Ο νέος αυτός επιστημονικός χώρος προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η χαρτογράφηση του γενετικού κώδικα δεν είναι αρκετή για να καθορίσουμε το πώς ένας οργανισμός αναπτύσσεται ή δρα και μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς δημιουργείται η βιοποικιλότητα. Επιπλέον ασκεί σημαντική επιρροή στις τελευταίες έρευνες για τον εθισμό καθώς προσπαθεί να αναδείξει νέα δεδομένα στην αναζήτηση των αιτιών της εμφάνισης των εξαρτητικών συμπεριφορών και του εθισμού.
Η επιγενετική ορίζεται ως:
«Η μελέτη των αναστρέψιμων κληρονομήσιμων αλλαγών στη λειτουργία των γονιδίων, που εμφανίζονται χωρίς κάποια αλλαγή στην αλληλουχία του πυρηνικού DNA. Είναι η διαδικασία της επίδρασης στη δράση ενός γονίδιου χωρίς να αλλάζει το ίδιο το DNA του γονιδίου» (Jaenisch & Bird, 2003, σ.245).
Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει και υλοποιούνται έρευνες που συνδέουν τις επιγενετικές αλλαγές με τις εξαρτητικές συμπεριφορές. Ο εθισμός στις ψυχοδραστικές ουσίες περιλαμβάνει δυνητικά δια βίου δυσλειτουργίες της συμπεριφοράς, οι οποίες προκαλούνται σε ευάλωτα άτομα μετά την επαναλαμβανόμενη έκθεση σε κάποια ναρκωτική ουσία.
Ο τρόπος που αυτές οι αλλαγές στη συμπεριφορά λαμβάνουν χώρα, μπορεί να υποδηλώνουν μακροχρόνιες αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση, σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, και συμβάλλουν σημαντικά στην εγκαθίδρυση της εξάρτησης. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί την τελευταία δεκαετία έχουν δείξει τον κρίσιμο ρόλο των επιγενετικών μηχανισμών, οι οποίοι οδηγούν σε μόνιμες αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση σε διάφορους ιστούς, στους οποίου συμπεριλαμβάνεται και ο εγκέφαλος (Wong et al., 2011).
Η έρευνα των Swartz και συνεργατών (2017) έδειξε ότι οι έφηβοι που μεγαλώνουν σε φτωχά περιβάλλοντα, υφίστανται αλλαγές σε ένα γονίδιο που αυξάνει τη δραστηριότητα του τμήματος του εγκεφάλου που ονομάζεται αμυγδαλή, με αποτέλεσμα να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ψυχικών νόσων. Τα αποτελέσματά μας προτείνουν την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου βιολογικού μηχανισμού μέσω του οποίου οι αντιξοότητες συνεισφέρουν σε αλλαγμένη εγκεφαλική λειτουργία, καταλήγουν οι ερευνητές, σημειώνοντας ότι αν επιβεβαιωθούν, μπορεί να αναδυθεί ένας νέος τρόπος παρέμβασης και πρόληψης σε ομάδες υψηλού κινδύνου.
Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως οι επιγενετικές διεργασίες μπορεί να επηρεαστούν από την έκθεση σε μία σειρά περιβαλλοντικών παραγόντων (Sutherland & Costa, 2003). Η μεθυλίωση του DNA, για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι ποικίλλει ως συνάρτηση διατροφικών, χημικών, φυσικών και ακόμη ψυχοκοινωνικών παράγοντων (π.χ. έκθεση στο στρες). Οι αλλαγές αυτές κληρονομούνται μιτωτικά σε σωματικά κύτταρα και παρέχουν έναν πιθανό μηχανισμό μέσα από τον οποίο εξωτερικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες σε συγκεκριμένα αναπτυξιακά στάδια μπορούν να προκαλέσουν μακροπρόθεσμες αλλαγές στη συμπεριφορά (Wong et al., 2011).
Οι μακροχρόνιες αλλαγές στη συμπεριφορά αποτελούν χαρακτηριστικά των ψυχιατρικών διαταραχών, όπου η εγκατάσταση της ψυχικής υγείας γίνεται σταδιακά και συχνά εμφανίζεται ως μία χρόνια υποτροπιάζουσα πορεία στη διάρκεια της ζωή (Tsankova et al., 2007).
Ο ρόλος των επιγενετικών μηχανισμών σχετικά με τις ψυχοδραστικές ουσίες και τη συμπεριφορά του ατόμου έχει αρχίσει και φαίνεται μέσα από έναν αυξανόμενο αριθμό ερευνητικών δεδομένων από μοριακά και συμπεριφορικά πειράματα τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα. Στο Σχήμα 1. φαίνονται κάποια παραδείγματα επιγενετικών αλλαγών που προκαλούνται από διάφορες ψυχοδραστικές ουσίες όπως τα οποιούχα, η κοκαίνη, η νικοτίνη, η αμφεταμίνες και το αλκοόλ.

Επιγενετικές αλλαγές και ψυχοδραστικές ουσίες (Wong et al., 2011)
Αν και η κατανόηση για τους μοριακούς μηχανισμούς που διέπουν τον εθισμό από τις ψυχοδραστικές ουσίες παραμένει ατελής, τα στοιχεία δείχνουν πως η αναδιαμόρφωση της χρωματίνης ως ένας σημαντικός μεσολαβητής στη μεταγραφική και συμπεριφορική πλαστικότητα που προκαλείται από ψυχοδραστικές ουσίες, ανοίγουν ένα νέο ερευνητικό τομέα με πιθανά θετικά θεραπευτικά οφέλη.
Η δυνατότητα να αντιστραφεί το πεδίο της επιγενετικής στο σημείο που ελέγχει την κατάσταση του εθισμού, δίνει την ευκαιρία στο ερευνητικό πεδίο να αναπτύξει αποτελεσματικές θεραπείες για τις εξαρτήσεις, όχι μόνο μέσα από την άμεση στόχευση σε παράγοντες που μπορούν να ρυθμίσουν στοιχεία όπως η χρωματίνη αλλά και στην κωδικοποίηση και ταυτοποίηση γονιδίων-στόχων που εμπλέκονται στην εγκατάσταση κάποιας εξάρτησης (Maze & Nestler, 2011).
Απώτερος στόχος των μελετών που επικεντρώνονται στους επιγενετικούς μηχανισμούς είναι η κατανόηση του τρόπου που η χρόνια έκθεση σε μία ψυχοδραστική ουσία μπορεί να αλλάξει τη λειτουργία του εγκεφάλου με διάφορους τρόπους και να προκαλέσει εξάρτηση. Αυτού του είδους οι μελέτες είναι σημαντικές καθώς δίνουν τη δυνατότητα στο να γίνει κατανοητό το πώς οι εμπειρίες ζωής ενός ατόμου μπορούν να επιφέρουν αλλαγές στους γονιδιωματικές περιοχές, οι οποίες με τη σειρά τους επιδρούν σε άτομα ευπαθή και επιρρεπή στην εξάρτηση μετά από επακόλουθη έκθεση σε ψυχοδραστικές ουσίες.
Οι μελέτες αυτές μπορούν στο μέλλον να καταφέρουν να αποκαλύψουν μία σειρά από γονίδια τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην εγκατάσταση της εξάρτησης και στη συνέχεια την ανακάλυψη καινοτόμων θεραπειών προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Είναι λοιπόν εμφανές πως οι έρευνες που ακολουθούν τις επιγενετικές προσεγγίσεις είναι πολλά υποσχόμενες και καταδεικνύουν πρωτοφανή πρόοδο στην κατανόηση, διάγνωση και θεραπεία των εξαρτήσεων από ψυχοδραστικές ουσίες (Nestler, 2014).

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου