Το πρόβλημα του Σωκράτη.
Σε κάθε εποχή οι σοφότεροι παραδίνουν στις επόμενες γενιές την ίδια πάντα κρίση για τη ζωή: Δεν αξίζει τίποτα…Παντού και πάντα τα χείλη τους προφέρουν τον ίδιο ήχο – έναν ήχο γεμάτο αμφιβολία, γεμάτο μελαγχολία, γεμάτο κούραση απ’ τη ζωή, αντίθεση με τη ζωή.
Ακόμη κι ο Σωκράτης είπε καθώς πέθαινε: «Ζωή σημαίνει να είσαι άρρωστος πολύ-πολύ καιρό: Χρωστώ έναν κόκκορα στον σωτήρα Ασκληπιό». (Θυσίαζε κανείς έναν κόκκορα στον Ασκληπιό όταν γινόταν καλά από μια αρρώστια: ο Σωκράτης φαίνεται να λέει ότι η ζωή είναι, ή πως η ζωή του ήταν, μια αρρώστια).
Ακόμη κι ο Σωκράτης είχε βαρεθεί τη ζωή του. Τι αποδεικνύει αυτό; Προς ποια κατεύθυνση δείχνει; Κανονικά θα έλεγε κανείς (ω, και πράγματι έτσι λένε, οι πεσιμιστές μας πάνω απ’ όλα!): «Εδώ οπωσδήποτε θα πρέπει να κρύβεται κάποια αλήθεια! Η ομοφωνία των σοφών είναι απόδειξη της αλήθειας».
Θα πρέπει να μιλούμε κι εμείς ακόμη σήμερα έτσι; μας επιτρέπεται να το κάνουμε; «Εδώ οπωσδήποτε θα πρέπει να κρύβεται κάτι άρρωστο» – αυτή είναι η δική μας απάντηση: Θα ’πρεπε κανείς να τους κοιτάξει καλύτερα, αυτούς τους σοφούς όλων των εποχών! Μήπως δεν στέκονταν πια καλά στα πόδια τους όλοι τους; Μήπως βραδυπορούσαν; Μήπως παρέπαιαν; Μήπως ήταν decadents; Μήπως η σοφία εμφανίζεται στη γη σαν κοράκι τραβηγμένο απ’ τη μυρωδιά ψοφιμιών;…
2
Η ασεβής αυτή αντίληψη πως οι μεγάλοι σοφοί είναι παρηκμασμένοι τύποι μου δημιουργήθηκε πρώτα-πρώτα σε σχέση με ακριβώς αυτή την περίπτωση όπου οι προκαταλήψεις λογίων και μη είναι περισσότερο ισχυρές: αναγνώρισα τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα σαν συμπτώματα παρακμής, σαν παράγοντες διάλυσης της Ελλάδας, σαν ψευδο-Έλληνες, σαν αντι-Έλληνες («Γένεση της Τραγωδίας», 1872). Εκείνο το «ομοφωνία των σοφών» – έβλεπα όλο και πιο καθαρά – δεν αποδείκνυε κατά κανένα τρόπο πως είχαν δίκιο γι’ αυτό το οποίο συμφωνούσαν: αποδείκνυε μάλλον πως αυτοί οι ίδιοι, αυτοί οι σοφότεροι των ανθρώπων, βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο σε φυσιολογική συμφωνία καθώς έπαιρναν – ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν – την ίδια αρνητική στάση προς τη ζωή.
Σε κάθε εποχή οι σοφότεροι παραδίνουν στις επόμενες γενιές την ίδια πάντα κρίση για τη ζωή: Δεν αξίζει τίποτα…Παντού και πάντα τα χείλη τους προφέρουν τον ίδιο ήχο – έναν ήχο γεμάτο αμφιβολία, γεμάτο μελαγχολία, γεμάτο κούραση απ’ τη ζωή, αντίθεση με τη ζωή.
Ακόμη κι ο Σωκράτης είπε καθώς πέθαινε: «Ζωή σημαίνει να είσαι άρρωστος πολύ-πολύ καιρό: Χρωστώ έναν κόκκορα στον σωτήρα Ασκληπιό». (Θυσίαζε κανείς έναν κόκκορα στον Ασκληπιό όταν γινόταν καλά από μια αρρώστια: ο Σωκράτης φαίνεται να λέει ότι η ζωή είναι, ή πως η ζωή του ήταν, μια αρρώστια).
Ακόμη κι ο Σωκράτης είχε βαρεθεί τη ζωή του. Τι αποδεικνύει αυτό; Προς ποια κατεύθυνση δείχνει; Κανονικά θα έλεγε κανείς (ω, και πράγματι έτσι λένε, οι πεσιμιστές μας πάνω απ’ όλα!): «Εδώ οπωσδήποτε θα πρέπει να κρύβεται κάποια αλήθεια! Η ομοφωνία των σοφών είναι απόδειξη της αλήθειας».
Θα πρέπει να μιλούμε κι εμείς ακόμη σήμερα έτσι; μας επιτρέπεται να το κάνουμε; «Εδώ οπωσδήποτε θα πρέπει να κρύβεται κάτι άρρωστο» – αυτή είναι η δική μας απάντηση: Θα ’πρεπε κανείς να τους κοιτάξει καλύτερα, αυτούς τους σοφούς όλων των εποχών! Μήπως δεν στέκονταν πια καλά στα πόδια τους όλοι τους; Μήπως βραδυπορούσαν; Μήπως παρέπαιαν; Μήπως ήταν decadents; Μήπως η σοφία εμφανίζεται στη γη σαν κοράκι τραβηγμένο απ’ τη μυρωδιά ψοφιμιών;…
2
Η ασεβής αυτή αντίληψη πως οι μεγάλοι σοφοί είναι παρηκμασμένοι τύποι μου δημιουργήθηκε πρώτα-πρώτα σε σχέση με ακριβώς αυτή την περίπτωση όπου οι προκαταλήψεις λογίων και μη είναι περισσότερο ισχυρές: αναγνώρισα τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα σαν συμπτώματα παρακμής, σαν παράγοντες διάλυσης της Ελλάδας, σαν ψευδο-Έλληνες, σαν αντι-Έλληνες («Γένεση της Τραγωδίας», 1872). Εκείνο το «ομοφωνία των σοφών» – έβλεπα όλο και πιο καθαρά – δεν αποδείκνυε κατά κανένα τρόπο πως είχαν δίκιο γι’ αυτό το οποίο συμφωνούσαν: αποδείκνυε μάλλον πως αυτοί οι ίδιοι, αυτοί οι σοφότεροι των ανθρώπων, βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο σε φυσιολογική συμφωνία καθώς έπαιρναν – ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν – την ίδια αρνητική στάση προς τη ζωή.
Οι κρίσεις, οι αξιολογικές κρίσεις οι σχετικές με τη ζωή, υπέρ ή κατά, σε τελευταία ανάλυση δεν μπορούν ποτέ να είναι αληθινές: έχουν αξία μόνο σαν συμπτώματα, τις λαμβάνουμε υπόψη μόνο σαν συμπτώματα – οι ίδιες αυτές κρίσεις είναι ανοησίες.
Πρέπει κανείς να επιχειρήσει και να προσπαθήσει να πιάσει αυτό το εκπληκτικό, πως η αξία της ζωής δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Όχι από ζωντανό άνθρωπο, γιατί συμμετέχει στο πρόβλημα, είναι μέρος του προβλήματος, και μάλιστα το αντικείμενό του και όχι κριτής του. Όχι βέβαια από νεκρό για άλλους λόγους.
Για ένα φιλόσοφο και τι να διακρίνει κάποιο πρόβλημα στην αξία της ζωής θα συνέθετε ακόμη και μιαν αντίφαση με τον εαυτό του, ένα ερωτηματικό δίπλα στη σοφία του, ένα κομμάτι άγνοιας. Τι; Και όλοι αυτοί οι μεγάλοι σοφοί – όχι μόνο ήταν decadents, αλλά δεν ήταν καν σοφοί; Μα θα ξαναγυρίσω στο πρόβλημα του Σωκράτη.
3
Ο Σωκράτης ανήκε, από καταγωγής, στις κατώτερες τάξεις: ο Σωκράτης ήταν ένας από τον όχλο. Ξέρει κανείς, βλέπει μόνο του, πόσο άσχημος ήταν. Αλλά η ασχήμια, μειονέκτημα από μόνη της, είναι ανάμεσα στους Έλληνες σχεδόν αναιρετικό στοιχείο. Ήταν πράγματι Έλληνας ο Σωκράτης; Η Ασχήμια είναι συχνά αρκετό σημάδι καθυστερημένης ανάπτυξης, καθυστερημένης από αίμα ξένο προς το ελληνικό. Αλλιώτικα φαίνεται σαν ένα βήμα προς την παρακμή.
Οι ανθρωπολόγοι ανάμεσα στους εγκληματολόγους μας λένε πως ο τυπικός εγκληματίας είναι άσχημος: «Τέρας στο πρόσωπο, τέρας στην ψυχή». Όμως ο εγκληματίας είναι ένας decadent. Ήταν ο Σωκράτης ένας τυπικός εγκληματίας; Τουλάχιστον η άποψη των περίφημων φυσιογνωμιστών που τόσες αντιρρήσεις ξεσήκωσε ανάμεσα στους φίλους του Σωκράτη δεν αντιφάσκει μ’ αυτή την ιδέα.
Κάποιος ξένος περαστικός από την Αθήνα που θα ήξερε να διαβάζει πρόσωπα θα έκρινε τον Σωκράτη από το πρόσωπό του σαν τέρας – πως έκλεινε μέσα του κάθε είδους κακία και ελάττωμα. Και ο Σωκράτης απαντούσε απλά: «Με ξέρετε κύριε!».
4
Δεν είναι μόνο η παραδεγμένη ακολασία και αναρχία των ενστίκτων του που υποδεικνύουν την decadence του Σωκράτη: η υπερκυοφορία του λογικού και εκείνη η ακιδωτή του κακεντρέχεια που τον χαρακτηρίζουν επίσης υποδεικνύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Κι ας μη ξεχνάμε εκείνες τις ακουστικές παραισθήσεις που, σαν «δαίμονας του Σωκράτη», έχουν ερμηνευτεί κατά μια θρησκευτική έννοια. Τα πάντα γύρο του είναι υπερτονισμένα, buffo, καρικατούρες, και τα πάντα ταυτόχρονα είναι κρυφά, συγκρατημένα, υπόγεια. Θα ήθελα να ξέρω από ποια ιδιοσυγκρασία πηγάζει εκείνη η σωκρατική εξίσωση
λόγος = αρετή = ευτυχία:
αυτή η πιο παράξενη από τις εξισώσεις, και μία που έχει ακριβώς όλα τα ένστικτα των παλαιοτέρων Ελλήνων ενάντιά της.
5
Με τον Σωκράτη το γούστο των Ελλήνων υφίσταται μια αλλαγή προς όφελος της διαλεκτικής: τι συμβαίνει πραγματικά όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Είναι πάνω απ’ όλα η ήττα ενός ευγενέστερου γούστου. Με τη διαλεκτική ο όχλος επιβάλλεται. Πριν τον Σωκράτη, ο διαλεκτικός τρόπος ήταν απαράδεκτος για την καλή κοινωνία. Θεωρούσαν τη διαλεκτική σαν μια μορφή κακής συμπεριφοράς, αναγκαζόταν κανείς να συμβιβαστεί μ’ αυτήν.
Προειδοποιούσαν τους νέους εναντίον της. Και αντιμετώπιζαν με δυσπιστία όποιον παρουσιάζει τις σκέψεις του μ’ αυτόν τον τρόπο. Τα τίμια πράγματα, όπως και οι τίμιοι άντρες, δεν εκθέτουν τους λόγους τους κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Είναι άπρεπο να εκθέτει κανείς όλα τα καλά που διαθέτει. Εκείνο που πρέπει πρώτα να διεκδικήσει, την απόδειξη της αλήθειας του, έχει μικρή αξία.
Οπουδήποτε η εξουσία παραμένει αποδεκτή, και δε χρειάζεται κανείς να «δίνει λόγους» αλλά εντολές, ο διαλεκτικός είναι ένα είδος γελωτοποιού: γελούν μαζί του, δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Ο Σωκράτης ήταν γελωτοποιός που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά. Τι συνέβαινε πραγματικά όταν συνέβη αυτό;
6
Διαλέγει κανείς τη διαλεκτική όταν δεν έχει άλλο μέσο έκφρασης. Ξέρει κανείς ότι η διαλεκτική εμπνέει τη δυσπιστία, πως δεν είναι και πολύ πειστική. Τίποτα δεν είναι ευκολότερο να διαγραφεί από τις εντυπώσεις που αφήνει ένας διαλεκτικός, όπως αποδεικνύεται αμέσως αν βρεθεί κανείς σε οποιοδήποτε χώρο όπου γίνονται λόγοι.
Η διαλεκτική δεν μπορεί να είναι παρά το έσχατο όπλο στα χέρια εκείνων που δεν τους έχει απομείνει κανένα άλλο. Πρέπει να είναι κανείς αναγκασμένος να επιβάλλει τα δικαιώματά του: αλλιώς δεν την χρησιμοποιεί καθόλου. αυτός είναι κι ο λόγος που οι Εβραίοι ήταν διαλεκτικοί. Ο Ρεϊνάρδος η αλεπού ήταν διαλεκτικός: Τι; Και ο Σωκράτης ήταν επίσης ένας διαλεκτικός;
7
Είναι μήπως η ειρωνεία του Σωκράτη μια έκφραση εξέγερσης; Έκφραση της αγανάκτησης του όχλου; Χαίρεται κι αυτός σαν ένας από τους καταπιεσμένους, τη δικιά του μορφή επιθετικότητας στους κολο-ακονισμένους του συλλογισμούς; Μήπως εκδικείται τους αριστοκράτες τους οποίους γοητεύει; Σαν διαλεκτικός κανείς έχει στην κατοχή του ένα όπλο αλύπητο. Με τη βοήθειά του μπορεί κανείς να παίξει τον τύραννο. Συμβιβάζεται κανείς με το να κατακτά. Ο διαλεκτικός αφήνει στον αντίπαλό του να του δείξει πως είναι ένας ηλίθιο: εκείνος οργίζεται, εκείνος ταυτόχρονα μένει αβοήθητος. Ο διαλεκτικός απονεκρώνει το νου του αντιπάλου του. Τι; Είναι λοιπόν η διαλεκτική μόνο μια μορφή εκδίκησης στην περίπτωση του Σωκράτη;
8
Υπέδειξα το πώς θα μπορούσε ο Σωκράτης να φαίνεται αποκρουστικός από τους γύρο του: είναι επομένως ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη να εξηγήσω το γεγονός πώς τους γοήτευε. Το ότι ανακάλυψα ένα είδος αγώνα, και το ότι ήταν ο πρώτος οπλοδιδάσκαλος σ’ αυτόν για τους αριστοκρατικούς κύκλους των Αθηνών, είναι ένας λόγος. Γοήτευε γιατί άγγιζε το αγωνιστικό ένστικτο των Ελλήνων – εισήγαγε μια παραλλαγή αγωνισμάτων πάλης ανάμεσα στους νεαρούς και τους νέους άντρες. Ο Σωκράτης διέθετε επίσης ισχυρό ερωτισμό.
9
Ο Σωκράτης όμως καταλάβαινε ακόμη περισσότερα. Έβλεπε πίσω από τους αριστοκρατικούς του Αθηναίους. Καταλάβαινε πως η περίπτωσή του, η ιδιοσυγκρασία της περίπτωσής του, δεν ήταν πλέον κάτι το εξαιρετικό. Το ίδιο είδος εκφυλισμού προετοίμαζε παντού σιωπηλά το δρόμο του: η παλαιότερη Αθήνα έφτανε στο τέλος της. Και ο Σωκράτης καταλάβαινε πως όλος ο κόσμος τον είχε ανάγκη – την πρακτική του, τη γιατρειά του, την προσωπική του τέχνη της αυτοδιατήρησης…
Παντού τα ένστικτα βρίσκονταν σε αναρχία. Παντού οι άνθρωποι δεν απείχαν παρά πέντε βήματα από την υπερχείλισή τους: το «τέρας στη ψυχή» ήταν ο παγκόσμιος κίνδυνος. «Τα ένστικτα θέλουν να παίξουν τον τύραννο. Πρέπει να εφεύρουμε έναν αντιτύραννο δυνατότερο απ’ αυτά…»
Όταν εκείνος ο φυσιογνωμιστής αποκάλυψε στον Σωκράτη το τι ήταν, ένα σπήλαιο γεμάτο κάθε είδους κακό και λαγνεία, ο μεγάλος είρωνας πρόφερε μια φράση που μας δίνει και το κλειδί της προσωπικότητάς του. «Είναι αλήθεια», είπε, «όμως έγινα κύριος όλων τους». Πώς κατάφερε ο Σωκράτης να γίνει κύριος του εαυτού του; η περίπτωσή του άλλωστε δεν ήταν παρά μια ακραία περίπτωση, το πιο φανερό μόνο παράδειγμα αυτού που, εκείνη την εποχή, είχε αρχίσει να γίνεται παγκόσμια κρίση: του ότι κανείς δεν ήταν πλέον κύριος του εαυτού του, του ότι τα ένστικτα είχαν αρχίσει να γίνονται αμοιβαία ανταγωνιστικά.
Σαν ακραία περίπτωση ασκούσε γοητεία – η ασχήμια του, ικανή να εμπνεύσει το φόβο, έδειχνε καθαρά σε κάθε μάτι την κατάσταση: και γοήτευε ακόμη περισσότερο, δε χρειάζεται να το πούμε, σαν η λύση, σαν η φανερή γιατρειά γι’ αυτή την κατάσταση.
10
Αν έχει κανείς ανάγκη να μετατρέψει σε τύραννο το λόγο του, όπως έκανε ο Σωκράτης, τότε δε θα πρέπει να είναι και μικρός ο κίνδυνος του να παίξει κάτι άλλο το ρόλο του τύραννου.
Η λογική εκείνη την εποχή λατρευόταν σαν σωτήρας. Ούτε ο Σωκράτης ούτε οι «ασθενείς» του ήταν ελεύθεροι να είναι λογικοί ή όχι, ανάλογα με το πώς ήθελαν – ήταν de rigueur, ήταν το τελευταίο μέσο που διέθεταν. Ο φανατισμός με τον οποίο ολόκληρη η ελληνική σκέψη ρίχνεται στη λογικότητα, το λογικώς σκέπτεσθαι, προδίδει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης: τα άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο, δεν είχαν παρά μια εκλογή: είτε να χαθούν είτε να γίνουν παράλογα λογικοί… Ο μοραλισμός των Ελλήνων φιλοσόφων από τον Πλάτωνα και κάτω είναι παθολογικά διαμορφωμένος: παρόμοια και η εκτίμησή τους της διαλεκτικής.
Λόγος = αρετή = ευτυχία σημαίνει απλά: πρέπει κανείς να μιμηθεί τον Σωκράτη και να αντεπιτεθεί στις σκοτεινές επιθυμίες δημιουργώντας ένα μόνιμο φως – το φως της λογικής. Πρέπει να είναι κανείς συνετός, σαφής, φωτεινός με κάθε θυσία: η κάθε υποχώρηση στα ένστικτα, στο ασυνείδητο, οδηγεί προς τα κάτω…
11
Μίλησα για τον τρόπο με τον οποίο ο Σωκράτης ασκούσε γοητεία: έδειχνε να είναι θεραπευτής σωτήρας. Είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε για να ξεδιαλύνουμε το λάθος που κρύβεται στην πίστη του στη «λογικότητα με κάθε θυσία»; Αυταπατώνται οι φιλόσοφοι και οι ηθικολόγοι όταν φαντάζονται πως με το να κηρύττουν τον πόλεμο στην decadence αποφεύγουν οι ίδιοι να γίνουν decadents. Αυτό είναι πέρα από τις δυνάμεις τους: αυτό που διαλέγουν σαν γιατρικό, σαν άμυνα, δεν είναι στην ουσία του παρά μια άλλη έκφρασή της decadence – αλλάζουν την έκφρασή του, αλλά δεν εκμηδενίζουν το ίδιο το φαινόμενο.
Ο Σωκράτης ήταν μια παρεξήγηση: ολόκληρη η ηθική της βελτίωσης, μαζί και η χριστιανική, υπήρξε μια παρεξήγηση… Το σκληρό ζωηρό φως, η λογικότητα με κάθε θυσία, η ζωή η φωτεινή, η ψυχρή, η μετρημένη, χωρίς ένστικτο, σ’ αντίθεση με τα ένστικτα, δεν υπήρξε από μόνη της τίποτα παραπάνω από μια μορφή αρρώστιας – και κατά κανένα τρόπο ένα μέσο επιστροφής πίσω στην «αρετή», την «υγεία» και την ευτυχία… Το να είναι κανείς υποχρεωμένος να πολεμάει τα ένστικτά του – αυτό είναι ο τύπος της decadence: όσο η ζωή ανέρχεται, η ευτυχία και τα ένστικτα είναι ένα.
12
Ο ίδιος δεν το έπιασε αυτό, ο πιο πανούργος αυτός απ’ όλους τους αυταπατώμενους; Δεν το είπε στο τέλος ο ίδιος στον εαυτό του, στη σοφία του κουράγιου του για το θάνατο;… Ο Σωκράτης ήθελε να πεθάνει. Δεν ήταν η Αθήνα, ήταν αυτός ο ίδιος που έβαλε στο χέρι του το δηλητήριο, που ανάγκασε την Αθήνα να του βάλει στο χέρι το δηλητήριο… «Ο Σωκράτης δεν είναι γιατρός», μονολόγησε ήρεμα: «Ο θάνατος και μόνο είναι γιατρός εδώ… ο Σωκράτης ο ίδιος δεν ήταν παρά, πολλά χρόνια άρρωστος…»
Από το βιβλίο «Το λυκόφως των ειδώλων»
Πρέπει κανείς να επιχειρήσει και να προσπαθήσει να πιάσει αυτό το εκπληκτικό, πως η αξία της ζωής δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Όχι από ζωντανό άνθρωπο, γιατί συμμετέχει στο πρόβλημα, είναι μέρος του προβλήματος, και μάλιστα το αντικείμενό του και όχι κριτής του. Όχι βέβαια από νεκρό για άλλους λόγους.
Για ένα φιλόσοφο και τι να διακρίνει κάποιο πρόβλημα στην αξία της ζωής θα συνέθετε ακόμη και μιαν αντίφαση με τον εαυτό του, ένα ερωτηματικό δίπλα στη σοφία του, ένα κομμάτι άγνοιας. Τι; Και όλοι αυτοί οι μεγάλοι σοφοί – όχι μόνο ήταν decadents, αλλά δεν ήταν καν σοφοί; Μα θα ξαναγυρίσω στο πρόβλημα του Σωκράτη.
3
Ο Σωκράτης ανήκε, από καταγωγής, στις κατώτερες τάξεις: ο Σωκράτης ήταν ένας από τον όχλο. Ξέρει κανείς, βλέπει μόνο του, πόσο άσχημος ήταν. Αλλά η ασχήμια, μειονέκτημα από μόνη της, είναι ανάμεσα στους Έλληνες σχεδόν αναιρετικό στοιχείο. Ήταν πράγματι Έλληνας ο Σωκράτης; Η Ασχήμια είναι συχνά αρκετό σημάδι καθυστερημένης ανάπτυξης, καθυστερημένης από αίμα ξένο προς το ελληνικό. Αλλιώτικα φαίνεται σαν ένα βήμα προς την παρακμή.
Οι ανθρωπολόγοι ανάμεσα στους εγκληματολόγους μας λένε πως ο τυπικός εγκληματίας είναι άσχημος: «Τέρας στο πρόσωπο, τέρας στην ψυχή». Όμως ο εγκληματίας είναι ένας decadent. Ήταν ο Σωκράτης ένας τυπικός εγκληματίας; Τουλάχιστον η άποψη των περίφημων φυσιογνωμιστών που τόσες αντιρρήσεις ξεσήκωσε ανάμεσα στους φίλους του Σωκράτη δεν αντιφάσκει μ’ αυτή την ιδέα.
Κάποιος ξένος περαστικός από την Αθήνα που θα ήξερε να διαβάζει πρόσωπα θα έκρινε τον Σωκράτη από το πρόσωπό του σαν τέρας – πως έκλεινε μέσα του κάθε είδους κακία και ελάττωμα. Και ο Σωκράτης απαντούσε απλά: «Με ξέρετε κύριε!».
4
Δεν είναι μόνο η παραδεγμένη ακολασία και αναρχία των ενστίκτων του που υποδεικνύουν την decadence του Σωκράτη: η υπερκυοφορία του λογικού και εκείνη η ακιδωτή του κακεντρέχεια που τον χαρακτηρίζουν επίσης υποδεικνύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Κι ας μη ξεχνάμε εκείνες τις ακουστικές παραισθήσεις που, σαν «δαίμονας του Σωκράτη», έχουν ερμηνευτεί κατά μια θρησκευτική έννοια. Τα πάντα γύρο του είναι υπερτονισμένα, buffo, καρικατούρες, και τα πάντα ταυτόχρονα είναι κρυφά, συγκρατημένα, υπόγεια. Θα ήθελα να ξέρω από ποια ιδιοσυγκρασία πηγάζει εκείνη η σωκρατική εξίσωση
λόγος = αρετή = ευτυχία:
αυτή η πιο παράξενη από τις εξισώσεις, και μία που έχει ακριβώς όλα τα ένστικτα των παλαιοτέρων Ελλήνων ενάντιά της.
5
Με τον Σωκράτη το γούστο των Ελλήνων υφίσταται μια αλλαγή προς όφελος της διαλεκτικής: τι συμβαίνει πραγματικά όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Είναι πάνω απ’ όλα η ήττα ενός ευγενέστερου γούστου. Με τη διαλεκτική ο όχλος επιβάλλεται. Πριν τον Σωκράτη, ο διαλεκτικός τρόπος ήταν απαράδεκτος για την καλή κοινωνία. Θεωρούσαν τη διαλεκτική σαν μια μορφή κακής συμπεριφοράς, αναγκαζόταν κανείς να συμβιβαστεί μ’ αυτήν.
Προειδοποιούσαν τους νέους εναντίον της. Και αντιμετώπιζαν με δυσπιστία όποιον παρουσιάζει τις σκέψεις του μ’ αυτόν τον τρόπο. Τα τίμια πράγματα, όπως και οι τίμιοι άντρες, δεν εκθέτουν τους λόγους τους κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Είναι άπρεπο να εκθέτει κανείς όλα τα καλά που διαθέτει. Εκείνο που πρέπει πρώτα να διεκδικήσει, την απόδειξη της αλήθειας του, έχει μικρή αξία.
Οπουδήποτε η εξουσία παραμένει αποδεκτή, και δε χρειάζεται κανείς να «δίνει λόγους» αλλά εντολές, ο διαλεκτικός είναι ένα είδος γελωτοποιού: γελούν μαζί του, δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Ο Σωκράτης ήταν γελωτοποιός που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά. Τι συνέβαινε πραγματικά όταν συνέβη αυτό;
6
Διαλέγει κανείς τη διαλεκτική όταν δεν έχει άλλο μέσο έκφρασης. Ξέρει κανείς ότι η διαλεκτική εμπνέει τη δυσπιστία, πως δεν είναι και πολύ πειστική. Τίποτα δεν είναι ευκολότερο να διαγραφεί από τις εντυπώσεις που αφήνει ένας διαλεκτικός, όπως αποδεικνύεται αμέσως αν βρεθεί κανείς σε οποιοδήποτε χώρο όπου γίνονται λόγοι.
Η διαλεκτική δεν μπορεί να είναι παρά το έσχατο όπλο στα χέρια εκείνων που δεν τους έχει απομείνει κανένα άλλο. Πρέπει να είναι κανείς αναγκασμένος να επιβάλλει τα δικαιώματά του: αλλιώς δεν την χρησιμοποιεί καθόλου. αυτός είναι κι ο λόγος που οι Εβραίοι ήταν διαλεκτικοί. Ο Ρεϊνάρδος η αλεπού ήταν διαλεκτικός: Τι; Και ο Σωκράτης ήταν επίσης ένας διαλεκτικός;
7
Είναι μήπως η ειρωνεία του Σωκράτη μια έκφραση εξέγερσης; Έκφραση της αγανάκτησης του όχλου; Χαίρεται κι αυτός σαν ένας από τους καταπιεσμένους, τη δικιά του μορφή επιθετικότητας στους κολο-ακονισμένους του συλλογισμούς; Μήπως εκδικείται τους αριστοκράτες τους οποίους γοητεύει; Σαν διαλεκτικός κανείς έχει στην κατοχή του ένα όπλο αλύπητο. Με τη βοήθειά του μπορεί κανείς να παίξει τον τύραννο. Συμβιβάζεται κανείς με το να κατακτά. Ο διαλεκτικός αφήνει στον αντίπαλό του να του δείξει πως είναι ένας ηλίθιο: εκείνος οργίζεται, εκείνος ταυτόχρονα μένει αβοήθητος. Ο διαλεκτικός απονεκρώνει το νου του αντιπάλου του. Τι; Είναι λοιπόν η διαλεκτική μόνο μια μορφή εκδίκησης στην περίπτωση του Σωκράτη;
8
Υπέδειξα το πώς θα μπορούσε ο Σωκράτης να φαίνεται αποκρουστικός από τους γύρο του: είναι επομένως ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη να εξηγήσω το γεγονός πώς τους γοήτευε. Το ότι ανακάλυψα ένα είδος αγώνα, και το ότι ήταν ο πρώτος οπλοδιδάσκαλος σ’ αυτόν για τους αριστοκρατικούς κύκλους των Αθηνών, είναι ένας λόγος. Γοήτευε γιατί άγγιζε το αγωνιστικό ένστικτο των Ελλήνων – εισήγαγε μια παραλλαγή αγωνισμάτων πάλης ανάμεσα στους νεαρούς και τους νέους άντρες. Ο Σωκράτης διέθετε επίσης ισχυρό ερωτισμό.
9
Ο Σωκράτης όμως καταλάβαινε ακόμη περισσότερα. Έβλεπε πίσω από τους αριστοκρατικούς του Αθηναίους. Καταλάβαινε πως η περίπτωσή του, η ιδιοσυγκρασία της περίπτωσής του, δεν ήταν πλέον κάτι το εξαιρετικό. Το ίδιο είδος εκφυλισμού προετοίμαζε παντού σιωπηλά το δρόμο του: η παλαιότερη Αθήνα έφτανε στο τέλος της. Και ο Σωκράτης καταλάβαινε πως όλος ο κόσμος τον είχε ανάγκη – την πρακτική του, τη γιατρειά του, την προσωπική του τέχνη της αυτοδιατήρησης…
Παντού τα ένστικτα βρίσκονταν σε αναρχία. Παντού οι άνθρωποι δεν απείχαν παρά πέντε βήματα από την υπερχείλισή τους: το «τέρας στη ψυχή» ήταν ο παγκόσμιος κίνδυνος. «Τα ένστικτα θέλουν να παίξουν τον τύραννο. Πρέπει να εφεύρουμε έναν αντιτύραννο δυνατότερο απ’ αυτά…»
Όταν εκείνος ο φυσιογνωμιστής αποκάλυψε στον Σωκράτη το τι ήταν, ένα σπήλαιο γεμάτο κάθε είδους κακό και λαγνεία, ο μεγάλος είρωνας πρόφερε μια φράση που μας δίνει και το κλειδί της προσωπικότητάς του. «Είναι αλήθεια», είπε, «όμως έγινα κύριος όλων τους». Πώς κατάφερε ο Σωκράτης να γίνει κύριος του εαυτού του; η περίπτωσή του άλλωστε δεν ήταν παρά μια ακραία περίπτωση, το πιο φανερό μόνο παράδειγμα αυτού που, εκείνη την εποχή, είχε αρχίσει να γίνεται παγκόσμια κρίση: του ότι κανείς δεν ήταν πλέον κύριος του εαυτού του, του ότι τα ένστικτα είχαν αρχίσει να γίνονται αμοιβαία ανταγωνιστικά.
Σαν ακραία περίπτωση ασκούσε γοητεία – η ασχήμια του, ικανή να εμπνεύσει το φόβο, έδειχνε καθαρά σε κάθε μάτι την κατάσταση: και γοήτευε ακόμη περισσότερο, δε χρειάζεται να το πούμε, σαν η λύση, σαν η φανερή γιατρειά γι’ αυτή την κατάσταση.
10
Αν έχει κανείς ανάγκη να μετατρέψει σε τύραννο το λόγο του, όπως έκανε ο Σωκράτης, τότε δε θα πρέπει να είναι και μικρός ο κίνδυνος του να παίξει κάτι άλλο το ρόλο του τύραννου.
Η λογική εκείνη την εποχή λατρευόταν σαν σωτήρας. Ούτε ο Σωκράτης ούτε οι «ασθενείς» του ήταν ελεύθεροι να είναι λογικοί ή όχι, ανάλογα με το πώς ήθελαν – ήταν de rigueur, ήταν το τελευταίο μέσο που διέθεταν. Ο φανατισμός με τον οποίο ολόκληρη η ελληνική σκέψη ρίχνεται στη λογικότητα, το λογικώς σκέπτεσθαι, προδίδει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης: τα άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο, δεν είχαν παρά μια εκλογή: είτε να χαθούν είτε να γίνουν παράλογα λογικοί… Ο μοραλισμός των Ελλήνων φιλοσόφων από τον Πλάτωνα και κάτω είναι παθολογικά διαμορφωμένος: παρόμοια και η εκτίμησή τους της διαλεκτικής.
Λόγος = αρετή = ευτυχία σημαίνει απλά: πρέπει κανείς να μιμηθεί τον Σωκράτη και να αντεπιτεθεί στις σκοτεινές επιθυμίες δημιουργώντας ένα μόνιμο φως – το φως της λογικής. Πρέπει να είναι κανείς συνετός, σαφής, φωτεινός με κάθε θυσία: η κάθε υποχώρηση στα ένστικτα, στο ασυνείδητο, οδηγεί προς τα κάτω…
11
Μίλησα για τον τρόπο με τον οποίο ο Σωκράτης ασκούσε γοητεία: έδειχνε να είναι θεραπευτής σωτήρας. Είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε για να ξεδιαλύνουμε το λάθος που κρύβεται στην πίστη του στη «λογικότητα με κάθε θυσία»; Αυταπατώνται οι φιλόσοφοι και οι ηθικολόγοι όταν φαντάζονται πως με το να κηρύττουν τον πόλεμο στην decadence αποφεύγουν οι ίδιοι να γίνουν decadents. Αυτό είναι πέρα από τις δυνάμεις τους: αυτό που διαλέγουν σαν γιατρικό, σαν άμυνα, δεν είναι στην ουσία του παρά μια άλλη έκφρασή της decadence – αλλάζουν την έκφρασή του, αλλά δεν εκμηδενίζουν το ίδιο το φαινόμενο.
Ο Σωκράτης ήταν μια παρεξήγηση: ολόκληρη η ηθική της βελτίωσης, μαζί και η χριστιανική, υπήρξε μια παρεξήγηση… Το σκληρό ζωηρό φως, η λογικότητα με κάθε θυσία, η ζωή η φωτεινή, η ψυχρή, η μετρημένη, χωρίς ένστικτο, σ’ αντίθεση με τα ένστικτα, δεν υπήρξε από μόνη της τίποτα παραπάνω από μια μορφή αρρώστιας – και κατά κανένα τρόπο ένα μέσο επιστροφής πίσω στην «αρετή», την «υγεία» και την ευτυχία… Το να είναι κανείς υποχρεωμένος να πολεμάει τα ένστικτά του – αυτό είναι ο τύπος της decadence: όσο η ζωή ανέρχεται, η ευτυχία και τα ένστικτα είναι ένα.
12
Ο ίδιος δεν το έπιασε αυτό, ο πιο πανούργος αυτός απ’ όλους τους αυταπατώμενους; Δεν το είπε στο τέλος ο ίδιος στον εαυτό του, στη σοφία του κουράγιου του για το θάνατο;… Ο Σωκράτης ήθελε να πεθάνει. Δεν ήταν η Αθήνα, ήταν αυτός ο ίδιος που έβαλε στο χέρι του το δηλητήριο, που ανάγκασε την Αθήνα να του βάλει στο χέρι το δηλητήριο… «Ο Σωκράτης δεν είναι γιατρός», μονολόγησε ήρεμα: «Ο θάνατος και μόνο είναι γιατρός εδώ… ο Σωκράτης ο ίδιος δεν ήταν παρά, πολλά χρόνια άρρωστος…»
Από το βιβλίο «Το λυκόφως των ειδώλων»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου