ΙΙ. Επιθήματα με r
§ 335. Το μεγαλύτερο μέρος με βάση τη δύναμη εξάπλωσης αναλογεί στα nomina agentis σε -τήρ και -τωρ· σχετικά με αυτά και σχετικά με συγγενικούς σχηματισμούς όπως -τρος -τρον -τρίς.
Τα επιθήματα με ro συμπεριφέρονται στα ελληνικά παρόμοια με τα επιθήματα με lo: για τις παλιότερες πολλαπλές δυνατότητες μπορούμε ακόμη να συμπεράνουμε μόνο από τα απολιθωμένα κατάλοιπα: ἀγρός 'βοσκότοπος, αγρός' (Όμ.) από το ἄγειν 'οδηγώ',
ἕδρᾱ 'κάθισμα' (Όμ.) από το ἑδ- (καθ-έζεσθαι) 'κάθομαι, καθίζω',
φαιδρός 'φωτεινός' (από τον Πίνδ. και εξής) από το φαίδι-μος 'λαμπερός',
λιπαρός [1]'πολύ γυαλιστερός (από την επάλειψη με λίπος)' (Όμ.) από το λίπα επιρ. 'πλούσια',
νεαρός 'νέος' (Όμ.) από το νέος,
φοβερός (κλασ.) από το φόβος,
δροσερός (κλασ.) από το δρόσος 'δροσιά',
λιγυρός 'οξύτονος' (Όμ.) = λιγύς,
ἐχῠρός 'γερός, σταθερός' (κλασ.) από το ἔχειν 'κρατώ'.
§ 336. Όπως στην περίπτωση του - lo -, έτσι και στο - ro - ξεχωρίζει κάπως ο συνδυασμός του με μια απόληξη θέματος ονόματος με μακρόχρονο φωνήεν (ιδίως στον Ιπποκράτη): ἀνιᾱρός (ιων. ἀνιηρός) 'ενοχλητικός' (Όμ.) από το ἀνία 'αποστροφή',
πονηρός 'ενοχλητικός, άτυχος, κακός' (από το Θέογνι και εξής) από το πόνος 'κόπος, ανάγκη',
νοσηρός 'που προξενεί αρρώστια, ανθυγιεινός' (κλασ.) από το νόσος 'αρρώστια' και κατ' αναλογία ὑγιηρός 'υγιής, ιαματικός' (από τον Πίνδ. και εξής) = ὑγιής,
ὀλισθηρός 'γλιστερός' (από τον Πίνδ. και εξής) από το ὀλισθαίνειν (ὀλισθήσω ὤλισθον) 'ξεγλιστρώ',
ἰσχῡρός 'δυνατός' (κλασ.) από το ἰσχ ύ̄ ς 'δύναμη',
ὀιζῡρός 'θλιβερός' (Όμ.) από το ὀιζ ύ̄ ς 'θρήνος'.
Σχετικά με το -ωρή δες § 325 .
Το επίθημα -τερος διατηρεί στους ιστορικούς χρόνους τη σχηματιστική δύναμή του μόνον ως συγκριτικό επίθημα, ανήκει δηλαδή στο τυπολογικό μέρος, ενώ παλιότερα δήλωνε γενικά μια συγκριτική αντιδιαστολή:
ἀριστερός - δεξιτερός 'αριστερός - δεξιός' (πρβ. λατ. sinister - dexter)·
ἡμέτερος - ὑμέτερος, πρβ. λατ. nos - ter - ves - ter·
ὀρέστερος - ἀγρότερος 'που ζει στα βουνά - στους αγρούς'.
-------------------------
[1] Από το -αρος πρέπει να προήλθε και το υποκοριστικό -άριον (§ 294): ταλάριον (Πολυδεύκης) από το τάλαρος 'κοφίνι' (Όμ.· από το ταλα- 'κουβαλώ'), ἐσχάριον 'σχάρα (πυράς)' (Αριστοφ.) από το ἐσχάρα 'εστία' (Όμ.).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου