Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Η θεωρία περί των προαγγέλων του Ιησού και οι πηγές των υποστηρικτών της

ΜΕΡΟΣ Α': «Σιβυλλικοί» χρησμοί

Συχνά, τονίζεται η προσπάθεια της εξουσίας, αυτοκρατορικής και θρησκευτικής, να επιβάλλουν την πολιτική της θρησκευτικής ομοιογένειας στα πλαίσια ενός θεοκρατικού συστήματος, μέσω εδίκτων η πρώτη, και μέσω αναθεμάτων η δεύτερη, προσπαθώντας να καταπνίξουν οποιαδήποτε άλλη φωνή δεν συμφωνεί ή είναι διαφορετική από τη δική τους. Η βυζαντινολόγος Ε. Γλυκάζη, γράφει: «Δεν πρέπει πραγματικά να λησμονείται ότι τα δραστικά μέτρα κατά της ειδωλολατρίας, από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα, είχαν ως αποτέλεσμα να εξοστρακίσουν κάθε πνευματική εκδήλωση που δεν ήταν εμπνευσμένη από τις αξίες του Χριστιανισμού. […] Ο αρχαιοπρεπής άνθρωπος υποχρεώθηκε να υποταχθεί στην τρομοκρατία που επέβαλε η νέα θρησκεία με τη συνδρομή του κράτους» («Ιστορία του Ελληνικού έθνους», τ. Ζ). Δυστυχώς, υπάρχουν και αυτοί που τα λησμονούν, αν και η ίδια η ιστορία βοά μέσα στους αιώνες.

Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει κάτι πιο ύπουλο και πονηρό. Είναι η προσπάθεια της ψυχολογικής-συνειδησιακής καθυπόταξης. Αυτό το τελευταίο είναι χειρότερο από το πρώτο, διότι δουλεύει αργά αλλά σταθερά μέσα στους ανθρώπους, και σε βάθος χρόνου είναι ικανό να αλλοιώσει ή και να αλλάξει ριζικά συνειδήσεις. Σε αντίθεση με τον διωγμό που κρατά σε εγρήγορση, αυτό κοιμίζει. Πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί ότι τελικά ούτε οι «αιρέσεις» ούτε η φιλοσοφία εξέλειπαν, μετά από ανελέητο κυνηγητό από τους «επικυριάρχους»; Και από την άλλη, πώς ο δικός μας ο λαός μετετράπη σε «ρωμιό», παίρνοντας δηλαδή το όνομα του κατακτητή του; Διότι το λεγόμενο «Βυζάντιο», τί άλλο είναι παρά η εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία; Και να μην αντιδρά η πλειοψηφία αποδεχόμενη αυτό που της «φόρεσαν καπέλο» αιώνες πριν;

Αυτά κατορθώθηκαν κυρίως με τη πλαστογράφηση και χάλκευση κειμένων, ώστε η Ορθοδοξία να φανεί ως συνέχεια του Ελληνισμού. Αλλά και με την σκόπιμη αλλαγή της σημασίας ορισμένων λέξεων, για προπαγανδιστικούς λόγους. Για αυτό θα ακολουθήσουν επτά άρθρα που θα τα αποδεικνύουν, φυσικά στο μέτρο του δυνατού. Στα πρώτα τέσσερα θα γίνει προσπάθεια κατάδειξης της χριστιανικής παραχάραξης σε κείμενα που αποσκοπούν στον συνειδησιακό εκβιασμό, στο πέμπτο θα γίνει αναφορά στο που, πότε, και γιατί επιχειρήθηκε πλαστογράφηση στον Ορφέα. Στο έκτο θα καταδειχθεί η συνειδησιακή χειραγώγηση μέσω αλλοίωσης λέξεων και εννοιών με συγκεκριμένα παραδείγματα. Και θα ολοκληρωθεί η σειρά με το έβδομο που θα γίνει αναφορά στους όρους «Ρωμιός» και «Έλληνας» και το τί αντιπροσωπεύουν.

Κατά τη συνήθη τακτική μας, πάντα με την παράθεση πηγών. Ταυτόχρονα δίδεται απάντηση και στους σύγχρονους υποστηρικτές των «ελληνοχριστιανικών» συνθέσεων (αφορά τα τέσσερα πρώτα άρθρα), από την πλευρά όμως εκείνη που δέχεται τη θέση ότι η χριστιανική ορθόδοξη Εκκλησία έπεσε «θύμα» των Ιουδαιο-χριστιανών, ενώ ήταν…ελληνικό επίτευγμα, συνέχεια του υποτιθέμενου αρχαίου μονοθεϊσμού!

Σιβυλλικοί χρησμοί

Είχαμε αναφερθεί και κατά το παρελθόν στους λεγόμενους «σιβυλλικούς» χρησμούς. Εδώ θα ήθελα να εκθέσω κάποια πράγματα πιο εκτεταμένα, καθώς οι τέτοιου είδους υποστηρικτές των ελληνοχριστιανικών συνθέσεων και όσα κείμενα φέρουν στο προσκήνιο, στηρίζονται κατά πολύ σε αυτούς. Παραθέτω λοιπόν, από τον πρώτο τόμο της πατρολογίας του καθηγητή Στ. Παπαδόπουλου (σ. 256- 257) για να κατατοπιστεί καλύτερα ο αναγνώστης όσον αφορά το θέμα μας. Για μεγαλύτερη ακόμα ευκολία, χωρίζω τα γραφόμενα του καθηγητή σε θεματικές ενότητες.

Οι αρχικοί χρησμοί και γενικές πληροφορίες

Τα έργα που έφεραν τον τίτλο Σίβυλλαι ήταν εκτεταμένη και πολύ διαδεδομένη σειρά κειμένων στον ελληνικό και ελληνιστικό χώρο. Περιείχαν οράματα, χρησμούς και κατόπιν προβλέψεις, συγγενείς προς τις βιβλικές προφητείες και την αποκαλυπτική γραμματεία. Η ακμή των Σιβυλλών τοποθετείται στους Η΄- Ζ΄ π. Χ αι. Οι Σίβυλλες ήσαν προφήτιδες ή μάντιδες γυναίκες (όπως η Πυθία) με δαιμονική ενίοτε δύναμη, που σε κατάσταση εκστάσεως ή όχι προέβλεπαν τα μέλλοντα και συνήθως προέλεγαν καταστροφές και συμφορές. Για την αρχή και την προέλευσή τους δε γνωρίζουμε κάτι το ακριβές. Κοιτίδα πάντως της πρώτης Σίβυλλα -όνομα κατ’ αρχήν, που έγινε κατόπιν συνώνυμο ή προσηγορικό της προφήτιδας- ήταν η Ανατολή (Μικρασία, Λιβύη, Περσία, Ελλάδα), πολλές πόλεις της οποίας ισχυρίζονταν ότι η Σίβυλλα ήταν δική τους (Μάρπησσος Ελληνοσπόντου, Ερυθραί της Ιωνίας, Βαβυλών, Δελφοί, κ.λπ.). Από την Ανατολή η Σίβυλλα έφθασε στην Κύμη της Ιταλίας, όπου πώλησε τα βιβλία στο βασιλέα της Ρώμης Ταρκύνιο τον Υπερήφανο (534-510 π.Χ.) σιβυλλικά βιβλία, που έκτοτε φυλάσσονταν στο ναό του Δία στο Καπιτώλιο.

Η αρχική νόθευσή τους από τους Ιουδαίους

Τα κείμενα αυτά, διότι περιείχαν απειλές και προέλεγαν καταστροφές βασιλέων και πόλεων, χρησιμοποιήθηκαν ήδη κατά τον Β΄ π.Χ. αι. από ελληνιστές Ιουδαίους της διασποράς με σκοπό την αντι-ρωμαϊκή τους προπαγάνδα. Προς τούτο Ιουδαίοι ελληνιστές επεξεργάστηκαν καταλλήλως τα υπάρχοντα κείμενα ή έγραψαν άλλα με τη δομή των παλαιών. Έτσι στα 14 (από τα 15) σωζόμενα σιβυλλικά βιβλία, που γράφονταν σε ηρωικά εξάμετρα, εξ ολοκλήρου ιουδαϊκά ή με ιουδαϊκά στοιχεία είναι τα βιβλία Α-Ε και ΙΑ-ΙΓ

Η μετέπειτα νόθευσή τους από τους χριστιανούς

Ό,τι όμως περισσότερο μας ενδιαφέρει είναι τα βιβλία 6,7,και 8, τα οποία εν όλο ή εν μέρει γράφτηκαν από χριστιανούς συγγραφείς στον 2ο αιώνα μ.Χ. με τη δομή και στο πλαίσιο των αρχαιότερων ελληνο-ιουδαϊκών σιβυλλικών βιβλίων, που στο μεταξύ μερικά είχαν εμπλουτισθεί με σημαντικά γνωστικά στοιχεία, όπως πχ το 7ο βιβλίο. Και οι χριστιανοί, όπως και οι Ιουδαίοι, βρήκαν στα βιβλία αυτά δυνατότητα προπαγάνδας κατά των εθνικών γενικά και της σκληρής Ρώμης ειδικά, που ήταν το κέντρο των διωγμών της Εκκλησίας. Ακόμη παρουσίαζαν τα οράματα, τις απόκρυφες προφητείες και αποκαλύψεις των σιβυλλικών βιβλίων ως θύραθεν φυσικά, αλλά θεία σημεία και μαρτυρίες προς απόδειξη της επαληθεύσεως των βιβλικών προφητειών περί Χριστού και νίκης του Χριστιανισμού. Τα χριστιανίζοντα σιβυλλικά βιβλία γνώριζε ο συντάκτης του Ποιμένα του Ερμά, ο Ιουστίνος και βραδύτερα ο Αθηναγόρας, ο Μελίτων Σάρδεων, ο Τατιανός, ο Θεόφιλος, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο Τερτυλλιανός, ο Ευσέβιος κα. Στο μεσαίωνα μάλιστα και στην Αναγέννηση το υλικό των βιβλίων αυτών έγινε συχνά πηγή εμπνεύσεως πολλών καλλιτεχνών (Ραφαήλ, Δάντης, Μιχαήλ Άγγελος).

Στο σημείο αυτό να εστιάσουμε επίσης στο θέμα των διωγμών που αναφέρει ο καθηγητής. Παραλείπει να μας πει το αίτιο των διωγμών, οι οποίοι δεν είχαν γενικό χαρακτήρα αλλά περιστασιακό. Και σίγουρα δεν ήταν για την θρησκευτική πίστη, μιας και κατά την εποχή εκείνη υπήρχε άκρατος θρησκευτικός συγκρητισμός. Ο λόγος που διώχτηκαν κάποιοι χριστιανοί, ήταν η ανυπακοή τους στους ρωμαϊκούς νόμους, ή διότι δεν αποδέχονταν την αυτοκρατορική εξουσία. Δεν υπάρχει κανένα αυτοκρατορικό έδικτο που να πιστοποιεί γενικευμένους και συστηματικούς θρησκευτικούς διωγμούς κατά των χριστιανών. Αντιθέτως, έχουμε πολλά τέτοια έδικτα (κατά οποιουδήποτε δεν ασπάζονταν το επίσημο δόγμα) από την εποχή του Κωνσταντίνου και μετά, ειδικά την περίοδο από τον Θεοδόσιο τον επονομαζόμενο «Μέγα» μέχρι και τον Ιουστινιανό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ανωτέρου, είναι ο διωγμός του Ιγνατίου. Η Εκκλησία ισχυρίζεται ότι πέθανε μαρτυρικά για την χριστιανική πίστη επί Τραϊανού, ενώ σύμφωνα με τον Μαλάλα, συνελήφθη και μαρτύρησε διότι όπως γράφει «ηγανάκτησε γαρ κατ’ αυτού, ότι ελοιδόρει αυτόν». Ο Μαλάλας στην Χρονογραφία του διασώζει και άλλα τέτοια περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι οι χριστιανοί επιζητούσαν το «μαρτύριο», το οποίο βέβαια δεν το υφίσταντο εξαιτίας της πίστεως στον Χριστό.

Περιεχόμενο των νοθευμένων χρησμών

Από τα χριστιανίζοντα σιβυλλικά βιβλία το 8ο γράφτηκε οπωσδήποτε προ του 180 και το 7ο με τα πολλά γνωστικά στοιχεία ίσως περί τα τέλη του 2ου αιώνα. Το 6ο, που έχει μόνον 28 στίχους, περιλαμβάνει ύμνο στο Χριστό και στο ξύλο του Σταυρού. Το 8ο, που έχει 500 στίχους, διακρίνεται σε τρία τμήματα, είναι το σπουδαιότερο και το γνωστότερο από όλα και περιλαμβάνει: α) Αναγγελία της θείας τιμωρίας και της καταστροφής της Ρώμης, β) Ύμνο για τον τελικό θρίαμβο του Χριστού με την ακροστιχίδα “ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΕΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ ΣΤΑΥΡΟΣ”, και αναφορά στο έργο του Χριστού και στην βασιλεία του παντοδύναμου Θεού μετά την τιμωρία των κακών. Οι Σίβυλλες και μάλιστα η Ερυθραία προφητεύει με ακρίβεια για τον Χριστό και το έργο του και θεωρείται προφήτης του Σωτήρα, μολονότι κατά παράδοση έζησε έξι γενεές μετά τον κατακλυσμό και ήταν ιέρεια του Απόλλωνα (Ευσεβίου, Κωνσταντίνου λόγος 18 και 19)· αλλά φυσικά ο χριστιανός συγγραφέας εργάζεται στο β’ ήμισυ του 2ου αιώνα. Ανάλογα προφητεύει και η Κυμαία Σίβυλλα. γ) Ύμνο στο δημιουργό Θεό και το Λόγο του που έγινε άνθρωπος.

Ο ανωτέρω καθηγητής στηρίζεται σε 21 μελέτες μεταξύ των ετών 1861-1974.

Στο σημείο αυτό, να συμπληρώσουμε ορισμένα στοιχεία από τον άλλο γνωστό καθηγητή πατρολογίας, τον Π. Χρήστου, τα οποία δεν αναφέρονται εδώ. Τα βιβλία που πωλήθηκαν στον Ταρκύνιο και έκτοτε φυλάσσονταν στον ναό του Καπιτωλίου Διός στη Ρώμη, ήταν τρία. Το 83 π.κ.ε., καταστράφηκε ο ναός από πυρκαγιά και μαζί καταστράφηκαν και αυτά. Ανασυντάχθηκαν μεν, αλλά καταστράφηκαν οριστικά το 400 κ.ε. από τον στρατηγό Στηλίχωνα. Ο Π. Χρήστου βάσει ισχυρής βιβλιογραφίας, τα κατατάσσει και αυτός στα πλαστά (Πατρολογία Π. Χρήστου, Β΄, σ. 96-99).

Έχουμε επίσης μια πολύ σημαντική μαρτυρία από τον φιλόσοφο Κέλσο. Μαθαίνουμε μέσω της απάντησης του Ωριγένους στο «Κατά Κέλσου», ότι ήδη από το 178 κ.ε., ο Κέλσος στον «Αληθή λόγο», κατήγγειλε τη παραχάραξη των σιβυλλικών χρησμών από χριστιανούς.

Υμείς δε καν Σίβυλλαν, η χρώνται τινές υμών, εικότως αν μάλλον προεστήσασθε ως του θεού παίδα· νυν δε παρεγγράφειν μεν εις τα εκείνης πολλά και βλάσφημα εική δύνασθε, τον δε βίω μεν επιρρητοτάτω θανάτω δε οικίστω χρησάμενον θεόν τίθεσθε.
(PG τ. 11, σ. 1497)

Η λέξη του κειμένου «παρεγγραφείν» σημαίνει και «προσθέτω» και «διαγράφω». Και τι απαντά ο Ωριγένης σε αυτήν την κατηγορία; Ότι ο Κέλσος το λέει χωρίς να το αποδεικνύει (ο. π. σ. 1501). Και όμως, τελικά ο Κέλσος ήταν που δικαιώθηκε από την επιστημονική έρευνα και όχι ο Ωριγένης, ο οποίος και σε άλλο σημείο αποδεικνύεται ανακριβής ή αν όχι ψεύτης. Συγκεκριμένα στον ισχυρισμό του ότι τα ευαγγέλια δεν είναι νοθευμένα, σύμφωνα με όσα έγραφε ο Κέλσος στο «Αληθή λόγο». Ωστόσο, σε άλλο σημείο των έργων του, παραδέχεται ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα χειρόγραφα των ευαγγελίων. Ώστε η ανεξάρτητη επιστημονική έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει όσα αιώνες πριν γράφτηκαν από τον Κέλσο.

Συνεπώς, εφόσον ήδη από το 178 έχουμε αυτήν την πολύ αξιόπιστη και δυνατή μαρτυρία, έπεται πως οτιδήποτε παρουσιάζεται από κείμενα ως απόδειξη για την «αλήθεια» του Χριστού και της χριστιανικής πίστεως από τους σιβυλλικούς χρησμούς, είναι απάτη και προϊόν πλαστογραφίας. Για αυτόν τον λόγο, όπως θα δούμε και παρακάτω, ο μορφωμένος εθνικός κόσμος, ποτέ δεν τους αποδέχτηκε ως αυθεντικούς. Τουναντίον, οι ίδιοι οι χριστιανοί αναφέρουν ότι οι εθνικοί τους κατηγορούσαν για χάλκευση και νοθεία.

Όταν λοιπόν παρατίθενται μαρτυρίες και εγκώμια για τις Σίβυλλες και τους χρησμούς τους και προέρχονται από εθνικούς αρχαίους συγγραφείς, να γνωρίζουμε ότι εκείνοι είχαν κατά νου τους αυθεντικούς χρησμούς και όχι τους παραχαραγμένους.

Από το βιβλίο Forgery in Christianity: Joseph Wheless

Ο συγγραφέας Joseph Wheless στο βιβλίο του «Forgery in Christianity», δηλαδή «Η πλαστογραφία στον Χριστιανισμό», καταγράφει όχι μόνο τις ιδιοποιήσεις αλλά και τις παραχαράξεις στις οποίες προέβη η χριστιανική Εκκλησία, όχι μόνο στα δικά της κείμενα αλλά και σε ξένα, προκειμένου να πιστοποιήσει και στηρίξει την δική της «αλήθεια», και να διεκπεραιώσει την προπαγανδιστική της δράση.

Ανάμεσα στα άλλα, ο συγγραφέας αναφέρει και τα παρακάτω σχετικά με τους σιβυλλικούς χρησμούς, σ. 34-37. Επειδή το βιβλίο είναι ξενόγλωσσο, παραθέτω το πρωτότυπο στα αγγλικά, και ακολουθεί δική μου μετάφραση.

The Christian Fathers and their followers made themselves so ridiculous by their fatuous faith in the Sibyls that they were derisively called “Sibyllists” by the Pagans.

Δηλαδή, «Οι Χριστιανοί πατέρες και οι ακόλουθοί τους, έκαναν τους εαυτούς τους τόσο γελοίους με την σαχλή πίστη τους στις Σίβυλλες, ώστε χλευαστικά καλούνταν “Σιβυλλιστές” από τους παγανιστές».

The Sibyls are quoted frequently by the early Fathers and Christian writers, Justin, Athenagoras, Theophilus, Clement of Alexandria, etc.They were known and used during the Middle Ages in both the East and the West. They all purport to be the work of the Sibyls (CE. v. xiii, p. 770). Most notable of these forged Christian addenda to the PaganJewish forged Oracles, is found in Book VIII, a lengthy composite of Jewish and Christian fraud, consisting of some 500 hexameter verses. The first 216 verses, says the CE., “are most likely the work of a second century Jew, while the latter part (verses 217~500), beginning with an acrostic on the symbolical Christian word Zchthus is undoubtedly Christian, and dates most probably from the third century”.

Δηλαδή, «Οι Σίβυλλες παραθέτονται συχνά από τους πρώιμους πατέρες και χριστιανούς συγγραφείς, Ιουστίνο, Αθηναγόρα, Θεόφιλο, Κλήμη Αλεξανδρείας κλπ. Ήταν γνωστοί και χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Μεσαίωνα σε Ανατολή και Δύση. Όλοι θεωρούσαν ότι ήταν έργο των Σιβυλλών. Η πιο αξιοσημείωτη από αυτές τις χριστιανικές πλαστογραφημένες προσθήκες στους παραχαραγμένους ιουδαιο-παγανιστικούς χρησμούς, βρίσκεται στο όγδοο βιβλίο, μια μακρά σύνθεση ιουδαιο-χριστιανικής απάτης, αποτελούμενη από περίπου πεντακόσιους στίχους σε εξάμετρο. Οι πρώτοι διακόσιοι δεκάξι στίχοι, λέει η Καθολική εγκυκλοπαίδεια, “είναι πιθανόν η εργασία ενός Ιουδαίου του δευτέρου αιώνος, ενώ το υπόλοιπο τμήμα (στίχοι 217-500), αρχίζοντας με μια ακροστιχίδα πάνω στην συμβολική χριστιανική λέξη” ΙΧΘΥΣ”, είναι αναμφιβόλως χριστιανικό, και χρονολογείται πιθανά από τον τρίτο αιώνα”».

The Church historian, Bishop Eusebius, preserves the Acrostic, taken from the Erythrlean Sibyl, but says: “Many people, though they allowed the Erythraean Sibyl to have been a prophetess, yet reject this Acrostic, suspecting it to have been forged by the Christians” ; which suspicion the good Bishop refutes by an appeal to Cicero, who, he assures, had read and translated it into Latin. (Eusebius, Oration on Const., chs. 13-19; I, 274-5.) Father St. Augustine quotes the verses and says : “The Erythraean Sibyl has indeed written some things clearly and manifestly relating to Christ… There are some, who suspected all these prophecies which relate to Christ, and passed under the name of the Sibyl, to have been forged by the Christians.”

Δηλαδή, «Ο εκκλησιαστικός ιστορικός, επίσκοπος Ευσέβιος, διατηρεί την ακροστιχίδα, που την πήρε από την Σίβυλλα την Ερυθραία, αλλά λέει: “Πολλοί άνθρωποι, παρόλο που παραδέχονται ότι η Σίβυλλα η Ερυθραία ήταν προφήτισσα, ακόμα απορρίπτουν αυτήν την ακροστιχίδα, υποπτευόμενοι να είναι πλαστογραφημένη από τους χριστιανούς”. Την οποία υποψία, ο καλός επίσκοπος, αναιρεί με μια επίκληση στον Κικέρωνα, ο οποίος, διαβεβαιώνει, την είχε διαβάσει και μεταφράσει στα Λατινικά. Ο πατέρας ιερός Αυγουστίνος παραθέτει τους στίχους και λέει: “Η Σίβυλλα η Ερυθραία έχει γράψει κάποια πράγματα εκ των προτέρων καθαρά και καταφανώς σχετιζόμενα με τον Χριστό. Υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι υποπτεύονται όλες αυτές τις προφητείες που σχετίζονται με τον Χριστό, και που διήλθαν υπό το όνομα της Σίβυλλας, να έχουν πλαστογραφηθεί από τους χριστιανούς”».

Citing scores of Sibylline “prophecies” forged by the Christians for the belief and persuasion of the Pagans, who were effectively “refuted by these testimonies” and thus “brought to Christ,” some of them, says Lactantius, urge that these prophetic verses “were not by the Sibyls, but made up and composed by our own writers,”…; but, not so, argues the great Apologist; “do not Cicero and other Pagan authors, dead long before Jesus, testify to the Sibyls?“-Yes, to the Sibyls and their utterances then extant; not to the later Christian forgeries in their names

Δηλαδή, «Προσκομίζοντας τις επιτυχίες των σιβυλλικών “προφητειών” που πλαστογραφήθηκαν από τους χριστιανούς για την πίστη και την πειθώ των παγανιστών, που αποτελεσματικά “αναιρέθηκαν από αυτές τις μαρτυρίες” και παρόλο που “έφεραν στον Χριστό”, μερικοί από αυτούς, λέει ο Λακτάντιος, επιχειρηματολογούν ότι αυτοί οι προφητικοί στίχοι “δεν ήταν από τις Σίβυλλες, αλλά επινοήθηκαν και συντέθηκαν από τους δικούς μας συγγραφείς”… Αλλά, δεν είναι έτσι, επιχειρηματολογεί ο μεγάλος απολογητής: “Δεν μαρτυρούν για τις Σίβυλλες ο Κικέρωνας και άλλοι παγανιστές συγγραφείς, που πέθαναν πολύ πριν τον Ιησού;”. Ναι, τις Σίβυλλες και τις πραγματικές ρήσεις τους. Όχι στις ύστερες χριστιανικές πλαστογραφίες στο όνομά τους».

Βλέπουμε έμμεσα, δηλαδή μέσα από χριστιανικά συγγράμματα, ότι ο μορφωμένος εθνικός κόσμος δεν αποδέχτηκε την χριστιανική απάτη, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία αυθεντικότητα στους χρησμούς αυτούς. Για αυτόν τον λόγο, κανείς από τους εθνικούς φιλοσόφους δεν τους επικαλείται.

Σύγκριση πλαστογραφημένων χρησμών με χωρία των Γραφών

Από το βιβλίο «Χρησμοί Σιβυλλικοί- Oracula Sybillina» (1884).

Σε αυτό το βιβλίο είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι χρησμοί που Ιουδαίοι και χριστιανοί απέδωσαν στις σίβυλλες του εθνικού κόσμου. Υποτίθεται ότι γράφτηκαν στα αρχαιότατα χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα η παραχάραξη ξεκίνησε δύο με τρις αιώνες προ κοινής εποχής, και συνεχίστηκε και κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Αρχαίοι έλληνες συγγραφείς (όπως ο Πλούταρχος και ο Ηρόδοτος) διατηρούν στα γραπτά τους κάποιους από τους γνήσιους σιβυλλικούς χρησμούς. Ωστόσο δεν μοιάζουν με τους πλαστογραφημένους ούτε στην ορολογία ούτε στο περιεχόμενό τους. Όποιος είναι εξασκημένος στην βιβλική ορολογία και τον βιβλικό τρόπο έκφρασης, μπορεί άνετα να εντοπίσει τις διαφορές.

Διαβάζοντάς τους κανείς, νομίζει ότι διαβάζει μια επιτομή της Παλαιάς Διαθήκης. Και είναι φυσικό, εφόσον είτε νοθεύτηκαν με ιουδαϊκά στοιχεία, είτε πλάστηκαν εξ αρχής, αλλά όχι εκ του μηδενός. Ας δούμε μερικούς από αυτούς.

«Εἴπας, Γεινάσθω, καὶ γείνατο» (Α΄ λόγος).
«᾿Εκ λαπάρης [ὀστοῦν], ἐποιήσατο Εὔαν ἀγητὴν» (Ά λόγος).
«ο Εξαπάτησεν ὄφις δολίως, ἐπὶ μοῖραν ἀπελθεῖν Τοῦ θανάτου, γνῶσίν τε λαβεῖν ἀγαθοῦ τε κακοῦ τε. Αλλὰ γυνὴ πρώτη προδότις [τις] γίνετ’ ἐκείνῳ» (Ά λόγος).
«Αὔξεσθε, πληθύνεσθ’, ἐργάζεσθ᾽ ἐπὶ γαίης Εντέχνως, ἵν’ ἔχητε τροφῆς κόρον ἱδρώοντες» (Ά λόγος).
«Καὶ τόθ’ ὁ Θεσβίτης, ἀπὸ οὐρανοῦ ἅρμα τιταίνων Οὐράνιον, γαίῃ δ᾽ ἐπιβὰς, τότε σήματα τρισσὰ Κόσμῳ ὅλῳ δείξει τε ἀπολλυμένου βιότοιο» (Β΄ λόγος).
«Λαὸς ὁ δωδεκάφυλος ἐν ἡγεμόσι θεοπέμπτοις, ο Εν στύλῳ πυρόεντι τὸ νυκτερινὸν διοδεύων, [Κἀν] στύλῳ νεφέλης πᾶν ἠὼς ἦμαρ ὁδεύσει, Τούτῳ δ’ ἡγητῆρα καταστήσει μέγαν ἄνδρα Μωσῆν, ὃν παρ’ ὅλους βασίλισσ᾽ εὑροῦσ᾽ ἐκόμιζε, Θρεψαμένη δ’ υἱὸν ἐκαλέσσατο. Ηνίκα δ᾽ ἦλθε Λαὸν ὅδ᾽ ἡγεμονῶν, ὃν ἀπ᾿ Αἰγύπτου Θεὸς ἦγεν, Εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ, καὶ τὸν νόμον οὐρανόθεν πρὸ Δῶκε Θεὸς, γράψας πλαξὶ δυσὶ πάντα δίκαια» (Γ΄ λόγος).

Σε μεταγενέστερους χρησμούς, δεν λείπουν και στοιχεία από την Καινή Διαθήκη. Επί παραδείγματι:

«Εξ ἄρτων πέντε καὶ ἰχθύος εἰναλίοιο Χιλιάδας κορέσει πέντε, τὰ δὲ λείψανα τούτων Δώδεκα πληρώσει κοφίνους» (Ά λόγος).
«[εἰς Παρθένον ἁγνήν] ἥξει σαρκοφόρος, θνητοῖς ὁμοιούμενος ἐν γῇ. Τέσσαρα φωνήεντα φέρει• τὰ δ᾽ ἄφωνα ἐν αὐτῷ [Δισσὰ ἐν ἀγγέλλοντ ‘]» (Ά λόγος).
«σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νόησον Αθανάτοιο Θεοῦ Χριστὸν παῖδ᾽ ὑψίστοιο. Αὐτὸς πληρώσει δὲ Θεοῦ νόμον, οὐ καταλύσει, Αντίτυπον μίμημα φέρων, καὶ πάντα διδάξει. Τούτῳ προσκομίσουσ’ ἱερεῖς χρυσὸν προφέροντες, Σμύρναν, ἀτὰρ λίβανον• καὶ γὰρ τάδε πάντα ποιήσει» (Ά λόγος).
«Πρῶτος ἀναστάσεως κλητοῖς ἀρχὴν ὑποδείξας, Αθανάτου πηγῆς [ἵνα] λουσάμενοι ὑδάτεσσι» (Η΄ λόγος).
«Σαρκωθὲν δὲ χρόνῳ, καὶ γαστέρι ζωογονηθέν, Επλάσθη βροτέην ἰδέην, καὶ κοῦρος ἐτύχθη Παρθενικοῖς τοκετοῖς. Τόδε γὰρ μέγα θαῦμα βροτοῖσιν. Αλλ’ οὐδὲν μέγα θαῦμα Θεῷ Πατρὶ καὶ Θεῷ Υἱῷ. Τικτόμενον δὲ βρέφος ποτεδέξατο γηθοσύνη χθών Οὐράνιος δ’ ἐγέλασσε θρόνος, καὶ ἀγάλλετο κόσμος. Καινοφανὴς δὲ μάγοισι σεβάσθη θέσφατος ἀστήρ• [Σπαργνώθεν] δὲ βρέφος δείχθη θεοπειθέσι φάτνη, Καὶ Λόγου ἡ Βηθλεὲμ πατρὶς θεόκλητος ἐλέχθη» (Η΄ λόγος).

Ας δούμε όμως και κάποια στοιχεία από την πολύκροτη ακροστιχίδα, που βρίσκεται στον όγδοο λόγο.

«Σαρκοφόρων δ’ ἀνδρῶν ψυχὰς ἐπὶ βήματι κρίνει».
«ρίψουσι δ’ εἴδωλα βροτοὶ, καὶ πλοῦτον ἅπαντα. Εκκαύσει δὲ τὸ πῦρ γῆν, οὐρανὸν, ἠδὲ θάλασσαν χνεῦον• φλέξει δὲ πύλας εἱρκτῆς Αίδαο. Σὰρξ τότε πᾶσα νεκρῶν ἐπ᾿ ἐλευθέριον φάος ἥξει Τῶν ἁγίων• ἀνόμους δὲ τὸ πῦρ αἰῶσιν ἐλέγξει».
«Θρῆνος δ’ ἐκ πάντων ἥξει, καὶ βρυγμὸς ὀδόντων. Εκλείψει σέλας ἠελίου, ἄστρων τε χορεῖαι. Οὐρανὸν εἱλίξει• μήνης δέ τε φέγγος ὀλεῖται».
«Ηξουσι δ’ ἐπὶ βῆμα Θεοῦ βασιλῆες ἅπαντες. Γεύσει δ’ οὐρανόθεν ποταμὸς πυρὸς, ἠδέ τε θείου ράβδος ποιμαίνουσα σιδηρείη τε κρατήσει».
«Χαῖρ᾽, ἁγνὴ θύγατερ Σιών, καὶ πολλὰ παθοῦσα. Αὐτός σου βασιλεὺς ἐπιβὰς ἐπὶ πῶλον ἐσάγε, Πρᾶος πᾶσι φανεὶς, ἵνα τοι ζυγὸν, ὅνπερ ὑπῆμεν, Δοῦλον, δυσβάστακτον, ἐπ‘ αὐχένι κείμενον ἄρη, Καὶ θεσμοὺς ἀθέους λύση, δεσμούς τε βιαίους».
«Εἰς ἀνόμων χεῖρας καὶ ἀπίστων ὕστατον ἥξει, Καὶ δώσουσι Θεῷ ῥαπίσματα χερσὶν ἀνάγνοις, Καὶ στόμασι μιαροῖς ἐκπτύσματα φαρμακόεντα. Δώσει δ’ εἰς μάστιγας ἁπλῶς ἁγνὸν τότε νῶτον• Αὐτὸν γὰρ κόσμῳ παραδώσει παρθένον ἁγνήν. Καὶ κολαφιζόμενος σιγήσει, μήτις ἐπιγνῷ, Τίς, τίνος ὢν, πόθεν ἦλθεν, ἵνα φθιμένοισι λαλήσει. Καὶ στέφανον φορέσει τὸν ἀκάνθινον• ἐκ γὰρ ἀκανθῶν Το στέφος ἐκλεκτῶν ἁγίων αἰώνιον ἥξει. Πλευρά τε νύξουσι καλάμῳ διὰ τὸν νόμον αὐτῶν• Εκ καλάμων γὰρ σειομένων ὑπὸ πνεύματος ἄλλου [Προσκλίματα] ψυχῆς ἐτράφη, ὀργῆς καὶ ἀμοιβῆς. ᾿Εκπετάσει δὲ χέρας καὶ κόσμον ἅπαντα μετρήσει. Εἰς δὲ τὸ βρῶμα χολὴν, καὶ πιεῖν ὄξος ἔδωκαν• Τῆς ἀφιλοξενίης ταύτην τίσουσι τράπεζαν. Αλλ’ ὅτε ταῦτά γε πάντα τελειωθῇ, ἅπερ εἶπον, Εἰς αὐτὸν τότε πᾶς λύεται νόμος, ὅστις ἀπ’ ἀρχῆς Δόγμασιν ἀνθρώπων ἐδόθη διὰ λαὸν ἀπειθῆ λογος» (Η΄ λόγος).

Αξιοσημείωτο ότι ενώ διαβάσαμε στον πρώτο λόγο ότι δεν θα καταλύσει τον νόμο, εδώ λέει το αντίθετο.

Δεν λείπει βέβαια και το αντι-ιουδαϊκό στοιχείο, ότι θα κριθούν οι Εβραίοι επειδή δεν δέχτηκαν τον Χριστό. Μάρτυρες κατ’ αυτών θα είναι οι ίδιοι οι πατέρες τους, στων οποίων το λόγο απείθησαν.

«Καὶ καθίσῃ Σαβαώθ Αδωναὶ ὑψικέραυνος Εἰς θρόνον οὐράνιόν τε, μέγαν δέ τε κίονα πήξη, ἥξει δ’ ἐν νεφέλη πρός τ᾽ ἄφθιτον ἄφθιτος αὐτὸς Εν δόξη Χριστὸς σὺν ἀμύμοσιν ἀγγελτῆρσι, Καὶ καθίσει μεγάλῳ ἐπιδέξια βήματι, κρίνων Εὐσεβέων βίοτον καὶ δυσσεβέων τρόπον ἀνδρῶν. ἥξει καὶ Μωσῆς ὁ μέγας φίλος ὑψίστοιο. Σάρκας δυσάμενος. Αβραὰμ δ᾽ αὐτὸς μέγας ἥξει, Ισαάκ ήδ’ Ιακώβ, Ιασοῦς, Δανιήλ τ’ Ηλίας, Αμβακούμ, καὶ Ἰωνᾶς, καὶ οὓς ἔκταν Εβραίοι. Τοὺς δὲ μετ’ Ηρεμίαν ἐπὶ βήματι πάντας ὀλέσσει Κρινομένους Εβραίους, ἵνα ἄξια ἔργα λάβωσι» (Β΄ λόγος).

Ούτε βέβαια η οργή κατά των εθνικών που εγκατέλειψαν τον ένα θεό και το έριξαν στην «ειδωλολατρία».

«Δεινοί θ , ὑβρισταί τ’, ἄνομοί τ’, εἰδωλολάτραι τε• Ηδ’ ὁπόσοι μέγαν ἀθάνατον Θεὸν ἐγκατέλειψαν […] σὺν τοῖσι καὶ αὐτοὺς ὀργὴ ἀπουρανίοιο καὶ ἀφθάρτοιο Θεοῖο» (Β΄ λόγος).

«Εἷς Θεός ἐστι μόναρχος, ἀθέσφατος, αἰθέρι ναίων, Αὐτοφυής, ἀόρατος, ὁρῶν μόνος αὐτὸς ἅπαντα. ὃν χείρ γ’ οὐκ ἐποίησε λιθοξόος, οὐδ᾽ ἀπὸ χρυσοῦ Τέχνης ἀνθρώπου φαίνει τύπος, οὐδ᾽ ἐλέφαντος• Αλλ’ αὐτὸς ἀνέδειξεν αἰώνιον αὐτὸς ἑαυτόν, ὄντα τε, καὶ πρὶν ἐόντα, ἀτὰρ πάλι καὶ μετέπειτα. Τίς γὰρ θνητὸς ἐὼν κατιδεῖν δύναται Θεὸν ὄσσοις; Η τίς χωρήσει κἂν τοὔνομα μοῦνον ἀκοῦσαι Οὐρανίου μεγάλοιο Θεοῦ, κόσμον κρατέοντος; ὃς λόγῳ ἔκτισε πάντα, καὶ οὐρανὸν, ἠδὲ θάλασσαν, Ηέλιόν τ’ ἀκάμαντα, σελήνην τε πλήθουσαν, Αστρα τε λαμπετόωντα, κραταιὰν μητέρα Τηθύν, Πηγὰς καὶ ποταμούς, πῦρ ἄφθιτον, ἤματα, νύκτας. Αὐτὸς δὴ Θεός ἐσθ᾽ ὁ πλάσας τετραγράμματον Αδάμ, Τὸν πρῶτον πλασθέντα, καὶ οὔνομα πληρώσαντα Αντολίην τε δύσιν τε μεσημβρίαν τε καὶ ἄρκτον. Αὐτὸς ὃς ἐστήριξε τύπον μορφὴν μερόπων τε, Καὶ θῆρας ποίησε καὶ ἑρπετὰ καὶ πετεηνά. Οὐ σέβετ᾽, οὐδὲ φοβεῖσθε Θεὸν, ματαίως δὲ πλανᾶσθε Προσκυνέοντες ὄφεις τε, καὶ αἰλούροισι θύοντες, Εἰδώλοις τ’ ἄλλοις, λιθίνοις θ᾽ ἱδρύμασι φωτῶν, Καὶ ναοῖς ἀθέοισι καθεζόμενοι πρὸ θυράων, Τηρεῖτε τὸν ἐόντα Θεὸν, ὃς πάντα φυλάσσει» (Γ΄ λόγος).

Όλα αυτά παραπέμπουν περισσότερο σε κηρύγματα που βρίσκονται στα κείμενα των Ιουδαίων προφητών, παρά σε χρησμό. Αλλού κατακρίνονται συγκεκριμένα οι Έλληνες, ενώ αλλού υψώνονται οι Ιουδαίοι.

«Αὐτὰρ ἔπειθ’ Ελληνες ὑπερφίαλοι καὶ ἄναγνοι» (Γ’ λόγος).
«Ιουδαίων μακάρων θεῖον γένος οὐρανιώνων» (Ε΄ Λόγος).

Άραγε, αποδέχονται αυτά τα λόγια οι σύγχρονοι Έλληνες που προτάσσουν τους «χρησμούς» αυτούς;
Αλλού κατακρίνονται με καταστροφές πολλές πόλεις (ως επί το πλείστον ελληνικές), αλλά και η Ρώμη, κατά το πρότυπο των βιβλίων των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Οι χρησμοί δεν παραλείπουν να μας πουν (ή καλύτερα οι χριστιανοί πλαστογράφοι της ιστορίας), ότι ο Χριστός και τα περί αυτού, προτυπώνονται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη.

«Σωτὴρ ἀθάνατος βασιλεὺς, ὁ παθὼν ἕνεχ᾽ ἡμῶν• Ον Μωσῆς ἐτύπωσε προτείνας ὠλένας ἁγνάς, Νικῶν τὸν Αμαλὴκ πίστει, ἵνα λαὸς ἐπιγνῷ Εκλεκτὸν παρὰ πατρὶ Θεῷ καὶ τίμιον εἶναι Τὴν ῥάβδον Δαβίδ, καὶ τὸν λίθον ὅνπερ ὑπέστη, Εἰς ὃν ὁ πιστεύσας ζωὴν αἰώνιον ἕξει» (Η΄ λόγος).

ΜΕΡΟΣ Β': Το θεολογικό σύστημα Ελλήνων και χριστιανών

Στο πρώτο μέρος έχω αναφερθεί στην προσπάθεια παραπλάνησης των εθνικών μέσω των πλαστογραφημένων «σιβυλλικών» χρησμών, αρχικά από τους Ιουδαίους και έπειτα από τους χριστιανούς. Έχω αναφέρει την σοβαρότατη μαρτυρία του φιλοσόφου Κέλσου ότι οι χριστιανοί από την εποχή του (γύρω στο 178 που γράφεται ο «Αληθής λόγος), είχαν κιόλας προβεί στην παραχάραξη των χρησμών. Γράφει συγκεκριμένα: «Υμείς δε καν Σίβυλλαν, η χρώνται τινές υμών, εικότως αν μάλλον προεστήσασθε ως του θεού παίδα· νυν δε παρεγγράφειν μεν εις τα εκείνης πολλά και βλάσφημα εική δύνασθε, τον δε βίω μεν επιρρητοτάτω θανάτω δε οικίστω χρησάμενον θεόν τίθεσθε» (PG τ. 11, σ. 1497).

Πολλά πρόσθεταν («παρεγγραφείν»), τα οποία χαρακτηρίζονται από τον Κέλσο ως «βλάσφημα». Για να καταλάβουμε ποια είναι αυτά και τι εννοεί, πρέπει να έχουμε υπόψη μας το ελληνικό ενοθεϊστικό θεολογικό σύστημα, και ότι προσπάθησαν οι χριστιανοί να το ανατρέψουν και να το μετατρέψουν σε μονοθεϊστικό, αλλάζοντας την τάξη των ανωτέρων οντοτήτων.

Το θεολογικό σύστημα των Eλλήνων και των χριστιανών

Το ελληνικό θεολογικό σύστημα είναι αρκετά πολύπλοκο, με πολλές υποδιαιρέσεις και διακρίσεις. Το χριστιανικό είναι απλούστερο. Αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες, θα αρκεστούμε μόνο σε όσα είναι απαραίτητα, προκειμένου να κατανοήσουμε το όλο σκεπτικό. Δεν θα αναφερθώ στη «δημιουργία», καθώς και εδώ έχουμε χαώδεις διαφορές και θα χρειάζονταν πάρα πολλές διευκρινήσεις, ξεφεύγοντας ίσως από το θέμα μας. Να τονιστεί όμως ιδιαιτέρως ότι το ελληνικό σύστημα δεν έχει καμία σχέση με τον παν- θεϊσμό, το οποίο είναι κάτι άλλο.

Το ελληνικό σύστημα, λοιπόν, είναι ενοθεϊστικό. Από το Εν ή το Αγαθόν, ή το Αίτιον (που θεωρείται η Πηγή), προέρχονται όλα τα υπόλοιπα γένη των ανώτερων και κατώτερων όντων. Το Εν ορώντας τον εαυτόν του δημιουργεί τον Νου. Από την υπερχείλιση του Νου προκύπτει η Ψυχή. Αυτές είναι οι υποστάσεις του θεού, και αναλύονται στις «Εννεάδες» του Πλωτίνου. Η κατώτερη υπόσταση αποβλέπει στην ανώτερη. Οι υπόλοιπες οντότητες από τις ανώτερες μέχρι τις κατώτερες αποτελούν απορροές. Κατά την απορροή από το ανώτερο προς το κατώτερο ή αλλιώς κατά τη πρόοδο, δημιουργούνται σειρές. Για παράδειγμα, ο Ερμής και η Ίρις θεωρούνται αγγελιαφόροι. Όμως, ο Ερμής ανήκει στην θεϊκή και η Ίρις στην αγγελική τάξη. Η τάξη τους είναι διαφορετική, και η Ίρις θεωρείται της σειράς του Ερμού. Θα μπορούσε εδώ να γίνει λόγος και περί ανθρωπίνων ψυχών που θεωρούνται της ίδιας σειράς, σε κατώτερη ιεραρχική θέση από την Ίριδα. Όσο πιο κάτω βρίσκεται ένα ον, τόσο εγγύτερα είναι στον κόσμο της ύλης ή της γενέσεως. Το αμέσως επόμενο μετέχει του ανωτέρου του λόγω της ομοιότητας (ενώ δεν συμβαίνει το αντίθετο), και κάθε αίτιο που παράγει άλλα, μένει στον εαυτό του. Δηλαδή, δεν μειώνεται το ίδιο, ούτε μεταβάλλεται στα αιτιατά. Τα αιτιατά μετέχουν στα αίτιά τους, χωρίς να είναι το ίδιο με αυτά. Στο βαθμό που το παράγωγο έχει κάποια ταυτότητα με το αίτιό του, μένει μέσα στο αίτιο, και στο βαθμό που είναι διαφορετικό, βγαίνει από αυτό. Έτσι δημιουργείται/ προκύπτει η ετερότητα χάρη στην διαφορετικότητα με το αίτιο, ενώ διαφυλάσσεται η ταυτότητα χάρη στην ομοιότητα με το αίτιο. Υπάρχει σύνδεση του ενός αιτίου με το άλλο, και το κάθε επί μέρους αιτιατό με το αίτιό του. Για παράδειγμα, αυτό που είναι αίτιο για το επόμενό του, το ίδιο είναι (και) αιτιατό ως προς το προηγούμενό του. Η αλληλουχία αυτή δίνει το δικαίωμα της επιστροφής του κατωτέρου στο ανώτερο. Όλα συνδέονται οργανικά μέσω της Ψυχής, η οποία είναι απορροή του Νου, στον οποίο περιλαμβάνονται όλα τα αθάνατα και αναλλοίωτα. Ο Νους είναι η αντανάκλαση του Ενός.

Σε αντίθεση με αυτά, το χριστιανικό σύστημα είναι μονοθεϊστικό. Αυτό σημαίνει ότι σύμφωνα με αυτό υπάρχει ένας άκτιστος θεός ενώ όλα τα υπόλοιπα όντα είναι κτιστά. Δεν υπάρχει η έννοια της απορροής αλλά της κτίσης εκ του μηδενός. Η σχέση του άκτιστου θεού με τον κόσμο (είτε μιλάμε για τον πνευματικό είτε για τον υλικό) είναι ενεργειακή, και στηρίζεται στην χάρη. Η ενέργεια του θεού είναι το επόμενο της ουσίας του χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν, και είναι εκείνη που δίνει ζωή στο κάθε τι. Για αυτό και στις Γραφές παρουσιάζεται ο Γιαχβέ να έχει τον πλήρη έλεγχο επί της κτίσης, ώστε όχι μόνο να μπορεί να την κακομεταχειρίζεται και να καταστρέφει όποτε θέλει, αλλά να δίνει την εξουσία, την άδεια, και την εντολή να κάνουν το ίδιο και οι «εκλεκτοί» του, όταν αυτό εξυπηρετεί τα σχέδιά του. Για αυτό έχουμε εντολή κατακυρίευσης της γης (προς τους λεγόμενους «πρωτόπλαστους»), ή εντολές καταστροφής ιερών «ειδωλολατρικών» αλσών αλλά και γενοκτονιών. Και ενώ στις εθνικές θρησκείες έχουμε ιερά άλση αφιερωμένα σε θεούς, όπως φυτά και ζώα, στον Ιουδαίο-χριστιανισμό τίποτα.

Μετά από αυτά, εύκολα μπορούμε να κατανοήσουμε το γιατί οι εμπνευστές των τέτοιων είδους «ελληνοχριστιανικών» συνθέσεων, «έπρεπε» να υποβιβάσουν τους θεούς του ελληνικού συστήματος σε αγγέλους, και μάλιστα σε προαγγέλους του Ιησού!

Τα πυθαγόρεια «Χρυσά Έπη» ξεκινούν: «Αθανάτους μεν πρώτα θεούς, νόμω ως διάκειται τίμα, και σέβου όρκον, έπειθ’ ήρωας αγαυούς, τους τε καταχθονίους σέβε δαίμονας έννομα ρέζων» (στ. 1-3).

Είναι οι αθάνατοι θεοί που διακρίνονται από τους αγαυούς (φωτεινούς και αγαθούς) ήρωες, και τους καταχθονίους δαίμονες. Κατά την ελληνική παράδοση, οι θεοί πρώτα τιμώνται, έπειτα οι ήρωες, και έπειτα είναι αντικείμενο σεβασμού οι καταχθόνιοι δαίμονες. Και όλα τούτα σύμφωνα με τον Νόμο, σεβόμενοι τον Όρκο. Νόμος είναι ο συμπαντικός, και Όρκος είναι η τήρηση και ο σεβασμός της τάξης αυτής. Αμέσως μετά, τα έπη συνεχίζουν με τα κατώτερα γένη, και συγκεκριμένα με τις σχέσεις μεταξύ των συγγενών και των φίλων. Η παράβαση του ιερού Νόμου-Όρκου συνιστά ακριβώς τα «βλάσφημα» που αναφέρει ο Κέλσος.

Στο υπόμνημα του Ιεροκλέους στα «Χρυσά Έπη», ο φιλόσοφος εξηγεί ότι όλα τα όντα που πηγάζουν από το Αίτιο-Πηγή, είναι εικόνες του, κατά τάξη και ιεραρχία. Διαβάζουμε για τη σχέση του Αιτίου προς τους θεούς και ποιά η στάση του θεοσεβούς ανθρώπου: «Πρέπει να τιμούμε τους θεούς του σύμπαντος τούτου συμφώνως με την τάξη με την οποία έχουν εγκατασταθεί και με τον αιώνιο Νόμο όστις τους παρήγαγε, εντάσσοντας τους μεν εις την πρώτη ουρανία σφαίρα, τους άλλους εις την δευτέρα, τους άλλους εις την τρίτη μέχρις ότου όλοι οι κύκλοι συυμπληρώθηκαν. Το να τους σεβόμαστε και να τους τιμούμε κατά την τάξη και την ιεραρχία συμφώνως προς την οποία τάχθηκαν από τον δημιουργό και πατέρα τους, ισοδυναμεί προς το να υπακούμε εις τον θείο Νόμο». Παρακάτω, δίνει και ένα σύντομο ιεραρχικό διάγραμμα, για τα γένη που είναι σε ανώτερη κλίμακα από τον άνθρωπο. Πρώτα είναι το Αίτιο. Ακολουθούν οι αθάνατοι θεοί των οποίων οι ουσίες είναι άτρεπτες και αποτελούν τις άφθαρτες και αναλλοίωτες εικόνες του Αιτίου τους. Ακολουθούν οι αγαυοί (φωτεινοί-αγαθοί) ήρωες, που ιεραρχικώς υποδιαιρούνται σε αγγέλους, φύσει δαίμονες, και σε ήρωες με την ειδικότερη σημασία. Τέλος, οι καταχθόνιοι δαίμονες (κατά σχέση). Στο «Περί θεών και κόσμου», ο φίλος και συνεργάτης του Ιουλιανού Σαλούστιος, ανάμεσα στο γένος των θεών, διακρίνει τους εγκόσμιους και τους υπερκόσμιους ανάλογα με το τι κάνουν και σε τι εφορεύουν. Στους εγκοσμίους θεούς κατατάσσονται και οι ολύμπιοι, οι οποίοι πάλι διακρίνονται σε τέσσερις τριάδες. Αν πάμε στον Ιάμβλιχο και Πρόκλο, οι υποδιαιρέσεις αναφέρονται ακόμα πιο αναλυτικά. Παρατηρούμε ότι καθώς προχωρούν οι αιώνες, τόσο πιο λεπτές γίνονται οι διακρίσεις. Θεωρώ ότι οι φιλόσοφοι αναγκάστηκαν να προβούν σε αυτές τις διακρίσεις εξαιτίας της χριστιανικής θεολογίας. Έπρεπε να διακριθούν αυτά τα δύο συστήματα, για να μην επικρατήσει η «μεγάλη σύγχυση», όπως χαρακτήριζαν τον χριστιανισμό οι νεοπλατωνικοί.

Φρονώ ότι αυτά είναι αρκετά για να καταλάβουμε το μέγεθος της διαστρέβλωσης που επιχειρείται από ανθρώπους που δέχονται την ύπαρξη των Ολυμπίων, αλλά τους θέλουν ως «υπηρέτες» και «προαγγέλους» του Ιησού. Είτε αυτοί έδρασαν τότε είτε δρουν στη σύγχρονη εποχή. Αυτοί οι τελευταίοι φέρουν στα βιβλία τους αντιρρήσεις. Ωστόσο, η θέση τους ότι οι θεοί των αρχαίων ήταν άγγελοι και υπηρέτες του Υψίστου Θεού, δεν μπορεί να στηριχθεί σε κανένα σύγγραμμα εθνικού, παρεκτός σε χριστιανικά συγγράμματα και σε πλαστούς χρησμούς.

Ο ισχυρισμός τους ότι στον πλατωνικό διάλογο «Τίμαιος» οι ολύμπιοι αποκαλούνται «κατώτεροι θεοί» και παιδιά του Αγαθού Δημιουργού, δεν αποδεικνύει ότι είναι «άγγελοι» και «προάγγελοι»(!) του…Ιησού. Συμφώνως προς το ελληνικό σύστημα, ο Πλάτων κάνει τη σαφή διάκριση μεταξύ της Πηγής-Αιτίου (το οποίο αποκαλείται επίσης Εν, Άρρητον, το Αγαθόν) και το οποίο τοποθετείται «επέκεινα της ουσίας» (Πλάτων, «Πολιτεία», 6ο βιβλίο, 509b), και των υπολοίπων όντων. Και γίνεται φανερό από το ότι ο πυθαγόρειος Τίμαιος πριν αρχίσει την ομιλία του, προτρέπεται από τον Σωκράτη να επικαλεστεί τους θεούς (27b). Επίσης, ο Πλάτων ξεχωρίζει τον «δημιουργό» Νου από τα γένη των θεών, τους οποίους αποκαλεί θεούς και όχι αγγέλους (41 a). Ο Πλάτων γράφει συμβολικά και με εκφράσεις που ταιριάζουν σε ανθρώπους, κάτι που σημαίνει ότι αυτά δεν πρέπει να εκλαμβάνονται κατά γράμμα. Για παράδειγμα, ο «δημιουργός» δεν πήρε κυριολεκτικά έναν υλικό κρατήρα όπου ανακάτεψε διαφορετικής ποιότητας μίγματα για να φτιάξει τα είδη των ψυχών. Άλλωστε, ο ίδιος ο Πλάτων κατακρίνει στον διάλογο «Πολιτεία» όσους εκλαμβάνουν οτιδήποτε αφορά τους θεούς και βρίσκονται στους μύθους, κατά τρόπο που θα ταίριαζε στους ανθρώπους. Για αυτό το λόγο, όλες οι συμβολικές εκφράσεις αναλύονται από τον Πρόκλο σε μια σειρά υπομνημάτων.

Η αγγελική φύση των ολυμπίων και…τα ερμητικά κείμενα

Άλλος ισχυρισμός τους, είναι από τα ερμητικά κείμενα, που κατ’ αυτούς, δείχνουν την αγγελική φύση των Ολυμπίων. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, με σειρά και κατά τάξη.

Πολλοί θεωρούν ότι κατά την αρχαία παράδοση, ο Ερμής ο Τρισμέγιστος ήταν κάποιος μεγάλος φιλόσοφος, μύστης, ή και αλχημιστής. Αυτή η άποψη είναι μεταγενέστερη και δεν συμφωνεί με τις πηγές. Οι αρχαίοι ποτέ δεν έδιναν ονόματα θεών σε ανθρώπους. Μόνο σύνθετα ονόματα. Δηλαδή, όχι Ερμής, αλλά Ερμογένης ή Ερμιόνη, Έρμιππος, Ερμώναξ, Ερμοκρέων κ.λπ. Εφόσον όμως ο Ερμής δεν είναι άνθρωπος, άρα αυτομάτως δεν έχει και ανθρώπινη καταγωγή. Ούτε Έλλην ούτε Αιγύπτιος. Όσον αφορά τον προσδιορισμό του ως «Τρισμέγιστος», έχουν κατά καιρούς προταθεί διάφορες ερμηνείες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τον αριθμό τρία ως τον νόμο δια του οποίου γίνεται η διάταξη στο παν. Διότι κάθε επιμέρους πράγμα έχει αρχή, μέση, και τέλος. Συμβολίζει επίσης τρεις αρχές: Το Μοιραίο, την Ανάγκη, και την Τάξη. Επίσης δηλώνει την ισορροπία των αντιθέτων. Είναι φανερό ότι αυτά σχετίζονται με το λόγο (λογική, αίτιο-αιτιατό) που διέπει το σύμπαν, του οποίου έφορος είναι ο θεός Ερμής.

Επίσης, έχει διαδοθεί η (κατ’ εμέ) λανθασμένη εντύπωση ότι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος προέρχεται από την αιγυπτιακή παράδοση. Όμως αν μελετήσουμε το έργο του Πλουτάρχου «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», θα διαπιστώσουμε μέσα από τις πληροφορίες του κειμένου ότι στην πραγματικότητα ο αιγυπτιακός και ο ελληνικός πολιτισμός είναι σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία, με τον ελληνικό να επέχει θέση γεννήτορα σε σχέση με τον αιγυπτιακό που επέχει θέση τέκνου. Αυτή η θεώρηση ενισχύεται από επιπλέον πληροφορίες που μας παρέχει η αρχαία ελληνική γραμματεία. Στις αναφορές της Μυθολογικής Βιβλιοθήκης του Απολλόδωρου, στην σημερινή Αίγυπτο (αλλά και γενικότερα στην Β. Αφρική που τότε την αποκαλούσαν Λιβύη), βλέπουμε να επικρατεί το ελληνικό στοιχείο. Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, στο πρώτο βιβλίο της Ιστορικής Βιβλιοθήκης, χωρίζει την αιγυπτιακή ιστορία σε τρείς περιόδους. α) την εποχή της βασιλείας των θεών, β) την εποχή της βασιλείας των ημιθέων, και γ) των φαραώ. Για την πρώτη εκείνη περίοδο αναφέρονται τα ονόματα όπως Ήλιος, Ήφαιστος, Κρόνος, Δίας κ.λπ.

Στο κείμενο του Διοδώρου, υπάρχουν ενσωματωμένα τα λόγια του αρχαίου σχολιαστή. Αυτός αναφέρει ότι «Το πρώτο βιβλίο του Διόδωρου επειδή είναι μεγάλο χωρίζεται σε δύο μέρη· το πρώτο περιέχει προοίμιο του όλου έργου και τις θεωρίες των αιγυπτίων για τη γένεση του κόσμου και τη δημιουργία των πάντων καθώς και για τους θεούς, όσους έκτισαν στην Αίγυπτο πόλεις με το όνομά τους» (παράγραφος 42). Στον διάλογο «Κρατύλος» του Πλάτωνος βρίσκουμε πολλές ετυμολογήσεις των ονομάτων αυτών, που αποδεικνύονται ελληνικές, καθώς υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Οι περισσότερες από αυτές βασίζονται στην δωρική διάλεκτο, που είναι και η αρχαιότερη. Ο Διογένης ο Λαέρτιος στο προοίμιο του έργου του «Περί βίων φιλοσόφων». αναφέρει ότι από τον Ήφαιστο άρχισε η φιλοσοφία. Το όνομα δηλώνει τον βαθύ γνώστη του φωτός (Η + Φαιστός > Η + φάεος ίστωρ = Ήφαιστος). Το γράμμα γιώτα μετατρέπεται σε «ήτα» χάριν μεγαλοπρεπείας, επειδή όταν το προφέρουμε, τραβάμε σε μάκρος. Όπου στην ιωνική διάλεκτο έχουμε «ήτα», στην δωρική έχουμε άλφα. Έτσι, στην δωρική ο «ήλιος» λέγονταν «άλιος», ο «Ήφαιστος» λέγονταν «Άφαιστος».

Επίσης, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η «Αίγυπτος, ες την Έλληνες ναυτίλλονται, εστί αιγυπτίοισι επίκτητος τε γη» (Δεύτερο βιβλίο, 5.1). Μια γη που απέκτησαν και την κατοίκησαν ερχόμενοι από αλλού. Δυστυχώς, με το πέρασμα των αιώνων, οι αιγύπτιοι ιδιοποιήθηκαν την ελληνική γνώση (όπως μας λέει σε αρκετά σημεία ο Διόδωρος), κάτι που συνηγορεί στις πληροφορίες του Πλάτωνος στον διάλογο «Τίμαιος». Έτσι, δημιουργήθηκε η μεγάλη πλάνη ότι τα ερμητικά κείμενα έχουν δήθεν αιγυπτιακές καταβολές.

Ωστόσο προκύπτουν κάποια ερωτήματα. Πώς είναι δυνατόν να αποδίδεται η συγγραφή των ερμητικών κειμένων σε έναν θεό; Πώς δεν ισχύει η αιγυπτιακή τους καταβολή, εφόσον αυτά μεταφράστηκαν από την ιδεογραφική ιερογλυφική γραφή των αιγυπτίων στα ελληνικά από τον Βίτυ; Σαφώς, δεν ήταν αφελείς οι αρχαίοι να νομίζουν ότι ένας θεός γράφει βιβλία. Είχαμε αναφερθεί παραπάνω ότι κατά τις προόδους δημιουργούνται σειρές οντοτήτων. Τα κείμενα αποδίδονται στον Ερμή επειδή πιστεύονταν ότι οι φιλόσοφοι που εργάστηκαν σε αυτά τα κείμενα (ανεξαρτήτως εποχής), ανήκαν στην ερμαϊκή σειρά. Οι παλαιότεροι συγγραφείς (όπως ο Ιάμβλιχος και άλλοι) μαρτυρούν για χιλιάδες τέτοια κείμενα, αλλά ένεκα της χριστιανικής λαίλαπας, σήμερα διαθέτουμε εμφανέστατα λιγότερα. Όσον αφορά την μετάφρασή τους στην ελληνική, αυτή τοποθετείται μόλις στον 8ο αιώνα π.κ.ε. Η απόδοση τόσο λεπτών εννοιών μέσω της ιδεογραφικής γραφής είναι αδύνατη. Ακόμα, οι διάλογοι περιλαμβάνουν ονόματα που είναι ελληνικά, όπως «Κρόνος», «Ουρανός». Ακόμα και το «Όσιρις» και «Ίσιδα», έχουν ελληνική ετυμολογία κατά τον Πλούταρχο. Ακόμα, στο ερμητικό κείμενο «Τέλειος Λόγος», γίνεται διάκριση μεταξύ «βαρβάρων» και «μη», μια διάκριση ελληνική. Όπου «βάρβαρος» σήμαινε έως και τον 5ο αιώνα π.κ.ε τον μη Έλληνα.

Γράφτηκαν από ανθρώπους μυημένους και αποδόθηκαν στον Ερμή ένεκα της διδασκαλίας τους. Για παράδειγμα, στον λόγο «Ποιμάνδρης», ο Ερμής ο Τρισμέγιστος έρχεται σε έκσταση και μετεωρίζεται. Αυτό προϋποθέτει υλικό σώμα από το οποίο αποσπάται το πνευματικό μέρος, και το επιτύγχαναν οι μύστες μέσω διαλογισμού.

Σε κανένα σημείο των κειμένων της ερμητικής συλλογής, δεν υπάρχει η ταύτιση των Oλυμπίων με τους αγγέλους της χριστιανικής θρησκείας. Αντιθέτως, υπάρχει σαφής διάκριση στα γένη.

Έτσι, έχουμε στον «Τέλειο λόγο»: «Υπάρχουν πολλά γένη θεών (…) υπάρχουν λοιπόν νοητοί θεοί (…) υποδεέστεροι αυτών οι αισθητοί θεοί. [… ] Επίσης υπάρχουν θεοί, που οι δυνάμεις και οι λειτουργίες τους εκτείνονται σε όλα τα υπαρκτά πράγματα. Αλλά ο θεός που διαμένει πάνω από τον ύψιστο ουρανό, είναι πανταχού παρών και από παντού εποπτεύει τα πάντα. Η διαμονή του είναι πέραν του ουρανού, πέραν των άστρων και των πραγμάτων που έχουν σώμα. Έτσι τα θνητά όντα συνδέονται με τα αθάνατα και όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, συνδέονται με εκείνα που είναι πέραν των αισθήσεων. Αλλά η θέληση του θεού που στέκει πάνω από όλα έχει τον υπέρτατο έλεγχο. Έτσι όλα συνδέονται μαζί και αμοιβαία σε μια συνεχή άλυσο που εκτείνεται από το κατώτερο ως το ύψιστο ον» (παράγραφοι 263-268). Εδώ έχουμε σαφέστατα ιεραρχία, απορροή, οργανική σύνδεση, που παρουσιάζεται ως μια αλυσίδα αποτελούμενη από κρίκους (τάξεις), που αρχίζει από το ανώτερο και φτάνει στο κατώτερο. Το ότι ο θεός διαμένει πάνω από τον ύψιστο ουρανό, ισοδυναμεί με το «επέκεινα της ουσίας» του Πλάτωνος. Ότι το Αγαθόν είναι επέκεινα του Νου. Και για να μην νομίσει κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με πανθεϊσμό, αναφέρεται λίγο πιο κάτω: «Αυτός ο αισθητός κόσμος είναι υποδοχέας όλων των αισθητών μορφών ή ιδιοτήτων των σωμάτων» (269). Κάτι που σημαίνει ότι το αισθητό δεν ταυτίζεται με το αίτιό του.

«Τι θα έλεγες πως είναι το Αγαθό; Το αρχετυπικό φως, του οποίου οι ακτίνες είναι ο Νους και η αλήθεια. Και ο Θεός τί είναι; Εκείνος που δεν είναι τίποτα απ’ αυτά, αλλά αντίθετα είναι η αιτία της ύπαρξης όλων αυτών και όλων και του καθενός από όλα τα όντα. […] Ο Θεός λοιπόν δεν είναι Νους, αλλά η αιτία του Νου. Συνεπώς πρέπει να αποδίδουμε σεβασμό στον Θεό με δύο ονόματα που ταιριάζουν μόνο σ’ αυτόν και σε κανέναν άλλο. Γιατί κανένας άλλος από τους αποκαλούμενους θεούς, ούτε από τους ανθρώπους ή τους δαίμονες, κανείς δεν μπορεί να είναι σε οποιονδήποτε βαθμό αγαθός, παρά μόνο ο Θεός. […] Όλοι οι άλλοι αθάνατοι θεοί, αποκαλούνται αγαθοί, για να τιμηθούν με το όνομα του Θεού· αλλά ο Θεός είναι στη φύση του αγαθός και δεν τιμάται απλώς με το όνομα αυτό. Γιατί η φύση του Θεού είναι μια, δηλαδή του Αγαθού. Ο Θεός λοιπόν είναι το Αγαθό, και το Αγαθό είναι ο Θεός» (Λόγος Καθολικός, 44-49).

Άλλη μια απόδειξη από τα ερμητικά κείμενα ότι το Αγαθόν δεν ταυτίζεται με τον Νου, και ότι δεν είναι τίποτα από τα υπόλοιπα όντα. Εξαιτίας της διαφοράς του Ενός από όλα τα άλλα όντα, και επειδή μόνο το Εν είναι το Αγαθόν, για αυτό το λόγο λέγεται ότι «κανείς δεν μπορεί να είναι σε οποιονδήποτε βαθμό αγαθός» παρά το Εν. Για αυτό και η φιλοσοφία, διακρίνει το Αγαθόν από τα επιμέρους αγαθά, ονομάζοντας τα δεύτερα «αγαθοειδή». Δηλαδή, έχοντας τη μορφή του αγαθού και μετέχοντας σε αυτό. Αυτό ισοδυναμεί με αυτό που γράφει ο Ιεροκλής στο υπόμνημά του στα «Χρυσά Έπη», ότι όλα τα υπόλοιπα είναι σταθερές εικόνες του αρχετύπου.

Άλλες «αποδείξεις» που φέρουν στο προσκήνιο, είναι από το έργο του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου, «Περί της εκλογίων φιλοσοφίας».

Για τα έργα του Πορφυρίου δεν έχουμε κανέναν ολοκληρωμένο κατάλογο. Στο λεξικό Σούδα, αναφέρονται αρκετά συγγράμματά του, αλλά όχι όλα. Ωστόσο, δεν αναφέρεται εκεί ρητά το συγκεκριμένο έργο. Ο Ευνάπιος περιλαμβάνει το βίο του Πορφυρίου στο «Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών», αλλά δεν μας παρέχει κατάλογο με τα έργα του. Έχει μόνο μια αναφορά, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, και η οποία επιδέχεται ερμηνειών. «Αυτός μεν ουν φησί (νέος δε ων ίσως ταύτα έγραφεν, ως έοικεν), επιτυχείν χρηστηρίω μηδενί των δημοσίων· εν δε αυτώ τω βιβλίω καταγράφει, και μετά ταύτα άλλα πραγματεύεται πολλά, όπως χρη τούτων ποιείσθαι την επιμέλειαν» (4.11-12). Η σημασία του χωρίου αλλάζει ανάλογα με το αν εκλάβει κανείς κυριολεκτικά ή μεταφορικά τη φράση «επιτυχείν χρηστηρίω μηδενί των δημοσίων». Η φράση αποδίδεται στον Κάκτο: «ότι έδινε χρησμό διαφορετικό από τους συνηθισμένους». Αμέσως προηγουμένως, ο Ευνάπιος είχε γράψει: «Ο Πλωτίνος εξαιτίας της ουράνιας ψυχής του, του ασαφούς και αινιγματικού χαρακτήρα των λόγων του (κείμενο: «τω λοξώ και αινιγματώδει των λόγων του»), φαινόταν βαρύς και δυσνόητος· ο Πορφύριος, αντίθετα, όπως ο Ερμής που ρίχνει την αλυσίδα του στους ανθρώπους, με την πολύπλευρη παιδεία του μιλούσε για όλα τα θέματα με σαφήνεια και ευκρίνεια (κείμενο: «πάντα εις το εύγνωστον και καθαρόν»). Οι λέξεις «λοξώ» και «αινιγματώδει» παραπέμπει στον Απόλλωνα, τον θεό της μαντικής και των χρησμών. Είναι γνωστό ότι οι χρησμοί είχαν ανάγκη ορθής ερμηνείας. Όπως λέει και ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, «ο άναξ, ου το μαντείον εστί το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» (απόσπασμα 93). Κατά κάποιον τρόπο, ο λόγος του Πλωτίνου (που στην πραγματικότητα ήταν σημειώσεις του ίδιου και προορίζονταν για τον εαυτό του) χρήζει αναλύσεως και εξηγήσεως, και τον ρόλο του εξηγητή έπαιξε ο Πορφύριος. Ας θυμηθούμε ότι ο Πορφύριος ήταν που έβαλε σε τάξη τις πενήντα τέσσερις πραγματείες του Πλωτίνου θέτοντάς τες σε σειρά κατά θέμα, και όσα δυσνόητα σημεία εύρισκε, τα εξομάλυνε. Αυτά τα αναφέρει ο Πορφύριος στο έργο του «Περί Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού». Μάλιστα το άλλο έργο του Πορφυρίου, «Αφορμαί προς νοητά», είναι μια επιτομή των «Εννεάδων». Ποτέ ο Πλωτίνος ή ο Πορφύριος δεν ήσαν ιερείς ή ιερουργοί για να αποδοθεί σε αυτούς η κατά γράμμα ερμηνεία του παραπάνω χωρίου του Ευναπίου. Με άλλα λόγια, τους αινιγματικούς λόγους του Πλωτίνου που έμοιαζαν με «χρησμούς», ο Πορφύριος τους μετέφερε πιο απλά και κατανοητά εκλαϊκεύοντας τους.

Αυτήν την αναφορά την λαμβάνει ο Ευνάπιος από βιβλίο του Πορφυρίου το οποίο δεν κατονομάζει, και που θεωρεί ότι γράφτηκε όταν ο Πορφύριος ήταν νέος. Σε αυτό ο Πορφύριος πραγματεύεται πολλά ακόμα θέματα και πως πρέπει να γίνεται η επιμέλειά τους.

Ακόμα όμως και αν δεχτούμε την κατά γράμμα ερμηνεία, καθώς ορισμένοι αποδίδουν τη παραπάνω φράση ως «βρήκε χρησμούς διαφορετικούς από του συνηθισμένους» τους οποίους κατέγραψε σε βιβλίο, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αυθεντικότητα του βιβλίου ή για το αν ανήκει πράγματι στον γνωστό φιλόσοφο ή σε κάποιον άλλο Πορφύριο. Και για αυτό έχουμε δύο ισχυρές ενδείξεις.

Καταρχήν, σήμερα υπάρχουν μόνο αποσπάσματα. Εάν υπήρξε ένα τέτοιο βιβλίο με χρησμούς, τότε γιατί ο Ευσέβιος που υποτίθεται ότι παραθέτει από αυτό στην «Ευαγγελική προπαρασκευή», δεν παρουσιάζει τα χωρία που παρουσιάζουν οι σημερινοί υποστηρικτές του τέτοιου είδους ελληνοχριστιανικών συνθέσεων; Ο ίδιος ο Ευσέβιος θα είχε κάθε λόγο και κίνητρο να κατατροπώσει έναν δηλωμένο εχθρό του Χριστιανισμού, με το να παραθέσει τα υποτιθέμενα λόγια του, με τα οποία ο Πορφύριος θα «ομολογούσε» ότι οι θεοί λειτούργησαν ως προάγγελοι του Ιησού. Ο Ευσέβιος γνωρίζει τους πλαστογραφημένους σιβυλλικούς χρησμούς, καθώς αναφέρεται σε αυτούς σε άλλα έργα του. Όχι όμως δεν κάνει καθόλου μνεία, αλλά αντιθέτως, αυτά που παραθέτει (και αφορούν χρησμούς από θυσίες ζώων) έρχονται σε αντίθεση με το «Περί αποχής εμψύχων» του Πορφυρίου. Αλλά και οι ίδιοι οι εθνικοί συγγραφείς, ενώ παραθέτουν από τον Πορφύριο και αναφέρονται σε αυτόν συχνά, ποτέ δεν αναφέρονται στο επίμαχο έργο.

Είτε λοιπόν δεν υπήρξε ποτέ ένα τέτοιο κείμενο, είτε υπήρξε. Αν δεν υπήρξε, τότε πλαστογραφήθηκε. Αν υπήρξε, είτε εσφαλμένα αποδίδεται στον γνωστό Πορφύριο, είτε πλαστογραφήθηκε εν μέρει.

Για αυτόν τον λόγο, το «Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας» δεν είναι αποδεκτό ως γνήσιο σύγγραμμα του Πορφυρίου από αρκετούς μελετητές. Ο Charles B. Waite, στο έργο του «History of the Christian religion, to the year two hundred, 1881», θεωρεί ότι πρόκειται περί πλαστογραφίας.

Eusebius quotes, as evidence of the truth of the Christian religion, from a pretended work of Porphyry, entitled “The Philosophy of Oracles,” a work never heard of before the time of Eusebius, and never since, but from those who accept as authority the author of the ecclesiastical history. The majority of scholars are pretty well satisfied, that such a work never existed. Porphyry flourished in the latter part of the third century. He was an active opponent of the Christian religion. He wrote so strongly and powerfully against it, that his writings were, by an edict of Constantine, condemned to the flames. Porphyry is made to speak of Christianity, as the ” prevailing religion ;” which it was not, until fifty years after Porphyry.
(σ. 294)

Επειδή το βιβλίο είναι ξενόγλωσσο, ακολουθεί η δική μου μετάφραση:

«Ο Ευσέβιος παραθέτει, ως απόδειξη της αλήθειας της χριστιανικής θρησκείας, από ένα υποτιθέμενο έργο του Πορφυρίου, που τιτλοφορούνταν “Η φιλοσοφία των χρησμών” (σημ.: είναι το «Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας», όπου το «λόγια» σημαίνει τους χρησμούς), ένα έργο που ποτέ δεν ακούστηκε πριν την εποχή του Ευσεβίου, και ποτέ έκτοτε, αλλά από εκείνους που δέχονται ως αυθεντία τον συγγραφέα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Η πλειοψηφία των φιλόλογων είναι πεπεισμένη ότι τέτοιο έργο ποτέ δεν υπήρξε. Ο Πορφύριος ήκμασε κατά τα τέλη του τρίτου αιώνος. Ήταν ένας δραστήριος αντίπαλος της χριστιανικής θρησκείας. Έγραψε τόσο δυνατά και ισχυρά εναντίον της, ώστε τα συγγράμματά του καταδικάστηκαν στην πυρά από ένα έδικτο του Κωνσταντίνου. Ο Πορφύριος παρουσιάζεται να μιλάει για τον Χριστιανισμό ως την επικρατούσα θρησκεία, η οποία δεν ήταν (σημ.: εννοείται “επικρατούσα”), παρά μόνο πενήντα χρόνια μετά τον Πορφύριο».

Πριν τον Θεοδόσιο τον Β΄ (τον «Μικρό») που είχε εκδώσει το γνωστό διάταγμα περί της καύσης του έργου «Κατά Χριστιανών», το ίδιο πρέπει να έγινε και επί Κωνσταντίνου, και μάλιστα μετά το 325 (όπου έχουμε την «οικουμενική» στη Νίκαια). Γράφει ο Φώτιος επ’ αυτού στο «Σύνταγμα Κανόνων»: «Τα συγγράμματα του Πορφυρίου και άλλων εναντίον των χριστιανών να καίγονται, καθώς και του Νεστορίου και όσα δεν συμφωνούν με τις συνόδους της Νικαίας και της Εφέσου και με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, από των οποίων την πίστη δεν πρέπει να παρεκκλίνομε, ενώ όσοι έχουν τα βιβλία που είπαμε και τα διαβάζουν να τιμωρούνται με την έσχατη ποινή» (ΕΠΕ 11,σ. 63).

Ο Ντέσνερ γράφει: «Ο Κωνσταντίνος διέταξε να κάψουν και τα δεκαπέντε βιβλία “Κατά Χριστιανών” του Πορφυρίου, του οξυδερκέστερου αντιπάλου των χριστιανών της προκωνσταντίνειας περιόδου -“η πρώτη κρατική απαγόρευση βιβλίων προς όφελος της Εκκλησίας” (Χάρνακ). Και το 488 οι διάδοχοι του Θεοδόσιος Β΄ και Βαλεντινιανός Γ΄ αναθεμάτισαν για άλλη μια φορά την εριστική πραγματεία του Πορφυρίου και την καταδίκασαν στην πυρά…» (Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού, τ. Β΄, σ. 338).

Οι υποστηρικτές των ελληνοχριστιανικών συνθέσεων, υποστηρίζουν ότι ο Πορφύριος δέχεται τους Oλυμπίους ως προαγγέλους του Ιησού! Και παραθέτουν:

«Διότι οι θεοί φανέρωσαν ότι ο Χριστός έχει υπάρξει ευσεβέστατος και αθάνατος, και με ωραιότατα λόγια αυτόν μνημονεύουν» (Πορφύριος, Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας, επίλογος).

Ακόμα, «ΤΟΝ ΓΑΡ ΧΡΙΣΤΟΝ ΟΙ ΘΕΟΙ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΝ ΑΠΕΦΗΝΑΝΤΟ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΕΥΦΗΜΩΣ ΤΕ ΑΥΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΥΣΙ». Δηλαδή, «Διότι οι θεοί φανέρωσαν ότι ο Χριστός έχει υπάρξει ευσεβέστατος και αθάνατος, και με ωραιότατα λόγια αυτόν μνημονεύουν» (ο. π).

Ας δούμε όμως μερικά από όσα αναφέρει ο Πορφύριος για τον Ιησού και πως εκφράζονται οι χριστιανοί συγγραφείς για αυτόν, μέσα από αποσπάσματα του «Κατά Χριστιανών».

Στο απόσπασμα 62 ο Πορφύριος χαρακτηρίζει τον Ιησού απαίδευτο, δηλαδή αφιλοσόφητο· «κακείνο μεστόν ασαφείας, μεστόν δ’ απαιδευσίας το ρήμα καθέστηκε το υπό Ιησού τοις μαθηταίς λεγόμενον…». Και καταλήγει ότι αυτά «ουκ άξια παιδός θεού τα ρήματα, αλλ’ ουδ’ ανθρώπου σοφού θανάτου καταφρονούντος». Στο απόσπασμα 63 συγκρίνει τη στάση του Ιησού με εκείνη του Απολλώνιου Τυανέα κατά τη δίκη τους. Ο Ιησούς δεν είπε τίποτα άξιο σοφού και θεϊκού ανθρώπου, ούτε τους παίδευσε για να τους κάνει καλύτερους. Στο απόσπασμα 64 αρνείται την ανάσταση του Ιησού διατυπώνοντας το ερώτημα: «τίνος χάριν ο Ιησούς μετά το παθείν αυτόν, ως φατέ, και αναστήναι ουκ εμφανίζεται Πιλάτω τω κολάσαντι αυτόν και λέγοντι μηδέν άξιον πεπραχθέναι θανάτου, ή Ηρώδη τω των Ιουδαίων βασιλεί, ή τω αρχιερεί της Ιουδαικής φρατρίας, ή πολλοίς άμα και αξιοπίστοις και μάλιστα Ρωμαίων την τε βουλή και τω δήμω…;». Στο απόσπασμα 77 θεωρεί ότι αν έστω υποθετικά υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι οι θεοί κατοικούν μέσα στα αγάλματα, αυτός έχει καλύτερη άποψη από εκείνον που πιστεύει ότι το θείο μπήκε στην κοιλιά της Μαρίας, κυοφορήθηκε, γεννήθηκε, και σπαργανώθηκε.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Πορφύριος καταφέρεται ενάντια στον Ιησού των χριστιανικών ευαγγελίων και όχι στον «αληθινό» Ιησού της ιστορίας. Πουθενά όμως ο Πορφύριος δεν κάνει τη διάκριση αυτή. Μάλιστα στο απόσπασμα 15 δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι ευαγγελιστές είναι «εφευρετάς ουχ ίστορας των περί τον Ιησούν γεγενήσθαι πράξεων». Δηλαδή, τα ευαγγέλια δεν μεταφέρουν έστω και παραποιημένο το βίο του Ιησού, αλλά τον εφεύρουν, επινοούν, κατασκευάζουν εξ αρχής.

Στο απόσπασμα 1 καθίσταται σαφέστατο ότι ο Πορφύριος δεν δέχεται καμία μίξη στα άμεικτα. Χαρακτηρίζει τους χριστιανούς ως άθεους· «άθεοι οι των πατρίων εθών αποστάντες», οι οποίοι έγιναν ζηλωτές των «παρά πάσι διαβεβλημένων ιουδαϊκών μυθολογημάτων», και οι οποίοι τελικά χάραξαν για τους εαυτούς τους έναν νέο και έρημο δρόμο «μήτε τα Ελλήνων μήτε τα Ιουδαίων φυλάττουσαν». Δηλαδή, κατά τον φιλόσοφο, ο Χριστιανισμός διέστρεψε τόσο τα ιουδαϊκά (από όπου προέκυψε), όσο και τα ελληνικά (από τα οποία προσπάθησε να πάρει επιλεκτικά). Μια κατάσταση συγχύσεως.

Στο απόσπασμα 39, ο Πορφύριος συγκρίνει τον Αμμώνιο με τον Ωριγένη. Ο πρώτος ενώ ήταν χριστιανός αρχικά, όταν άρχισε να μελετά τη φιλοσοφία, «πολιτείαν μετεβάλετο». Ο δεύτερος, «Έλλην εν Έλλησιν παιδευθείς λόγοις, προς το βάρβαρον εξώκειλεν τόλμημα», δηλαδή τον Χριστιανισμό. Αυτός, κατά τον Πορφύριο, υιοθέτησε τις ελληνικές απόψεις τις οποίες έμειξε σε ξένους μύθους.

Ας δούμε τώρα πώς χαρακτηρίζεται ο Πορφύριος από τους χριστιανούς συγγραφείς:

Ο Ιερώνυμος, ως ασεβή (απ. 2), σκύλο που γαυγίζει (απ. 3), αδαή και εγκληματικό (απ. 21a), βλάσφημο (απ. 21c). Ο Ευσέβιος, ως ειδωλολάτρη (απ. 40), συνήγορο των δαιμόνων (απ. 80). Ο Θεοδώρητος, ως της ασεβείας πρόμαχο (απ. 41), ο Σεβηριανός Γαβάλων, ως θεομίσητο (απ. 42).

Αυτά δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους. Είτε το ένα είτε το άλλο, δεν είναι γνήσιο και αυθεντικό. Επειδή όμως σε καμία πηγή δεν μαρτυρείται μεταστροφή του Πορφυρίου στον Χριστιανισμό αλλά αντιθέτως παντού μαρτυρείται η σφοδρή κριτική του προς αυτόν, «μάλλον» έχουμε μια ακόμα χριστιανική απάτη!

ΜΕΡΟΣ Γ': Πρώιμοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς για τους σιβυλλικούς χρησμούς

Σε συνέχεια των αναφορών περί της συνειδησιακής καθυπόταξης των εθνικών που επιχείρησε με δόλιο και ύπουλο τρόπο η χριστιανική Εκκλησία, θα παρουσιαστούν οι πρώιμες αναφορές στους σιβυλλικούς χρησμούς, δια των οποίων τολμήθηκε από ορισμένους σύγχρονους η «απόδειξη» της δήθεν συνέχειας του Ελληνισμού μέσω του Χριστιανισμού. Υπενθυμίζω στους αναγνώστες την χριστιανική πλαστογράφηση των χρησμών αυτών, όπως αναφέρεται από τον Κέλσο προς τα τέλη του δευτέρου μεταχριστιανικού αιώνος· «Υμείς δε καν Σίβυλλαν, η χρώνται τινές υμών, εικότως αν μάλλον προεστήσασθε ως του θεού παίδα· νυν δε παρεγγράφειν μεν εις τα εκείνης πολλά και βλάσφημα εική δύνασθε, τον δε βίω μεν επιρρητοτάτω θανάτω δε οικίστω χρησάμενον θεόν τίθεσθε» (PG τ. 11, σ. 1497).

Από τους πρώιμους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, άλλοι δεν αναφέρονται καθόλου στις Σίβυλλες και τους χρησμούς, άλλοι αναφέρονται μεν αλλά χωρίς τις μεταγενέστερες λεπτομέρειες που αφορούν το πρόσωπο του Χριστού. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην «Διδαχή των αποστόλων» (90-110), στις σωζόμενες επιστολές του Ιγνατίου (107-117), στον Κλήμη Ρώμης (95-98), στον Πολύκαρπο Σμύρνης (135-137), στον Ερμεία (δεύτερο μισό του δευτέρου αιώνος). Ελάχιστες και γενικές οι αναφορές στον Θεόφιλο Αντιοχείας (180), στον «Ποιμένα του Ερμά» (120-140), στα γνήσια του Ιουστίνου (150-160), στον Αθηναγόρα (166-168). Οι χρονολογήσεις εντός των παρενθέσεων αφορούν τα έτη συγγραφής των σωζόμενων έργων τους, κατά τον καθηγητή πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλο, και βρίσκονται στον πρώτο τόμο της πατρολογίας του.

Η απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν επικαλούνται αυτοί τους «χρησμούς» που θα παρουσιάσουν αργότερα άλλοι χριστιανοί συγγραφείς, είναι απλή: Διότι ακόμα δεν είχαν πλαστογραφηθεί οι λεπτομέρειες.

Οι αναφορές του Ιουστίνου (αρχές β΄ αιώνος-165)

Πριν δούμε τις αναφορές που επικαλούνται, παραθέτω ορισμένα πάλι από την πατρολογία του καθηγητή Στ. Παπαδόπουλου, για να κατατοπιστεί ο αναγνώστης στα σχετικά με τον Ιουστίνο.

Η σκέψη και η θεολογία του Ιουστίνου, παρά τη γνησιότητά της, βρίσκεται σε γραμμή διαφορετική και αποτελεί κλίμα διαφορετικό από εκείνο, που εκφράζει ο Ιγνάτιος λόγου χάριν και ο Ειρηναίος. Οι τελευταίοι υιοθετήθηκαν περισσότερο από την Εκκλησία και την Παράδοσή της. Τούτο ισχύει μόνο εν μέρει για τον Ιουστίνο και η εξήγηση δεν είναι δύσκολη: Ο Ιουστίνος δεν προερχόταν από τους κόλπους της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, όπως οι άλλοι. Έτσι η προβληματολογία του αφορούσε γενικά στην τριπλή πρόκληση της εποχής προς την Εκκλησία, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωπική. Συγχρόνως πρέπει να σημειώσουμε ότι το ένα από τα δύο θέματα που απασχόλησαν τον Ιουστίνο, το θέμα της ενότητος της αλήθειας (σπερματικός λόγος και Λόγος) και της καταλλαγής του χριστιανισμού με τη φιλοσοφική σκέψη, δε λύθηκε ικανοποιητικά από τον ιερό συγγραφέα μας και η θεολογία του επί του προκειμένου δεν έγινε θεολογία της Εκκλησίας.
(τ. Α΄, σ. 234)

Κατά τον Ιουστίνο

[… ] Η αλήθεια, την οποία ολόκληρη έχουμε στο πρόσωπο του Χριστού, υπήρχε ανέκαθεν στον κόσμο σε βαθμό σπερματικό ή μερικό. Ο Χριστός, επειδή είναι αυτο-αλήθεια, δρούσε ως αλήθεια και Λόγος και πριν από την ενανθρώπισή του, γι’ αυτό και οι προ Χριστού άνθρωποι και μάλιστα οι φιλόσοφοι με τους άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήσαν εκτός Χριστού. Η αλήθεια στον κόσμο είναι άρα ενιαία και ολοκληρώνεται στο Χριστό. Οι περισσότεροι εθνικοί φιλόσοφοι όμως παρερμήνευσαν τη σπερματική αλήθεια κι έτσι κατέληξαν σε λανθασμένα συστήματα, από τα οποία δεν εξαιρείται του Πλάτωνα, στον οποίο μάλιστα ο Ιουστίνος είχε ιδιαίτερη προτίμηση. Φαίνεται όμως ότι ο Ιουστίνος, που δεν του έλειπε ο ρεαλισμός, δεν αναπαύθηκε με την παραπάνω θέση του, η οποία στηρίζεται στην ύπαρξη του σπερματικού λόγου (ή αληθείας). Για αυτό συχνά καταγγέλλει ότι όσα ορθά είπαν οι έλληνες φιλόσοφοι τα έλαβαν από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης κι επομένως είναι “ημών των χριστιανών”. Αλλά σε καμία περίπτωση δε μας εξηγεί το λόγο, για τον οποίο οι έλληνες αναγκάστηκαν να δανεισθούν από τους προφήτες, παρά το γεγονός ότι η σπερματική αλήθεια υπήρχε πάντοτε και για όλους. Αυτό δείχνει ότι ο φιλόσοφος της Εκκλησίας διαπίστωσε το αδιέξοδο, που δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει (ο. π. σ. 236)

Τώρα πλέον είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε γιατί ο Ιουστίνος θέλει τους προ Χριστού στοχαστές, χριστιανούς. Όπως κατανοούμε και την αντιφατική θέση του ως προς αυτά, ότι τάχα πήραν από τους Ιουδαίους συγγραφείς. Υπάρχει όμως και μια τρίτη εκδοχή κατά τον Ιουστίνο, ότι οι Έλληνες εμπνεύστηκαν από τον Διάβολο. Φυσικά αυτή η τελευταία παραδοχή του Ιουστίνου δεν εκστομίζεται εύκολα πλέον, ειμή μόνο από τους πολύ φανατισμένους και αμόρφωτους. Διότι αν ο ισχυρισμός περί «λογοκλοπής» των Ελλήνων από τους Ιουδαίους καταισχύνει αυτούς που τον εκστομίζουν στην σύγχρονη μας εποχή, τότε πολύ περισσότερο όχι μόνο καταισχύνει αλλά και φανερώνει το πνευματικό σκοτάδι που επικρατεί εντός του νου τους.

Έτσι, υποστηρίζοντας τη θεωρία του σπερματικού λόγου, γράφει: «Όσα γαρ καλώς αεί εφθέγξαντο και εύρον οι φιλοσοφήσαντες ή νομοθετήσαντες, κατά λόγου μέρος δι’ ευρέσεως και θεωρίας εστί πονηθέντα αυτοίς. Επειδή δε ου πάντα τον λόγον εγνώρισαν, ος εστί Χριστός, και εναντία εαυτοίς πολλάκις είπον» (PG τ.6, σ. 460).

Υποστηρίζοντας την άποψη ότι οι φιλόσοφοι πήραν από τον Μωυσή, γράφει: «Πρεσβύτερος γαρ Μωυσής και πάντων των εν Έλλησι συγγραφέων. Και πάντα, όσα περί αθανασίας ψυχής ή τιμωριών των μετά θάνατον ή θεωρίας ουρανίων ή των ομοίων δογμάτων και φιλόσοφοι και ποιηταί έφασαν, παρά των προφητών τας αφορμάς λαβόντες και νοήσαι δεδύνηνται και εξηγήσαντο» (PG τ. 6, σ. 396).

Υποστηρίζοντας ότι οι Έλληνες εμπνεύστηκαν από τον Διάβολο και ότι εκεί οφείλονται οι ομοιότητες, γράφει: «Ευ ίσθι ουν, ω Τρύφων, λέγων επέφερον, ότι α παραποιήσας ο λεγόμενος διάβολος εν τοις Έλλησι λεχθήναι εποίησε…» (PG τ. 6, σ. 636).

Αναλόγως το τι συμφέρει και που απευθύνεται κάθε φορά (στους αυτοκράτορες ή στον Τρύφωνα τον Ιουδαίο), δίνει και έναν διαφορετικό λόγο.

Και, «Οι δε παραδιδόντες τα μυθοποιηθέντα υπό των ποιητών ουδεμίαν απόδειξιν φέρουσι τοις εκμανθάνουσι νέοις, και επί απάτη και απαγωγή του ανθρωπείου γένους ειρήσθαι αποδείκνυμεν κατ’ ενέργειαν των φαύλων δαιμόνων» (PG τ. 6, σ. 408).

Για τους σιβυλλικούς χρησμούς, πάντα όσον αφορά τα γνήσια έργα του, έχουμε τις εξής αναφορές, που βρίσκονται στην πρώτη του Απολογία.

«Και Σίβυλλα δε και Υστάσπης γενήσεσθαι των φθαρτών ανάλωσιν δια πυρός έφασαν» (PG 6, σ. 357).

Περί καταστροφών γίνεται λόγος κυρίως στους χρησμούς που πλαστογραφήθηκαν από τους ιουδαίους της διασποράς, και πιθανότατα αυτούς είχε κατά νου ο Ιουστίνος.

«Κατ’ ενέργειαν δε των φαύλων δαιμόνων θάνατος ωρίσθη κατά των τας Υστάσπου ή Σιβύλλης ή των προφητών βίβλους αναγινωσκόντων, όπως δια του φόβου αποστρέψωσιν εντυγχάνοντας τους ανθρώπους των καλών γνώσιν λαβείν» (PG τ. 6, σ. 396).

Βέβαια, κανείς δεν απαγόρευσε κανέναν να πιστεύει αυτό που θέλει, σε μια εποχή άκρατου θρησκευτικού συγκρητισμού, με την προϋπόθεση ότι θα αναγνωρίζει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση απαγορεύτηκε η ανάγνωσή τους εξαιτίας του ότι χρησιμοποιούντο κατά το παρελθόν για ανατροπή των πολιτικών καταστάσεων.

Για παράδειγμα, στο δεύτερο βιβλίο των χρησμών, αναφέρεται η καταστροφή της Ρώμης και του πλούτου της: «δη τότε και δεκάτη γενεή μετά ταύτα φανείται ανθρώπων, οπόταν σεισίχθων αστροπητής ειδώλων ζήλον θραύσει λαόν τε τινάξει Ρώμης επταλόφοιο, μέγας δε τε πλούτος ολείται δαιόμενος πυρί πολλώ υπό φλογός Ηφαίστοιο» (2.15-19).

Μια επικείμενη καταστροφή της «Ρώμης» και ότι αυτή θεωρούνταν ότι αντιπροσώπευε, την οποία επικαλούνταν προς εκφοβισμό του πλήθους. Ακριβώς όπως κάνουν και σήμερα οι διάφορες αιρέσεις-ρεύματα των οπαδών του Ιησού.

Παρότι ο Ιουστίνος, ο οποίος δραστηριοποιείται κατά τα μέσα του δευτέρου αιώνος, έχει γνώση των σιβυλλικών χρησμών, στα γνήσια έργα του υπάρχουν μόνο οι δύο παραπάνω αναφορές. Και οι δύο αναφορές είναι πολύ γενικές, και η πρώτη έχει να κάνει με την Κρίση και την ανανέωση του Κόσμου. Δεν χρησιμοποιεί κανέναν από τους τόσο συγκεκριμένους χρησμούς που θα παρουσιάσουν αργότερα οι πλαστογράφοι. Απεναντίας, στον αυθεντικό Ιουστίνο, οι αποδείξεις για τον Ιησού και την Εκκλησία του πηγάζουν από τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης.

Γιατί αυτή η μεγάλη διαφορά; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Διότι την εποχή όπου γράφει, δεν υπάρχουν ακόμη τέτοιοι χρησμοί. Αν υπήρχαν, σίγουρα θα το έκανε στις δύο απολογίες του προς τους εθνικούς. Όσοι παρουσιάζουν τον Ιουστίνο να αναφέρεται πολύ συγκεκριμένα στους χρησμούς που (υποτίθεται ότι) προφητεύουν με απόλυτη ακρίβεια τα σχετικά με τον Ιησού, το κάνουν από κείμενα πλαστά και μεταγενέστερα του συγγραφέως. Για παράδειγμα, το «Περί μοναρχίας» και το «Λόγος παραινετικός προς Έλληνας» κατατάσσονται στα νόθα (Ά τόμος πατρολογίας Παπαδόπουλου, σ.242). Το μεν πρώτο συντάχθηκε στο δεύτερο μισό του δευτέρου αιώνος, και όπως σημειώνει ο Στ. Παπαδόπουλος, η συλλογή των χωρίων και των ρητών από τους αρχαίους έλληνες ποιητές και σοφούς «δεν είναι πάντοτε γνήσια». Το δεύτερο έργο, κατά τον τρίτο αιώνα.

Άραγε όμως, ο Ιουστίνος, υποστήριζε την άποψη ότι οι ολύμπιοι είναι «προάγγελοι» του Ιησού; Την απάντηση, μας την δίνει ο ίδιος σε γνήσιο κείμενό του: «…δέει συνηρπασμένοι και μη επιστάμενοι δαίμονας είναι φαύλοι θεούς προσωνόμαζον» (PG τ. 6, σ. 336).

Οι αναφορές του Θεοφίλου Αντιοχείας (συγγραφική δράση 169-188).

Σύμφωνα με τον καθηγητή Στ. Παπαδόπουλο, «Η θεογνωσία και η θεολογία του, που επηρεάζονται πολύ και από τα σιβυλλικά βιβλία, σπάνια ξεπερνούν τα πλαίσια της παλαιοδιαθηκικής σκέψεως» (Πατρολογία τ. Ά, σ. 280).

Συνεπώς, ο Θεόφιλος όχι μόνο γνωρίζει για τους «χρησμούς», αλλά γνωρίζει το περιεχόμενό τους και επηρεάζεται από αυτούς. Και όμως, λείπουν και από αυτόν οι λεπτομερείς αναφορές που θα βρούμε σε μεταγενέστερους συγγραφείς.

Γράφει στον Αυτόλυκο

Οι δε του Θεού άνθρωποι, πνευματοφόροι Πνεύματος αγίου και προφήται γενόμενοι, υπ΄ αυτού του Θεού εμπνευσθέντες και σοφισθέντες εγένοντο θεοδίδακτοι και όσιοι και δίκαιοι. Διό και κατηξιώθησαν την αντιμισθίαν ταύτην λαβείν όργανα Θεού γενόμενοι, και χωρήσαντες σοφίαν την παρ’ αυτού δι’ ης σοφίας είπον και τα περί της κτίσεως του κόσμου και των λοιπών απάντων. Και γαρ περί λοιμών και λιμών και πολέμων προείπον· και ουχ εις ή δύο, αλλά πλείονες κατά χρόνους και καιρούς εγενήθησαν παρά Εβραίοις (αλλά και παρά Έλλησι Σίβυλλα) και πάντες φίλα αλλήλοις και σύμφωνα ειρήκασι, τα τε προ αυτών γεγενημένα, και τα κατ’ αυτούς γεγονότα, και τα καθ’ ημάς νυνί τελειούμενα· διό και πεπείσμεθα και περί των μελλόντων ούτως έσεσθαι, καθώς και τα πρώτα απήρτισται.
(PG 6, σ. 1064)

Έπειτα αναφέρει έναν σιβυλλικό χρησμό (PG 6, 1109): «Σίβυλλα δε εν Έλλησι, και εν τοις λοιποίς έθνεσι γενομένη προφήτις, εν αρχή της προφητείας αυτής ονειδίζει το των ανθρώπων γένος». Ο ονειδισμός οφείλεται στο ότι ενώ υπάρχει ένας και μοναδικός θεός («Ύψιστον, γνώστην, παντεπότην, μάρτυρα πάντων, Πάντροφον, κτίστιν»/«εις θεός, ος μόνος άρχει»/«εις θεός εστί»), οι άνθρωποι τον εγκατέλειψαν και θυσίασαν σε δαίμονες («ότι θεόν προλιπόντες αληθινόν αέναον τε δοξάζειν, αυτώ δε θύειν ιεράς εκατόμβας δαίμοσι τας θυσίας εποιήσατε»). Έτσι, προτρέπονται να σταματήσουν να περπατούν στο σκοτάδι και να επιστρέψουν στο «φως» («τύφω και μανίη δε βαδίζετε»/«Βροτοί, παύσασθε μάταιοι ρεμβόμενοι σκοτίη και αφεγγεί νυκτί μελαίνη· και λίπετε σκοτίην νυκτός, φωτός δε λάβεσθε»). Δεν παραλείπεται ούτε η κατάκριση των αγαλμάτων, («Προσκυνέοντες όφει, κύνας, αλλούρους, ανόητοι, και πετεινά σέβεσθε, και ερπετά θηρία γαίης, και λίθινα ξόανα, και αγάλματα χειροποίητα. Ταύτα σέβεσθε, αλλά τε πολλά μάταια, α δη κ’ αισχρόν αγορεύειν»).

Σε άλλο σημείο αναφέρει ο Θεόφιλος· «Τοίνυν Σίβυλλα, και οι λοιποί προφήται, αλλά μην και οι ποιηταί, και φιλόσοφοι, και δεδηλώκασι περί δικαιοσύνης, κρίσεως, και κολάσεως» (PG 6, σ. 1117).

Ωστόσο, καμία αναφορά σε ρήσεις της Σίβυλλας που να προβλέπουν με ακρίβεια τα περί του Χριστού.

Γνωρίζοντας όμως ο Θεόφιλος την αντίθεση των παραπάνω με την ελληνική μυθολογία, κατακρίνει τον Όμηρο και τον Ησίοδο ότι εμπνεύστηκαν από.. δαίμονες.

«[…] Υπό δαιμόνων δε εμπνευσθέντες και υπ’ αυτών φυσιωθέντες α είπον δι’ αυτών είπον. Ήτοι γαρ οι ποιηταί, Όμηρος δη και Ησίοδος, ως φασίν υπό Μουσών εμπνευσθέντες, φαντασία και πλάνη ελάλησαν, και ου καθαρώ πνεύματι αλλά πλάνω» (PG 6, σ. 1061).

Οι αναφορές στον Κλήμη Αλεξανδρείας (140/150- 220/230)

Ο Κλήμης είναι ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας που έχει γνώση της ελληνικής παράδοσης, την οποία όμως υποτάσσει στην εβραϊκή. Στα κείμενά του μπορεί κανείς να βρει πολλά παραθέματα από Έλληνες φιλοσόφους, γενικότερες πληροφορίες περί των μυστηρίων και για τις σχολές. Ώστόσο όλη αυτή η γνώση είναι θεραπενίδα της βιβλικής-ιουδαικής, καθώς την εποχή εκείνη επικρατούσε η πλάνη της δήθεν αρχαιότητάς της. Εφόσον όμως η χριστιανική Εκκλησία κατανόησε ορθότερα τις ιουδαϊκές αρχές και έχει ως κεφαλή της τον Χριστό, έπεται ότι αποτελεί το επιστέγασμα της αλήθειας.

Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος στην Πατρολογία του, γράφει:

Είναι πνεύμα καθολικό, ενδιαφέρεται για όλες τις επιστήμες και τις θρησκείες που εκφράζουν τον άνθρωπο. Είναι φυσιογνωμία δασκάλου εξαιρετικά εντυπωσιακή και συγχρόνως μετριοπαθής και πολύ συμπαθής. Έχει φιλολογική ευαισθησία και συχνά εκφράζεται με ρυθμικό πεζό λόγο, αλλά υστερεί πολύ στη σύνθεση. Προερχόταν από εθνικό περιβάλλον και το στήθος του έφλεγε η αγάπη για τον τέλειο βίο, στον οποίο ηθική και αλήθεια φαίνεται να ταυτίζονται.
(τ. Α΄, σ. 335)

Τον Χριστιανισμό τον γνώρισε από τον Πάνταινο στην Αλεξάνδρεια, το κέντρο του συγκρητισμού…

Εκεί γνώρισε και άκουσε περί το 180 το χριστιανό διδάσκαλο Πάνταινο με αποτέλεσμα να δεχθή το χριστιανισμό. Η Αλεξάνδρεια όμως την εποχή εκείνη ήταν κυριολεκτικά το σταυροδρόμι τριών μεγάλων πολιτισμών (του ελληνικού, του ανατολικού, και του ιουδαϊκού) και η απύθμενη χοάνη των παντός είδους θρησκευτικών, φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών σχολών και τάσεων. Προπαντός δε ήταν το κέντρο καλλιέργειας του γνωστικισμού, που είχε δημιουργήσει ένα νέο και ισχυρό κλίμα αγάπης για τη γνώση. Το κλίμα τούτο επηρέασε κι εμπότισε τόσο βαθειά τον Κλήμεντα, ώστε σε όλη τη ζωή του θα προσπαθήσει να φθάσει και να καταδείξει τη γνώση, θα κατασκευάζει την προτομή του γνωστικού χριστιανού (ο. π. σ. 335)

Τον φιλοσοφικό λόγο τον γνώρισε κυρίως μέσω των κειμένων του πλατωνιστή Ιουδαίου Φίλωνος, του Αντιόχου του Ασκαλωνίτου που εκπροσωπούσε τον μέσο πλατωνισμό, και των στωικών φιλοσόφων Ποσειδωνίου και Επικτήτου.

Για την απόκρυφη παράδοση του Κλήμεντος Αλεξανδρείας, αναφέρει ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος: «Η απόκρυφη παράδοση του Κλήμεντα, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει γνωστική, είναι διαφορετική, ανώτερη από αυτήν που κατέχει η Εκκλησία και απευθύνεται μόνο στους εκλεκτούς. Προέρχεται από τους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο, Ιωάννη, και Παύλο κι έφθασε στον ίδιο μέσω Πανταίνου» (τ. Α΄, σ. 338). Ενώ λίγο παρακάτω, «[.. .] Δεν ήταν συνήθης γνωστικός διδάσκαλος,αλλά δεν ήταν και θεολόγος που εκπροσωπούσε το γνήσιο φρόνημα και την Παράδοση της Εκκλησίας».

Κατά τον Κλήμεντα, ο χριστιανός πρέπει να περάσει από την πίστη στη γνώση. Γράφει ο Στ. Παπαδόπουλος σχετικά: «Η πίστη αποτελεί το πρώτο στάδιο, είναι λοιπόν για τους αδαείς και τους απλοϊκούς χριστιανούς. Ένα μέρος από τους πιστούς, οι εκλεκτοί, θα μπορούσαν να γίνουν γνωστικοί, μύστες του ανώτατου πνευματικού βίου, της γνώσεως» (ο. π. σ. 335).

Όσον αφορά τη σχέση της φιλοσοφίας, της παλαιάς διαθήκης και της εκκλησίας στη σκέψη του Κλήμεντος, γράφει τα εξής διαφωτιστικά ο Στ. Παπαδόπουλος…

Η φιλοσοφία είναι “έργον” και “επίνοια” του Θεού. Είναι δώρο “θεόθεν” προς τον άνθρωπο και για αυτό δε μπορεί παρά να είναι “καλόν”. Η φιλοσοφία δόθηκε στους έλληνες, όπως δόθηκε στους ιουδαίους ο Νόμος και σε όλο τον κόσμο μετά την “παρουσία” του Κυρίου η “καθολική” κλήσις, δηλαδή το Ευαγγέλιο. Ο ρόλος της φιλοσοφίας είναι απόλυτα προπαιδευτικός: προπαιδεύει, προγυμνάζει για τη σοφία και την αλήθεια. Η σοφία είναι “επιστήμη θείων και ανθρωπίνων”, ανώτερη από τη φιλοσοφία, η οποία ενώ άλλοτε ήταν αναγκαία, τώρα είναι απλώς χρήσιμη. Ακολουθώντας τον Φίλωνα, εξηγεί το φαινόμενο της θύραθεν φιλοσοφίας σαν προσφορά του θεού, ένεκα της στειρότητος που οι εβραίοι έδειξαν, μολονότι κατείχαν την αλήθεια (Νόμο). […] Η ύπαρξη μερικής αλήθειας στους έλληνες και τους βαρβάρους είναι κάτι το αυτονόητο στην αντίληψη του Κλήμεντα περί ιστορίας και θείας οικονομίας. Για αυτό και δεν αισθάνεται την ανάγκη να εργαστεί για τη συμφιλίωση ελληνικής σκέψεως και χριστιανισμού, όπως υποστηρίχθηκε. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα και το κορύφωμα μιας πνευματικής καταστάσεως και όχι ανακεφαλαίωση των πάντων, όπως δίδαξε ο Ειρηναίος. Έτσι ο λεγόμενος εξελληνισμός του χριστιανισμού από τον Κλήμεντα παίρνει άλλες διαστάσεις. Η σύνθεση του Κλήμεντα είναι βασικά χριστιανική και γνωστική φιλοσοφία. Διότι συγκροτεί φιλοσοφικά και με προυποθέσεις του γνωστικισμού τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Σκοπός του δεν ήταν να ενισχύσει τη φιλοσοφία με χριστιανικά στοιχεία , αλλά να ανυψώσει το χριστιανισμό σε φιλοσοφία, σε κατηγορία που σέβονταν οι πάντες.
(ο. π. σ. 344-345)

Η κατ’ αυτόν ανωτερότητα της χριστιανικής γνώσης έναντι της ελληνικής, γίνεται φανερή ήδη από τον πρώτο λόγο του έργου, όπου αναφέρει ότι οι χριστιανοί που κατέχουν την απόκρυφη παράδοση είναι «θεοδίδακτοι», εφόσον διδάχτηκαν τα ιερά γράμματα από τον ίδιο τον Υιό του Θεού. Εξυπονοώντας την αντίθεση με τους φιλοσόφους που είχαν κάποια σπέρματα από αυτήν.

Ο Κλήμης δραστηριοποιείται σε εποχή που ναι μεν έχουμε επικριτές της φιλοσοφίας από πλευράς χριστιανών (όπως Ιγνάτιο, Πολύκαρπο, Τατιανό, Θεόφιλο, Ερμεία, Τερτυλιανό με την περίφημη φράση του «Τι κοινόν υπάρχει μεταξύ Αθηνών και Ιεροσολύμων; Ποια συμφωνία υπάρχει μεταξύ Ακαδημίας και Εκκλησίας;») ή έστω αδιάφορους (όπως Κλήμη Ρώμης, Διονύσιο Κορίνθου), αλλά ακόμα δεν έχουμε θεσμοθετημένα δόγματα επικυρωμένα από τις λεγόμενες «οικουμενικές» συνόδους. Άλλωστε έχουν γραφτεί και παλαιότερα τα σχετικά με την μεγάλη θεολογική σύγχυση των τριών πρώτων αιώνων, όσον αφορά την «τριάδα» και τη μεταξύ των προσώπων της σχέση, τη φύση του Υιου και του «αγίου» πνεύματος. Και ενώ κατά την εποχή του (2ος- 3ος αιώνας) εθεωρείτο από τους μεγαλύτερους θεολόγους, στη συνέχεια πέρασε σκοπίμως στο περιθώριο. Ο Στ. Παπαδόπουλος γράφει: «[…] Το έργο του ανήκει στο περιθώριο της Εκκλησίας. Έτσι εξηγείται γιατί η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν: Ήθελε να λησμονήσει τη φιλοσοφική του θεολογία» (ο. π. σ. 340).

Οι μετέπειτα πατέρες και θεολόγοι του καταλογίζουν αιρέσεις στο έργο του. Αντιλαμβάνεται την Εκκλησία όχι ως κάτι που έχει οργάνωση και δομή και που δραστηριοποιείται εν τόπω και χρόνω αλλά ως ιδεατή. Το «σώμα» και το «αίμα» του Κυρίου μνημονεύονται από αυτόν αλληγορικά ως εικόνες του λόγου χωρίς να περιγράφεται κάποια μυστηριακή πράξη τελούμενη με αισθητά αντικείμενα (άρτος και οίνος). Κατά τον Φώτιο, αρνείται ακόμα και τη σάρκωση του Λόγου (ο. π. σ. 339-340). Διακρίνει το Λόγο σε ουσία και σε «δύναμη τινά», αποδίδοντας την ενσάρκωση στην δύναμη του Λόγου και όχι στον ίδιο τον Λόγο. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο θεωρήθηκε πρόδρομος του αρειανισμού (ο. π. σ. 341-342).

Τώρα που εξηγήθηκαν τα παραπάνω, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο Κλήμης γράφει αυτά που γράφει, και κυρίως με ποιο πνεύμα.

Στο «Στρωματείς» ο Κλήμης διατυπώνει την άποψη ότι…

Υιόν δε είναι του Θεού, και τούτον είναι τον Σωτήρα και Κύριον ον ημείς φαμεν, άντικρυς αι θείαι παριστάσι προφητείαι. Ταύτη ο πάντων Κύριος Ελλήνων τε και βαρβάρων τους εθέλοντας πείθει· ου γαρ βιάζεται τον εξ αυτού σωτηρίαν λαβείν δια του ελέσθαι, και πάντα αποπληρώσαι τα παρ’ αυτού προς το λαβέσθαι της ελπίδος δυνάμενον. Ούτος εστίν ο διδούς και τοις Έλλησι την φιλοσοφίαν δια των υποδεεστέρων αγγέλων.
(PG. τ. 9, σ. 409)

Η φιλοσοφία ως θεία δωρεά, δόθηκε στους Έλληνες μέσω υποδεεστέρων αγγέλων.

Σε άλλο χωρίο του, αναφέρεται ότι…

Εύρομεν γαρ εν ταις Γραφαίς, καθώς ο Κύριος λέγει· ‘’ιδού διατίθεμαι υμίν Καινήν Διαθήκην, ουχ ως διεθέμην τοις πατράσιν υμών εν όρει Χωρήβ’’. Νέαν υμίν διέθετο· τα γαρ Ελλήνων και Ιουδαίων παλαιά, υμείς δε, οι καινώς αυτόν τρίτω γένει σεβόμενοι, Χριστιανοί. Σαφώς γαρ, οίμαι, εδήλωσε τον ένα και μόνον Θεόν, υπό μεν Ελλήνων εθνικώς, υπό δε Ιουδαίων Ιουδαικώς, καινώς δε υφ’ ημών και πνευματικώς γινωσκομένον. Προς δε και ότι ο αυτός θεός αμφοί ταιν Διαθήκαιν χορηγός, ο και της ελληνικής φιλοσοφίας δοτήρ τοις Έλλησι, δι’ ης ο παντοκράτωρ παρ’ Έλλησι δοξάζεται.
(P. G. τ. 9, σ, 261)

Είναι ο σχολιασμός ενός χωρίου από το βιβλίο «Ιερεμίας», όπου ο Γιαχβέ κάνει μια νέα Διαθήκη με τον «εκλεκτό» λαό. Είναι ξεκάθαρο ότι απευθύνεται στους Ιουδαίους, και όχι στους χριστιανούς, όπως ερμηνεύει αλληγορικά ο Κλήμης. Κατ’ αυτόν, η Παλαιά Διαθήκη-συμφωνία, αφορά Ιουδαίους και Έλληνες. Η Καινή Διαθήκη αφορά ένα τρίτο γένος πνευματικών ανθρώπων, τους χριστιανούς.

Ενώ στους Έλληνες χορηγήθηκε η φιλοσοφία, δηλαδή η μερική σπερματική αλήθεια, στους Ιουδαίους δόθηκε ολόκληρη η αλήθεια την οποία ωστόσο δεν κατάλαβαν εις βάθος. Ερχόμενη η δύναμη του Λόγου, την επισφράγισε και έδωσε τη δυνατότητα της πλήρους πλέον κατανοήσεώς της.

Ας δούμε όμως με ποια έννοια εκλαμβάνεται η φιλοσοφία ως δώρο των θεών στους Έλληνες.

Ο Πλάτων αναφέρει στον Τίμαιο: «Όπως όμως είναι τα πράγματα, βλέποντας τη μέρα, τη νύχτα, τους μήνες και τα διαστήματα των χρόνων, αναπτύξαμε τους αριθμούς και αντιληφθήκαμε τον χρόνο και τον τρόπο για να ερευνήσουμε τη φύση του παντός. Από αυτά πήραμε τη φιλοσοφία, η οποία αποτελεί αγαθό που μεγαλύτερό της ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει δώρημα των θεών προς το γένος των θνητών» (47 a-b).

Από το παραπάνω χωρίο του Πλάτωνος, το οποίο αναφέρεται ενδεικτικά, καταλαβαίνουμε ότι το δόσιμο της φιλοσοφίας από τους θεούς στους ανθρώπους, δεν έχει την έννοια ότι οι θεοί ενεργούν και ο άνθρωπος αποδέχεται παθητικά, όπως συμβαίνει με τη παράδοση του Νόμου και των εντολών στον Ιουδαϊσμό. Είναι η δυνατότητα που δίνεται από τους θεούς, ώστε ο άνθρωπος να είναι ικανός να φιλοσοφήσει και να διερευνήσει τη φύση του παντός. Συνεπώς, ο άνθρωπος δεν παραμένει σε μια παθητική κατάσταση, αναμένοντας να υπακούσει δουλικά σε εντολές. Στα πυθαγόρεια «Χρυσά Έπη», αφού δίδονται παραγγέλματα (και όχι εντολές) πρακτικής φύσεως, στην συνέχεια αναφέρεται: «Για αυτά να μοχθείς, αυτά να μελετάς, γι’ αυτά εσύ οφείλεις να τρέφεις έρωτα· αυτά στα ίχνη θα σε βάλλουν της θείας αρετής. […] Εάν τούτα κατακτήσεις, θα γνωρίσεις των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων τη σύσταση, πως κάθετί διέρχεται και πως κρατιέται· κι ύστερα πάλι θα γνωρίσεις, όσο είναι αυτό θεμιτό, την όμοια φύση των πάντων» (στ. 45-51). Και εδώ επίσης φαίνεται η συνεργασία του θείου και του ανθρώπινου παράγοντος. Και ο Ιάμβιχος σχολιάζει: «Διότι από αυτούς τους στίχους δεν υπάρχουν άλλοι πιο αξιοθαύμαστοι, για όσους έχουν από τη φύση τους θετική προδιάθεση να εξορμούν μεγαλόψυχα προς τη θεωρητική φιλοσοφία. Διότι η γνώση των θεών είναι αρετή και σοφία και πλήρης ευδαιμονία, και κάνει και εμάς τους ίδιους όμοιους με τους θεούς, ενώ η ακριβής γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων μας παρέχει τις ανθρώπινες αρετές και μας καθιστά έμπειρους όσον αφορά τα δικά μας, και διακρίνει ανάμεσά τους τα ωφέλιμα και τα βλαβερά και αποφεύγει τα δεύτερα και επιδιώκει τα πρώτα, και γενικά συλλαμβάνει στα λόγια και στα έργα ποια είναι η σύσταση της ανθρώπινης ύπαρξης» (Προτρεπτικός, κεφ. 3).

Εκτός από αυτά, πρέπει να πούμε ότι το ελληνικό θεολογικό σύστημα είναι πολύ πιο περίπλοκο και πολύπλοκο από ότι το χριστιανικό. Και εκεί υπάρχει σαφώς η διάκριση μεταξύ της τάξης των θεών και των αγγέλων, όπως έχει δοθεί (κατά το ελληνικό θεολογικό σύστημα) από την ίδια την κοσμική τάξη και τις συμπαντικές περιφορές, στην οποία υποτάσσονται τα εν λόγω ανώτερα γένη, της οποίας αποτελούν μέρος. Συνεπώς, όσα γράφει εδώ ο Κλήμης, δεν έχουν ακρίβεια, αλλά τα γράφει επιρρεαζόμενος από τον Φίλωνα τον Ιουδαίο, ο οποίος προσπαθεί να προσαρμόσει τον ενοθεϊσμό στον μονοθεϊσμό. Για αυτό οι θεοί μετατρέπονται σε αγγέλους.

Στο έργο του «Στρωματείς» (λόγος 6ος), υπάρχει ο ισχυρισμός του Κλήμεντος ότι ο Παύλος προέτρεπε στη μελέτη των σιβυλλικών χρησμών και των ελληνικών βιβλίων γενικότερα. «…Ο Θεός, τους προφήτας διδούς, ούτω και Ελλήνων τους δοκιμωτάτους, οικείους αυτών τη διαλέκτω προφήτας αναστήσας, ως οιοί τε ήσαν δέχεσθαι την παρά Θεού ευεργεσίαν, των χυδαίων ανθρώπων διέκρινε, δηλώσει προς τω Πέτρου κηρύγματι ο απόστολος λέγων Παύλος· “Λάβετε και τας Ελληνικάς βίβλους, επίγνωτε Σίβυλλαν, ως δηλοί έναν Θεόν και τα μέλλοντα έσεσθαι”» (PG. τ.9 σ. 264).

Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από τα γραπτά της Καινής Διαθήκης, η παραπάνω προτροπή είναι αδύνατον να δόθηκε από τον Παύλο. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς παίρνει τη ρήση «Λάβετε και τας Ελληνικάς βίβλους, επίγνωτε Σίβυλλαν, ως δηλοί έναν Θεόν και τα μέλλοντα έσεσθαι» αποδίδοντάς την στον Παύλο, από το απόκρυφο κείμενο «Κήρυγμα Πέτρου». Ο Π. Χρήστου αναφέρει στον δεύτερο τόμο της πατρολογίας του (σ. 306), ότι ο Κλήμης το θεωρούσε αυθεντικό, ενώ ο Ωριγένης αμφέβαλε (αν και παρέθετε και αυτός από αυτό), διότι το χρησιμοποιούσε και ο γνωστικός Ηρακλέων. Ο Ευσέβιος και ο Ιερώνυμος το απέρριπταν άνευ διασταγμού.

Καταρχήν, ο Παύλος στην επιστολή του προς Κορινθίους πρώτη, κατακεραυνώνει την ελληνική φιλοσοφία. «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν θεόν εὐδόκησεν ὁ θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας» (1:20-21). Επίσης, «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ θεὸς ἵνα τοὺς σοφούς καταισχύνῃ» (1:27). Ακόμα, «ἃ θύει τά ἔθνη, δαιμονίοις θύει καὶ οὐ θεῷ» (10:20). Ποτέ ο Παύλος δεν θα δέχονταν τους χρησμούς των Σιβυλλών που προφήτευαν μέσω του Απόλλωνος, εφόσον ο Απόλλων είναι δαίμονας του κακού κατά τη χριστιανική αντίληψη. Ξεκάθαρα, ο εθνικός κόσμος δεν γνωρίζει τον θεό με την φιλοσοφία, αφού αυτή δεν έχει καν σπέρματα αληθείας, εφόσον ο ίδιος ο θεός την μώρανε.

Είναι σαφής και ξεκάθαρος ότι στον κόσμο δεν υπάρχει θεογνωσία ειμή μόνο μέσω του Ευαγγελίου, που είναι ο Χριστός. «Ο θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσεν τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ θεοῦ… Ο θεὸς ὁ εἰπών Ἐκ σκότους φῶς λάμψαι ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ προς Κορινθίους, 4:4-6). Άλλωστε πουθενά δεν έφερε ως απόδειξη τους χρησμούς αυτούς όταν ήρθε στην Αθήνα, παρότι θα μπορούσε να το κάνει (αν υποθέσουμε ότι η πληροφορία του Κλήμη είναι αξιόπιστη), συνδυάζοντάς το με την (υποτιθέμενη) ύπαρξη του βωμού στον Άγνωστο θεό. Ακόμα, όταν επισκέφτηκε τα Λύστρα μαζί με τον Βαρνάβα, επειδή οι κάτοικοι θεώρησαν τον μεν Παύλο ως Ερμή τον δε Βαρνάβα ως Δία (κατά τη διήγηση του Λουκά) και ήταν έτοιμοι να τους τιμήσουν, είπε προς τον ιερέα του Διός: «ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν θεὸν τὸν ζῶντα ὃς ἐποίησεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς• ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασεν πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν» (Πράξεις 14:15-16). Μάταιη η πίστη στους θεούς, νεκρή, και ο θεός άφησε τα έθνη να πορεύονται στις οδούς τους, μακριά από αυτόν. Πόσο πιο καθαρά ότι ο Παύλος δεν παραδέχεται κανενός είδους θεογνωσίας στους εκτός Χριστιανισμού!

Επίσης το τι διδάσκονταν οι προσύλητοι στον Χριστιανισμό υπάρχει καταγεγραμμένο στο βιβλίο «Αποστολικαί Διαταγαί».

Να μένεις μακριά από τα εθνικά βιβλία. Τι σου χρειάζονται άλλωστε τα ξένα λόγια ή οι νόμοι ή οι ψευδοπροφήτες, τα οποία μάλιστα και απομακρύνουν από την πίστη τους ελαφρόμυαλους; Τι δηλαδή σου λείπει στο νόμο του Θεού, για να στραφείς προς εκείνα τα ειδωλολατρικά παραμύθια; Γιατί είτε ιστορικά γεγονότα θέλεις να διαβάσεις, έχεις τα βιβλία των Βασιλειών· είτε φιλοσοφικά και ποιητικά, έχεις τους Προφήτες, τον Ιώβ και τον συγγραφέα των Παροιμιών, στους οποίους βρίσκεις περίσσεια σκέψη ποιήσεως και σοφίας, γιατί είναι λόγια του μόνου σοφού Κυρίου. Εάν πάλι έχεις όρεξη για ασματικά κείμενα, έχεις τους Ψαλμούς· εάν θέλεις να μάθεις για τη δημιουργία των αρχαίων, έχεις τη Γένεση· είτε, τέλος, θέλεις να γνωρίσεις νόμους και εντολές, έχεις τον ένδοξο Νόμο του Κυρίου. Μείνε με δύναμη λοιπόν μακριά από όλα τα ξένα και διαβολικά.
(ΕΠΕ 1,σ. 43)

ΜΕΡΟΣ Δ': Εποχή όπου κορυφώνεται η χριστιανική πλαστογράφηση

Κατά τον τέταρτο αιώνα, όπου κορυφώνεται η χριστιανική παραχάραξη, έχουμε λεπτομερείς αναφορές για τον Χριστό και όσα τον αφορούν.

Ευσέβιος και «Βασιλέως Κωνσταντίνου λόγος ον έγραψε τω των αγίων συλλόγω», και Λακτάντιος
Το συγκεκριμένο έργο του Ευσεβίου Καισαρείας, του οποίου η συγγραφή τοποθετείται στο 337, συνδέεται με τους «σιβυλλικούς» χρησμούς.

Πρόκειται για ένα έργο του Ευσεβίου, στο οποίο παρουσιάζεται (συν τοις άλλοις) μια ομιλία του Κωνσταντίνου προς τους χριστιανούς επισκόπους κατά το Πάσχα του 325. Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος γράφει· «Χωρίς να είναι βιογραφία, περιέχει όσα σημεία της ζωής του Μ. Κωνσταντίνου μπορούσαν να γίνουν αφορμή για ένα εγκωμιαστικό παραλήρημα, ενώ συγχρόνως δίνεται μεγάλη σειρά επισήμων και μη εγγράφων (γνησίων;) του αυτοκράτορα» (Πατρολογία, τ. Β΄, σ. 133). Συνιστά «είδος απολογίας του Χριστιανισμού στο πνεύμα των απολογητών του β’ και γ’ αιώνος».

Ο Κωνσταντίνος επικαλείται «μαρτυρίες» από την «εθνική» παράδοση, για το πρόσωπο του Χριστού. Ο Ευσέβιος περιλαμβάνει στο έργο αυτό, τον χρησμό της Σίβυλλας της Ερυθραίας για τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ο Κωνσταντίνος ισχυρίζεται ότι «οι περισσότεροι από τους ανθρώπους δεν πιστεύουν», διότι «υποπτεύονται ότι κάποιος από τους οπαδούς της δικής μας θρησκείας έμπειρος της ποιητικής μούσας έχει συνθέσει αυτά τα έπη και αυτά νοθεύτηκαν» (λόγος 5ος, κεφ. 18). Ωστόσο, συνεχίζει φέρνοντας ως μάρτυρα τον Κικέρωνα, ο οποίος μετέφρασε τον χρησμό στα Λατινικά, ένα αιώνα πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Όμως -και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο-, δεν σώζεται σήμερα του έργο του Κικέρωνος όπου (κατά τους ισχυρισμούς του Ευσεβίου) υπήρχαν οι χρησμοί στους οποίους αναφέρεται. Αυτό που σώζεται, είναι ένα απόσπασμα του Κικέρωνος (De Divinatione) στο οποίο εκφράζει την πίστη του στους χρησμούς της Σίβυλλας. Ο Κικέρων αναφέρει ότι κάποιος εξηγητής των χρησμών είπε ότι ο χρησμός αφορούσε την εποχή του (άρα, πριν την εποχή της εμφανίσεως του Χριστιανισμού), και ότι αυτός που υποδείκνυε θα έπρεπε να γίνει βασιλιάς. Ο χρησμός ήταν γραμμένος υπό μορφή ακροστιχίδας. Δεν διασώζεται τι μετέφρασε ο Κικέρων, και έτσι δεν είμαστε σε θέση να συγκρίνουμε. Αυτό που έχουμε είναι απλά και μόνο η ερμηνεία του Κωνσταντίνου που καταγράφεται από τον Ευσέβιο…

Όποιος έχει ασχοληθεί με τον Ευσέβιο, γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο…πλαστογράφο. Ας θυμηθούμε τις πλαστογραφίες του στο Ιώσηπο. Τρεις φορές πλαστογραφεί και διαστρέφει τα γεγονότα επικαλούμενος τα γραπτά του ιστορικού Ιωσήπου· τη μια φορά για να στηρίξει την ιστορικότητα του Ιησού (όπου στην Εκκλησιαστική του ιστορία παραθέτει ολόκληρη παράγραφο που υποτίθεται ότι βρίσκεται στον Ιώσηπο, χωρίς αυτή να υπάρχει στο αυθεντικό κείμενο), τη δεύτερη για να κάνει τα γεγονότα περί του θανάτου του Αγρίππα να συμφωνούν με όσα καταγράφονται στο βιβλίο των «Πράξεων» (όπου υποτίθεται ότι εκεί πεθαίνει από θεία τιμωρία, ενώ ο Ιώσηπος που καταγράφει το γεγονός μας τα λέει διαφορετικά), και μια τρίτη που σχετίζεται με το πότε γεννήθηκε ο Ιησούς. Εκεί, στην προσπάθειά του να εναρμονίσει τις δύο αντιφατικές διηγήσεις του «Ματθαίου» και του «Λουκά» ως προς το έτος γεννήσεως του Ιησού (ο ένας τοποθετεί τη γέννηση του Ιησού την εποχή του θανάτου του Ηρώδη και δεν αναφέρεται σε καμία απογραφή, ενώ ο άλλος τοποθετεί τη γέννηση κατά την απογραφή του Κυρηνίου πολύ μετά το θάνατο του Ηρώδου), ο Ευσέβιος διαστρέφει τα γεγονότα, και επικαλούμενος τον Ιώσηπο, αναφέρει ότι η απογραφή έγινε όσο ζούσε ο Ηρώδης. Ο Ιώσηπος όμως αναφέρει αυτό που ισχύει ιστορικά, ότι η απογραφή έγινε μετά τον θάνατο του Ηρώδη. Στην πραγματικότητα, ο Ευσέβιος προσπαθεί να εκμηδενίσει την διαφορά των 12 ετών που προκύπτει μεταξύ του θανάτου του Ηρώδη και της απογραφής, επειδή φυσικά είναι αδύνατο ο Ιησούς να γεννήθηκε ταυτόχρονα και το 4 πλην και το 7 συν. Να θυμηθούμε επίσης την πλαστογραφία στον Φλέγοντα όσον αφορά την έκλειψη ηλίου κατά το θάνατο του Ιησού, για να πιστοποιήσει την ιστορικότητα της ευαγγελικής αναφοράς. Ο Ωριγένης, που προηγείται του Ευσεβίου περίπου εκατό χρόνια, στο «Κατά Κέλσου», απαντά στην αντίρρηση του Κέλσου, ότι πράγματι ο Φλέγων αναφέρει ότι εκείνη την περίοδο υπήρξε έκλειψη ηλίου (αν και ήταν εποχή πανσελήνου), ενώ στα «Σχόλια εις το κατά Ματθαίον» αναφέρει ότι ο Φλέγων δεν αναφέρει κάτι τέτοιο ακριβώς επειδή ήταν περίοδος πανσελήνου! Επίσης, όπως μας πληροφορεί ο Σωκράτης ο σχολαστικός στην δική του «εκκλησιαστική ιστορία», ο ορθόδοξος επίσκοπος Ευστάθιος κατηγορούσε τον Ευσέβιο για παραχάραξη του «Συμβόλου» της πίστεως της Νικαίας («Και Ευστάθιος μεν ο Αντιοχείας επίσκοπος διασύρει τον Παμφίλου Ευσέβιον, ως την εν Νικαία πίστιν παραχαράττοντα» (1.23). Κάτι που ξαναεπιχείρησε σε σύνοδο με ενενήντα επισκόπους στην Αντιόχεια της Συρίας, όπου εξέθεσε άλλο «Σύμβολο» πίστεως, μεταποιώντας το «Σύμβολο» της Νικαίας (2,8-10), εξαιτίας των αρειανικών του φρονημάτων.

Ο Κωνσταντίνος όμως από πού πήρε τις πληροφορίες αυτές; Από έναν άλλο χριστιανό συγγραφέα, τον Λακτάντιο. Ο Λακτάντιος ήταν ένας πρώην εθνικός που μετεστράφη στον Χριστιανισμό σε ηλικία περίπου πενήντα ετών. Ήταν ρητοροδιδάσκαλος και ο Κωνσταντίνος τον πήρε κοντά του για δάσκαλο του γιού του, Κρίσπου. Ο Λακτάντιος στα κείμενά του υποστηρίζει και αυτός ότι ο Χριστιανισμός «προφητεύεται» από τον εθνικό κόσμο. Ωστόσο, και αυτός αναφέρει την κατηγορία εκ μέρους των εθνικών περί χριστιανικής παραχάραξης.

Στο έργο του «Θείαι διδασκαλίαι» (η συγγραφή του οποίου τοποθετείται μεταξύ 304- 313) περιλαμβάνει χρησμούς που δήθεν προφητεύουν τον Χριστό, την τριάδα, την γέννηση του Ιησού από την παρθένο Μαρία. Γράφει: «APOLLO enim quem preter ceteros diuinum maximeq; fatidicum existimant colophone respondens quod delphis credo emigrauerat amenitate asiae ductus querenti quis eet aut quit eet omnino deus. Respondit xx et uno versibus quorum hoc principiu est. ΑΥΤΟΦΥΗΣ, ΑΔΙΔΑΚΤΟΣ, ΑΜΗΤΩΡ, ΑΣΤΥΦΕΛΙΚΤΟΣ, ΟΥΝΟΜΑ ΜΗΔΕ ΛΟΓΩ ΧΩΡΟΥΜΕΝΟΣ, ΕΝ ΠΥΡΙ ΝΑΙΩΝ, ΤΟΥΤΟ ΘΕΟΣ. ΜΙΚΡΗ ΔΕ ΜΕΡΙΣ ΘΕΟΥ ΑΓΓΕΛΟΙ ΗΜΕΙΣ».

Δηλαδή, «Ο Απόλλων, ο οποίος πράγματι θεωρούν ότι είναι θεϊκότερος όλων των άλλων, και ιδιαίτερα προφητικός με τους χρησμούς του στην Κολοφώνα -υποθέτω ότι επειδή παρακινήθηκε από την ομορφιά της Ασίας μετακινήθηκε από τους Δελφούς- σε κάποιον που ρώτησε ποιος ήταν ο ίδιος, ή ποιος τελικά ήταν ο Θεός, απάντησε με είκοσι έναν στίχους, εκ των οποίων αυτή είναι η αρχή: «Αυτοδημιούργητος, αδίδακτος, χωρίς μητέρα, ακλόνητος, χωρίς να χωράει το όνομά του σε ανθρώπινο λόγο, πύρινος αιώνιος, αυτό είναι ο Θεός• μικρό δε μέρος του Θεού άγγελοι είμεθα εμείς» (βιβλ. 1, κεφ. 7).

Αυτή η…καταπληκτική μαρτυρία που παρουσιάζεται σήμερα από ορισμένους, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια πλαστή μαρτυρία. Το ερώτημα παραμένει: Εφόσον αυτός ο χρησμός του Απόλλωνος είναι αυθεντικός, και είχε ειπωθεί εκατοντάδες χρόνια πριν την επιφάνεια του Ιησού, γιατί δεν πείστηκαν σε αυτόν οι θεοσεβείς εθνικοί άνδρες; Γιατί οι χριστιανοί δεν περιέλαβαν με ευλάβεια το όνομα του Απόλλωνος; Ενώ έχουν σωθεί αρκετά από τα συγγράμματα του Πλουτάρχου που ήταν επί πολλά χρόνια πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, όμως πουθενά δεν γίνεται λόγος περί τούτων. Ούτε στα συγγράμματα του Φίλωνος του Ιουδαίου αναφέρεται κάτι σχετικό.

«Εξηγητικόν περί του εν Αθήναις ναού» και η προφητεία του Απόλλωνος περί Χριστού
Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι «Περί του ναού, και περί των διδασκαλίων, και των θεάτρων των εν Αθήναις». Το έργο βρίσκεται στον 28ο τόμο της «ελληνικής» πατρολογίας (σ. 1428-1432), και αποδίδεται από τη χειρόγραφη παράδοση στον Αθανάσιο Αλεξανδρείας. Ωστόσο ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος το κατατάσσει στα νόθα κείμενα (Β΄ τόμος πατρολογίας, σ. 322). Περί αυτών, αναφέρει: «Μέγας αριθμός κειμένων, κάποτε συγχρόνων αλλά συνήθως μεταγενεστέρων του Αθανασίου, κυκλοφόρησαν στο όνομά του, για να εξασφαλίσουν επιτυχία και αναγνώριση του περιεχομένου τους» (σ. 310).

Ο σκοπός του κειμένου ήταν να πείσει ότι «οι των Ελλήνων παίδες προεφήτευσαν και τον προάναρχον Θεόν και τον συνάναρχον αυτού Υιόν και Λόγον και το σύνθρονον αυτού και ομοούσιον Πνεύμα προεκήρυξαν και τα τίμια του σταυρού πάθη». Έτσι, παρουσιάζεται ο Απόλλων και κάποιοι από τους σοφούς, να προαναγγέλλουν τον Ιησού, εκατοντάδες χρόνια πριν την «έλευσή» του.

Κάποιος σοφός που τον έλεγαν Απόλλωνα, κινούμενος από τον Θεό, έκτισε στην Αθήνα έναν ναό στον οποίο έγραψε τη φράση «τω Αγνώστω Θεώ». Μαζεύτηκαν λοιπόν επτά σοφοί με σκοπό να ρωτήσουν γιατί έκτισε τον ναό και να ζητήσουν προφητεία. Τα ονόματα των σοφών αυτών ήταν: ο Τίτων (που είναι παντελώς άγνωστος), ο Βίας, ο Σόλων, ο Χείλων, ο Θουκυδίδης, ο Μένανδρος και ο Πλάτων. Έτσι, παρουσιάζεται ο Απόλλων να προφητεύει την Τριαδικότητα του Θεού και τη κυοφορία του Λόγου από την παρθένο Μαρία. Αλλά και οι σοφοί να συμφωνούν «περί της του Χριστού οικονομίας και περί της αγίας τριάδος». Οι σχετικές ρήσεις που τοποθετούνται στα στόματά τους, πάρα πολύ αργότερα θα αποτελέσουν θέμα εικονογραφίας σε μονές του Άθω.

Η ιστορική αναξιοπιστία όσων αναφέρονται στο έργο γίνεται εμφανής από τα παρακάτω.

α) Κανένας θνητός δεν ελάμβανε όνομα θεού. Στο κείμενο ο Απόλλων χαρακτηρίζεται ως «σοφός τις» και όχι ως θεός ή άγγελος. Δηλαδή, ως κάποιος σοφός άνθρωπος. Για λόγους ευλαβείας, τα ονόματα που δίδονταν στους ανθρώπους, ήταν σύνθετα. Δηλαδή, Απολλόδωρος, Απολλώνιος. Απολλωνίδης. Το ίδιο και με τα υπόλοιπα ονόματα για όσους ήθελαν να τιμήσουν το θείο με την ονοματοθεσία. Άρα, σοφός Απόλλων που να προφήτευσε από την αρχαιότητα τα περί του Χριστού, δεν υπήρξε, ούτε μαρτυρείται σε κάποιο κείμενο της ελληνικής γραμματείας.

β) Δεν υπήρξε ποτέ βωμός που να είναι επιγεγραμμένος με τη φράση «τω Αγνώστω Θεώ». Και αυτό πιστοποιείται από τρείς διαφορετικές πηγές που αναφέρονται σε διαφορετικές εποχές, τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π.κ.ε. έως και τον τρίτο κ.ε. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφερόμενος στον Επιμενίδη (6ος αι. π.κ.ε.), γράφει: «… όθεν έτι και νυν εστί ευρείν κατά τους δήμους των Αθηναίων βωμούς ανωνύμους» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Α 110). Δηλαδή, ακόμα και τώρα (στην εποχή του Διογένους- που εικάζεται ότι δραστηριοποιείται μεταξύ 2ου-3ου αιώνος κ.ε.), ισχύει το ίδιο το οποίο ίσχυε και κατά την επίσκεψη του Επιμενίδη στην Αθήνα. Επίσης, ο Παυσανίας κατά τον δεύτερο αιώνα μαρτυρεί σαφέστατα αυτό που είδε· «Βωμοί δε θεών τε ονομαζομένων Αγνώστων…» (Παυσανίας, Αττικά, 4). Αλλά και στο βίο του Απολλωνίου του Τυανέως, γράφει ο Φιλόστρατος: «Ευ λέγειν και ταύτα Αθήνησιν, ου και Αγνώστων δαιμόνων βωμοί ίδρυνται» (Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον», Ζ’ 3. 231).

γ) Οι σοφοί που αναφέρονται και που επίσης δίνουν προφητείες καταγεγραμμένες στο έργο αυτό, δεν έζησαν ιστορικά την ίδια εποχή (εκτός του Τίτωνος στον οποίο δεν υπάρχει καμία αναφορά ποτέ και από κανέναν και πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ). Για παράδειγμα, πως είναι δυνατόν να συναντήθηκαν ο Σόλων (639- 559 π.κ.ε.) με τον Πλάτωνα (427-347 π.κ.ε.); Ή ο Βίας (625-540 π.κ.ε.) με τον Μένανδρο (342-292 π.κ.ε.);

δ) Επίσης, όσα αποδίδονται στα πρόσωπα αυτά, είναι άγνωστα και δεν αναφέρονται από κανέναν σύγχρονό τους ή μεταγενέστερο, ούτε επαναλαμβάνονται από τους ίδιους στα σωζόμενα έργα τους. Η δε ιδέα ότι ο υιός του θεού θα ενσαρκωθεί κυοφορούμενος από μια θνητή κόρη, είναι άγνωστη και ασεβής για την ελληνική θεολογική παράδοση. Διότι οι τάξεις των γενών στα οποία εντάσσονται τα όντα είναι συγκεκριμένες, και δεν ενώνονται οι φύσεις σε μια υπόσταση ούτε «ατρέπτως», ούτε «ασυγχύτως», αλλά καθόλου. Για αυτό και οι αναφορές στην μυθολογία περί «παίδων» θεών, είναι καθαρά συμβολικές. Οι ιερατικοί μύθοι ποτέ δεν εκλαμβάνονταν κατά κυριολεξία από τους μυημένους. Και αυτή είναι η όλη ένσταση του Πλάτωνος στην «Πολιτεία», και όχι ότι δήθεν δεν τους ενέκρινε. Ήθελε να προστατεύσει τους νέους από παρερμηνείες στους ιερατικούς μύθους.

Προσωπική μου άποψη, είναι ότι η συγγραφή του έργου αυτού πρέπει να τοποθετηθεί μετά τον Αθανάσιο. Ο δε Αθανάσιος έζησε από το 295-373. Και αυτό διότι δεν αντικατοπτρίζει τις απόψεις του. Και καθώς ήταν φανατικός, είναι περισσότερο από σίγουρο ότι θα είχε απαντήσει. Κάτι που γίνεται κατανοητό εάν επιχειρήσουμε μια σύγκριση με βάση τα αυθεντικά του κείμενα. Ο Αθανάσιος, αυτός ο μέγας υβριστής του Ελληνισμού, ποτέ δεν θα παραδέχονταν θεογνωσία στους Έλληνες, είτε δια φιλοσοφίας είτε δια θεουργικής πράξεως όπως της μαντικής. Ας δούμε δειγματοληπτικά, ορισμένα τέτοια σημεία από τα έργα του:

«Οι φιλόσοφοι των Ελλήνων έγραψαν πολλά με αληθοφάνεια και τέχνη· παρουσίασαν λοιπόν κάτι τόσο μέγα όσο ο σταυρός του Χριστού; Διότι μέχρι του θανάτου των τα σοφίσματά των είχαν την αληθοφάνεια, αλλά και όσα θεωρούσαν όταν ήσαν ζώντες, ότι έχουν ισχύν, ήσαν αντικείμενα ανταγωνισμού μεταξύ των και φιλονικούσαν μεταξύ των δια την θεωρία των» (Άπαντα Αθανασίου, Περί Ενανθρωπήσεως, ΕΠΕ 1, σ.359).

Εδώ είναι ξεκάθαρο, ότι κατά τον Αθανάσιο, οι Έλληνες δεν παρουσίασαν τίποτα τόσο μεγάλο όσο ο σταυρός του Χριστού. Κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το παραπάνω ψευδο-αθανασιανό κείμενο, του οποίου ο συντάκτης ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο!

«Όσοι εκ των Ελλήνων προσχωρούν ακόμη και τώρα στην Εκκλησία, αφού εγκαταλείψουν την δεισιδαιμονία των ειδώλων, δεν λαμβάνουν την ονομασία εκ του ονόματος αυτών οι οποίοι τους κατηχούν, αλλά του Σωτήρα, και αρχίζουν να ονομάζονται αντί Έλληνες Χριστιανοί» (Άπαντα Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α΄, ΕΠΕ 2, σ. 35).

«Έτσι και οι Έλληνες, αν και ομολογούν με το στόμα τον Θεόν, όμως υπόκεινται στην κατηγορία της αθεΐας (κείμενο: «αθεότητος έχουσι το έγκλημα»), διότι δεν γνωρίζουν τον πραγματικά υπάρχοντα και αληθινό Θεό» (ο. π. σ. 335).

Απορίας άξιο, το πώς υπάρχουν άνθρωποι που τολμούν να λένε ότι ο Χριστιανισμός είναι συνέχεια του Ελληνισμού, προάγγελος, από την στιγμή που ξεκάθαρα ο Αθανάσιος ο στύλος της Ορθοδοξίας, όχι μόνο λέει ότι οι Έλληνες δεν είχαν ιδέα περί του αληθινού θεού, αλλά ότι ακόμα η ονομασία «Έλληνας» και «Χριστιανός» ήσαν ασυμβίβαστες. Και να επικαλούνται τον Αθανάσιο! Τα ίδια αναφέρει και αλλού. «Οι Έλληνες και οι αιρετικοί δεν έχουν θεογνωσία, αλλά μόνη η καθολική Εκκλησία» (Άπαντα Αθανασίου, Προς Μαρκελλίνο, ΕΠΕ 5, σ. 53).

Ο χρησμός της Πυθίας στον Πετισίωνα στο μαντείο του Σεράπιδος Διός

Στην χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα υπάρχει μια ιστορία που υποτίθεται ότι συμπληρώνει την βιβλική αφήγηση που αναφέρεται στην Έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Στη διήγηση μας αποκαλύπτεται το όνομα του Φαραώ προς τον οποίο ο Μωυσής και ο Ααρών μετέφεραν την προσταγή του Γιαχβέ να αφήσει ο Φαραώ τους Ισραηλίτες ελεύθερους να τον λατρεύσουν. Είναι γνωστή η συνέχεια της διηγήσεως από το βιβλίο της «Εξόδου». Αφού ο Πετισσίων και οι Αιγύπτιοι έπαθαν ό,τι έπαθαν, αποφάσισε ο Φαραώ να πάει στη Μέμφιδα, στο περίφημο μαντείο της. Αναφέρεται στην συνέχεια: «Και ποιήσας θυσίαν επηρώτα την Πυθίαν λέγων, Σαφήνισον μοι τις εστίν πρώτος υμών και μέγας θεός του Ισραήλ; Και εδόθη αυτώ χρησμός ούτος. Εστί κατ’ ουρανοίο μεγάλοιο βεβηκός φλογός υπερβάλλον αίθριον, αέναον, αθάνατον πυρ, ο τρέμει παν, ουρανός, γαία τε και θάλασσαν, ταρτάριοι τε βύθιοι δαίμονες ερρίγησαν. Ούτος ο θεός αυτοπάτωρ, απάτωρ, πατήρ υιός αυτός εαυτού, τρισόλβιος· εις μικρόν δε μέρος αγγέλων ημείς» (Χρονογραφία, Λόγος 3ος).

Δηλαδή, ο Ζεύς δίνει μαρτυρία δια της Πυθίας ότι ο ίδιος (και επομένως οι υπόλοιποι Ολύμπιοι) είναι ένα μικρό μέρος από τους αγγέλους του Θεού του Ισραήλ, δηλαδή του Γιαχβέ.

Αυτή η καταπληκτική απόδειξη απουσιάζει εκκωφαντικώς τόσο από τα κείμενα που αποτελούν τις ιερές γραφές Ιουδαίων και χριστιανών, όσο και από τις πρώιμες απολογίες των απολογητών. Προέρχεται από κείμενα μεταγενέστερα και πλαστογραφημένα, για την προπαγάνδα. Και αυτό μπορεί να στηριχθεί στο ίδιο το κείμενο. Ως Πυθία χαρακτηρίζονταν η αγνή κοπέλα που υπό ειδικές περιστάσεις πρόφερε πράγματα φαινομενικώς ασύνδετα, και που οι προφήτες έβαζαν σε τάξη είτε σε έμμετρο λόγο είτε σε πεζό, και παρουσίαζαν σε εκείνους που πήγαιναν να ρωτήσουν τον θεό δια αυτής. Σχετίζονταν με τον Απόλλωνα και όχι με τον Δία, και ανήκε στο μαντείο των Δελφών. Όχι στο οποιοδήποτε μαντείο.

«Πυθία, η του Πυθίου Απόλλωνος ιέρεια εν Δελφοίς, εκφωνούσα τους χρησμούς εν τω ναώ του θεού τούτου» (Λεξικό αρχαίων ονομάτων, Λορέντης, σ. 470).

Αγία Αικατερίνη

Προβάλλεται η Αικατερίνη που αποστόμωσε πενήντα εθνικούς ρήτορες, φέροντάς τους ως απόδειξη της αληθινής πίστης, έναν σιβυλλικό χρησμό. Ο χρησμός που κατά το θρύλο χρησιμοποίησε, ήταν ο ακόλουθος:

ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΔΟΘΕΙΣ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΑΥΤΟΥ: ΕΙΣ ΜΕ ΒΙΑΖΕΤΑΙ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΦΩΣ. ΚΑΙ Ο ΠΑΘΩΝ ΘΕΟΣ ΕΣΤΙΝ. ΚΑΙ ΟΥ ΘΕΟΤΗΣ ΠΑΘΕΝ ΑΥΤΗ. ΑΜΦΩ ΓΑΡ ΒΡΟΤΟΣ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΑΜΒΡΟΤΟΣ. ΑΥΤΟΣ ΘΕΟΣ ΗΔΗ ΚΑΙ ΑΝΗΡ. ΠΑΝΤΑ ΦΕΡΩΝ ΠΑΡΑ ΠΑΤΡΟΣ, ΕΧΩΝ ΤΕ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΠΑΝΤΑ. ΠΑΤΡΟΣ ΜΕΝ ΕΧΩΝ ΖΩΟΝ, ΑΛΚΗ ΜΗΤΡΟΣ ΔΕ, ΧΘΙΝΗΤΟΙ ΣΤΑΥΡΟΝ. ΤΑΦΟΝ, ΥΒΡΙΝ, ΑΝΙΑΤΟΥ, ΚΑΙ ΑΠΟ ΒΛΕΦΑΡΩΝ ΠΟΤΕ ΧΕΥΑ ΔΑΚΡΥΑ ΘΕΡΜΑ. ΠΕΝΤΕ ΔΕ ΧΙΛΙΑΔΑΣ ΕΚ ΠΕΝΤΕ ΠΥΡΡΩΝ ΚΟΡΕΣΑΙ. ΤΟ ΓΑΡ ΘΕΛΕΙΝ, ΑΒΡΟΤΟΣ ΕΛΚΕΙ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΜΟΣ ΘΕΟΣ ΕΣΤΙΝ . ΕΝ ΞΥΛΩ ΤΑΝΥΣΘΕΙΣ. ΩΣ ΘΑΝΕΝ ΕΚ ΤΑΦΗΣ, ΕΙΣ ΠΟΛΟΝ ΕΛΚΩΝ

Δηλαδή, «Χρησμός του Απόλλωνος που δόθηκε στους Δελφούς περί του Χριστού και του Πάθους Του: Ένας ουράνιος με πιέζει, το φως, και αυτός είναι ο παθών θεός, και δεν υπέφερε η θεότητά του, διότι είναι συγχρόνως και τα δύο, θνητός και μη θνητός, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, φέρει τα πάντα από τον Πατέρα και έχει τα πάντα από την μητέρα. Την ζωή όμως από τον Πατέρα, έχοντας την σωματική δύναμη από μητέρα θνητή, (θα υποστεί) τον σταυρό, την ταφή, την ύβρη. Από τα βλέφαρά του κάποτε θα κυλήσουν δάκρυα θερμά. Πέντε χιλιάδες άνδρες θα χορτάσει από πέντε άρτους, διότι ήθελε να εξουσιάσει ως Θεός. Ο Χριστός είναι ο δικός μου Θεός, ο οποίος σταυρώθηκε σε ξύλο, αυτός που εξέπνευσε και από τον τάφο έλκει πολλούς στον ουρανό».

Φυσικά πρόκειται για μια φανταστική ιστορία, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από καμία ιστορική πηγή. Μάλιστα από κάποιους επιχειρήθηκε η ταύτισή της με την Υπατία, και την δήθεν δήλωσή της σε επιστολή ότι ποθούσε να πεθάνει χριστιανή, παρότι η Αικατερίνη (εάν υπήρξε ποτέ) έζησε τουλάχιστον 100 χρόνια νωρίτερα από την φιλόσοφο Υπατία, εφόσον το «μαρτύριό» της τοποθετείται στο 305 επί αυτοκράτορος Μαξιμίνου. Στην Ορθόδοξη βικιπαίδεια αναφέρεται: «Σε ότι αφορά τις ιστορικές μαρτυρίες, έχουν γίνει σχετικές έρευνες, καθώς η αγία αγνοείται από τις αρχαίες πηγές μέχρι και τον 9ο αιώνα». Δηλαδή, επί πέντε αιώνες κανένας συγγραφέας δεν αναφέρει τη δράση της, το «μαρτύριό» της, ούτε τη θαυμαστή μεταστροφή στον χριστιανισμό πενήντα εθνικών ρητόρων.

Ο παραπάνω χρησμός είναι άγνωστος κατά το παρελθόν. Είναι άγνωστος μεταξύ των εθνικών, και ο πλαστογράφος με αυτόν επιδιώκει να υποτάξει τον Ελληνισμό στον Χριστιανισμό, καθώς υποτίθεται ότι ο Απόλλων παραδέχεται τον Χριστό ως «θεό» του, και «προφητεύει» το πάθος, τη σταύρωση, τον χορτασμό των πέντε χιλιάδων, ενώ απηχεί καθαρά μεταγενέστερα θεολογικά δόγματα, όπως την υποστατική ένωση της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού με τρόπο ασύγχυτο, άτρεπτο, και αδιαίρετο (Γ΄ οικουμενική, έτος 431). Για αυτόν τον λόγο ο Χριστός πάσχει μεν ως ένας, αλλά μόνο κατά την ανθρώπινη φύση του. Εάν υπήρχε πράγματι τέτοιος χρησμός, γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε κατά τους τρείς πρώτους αιώνες, ώστε να δοθεί ένα τέλος στις απεραντολογίες περί του εάν ο Ιησούς είναι θεός ή όχι; Επειδή δεν είχε ακόμα κατασκευαστεί ούτε ο χρησμός ούτε τα αντίστοιχα δόγματα.

Δαμασκηνός

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός υποτίθεται (διότι και αυτό το έργο που φέρουν ως αποδεικτικό, είναι νόθο και πλαστό), ότι στον λόγο «Εις την γέννησιν του Χριστού», μεταφέρει τρείς αρχαίους χρησμούς (ωστόσο και αυτοί άγνωστοι στον εθνικό κόσμο), που υποτίθεται ότι αφορούν τα περί του Χριστού.

Ο ένας είναι ο χρησμός της Ευοπτίας από τους Δελφούς, ο οποίος λέει: «Μετά πολλά χρόνια, θα φθάσει κάποιος εις αυτήν την πολυδιηρημένη γη και θα γεννηθεί με σάρκα αλάθητη. Με ανεξάντλητα όρια ως θεότητα θα απαλλάξει τον άνθρωπο από την φθορά των ανιάτων παθών. Και θα τον φθονήσει άπιστος λαός και θα κρεμασθεί υψηλά ως κατάδικος εις θάνατον. Όλα αυτά με τη θέλησή του θα τα υποστεί. Αφού πεθάνει θα αναστηθεί δια την αιώνιον ζωήν».

Άλλος υποτιθέμενος χρησμός, από ένα ιερό της Αθηνάς, η ιέρεια Ξανθίππη χρησμοδοτεί: «Τρισυπόστατος ουρανόπεμπτος που θα φέρει το φως, θα παρευρεθεί εξαπλώνοντας τον εαυτό του εις κρυστάλλινον οικοδόμημα. Αυτός καταργώντας τας τυραννίδας και κάθε δικό μας ιερό σέβασμα, θα μεταφέρει μέχρι την άκρη της γης ενδόξως, ως δώρον, την μακαριοτάτην σοφίαν του».

Και ο τρίτος, από ένα δεύτερο ιερό του Απόλλωνος, ο οποίος αναφέρεται στην Θεοτόκο: «Δέσποινα Πηγή, ο Μέγας Ήλιος με έστειλε να σου φανερώσω και ταυτόχρονα να υπηρετήσω τα σχετικά με την γέννησιν, καθοδηγώντας σε εις γάμον αμόλυντον. Μητέρα αφού γίνεις του Πρώτου εις όλα τα τάγματα, θα είσαι νύμφη του μοναδικού Τριαδικού Θεού· ονομάζεται δε το άσπορον βρεφος και είναι η αρχή και το τέλος· η αρχή της σωτηρίας και το τέλος της απωλείας».

Στην συνέχεια, η διήγηση μας πάει σε ένα ελληνικό ιερό της Ήρας στην Περσία, επί εποχής Κύρου. Ξαφνικά, άρχισαν τα αγάλματα των θεών που βρίσκονταν εκεί να χορεύουν λέγοντας ότι η Ήρα γέννησε τέκνο. Τα γυναικεία αγάλματα όμως δήλωναν ότι δεν γέννησε η Ήρα, αλλά η Πηγή. Εκεί πληροφορούμαστε ότι το όνομα της Πηγής είναι…Μαρία. Είναι η Ζωοδόχος Πηγή.

Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πλάνης, αρκεί να αντιπαραβάλουμε τα παραπάνω με όσα αναφέρονται σε γνήσια κείμενα του Δαμασκηνού.

Είναι δυνατόν ο μέγιστος δογματολόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας να παραδέχεται τους ολυμπίους ως προαγγέλους του Ιησού, όταν ο ίδιος τους δέχεται ως «δαίμονες»; Διότι γράφει στον λόγο του «Υπέρ των αγίων εικόνων»: «Έθυον δαίμοσιν Έλληνες (…) δαίμοσι τας εικόνας ανετίθουν Έλληνες» (ΕΠΕ 3, σελ. 140).

Είναι δυνατόν να παραδέχεται χρησμούς από «δαίμονες» (και πολύ περισσότερο να θέλει και τους άλλους να τους πιστέψουν), όταν ο ίδιος γράφει: «Και τα μεν μέλλοντα ουδέ οι άγγελοι του Θεού ουδέ οι δαίμονες οίδασιν, όμως προλέγουσιν· οι μεν άγγελοι του Θεού αυτοίς αποκαλύπτοντος και προλέγειν κελεύοντος· όθεν, όσα λέγουσι, γίνονται. Προλέγουσι δε και οι δαίμονες, ποτέ μεν τα μακράν γινόμενα βλέποντες, ποτέ δε στοχαζόμενοι· όθεν και τα πολλά ψεύδονται· οις ου δει πιστεύειν, καν αληθεύωσι πολλάκις, οίω τρόπω ειρήκαμεν» (Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, κεφ. 18).

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Δαμασκηνός όταν αναφέρεται σε «δαίμονες», δεν έχει κατά νου τους ολυμπίους. Ίσως να εννοεί τους κακοδαίμονες… Αν και είδαμε παραπάνω ότι ταυτίζει τους θεούς με τους «δαίμονες» τόσο καθαρά, ας δούμε και το επόμενο.

Ποιές θεωρεί ο Δαμασκηνός ως πηγές της θείας γνώσεως; Στο ίδιο έργο, στο πρώτο κεφάλαιο, γράφει: «Και δια Νόμου μεν και Προφητών πρότερον, έπειτα δε και δια του μονογενούς αυτού Υιού, Κυρίου δε και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, κατά το εφικτόν ημίν την εαυτού εφανέρωσε γνώσιν. Πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν δια τε Νόμου και Προφητών και Αποστόλων και Ευαγγελιστών δεχόμεθα και γινώσκομεν και σέβομεν ουδέ περαιτέρω τούτων επιζητούντες».

Αρκετά σαφής. Νόμος-προφήτες, δηλαδή Παλαιά Διαθήκη. Απόστολοι-ευαγγελιστές, δηλαδή Καινή Διαθήκη. Πουθενά χώρος για «σίβυλλες» και «χρησμούς».

Τελειώνοντας με τη πλαστογράφηση των σιβυλλικών χρησμών, θα περάσουμε σε μια ακόμα κραυγαλέα χριστιανική παραχάραξη που αφορά τον Ορφέα.

ΔΕΣ

Ιστορικότητα του Ιησού και κριτήρια ιστορικότητας

«Ιερές» παραχαράξεις

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου