυτό δεν φαινόταν, ύστερα το «πνεύμα» γύρισε, η «πνοή» γύρισε, και μαζί γύρισε και η ζωή.
Στην ελληνική μυθολογία, ο Ύπνος ήταν θεός ή δαίμονας και είχε αδελφό το Θάνατο, σε μεταγενέστερους χρόνους μάλιστα, Ύπνος και Θάνατος, ταυτίστηκαν σε μια θεότητα. (Στην εικόνα: «Ο Ύπνος και ο αδελφός του Θάνατος» σε πίνακα τού John William Waterhouse).
Ύπνος – θάνατος
Έπειτα, ο άγριος έκαμε την ακόλουθη παρατήρηση: Υπάρχει μια άλλη κατάσταση, που μοιάζει με το θάνατο και αυτή είναι ο ύπνος. Ο ύπνος μπορεί να παρατηρηθεί τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Όταν ο άγριος παρατηρεί εξωτερικά τον ύπνο, βλέπει έναν άνθρωπο, που δεν κινείται. Και διερωτάται: μπορεί να πέθανε; Μπορεί να είναι ένας πεθαμένος αδερφός; Μήπως θα πρέπει να τον πετάξω στη φωτιά; Ας δοκιμάσω να τον αναστήσω τινάζοντάς τον. Και τινάζοντάς τον διαπιστώνει, ότι ξύπνησε, ότι δηλαδή είναι ζωντανός.
Όνειρα
Όταν τον ρωτάει τί έπαθε, τού λέει πχ. πως γύριζε στό δάσος και κυνηγούσε ένα ζώο. «Μα πώς μπορεί να συνέβη αυτό, αφού σ΄ έβλεπα εδώ, που έμενες ακίνητος απαράλλακτα σαν πεθαμένος;». Ο άλλος θα προσπαθήσει με όλη τη θέρμη του να τού αποδείξει αυτά που λέει, επειδή δεν είναι σε θέση να βάλει όρια στην κατάσταση τού ύπνου και τού ξυπνήματος, γιατί δεν ξέρει, ότι ο ύπνος είναι μια μορφή τής ύπαρξής μας. Θα προσπαθήσει με θέρμη να βεβαιώσει, ότι βρισκόταν στό δάσος και έκανε το ένα ή το αλλο, μπορεί δε να διηγηθεί, ότι είδε και πεθαμένα πρόσωπα, αφού, όπως όλοι καλά γνωρίζουμε, οι πεθαμένοι εμφανίζονται ευκολότερα στα όνειρά μας.
Απ’ αυτό μπορει να βγει εύκολα το συμπέρασμα, ότι μέσα στόν άνθρωπο υπάρχει κάποιος σωσίας!
Όταν ο άνθρωπος έχει πεθάνει, είτε κοιμάται, ο σωσίας αυτός μπορεί να εμφανιστεί στα όνειρα άλλων ατόμων, όταν δε ο ίδιος κοιμάται και βλέπει διάφορες εικόνες ή πηγαίνει σε διάφορα μέρη, βγάζει το συμπέρασμα, πως ο σωσίας αυτός φεύγει απ’ το σώμα, όταν το σώμα πάψει ν΄αναπνέει, και ξαναγυρίζει, όταν το σώμα αρχίζει ν’ αναπνέει εκ νέου.
Δηλαδή η αναπνοή αποκτάει ειδική σημασία και όπως λέει η Γραφή: «είναι ζώσα ύπαρξις η έχουσα θερμήν αναπνοήν εν τω ρώθωνι αυτής».
Η λατρεία των πνευμάτων των νεκρών παραμένει πολύ ισχυρή στην Κίνα. Στην πόλη Ζεγιάνγκ, οι χωρικοί συγκεντρώνονται στους ναούς για να προσευχηθούν στα πνεύματα.
 Πνοή – ζωή – πνεύμα
Αυτή λοιπόν η θερμή αναπνοή των ρωθωνιών είναι το πνεύμα. Στην ελληνική γλώσσα, οι αρχαίες λέξεις πνεύμα και πνοή (που η πρωτόγονη έννοια τους είναι σχεδόν ταυτόσημη), σημαίνουν ταυτόχρονα την ψυχή («και κλίνας παρέδωκε το πνεύμα»), τα υπερφυσικά πνεύματα («πνεύμα πονηρόν» ή «πνεύμα ο θεός»), την αναπνοή και τη ζωή ακόμα («έχασε την πνοή του»). Και το ακόμα περιεργότερο, ότι με τις ίδιες λεξεις υπονοούμε και ελαφρό ρεύμα αέρα («πνεύμα αέρος» ή «πνοή ανέμου»), πράγμα, που προϋποθέτει, ότι οι πρωτόγονοι έλληνες θα νόμιζαν, ότι τα πνεύματα ερχόντουσαν υπό μορφή αερίων ρευμάτων. Και οι δυο αυτές λεξεις παράγονται από τον ήχο «πν», που χαρακτηρίζει επίσης τον ήχο τής αναπνοής.
«Άπνους» είναι όρος, που χαρακτηρίζει την ακινησία, τη νεκρή κατάσταση ή μια τέτοια κατάσταση, κατά την οποία το ζωντανό υποκείμενο παύει να παρουσιάζει σημεία ζωής. Όπου υπάρχει πνοή, εκεί υπάρχει και ζωή και ψυχή.
Η προέλευση τής πλάνης περί δυισμού τής φύσης τού ανθρώπου
Η ψυχή μπορεί να εγκαταλείψει το σώμα, να ξαναγυρίσει ή και να το εγκαταλείψει οριστικά, μπορεί να εξαφανιστεί, μπορεί να εμφανιστεί στα πρόσωπα με ορατή μορφή, αλλά πολύ περίεργη, φανταστική και υπό τύπον οραμάτων ή φαντασμάτων και τέλος μπορεί να επενεργήσει εντελώς δυσάρεστα, μπορεί ν΄άρχίσει να πειράζει τον άνθρωπο στην καρδιά, στο συκώτι, στο κεφάλι και οπουδήποτε αλλού κι απ΄αυτό μπορεί να προέλθει δυνατός και βασανιστικός πόνος είτε αίσθηση παρόμοια με χτυπήματα, πράγματα, που προξενεί, καθώς φαίνεται, ο αόρατος αυτός εχθρός. Τέτοια είναι η ουσία των σκέψεων, που έχει αναπτύξει ο άγριος πάνω σε ακριβείς παρατηρήσεις, από τις οποίες έβγαλε το συμπέρασμα για το δυισμό τής φύσης τού ανθρώπου.
Έλεγε, ότι ο άνθρωπος, δηλαδή εγώ, έχει σώμα από τη μια και «πνεύμα» από την άλλη, που υπάρχουν μαζί, αλλά και χωριστά το ένα από το άλλο. Έτσι, μ΄αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος μαθαίνει να εξηγεί ζητήματα, για τα οποία δεν μπορεί να σχηματίσει σαφή και πραγματική αντίληψη.
Μυθικά πνεύματα. Ιερή τέχνη των αβοριγίνων.
 Η πίστη στα πνεύματα οδηγεί στη θρησκεία
Όταν ο άγριος δεν γνωρίζει «από πού προέρχεται το ένα ή το άλλο φαινόμενο, απαντάει απλούστατα, ότι το έκανε ο πεθαμένος αδερφός ή ότι αυτό είναι δουλειά αόρατων πνευμάτων.
Ο άνεμος φυσάει; Πετάνε τα πνεύματα. Το νερό κελαρύζει; Τα πνεύματα θορυβούν. Πέφτει κεραυνός; Τα πνεύματα δημιούργησαν σύρραξη ανάμεσά τους.
Από άυλες δυνάμεις και πνεύματα είναι γεμάτη η χριστιανική θρησκεία, η οποία διαθέτει και άγιο πνεύμα – ένα περιστέρι, που μαζί με έναν άνδρα και τον πατέρα του αποτελούν ένα θεό 3 σε 1.
Διαδέχεται η μέρα τη νύχτα ή το καλοκαίρι το χειμώνα; Κι αυτό εξαρτάται κατά τον άγριο από το πλήθος των πνευμάτων, από τα οποία εξαρτάται η αποστολή στόν άνθρωπο τού πόνου ή τής ευτυχίας, τής επιτυχίας ή τής αποτυχίας.
Κατά συνέπεια, το πνεύμα αυτό δεν είναι μόνο απλώς κάτι, που έχει τα δικά του γνωρίσματα, που κινείται το ίδιο, όπως κινείται το ανθρώπινο σώμα κατά διαταγή τής ψυχής, αλλά και ολόκληρο το περιβάλλον μπορεί να κινηθεί κατά διαταγη των «πνευμάτων» (ψυχών), που προηγουμένως βρίσκονταν στη ζωή και μετά θάνατο έχουν αποχωριστεί από το σώμα.
Δεν υπάρχει θεός, που να μην τον δημιούργησε άνθρωπος.
Θρησκεία = Συμμαχία με τα πνεύματα
Από δω αναπτύσσεται σιγά-σιγά η θρησκεία με την πραγματική της έννοια: Μετά το δανεισμό ψυχών στη φύση, ακολουθούν οι προσπάθειες για την ανάπτυξη συνδέσμου με αυτήν. Ο άνθρωπος προσπαθεί να συμμαχήσει με τους αόρατους αυτούς εχθρούς, επιδιώκει να κλείσει μαζί τους «διαθήκη». Στην αρχαία ελληνική, διαθήκη σημαίνει και συμμαχία, η δε «Παλαιά Διαθήκη» των εβραίων είναι συμμαχία τους με το άγριο πνεύμα – θεό τού όρους Σινά. Αυτή λοιπόν η συμμαχία, αυτή η διαθήκη, είναι εκείνο, που λέγεται θρησκεία.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από το βιβλίο τού Ανατόλ Λουνατσάρσκυ: «Εισαγωγή στην ιστορία των θρησκευμάτων. (Η καταγωγή των θρησκειών).»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου