Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ερινύες: Οι Επίκουροι της Δίκης

Κατά τον Ησίοδο, οι θεότητες Ερινύες γεννήθηκαν από το αίμα που έσταξε η πληγή του Ουρανού, όταν τον ακρωτηρίασε ο γιος του Κρόνος. Για άλλους συγγραφείς θεωρούνταν γονείς τους ο Άδης και η Περσεφό­νη, ενώ ο Αισχύλος τις θεωρεί κόρες της Νύχτας και ο Σοφοκλής κόρες της Γης και του Σκοταδιού.

Οι Ερινύες ήταν φτερωτοί δαίμονες που κα­ταδίωκαν την λεία τους πετώντας. Είχαν παρόμοιες αναλογίες και με τις υπόλοιπες υποχθόνιες θεότητες τις Κήρες και τις Άρπυιες. Είχαν την δυνα­τότητα να μεταμορφώνονται γρήγορα και συχνά. Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, δίνοντάς έτσι το όνομά τους στην τρίτη τραγωδία της τριλογίας Ορέστειας του Αισχύλου. Στη συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, για το φόνο της μητέρας του. Τα κεφάλια των Ερινύων ήταν τυλιγμένα με φίδια, εικόνα που θυμίζει τη Μέδουσα Γοργώ, και γενικότερα όλη η εμφάνισή τους ήταν φρικιαστική και απωθητική. Συνήθως απεικονίζονται με αστραφτερό βλέμμα μαύρες στην όψη, αποπνέουσες καταστρεπτικό πυρ αλλά και με φτερά φέρουσες μαύρες εσθήτες. Κατοικία τους είχαν τον κάτω κόσμο του Άδη απ΄ όπου και αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών που έθεταν οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους, ακόμα και πέραν του τάφου τους γι' αυτό επί των φονέων αποκαλούνταν ως θεότητες "Επίκουροι της Δίκης".

Στα χέρια τους έφεραν συνήθως αναμμένες δάδες για να διαλύουν τα σκότη που ευνοούσαν ή κάλυπταν τα διαπραχθέντα εγκλήματα καθώς και μαστίγιο φιδοφόρο ως όπλο κατά των δραστών. Στη μέση τους έφεραν ζώνη δίνοντας την όψη Μαινάδων και γι' αυτό επίσης ονομάζονταν και "Βάκχες τoυ Άδη".

Το μελανό δέρμα τους καλύπτονταν από μαύρα φορέματα. Τα πρόσωπα τους ήταν τρομαχτικά και φρικιαστικά. Τα μαλλιά τους ήταν ανάκατα με φίδια. Η ανάσα τους ήταν φαρμακερή, όπως φαρμακερός ήταν κι ο αφρός που έβγαινε από το στόμα τους. Η πνοή τους έβγαζε φλόγες και τα μάτια τους πετούσαν σπίθες. Έτσι, σκορπούσαν στο πέ­ρασμα τους κάθε λογής αρρώστιες κι εμπόδι­ζαν ακόμη και τα φυτά ν' αναπτυχθούν. Οι Ερινύες κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων. Έργο των Ερινυών ήταν η καταδίωξη των ενόχων, ειδικά όλων όσοι δεν είχαν τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπαγορεύει η οικογενει­ακή στοργή. Δηλαδή η μέριμνα και η αγάπη των γονιών απέναντι στα παιδιά καθώς επί­σης και το αντίστροφο. Επίσης, οι Ερινύες τι­μωρούσαν και καταδίωκαν με λύσσα όλους όσοι είχαν διαπράξει φόνο, ήταν κυριευμένοι από μίσος και κακία, ήταν επίορκοι ή δόλιοι. Φτάνουν στο σημείο να τιμωρούν αυτούς που αρπάζουν τους νεοσσούς απ' τις φωλιές των πουλιών. Μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες μέσω των Ερινυών συμβόλιζαν τις τύψεις και τις ενοχές που κατακλύζουν την ψυχή και το μυαλό ενός άδικου, ενός κακού ή ενός εγκληματία και που τον οδηγούν στην καταστροφή του αποδεικνύοντας ότι, το μάτι της Θεί­ας Δικαιοσύνης τα βλέπει όλα και μοιράζει στον καθένα δικαίως, εκείνη την αμοιβή που του αξίζει. Κανένας ένοχος δεν γλιτώνει από την αβυσ­σαλέα εκδίκηση τους, όσο κι αν αυτός πιστεύει ότι είναι ασφαλής. Σε ανύποπτο χρόνο, οι τρομακτικές Ερινύες χυμούν καταπάνω του, δεν τον αφήνουν σε ησυχία, ρημάζουν το σπίτι του, τον διώχνουν από κει και τον καταδιώκουν, ώσπου να πέσει αποκαμωμένος, τρελός απ' τα τραγούδια τους που πιλατεύουν τ' αυτιά του. Στην Ιλιάδα του Ομήρου, βλέπουμε το θεό Άρη να τον καταδιώκουν οι Ερινύες επειδή βοήθησε τους Τρώες, αντίθε­τα προς την επιθυμία της μητέρας του Ήρας. Παρόμοια απειλή κρέμεται πάνω απ' τον Τη­λέμαχο σε περίπτωση που έδιωχνε την Πη­νελόπη από το πατρικό σπίτι.

Η μητέρα του Μελέαγρου επικαλείται τις Ερινύες κατά του γιου της, που είχε σκοτώσει τ' αδέλφια της. Οι Ερινύες, σαν εκδικήτριες του φριχτότε­ρου απ' όλα τα εγκλήματα, της πατροκτονίας, χρησίμευαν για θέμα στους Έλληνες τραγι­κούς, ιδιαίτερα στους μύθους του Ορέστη και του Οιδίποδα. Οι συμφορές του Οιδίποδα προέρχονται από το ό,τι άθελα του, είχε κα­ταστεί ένοχος απέναντι στους γονείς του. Σε άλλο μύθο, η Μέγαιρα, μαστίγωσε τόσο πολύ τις γυναίκες της αρχαίας Νύσας, ώσπου τρε­λάθηκαν και σκότωσαν τα παιδιά τους.

Ο αριθμός τους δεν είναι ακριβής, ο Όμηρος δεν γνωρίζει αριθμό αυτών, ο Αισχύλος εισάγει ολόκληρο χορό Ερινύων, αντίθετα ο Ευριπίδης σ΄ ένα δράμα του αναφέρει τρεις, με ονόματα που έδωσαν μεταγενέστεροι όπως ο Βιργίλιος που επίσης αναγνωρίζει τρεις:

Την Αληκτώ: αυτή που τίπο­τα δεν την καταπραΰνει, ανθρωπομορφισμός της οργής και μανίας.

Η Αληκτώ είναι η Ερινύα με την αποστολή της τιμωρίας των ηθικών εγκλημάτων (όπως ο θυμός), ειδικά αν στρέφονται εναντίον άλλων ανθρώπων. Η εξουσία της είναι παρόμοια με της Νέμεσης, με τη διαφορά ότι η εξουσία της τελευταίας είναι να τιμωρεί εγκλήματα εναντίον των θεώ ν. Η Αληκτώ αναφέρεται στην Αινειάδα του Βιργιλίου, και επίσης στη Θεία Κωμωδία του Δάντη (Κόλαση) ως μία από τις τρεις Ερινύες.

Την Μέγαιρα: ανθρωπομορφισμός του μίσους και του φθόνου.

Συνδέεται με τη ζήλεια-φθόνο και τιμωρούσε ιδιαίτερα τη συζυγική απιστία. Στη νεότερη εποχή η λέξη «μέγαιρα» κατέληξε να σημαίνει κάθε απαίσια και αδυσώπητη γυναίκα, τόσο στη νεοελληνική, όσο και σε άλλες γλώσσες: Στη σύγχρονη γαλλική (mégère) και πορτογαλική (megera) γλώσσα υποδηλώνει μια αντιπαθητική, φθονερή ή αξιοπεριφρόνητη γυναίκα, ενώ η ιταλική λέξη megera σημαίνει μια κακιά και/ή άσχημη γυναίκα.

Την Τισιφόνη: ανθρωπομορφισμός της εκδίκησης φόνου. 
Όπως υπονοεί και το όνομά της, πιστευόταν ότι δρούσε ως τιμωρός των δολοφόνων. Σύμφωνα με ένα μύθο, η Τισιφόνη ερωτεύθηκε τον Κιθαιρώνα, αλλά προκάλεσε τον θάνατό του από δάγκωμα ενός από τα φίδια που είχε αντί μαλλιών στο κεφάλι της. Στην Αινειάδα του Βιργιλίου η Τισιφόνη είναι η θηριώδης και σκληρή φρουρός των πυλών των Ταρτάρων.
 
Ταυτόχρονα όμως οι υποχθόνιες θεότητες μπορούν και χάνουν το χαρακτήρα των αμεί­λικτων και στυγερών θεοτήτων. Όταν οι άνθρωποι τηρούν με ευλάβεια τους Συμπαντικούς Νόμους τότε είναι που οι Ερινύες μεταμορφώνονται σε Ευμενίδες, ευεργετικές θεότητες, που θεωρούνταν προστάτιδες των ξένων και των ζητιάνων. Επίσης οι Ευμενίδες απομάκρυναν από τον άν­θρωπο ή μια χώρα, την καταστροφή, τις αρρώστιες, τον κίνδυνο, την ξη­ρασία, τους βλαβερούς ανέμους και έφερναν την ευφορία, την υγεία και την ευημερία.

Οι Ερινύες πλήττουν τον Ορέστη

Από τις πιο γνωστές καταδιώξεις των Ερινύων αναφέρεται εκείνη κατά του μητροκτόνου Ορέστη που ερχόμενος στην Αθήνα δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο ως φονεύς έχοντας συνήγορό του τον θεό Απόλλωνα, ενώ η θεά Αθηνά προεδρεύει των δικαστών. Στην ισοψηφία που ακολούθησε η Αθηνά έδωσε την ψήφο της υπέρ της αθώωσης του ήρωα. Τότε αναφέρεται πως οι Ερινύες οργίστηκαν και κατά της Αθηνάς και κατά της πόλεως και που για να τις εξευμενίσουν οι Αθηναίοι ίδρυσαν "Ιερό Ευμενίδων" πλησίον του Αρείου Πάγου, τις δε δίκες περί φόνου να τις εκδικάζει ο Βασιλεύς. Η παραπάνω δίκη του Ορέστη αποτέλεσε και την υπόθεση του δράματος «Ευμενίδες» που με τον «Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρες» συγκροτούσαν τη περίφημη τριλογία του Αισχύλου με το όνομα "Ορέστεια". Βέβαια με αφορμή την υπόθεση αυτή ο μεγάλος τραγικός εξαίρει το τότε δικαστήριο του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζοντας με τις φράσεις του ως: "άθικτο κερδών", "εγρήγορο" (άγρυπνο), "φούρημα της χώρας", "σεμνότατο", κ.ά. κάτι που συνηθίζεται μέχρι και σήμερα προκειμένου οι αποφάσεις κατά κατηγορουμένων να τύχουν ευμενείς (Ευμενίδες).

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε και άλλο ιερό για τις Ερινύες που βρισκόταν στο "Ίππιο Κολωνό", εκεί ερχόμενος ο τυφλός Οιδίπους εύρε τον ποθούμενο θάνατο. Επίσης στο δήμο «Φλύα» υπήρχε μεταξύ των άλλων βωμών και εκείνος προς τιμή των "Σεμνών θεών". Στην Μακεδονία υπήρχαν παρόμοιες θεότητες που τις ονόμαζαν Αραντίδες.

 Ορφικός ύμνος Ερινύων
 
«Ακούστε, θεές πάντιμες, ερίβρομοι, ευάστειρες, Τισιφόνη και Αλληκτώ και δία Μέγαιρα. Νυκτέριες, που έχετε στα βάθη την οικία σας σε αερόεν άντρο, παρά της Στυγός το ιερό ύδωρ. Πετάτε αεί λυσσήρεις εξ αιτίας των ανόσιων βουλών των βροτών, αγέρωχες, επευάζουσες στις ανάγκες, θηρόπεπλοι, τιμωροί, ερισθνέες, βαρυαλγείς, χθόνιες φοβερές κόρες του Αίδου, αιολόμορφες, αέριες, αφανείς, γρήγορες όπως τα νοήματα. Γιατί ούτε του ηλίου οι ταχίες φλόγες, ούτε της σελήνης και της σοφίας και της αρετής και της εργασίμου θρασύτητος, ούτε η αγαθή χάρη του βίου, ούτε η περικαλής ύβη, χωρίς την δικής σας ευμένεια δεν εγείρουν ευφροσύνες στον βίο. Εσείς επιβλέπεται αεί τα άπειρα φύλλα όλων των θνητών, έφοροι του όμματος της Δίκης, εσείς που είστε αεί δικάσπολες. Αλλά θεές Μοίρες, οφιοπλόκαμες, πολύμορφες, δώστε μας πραόνοη και μαλακόφρονη δόξα του βίου.»

Κλῦτε, θεαὶ πάντιμοι, ἐρίβρομοι, εὐάστειραι, Τισιφόνη τε καὶ Ἀλληκτὼ καὶ δῖα Μέγαιρα· νυκτέριαι, μυχίοις ὑπὸ κεύθεσιν οἰκί᾽ ἔχουσαι ἄντρωι ἐν ἠερόεντι παρὰ Στυγὸς ἱερὸν ὕδωρ, οὐχ ὁσίαις βουλαῖσι βροτῶν κεκοτημέναι αἰεί, λυσσήρεις, ἀγέρωχοι, ἐπευάζουσαι ἀνάγκαις, θηρόπεπλοι, τιμωροί, ἐρισθενέες, βαρυαλγεῖς, Ἀίδεω χθόνιαι, φοβεραὶ κόραι, αἰολόμορφοι, ἠέριαι, ἀφανεῖς, ὠκυδρόμοι ὥστε νόημα· οὔτε γὰρ ἠελίου ταχιναὶ φλόγες οὔτε σελήνης καὶ σοφίης ἀρετῆς τε καὶ ἐργασίμου θρασύτητος † εὔχαρι οὔτε βίου λιπαρᾶς περικαλλέος ἥβης ὑμῶν χωρὶς ἐγείρει ἐυφροσύνας βιότοιο· ἀλλ᾽ αἰεὶ θνητῶν πάντων ἐπ᾽ ἀπείρονα φῦλα ὄμμα Δίκης ἐφορᾶτε, δικασπόλοι αἰὲν ἐοῦσαι. ἀλλά, θεαὶ Μοῖραι, ὀφιοπλόκαμοι, πολύμορφοι, πραΰνοον μετάθεσθε βίου μαλακόφρονα δόξαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου