Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ο Καβάφης και η πρόσληψη του αρχαίου θεάτρου

Κωνσταντίνος Καβάφης: (29 Απριλίου 1863 – 
29 Απριλίου 1933)

Κωνσταντίνος Καβάφης, Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)

Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.

Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε:

«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε –κηρύττω– στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.

Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μόνο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό,
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη


Το ποίημα είναι ψευδο-ιστορικό. Η χρονολογία στον τίτλο προκαλεί πλασματικές εντυπώσεις ιστορικής εγκυρότητας, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί ένα τέχνασμα που πλαισιώνει το σκηνικό του ποιήματος μέσα στο οποίο ο αναγνώστης θα βουτήξει: Σιδώνα, το 400 μ.Χ. Μια πλούσια πόλη της Ανατολής, παλιά φοινικική, μα εξελληνισμένη ήδη από τα χρόνια τα αλεξανδρινά. Κι όπως, ταιριάζει στην Ανατολή, μια φωτεινή αίθουσα σ’ ένα ανώγι, πάνω από κήπο. Αρώματα, κατά τον τρόπο της Ανατολής. Και πέντε νέοι.

Οι νέοι, αναμφίβολα αριστοκράτες. Απολαμβάνουν την ανάγνωση ερωτικών επιγραμμάτων, μικρής κλίμακας ποίηση κατά τα γούστα της ύστερης αρχαιότητας: Μελέαγρο, Κριναγόρα, Ριανό. Η χαύνωση ήδη πλανιέται στον αέρα, φτιάχνει ατμόσφαιρα. Μαζί της, και μια υποψία ηδονικού αισθησιασμού: εγγράμματη, κομψή, κοσμοπολίτικη, πολιτισμένη, συγκαλυμμένη, αποενοχοποιημένη. Κατά τα γούστα και τον τρόπο της Ανατολής. Κατά τα γούστα και τον τρόπο της ύστερης αρχαιότητας.

Κι ένας ηθοποιός που, ίσως αφελώς, ίσως και προμελετημένα (τα κίνητρά του δεν διευκρινίζονται), αλλά όπως και να ’χει εντελώς ξαφνικά, διαταράσσει το προηγούμενο γλυκερό κελάρυσμα. Υψώνοντας κορώνες άτεχνες, μικρές παραφωνίες, διαβάζει το επίγραμμα του Αισχύλου. Εκείνο που ο ίδιος ο Αισχύλος έγραψε στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, προκειμένου να τον μνημονεύει στον τάφο του, όταν πια διαισθανόταν το τέλος του. Εκείνο με το οποίο ο ίδιος ο ποιητής ήθελε να τον θυμούνται οι επόμενες γενιές. Εκείνο στο οποίο ο ίδιος ο ποιητής αναγνώριζε το πιο σημαντικό κατόρθωμα ολόκληρου του βίου του: την ανδρεία που είχε επιδείξει, περίπου 40 χρόνια πιο πριν, στη μάχη του Μαραθώνα, κατά την πρώτη απόπειρα περσικής εισβολής στην Αττική.

Και μόνο η υπόμνηση του ονόματος του Αισχύλου είναι αρκετή. Ο λόγος του διεγείρει πάθος. Ο πιο γραμματισμένος απ’ τη συντροφιά σηκώνεται οργισμένος κι απευθύνεται στον ηθοποιό, επιπλήττοντάς τον για λαθεμένη –κατώτερη των προσδοκιών– επιλογή. Γιατί το επιτύμβιο τετράστιχο του Αισχύλου και όχι αποσπάσματα απ’ τα μεγάλα του έργα; Του λείπει η ψυχή του ηθοποιού; Δειλιάζει; Αδυνατεί να σηκώσει το βάρος του λόγου της τραγωδίας;

Κι όμως, όλες οι δυνάμεις του αρχαίου δράματος έχουν τεθεί σε λειτουργία. Δεν είναι μόνο ότι ξύπνησαν πάθος απρόσμενο. Είναι και που, πολύ σύντομα, αντιλαμβανόμαστε ότι έχει επίσης αρχίσει να δουλεύει ο μηχανισμός της τραγικής ταύτισης. Ο νεαρός δεν απευθύνεται, εντέλει, στον ηθοποιό. Απευθύνεται στον ίδιο τον Αισχύλο! Και μάλιστα, βλέπει τον Αισχύλο ως τραγικό ήρωα. Γιατί ο τραγικός ήρωας είναι τραγικός και είναι ήρωας επειδή διακατέχεται από ερωτήματα, βασανίζεται από διλήμματα κι από τις επιλογές του κρίνεται το αν θα δικαιωθεί ή θα πέσει.

“Πέφτει”, λοιπόν, στα μάτια του νεαρού ο Αισχύλος. Ξεπέφτει. Γιατί στο επιτύμβιο επίγραμμά του δεν διάλεξε να αναφερθεί στις επανειλημμένες του προσωπικές επιτυχίες στους δραματικούς αγώνες. Πέφτει γιατί αδιαφόρησε, σε τελευταία ανάλυση, για τη λαμπρότητα. Και αντ’ αυτής συνειδητά επέλεξε για τον τάφο του τη μνεία γεγονότος μικρού κι ασήμαντου, σύμφωνα –πάντα– με τα κριτήρια της ύστερης αρχαιότητας: μόνο (σκόπιμα ο Καβάφης τονίζει με αραιή γραφή εδώ την έμφαση στον λόγο του νεαρού) ότι μαζί με άλλους, μαζί με τους υπόλοιπους Αθηναίους πολίτες-οπλίτες, υπερασπίστηκε την πόλη του απέναντι στην επίθεση μιας αυτοκρατορίας. Σε μια περίοδο –να το θυμόμαστε– που η Αθήνα ούτε είχε ακόμα ανακαλύψει τις φλέβες αργύρου στο Λαύριο, ούτε είχε ακόμη το ναυτικό που απέκτησε μετά, ούτε είχε ακόμη συμμάχους και φόρου υποτελείς, ούτε και είχε γίνει ακόμη η υπερδύναμη που έγινε μετά. Δύναμή της, για να τα καταφέρει να προβάλει αποτελεσματική άμυνα στην επίθεση μιας αυτοκρατορίας, ήτανε μόνο η άμεση δημοκρατία της, ο αγώνας του λαού της, ο αγώνας των πολλών, του σωρού (όπως το εκφράζει απερίφραστα ο νεαρός), που ερχόταν ως επισφράγιση ταξικών αγώνων και εξεγέρσεων που είχαν προηγηθεί και μάλλον είχαν κρατήσει για δύο αιώνες. Μόνο αυτό ήτανε ο Μαραθώνας.

Στο δραματικό σκηνικό της Σιδώνος της ύστερης αρχαιότητας, έτσι όπως το στήνει με προσεγμένη ειρωνική θεατρικότητα ο Καβάφης, ο νεαρός γίνεται κι αυτός ένας μικρής κλίμακας τραγικός ήρωας. “Πέφτει», ξεπέφτει, όμως με τρόπο αμετάκλητο. Αν είχε ποτέ ερωτήματα για το θέμα που τον ενδιαφέρει, έδωσε λάθος απάντηση. Παρ’ όλη την εγγραμματοσύνη του, τίποτε δεν κατάλαβε απ’ τις δυνάμεις που γέννησαν το διονυσιακό θέατρο. Χαρακτηρίζεται από ελλιπή –και εκ προοιμίου λανθασμένη– πρόσληψη του φαινομένου.

Είναι όμως μόνο ο νέος της Σιδώνος στόχος της Καβαφικής ειρωνείας εδώ; Σάμπως εμείς οι σύγχρονοι αναγνώστες της εκλεκτής ποίησης και θεατρόφιλο κοινό; Σάμπως εμείς τι είμαστε; Σάμπως εμείς τι κάνουμε; Γιατί –ας το ομολογήσουμε– το αισχύλειο επίγραμμα μάς γεμίζει με τις ίδιες απορίες με εκείνες του νέου της Σιδώνος. Μας αιφνιδιάζει, μας σοκάρει. Γιατί μόνο ο Μαραθώνας; Γιατί;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου