Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

ΠΛ Θεαιτ 169d–171e

Συζήτηση για την άποψη του Πρωταγόρα ότι «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»

Συζητώντας με τον Θεαίτητο για την ουσία της γνώσης, ο Σωκράτης επεσήμανε ότι, εάν ίσχυε η θέση του Πρωταγόρα ότι «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» , όλοι οι άνθρωποι θα ήταν το ίδιο σοφοί. Επίσης, γνώση και αίσθηση θα είχαν την ίδια διάρκεια. Και τα δύο αυτά επακόλουθα απορρίφθηκαν ως άτοπα, ωστόσο η παράθεση των αναμενόμενων επιχειρημάτων του Πρωταγόρα κατέστησε απαραίτητη την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος με τη συνδρομή του Θεόδωρου του Κυρηναίου, δασκάλου του Θεαίτητου.


ΣΩ. Τοῦδε τοίνυν πρῶτον πάλιν ἀντιλαβώμεθα οὗπερ τὸ
πρότερον, καὶ ἴδωμεν ὀρθῶς ἢ οὐκ ὀρθῶς ἐδυσχεραίνομεν
ἐπιτιμῶντες τῷ λόγῳ ὅτι αὐτάρκη ἕκαστον εἰς φρόνησιν
ἐποίει, καὶ ἡμῖν συνεχώρησεν ὁ Πρωταγόρας περί τε τοῦ
ἀμείνονος καὶ χείρονος διαφέρειν τινάς, οὓς δὴ καὶ εἶναι
σοφούς. οὐχί;

ΘΕΟ. Ναί.

ΣΩ. Εἰ μὲν τοίνυν αὐτὸς παρὼν ὡμολόγει ἀλλὰ μὴ ἡμεῖς
[169e] βοηθοῦντες ὑπὲρ αὐτοῦ συνεχωρήσαμεν, οὐδὲν ἂν πάλιν ἔδει
ἐπαναλαβόντας βεβαιοῦσθαι· νῦν δὲ τάχ’ ἄν τις ἡμᾶς ἀκύρους
τιθείη τῆς ὑπὲρ ἐκείνου ὁμολογίας. διὸ καλλιόνως ἔχει
σαφέστερον περὶ τούτου αὐτοῦ διομολογήσασθαι· οὐ γάρ τι
σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως.

ΘΕΟ. Λέγεις ἀληθῆ.

ΣΩ. Μὴ τοίνυν δι’ ἄλλων ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἐκείνου λόγου ὡς
[170a] διὰ βραχυτάτων λάβωμεν τὴν ὁμολογίαν.

ΘΕΟ. Πῶς;

ΣΩ. Οὑτωσί· τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναί φησί
που ᾧ δοκεῖ;

ΘΕΟ. Φησὶ γὰρ οὖν.

ΣΩ. Οὐκοῦν, ὦ Πρωταγόρα, καὶ ἡμεῖς ἀνθρώπου, μᾶλλον
δὲ πάντων ἀνθρώπων δόξας λέγομεν, καὶ φαμὲν οὐδένα
ὅντινα οὐ τὰ μὲν αὑτὸν ἡγεῖσθαι τῶν ἄλλων σοφώτερον, τὰ
δὲ ἄλλους ἑαυτοῦ, καὶ ἔν γε τοῖς μεγίστοις κινδύνοις, ὅταν
ἐν στρατείαις ἢ νόσοις ἢ ἐν θαλάττῃ χειμάζωνται, ὥσπερ
πρὸς θεοὺς ἔχειν τοὺς ἐν ἑκάστοις ἄρχοντας, σωτῆρας σφῶν
[170b] προσδοκῶντας, οὐκ ἄλλῳ τῳ διαφέροντας ἢ τῷ εἰδέναι· καὶ
πάντα που μεστὰ τἀνθρώπινα ζητούντων διδασκάλους τε καὶ
ἄρχοντας ἑαυτῶν τε καὶ τῶν ἄλλων ζῴων τῶν τε ἐργασιῶν,
οἰομένων τε αὖ ἱκανῶν μὲν διδάσκειν, ἱκανῶν δὲ ἄρχειν
εἶναι. καὶ ἐν τούτοις ἅπασι τί ἄλλο φήσομεν ἢ αὐτοὺς τοὺς
ἀνθρώπους ἡγεῖσθαι σοφίαν καὶ ἀμαθίαν εἶναι παρὰ σφίσιν;

ΘΕΟ. Οὐδὲν ἄλλο.

ΣΩ. Οὐκοῦν τὴν μὲν σοφίαν ἀληθῆ διάνοιαν ἡγοῦνται,
τὴν δὲ ἀμαθίαν ψευδῆ δόξαν;

[170c] ΘΕΟ. Τί μήν;

ΣΩ. Τί οὖν, ὦ Πρωταγόρα, χρησόμεθα τῷ λόγῳ; πότε-
ρον ἀληθῆ φῶμεν ἀεὶ τοὺς ἀνθρώπους δοξάζειν, ἢ τοτὲ μὲν
ἀληθῆ, τοτὲ δὲ ψευδῆ; ἐξ ἀμφοτέρων γάρ που συμβαίνει μὴ
ἀεὶ ἀληθῆ ἀλλ’ ἀμφότερα αὐτοὺς δοξάζειν. σκόπει γάρ, ὦ
Θεόδωρε, εἰ ἐθέλοι ἄν τις τῶν ἀμφὶ Πρωταγόραν ἢ σὺ
αὐτὸς διαμάχεσθαι ὡς οὐδεὶς ἡγεῖται ἕτερος ἕτερον ἀμαθῆ
τε εἶναι καὶ ψευδῆ δοξάζειν.

ΘΕΟ. Ἀλλ’ ἄπιστον, ὦ Σώκρατες.

[170d] ΣΩ. Καὶ μὴν εἰς τοῦτό γε ἀνάγκης ὁ λόγος ἥκει ὁ
πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον λέγων.

ΘΕΟ. Πῶς δή;

ΣΩ. Ὅταν σὺ κρίνας τι παρὰ σαυτῷ πρός με ἀποφαίνῃ
περί τινος δόξαν, σοὶ μὲν δὴ τοῦτο κατὰ τὸν ἐκείνου λόγον
ἀληθὲς ἔστω, ἡμῖν δὲ δὴ τοῖς ἄλλοις περὶ τῆς σῆς κρίσεως
πότερον οὐκ ἔστιν κριταῖς γενέσθαι, ἢ ἀεὶ σὲ κρίνομεν
ἀληθῆ δοξάζειν; ἢ μυρίοι ἑκάστοτέ σοι μάχονται ἀντιδοξά-
ζοντες, ἡγούμενοι ψευδῆ κρίνειν τε καὶ οἴεσθαι;

[170e] ΘΕΟ. Νὴ τὸν Δία, ὦ Σώκρατες, μάλα μυρίοι δῆτα,
φησὶν Ὅμηρος, οἵ γέ μοι τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα
παρέχουσιν.

ΣΩ. Τί οὖν; βούλει λέγωμεν ὡς σὺ τότε σαυτῷ μὲν
ἀληθῆ δοξάζεις, τοῖς δὲ μυρίοις ψευδῆ;

ΘΕΟ. Ἔοικεν ἔκ γε τοῦ λόγου ἀνάγκη εἶναι.

ΣΩ. Τί δὲ αὐτῷ Πρωταγόρᾳ; ἆρ’ οὐχὶ ἀνάγκη, εἰ μὲν
μηδὲ αὐτὸς ᾤετο μέτρον εἶναι ἄνθρωπον μηδὲ οἱ πολλοί,
ὥσπερ οὐδὲ οἴονται, μηδενὶ δὴ εἶναι ταύτην τὴν ἀλήθειαν
[171a] ἣν ἐκεῖνος ἔγραψεν; εἰ δὲ αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ
συνοίεται, οἶσθ’ ὅτι πρῶτον μὲν ὅσῳ πλείους οἷς μὴ δοκεῖ ἢ
οἷς δοκεῖ, τοσούτῳ μᾶλλον οὐκ ἔστιν ἢ ἔστιν.

ΘΕΟ. Ἀνάγκη, εἴπερ γε καθ’ ἑκάστην δόξαν ἔσται καὶ
οὐκ ἔσται.

ΣΩ. Ἔπειτά γε τοῦτ’ ἔχει κομψότατον· ἐκεῖνος μὲν περὶ
τῆς αὑτοῦ οἰήσεως τὴν τῶν ἀντιδοξαζόντων οἴησιν, ᾗ ἐκεῖ-
νον ἡγοῦνται ψεύδεσθαι, συγχωρεῖ που ἀληθῆ εἶναι ὁμολογῶν
τὰ ὄντα δοξάζειν ἅπαντας.

ΘΕΟ. Πάνυ μὲν οὖν.

[171b] ΣΩ. Οὐκοῦν τὴν αὑτοῦ ἂν ψευδῆ συγχωροῖ, εἰ τὴν τῶν
ἡγουμένων αὐτὸν ψεύδεσθαι ὁμολογεῖ ἀληθῆ εἶναι;

ΘΕΟ. Ἀνάγκη.

ΣΩ. Οἱ δέ γ’ ἄλλοι οὐ συγχωροῦσιν ἑαυτοῖς ψεύδεσθαι;

ΘΕΟ. Οὐ γὰρ οὖν.

ΣΩ. Ὁ δέ γ’ αὖ ὁμολογεῖ καὶ ταύτην ἀληθῆ τὴν δόξαν
ἐξ ὧν γέγραφεν.

ΘΕΟ. Φαίνεται.

ΣΩ. Ἐξ ἁπάντων ἄρα ἀπὸ Πρωταγόρου ἀρξαμένων
ἀμφισβητήσεται, μᾶλλον δὲ ὑπό γε ἐκείνου ὁμολογήσεται,
ὅταν τῷ τἀναντία λέγοντι συγχωρῇ ἀληθῆ αὐτὸν δοξάζειν,
[171c] τότε καὶ ὁ Πρωταγόρας αὐτὸς συγχωρήσεται μήτε κύνα μήτε
τὸν ἐπιτυχόντα ἄνθρωπον μέτρον εἶναι μηδὲ περὶ ἑνὸς οὗ ἂν
μὴ μάθῃ. οὐχ οὕτως;

ΘΕΟ. Οὕτως.

ΣΩ. Οὐκοῦν ἐπειδὴ ἀμφισβητεῖται ὑπὸ πάντων, οὐδενὶ
ἂν εἴη ἡ Πρωταγόρου Ἀλήθεια ἀληθής, οὔτε τινὶ ἄλλῳ οὔτ’
αὐτῷ ἐκείνῳ.

ΘΕΟ. Ἄγαν, ὦ Σώκρατες, τὸν ἑταῖρόν μου καταθέομεν.

ΣΩ. Ἀλλά τοι, ὦ φίλε, ἄδηλον εἰ καὶ παραθέομεν τὸ
ὀρθόν. εἰκός γε ἄρα ἐκεῖνον πρεσβύτερον ὄντα σοφώτερον
[171d] ἡμῶν εἶναι· καὶ εἰ αὐτίκα ἐντεῦθεν ἀνακύψειε μέχρι τοῦ
αὐχένος, πολλὰ ἂν ἐμέ τε ἐλέγξας ληροῦντα, ὡς τὸ εἰκός,
καὶ σὲ ὁμολογοῦντα, καταδὺς ἂν οἴχοιτο ἀποτρέχων. ἀλλ’
ἡμῖν ἀνάγκη οἶμαι χρῆσθαι ἡμῖν αὐτοῖς ὁποῖοί τινές ἐσμεν,
καὶ τὰ δοκοῦντα ἀεὶ ταῦτα λέγειν. καὶ δῆτα καὶ νῦν ἄλλο
τι φῶμεν ὁμολογεῖν ἂν τοῦτό γε ὁντινοῦν, τὸ εἶναι σοφώτερον
ἕτερον ἑτέρου, εἶναι δὲ καὶ ἀμαθέστερον;

ΘΕΟ. Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ.

ΣΩ. Ἦ καὶ ταύτῃ ἂν μάλιστα ἵστασθαι τὸν λόγον, ᾗ
[171e] ἡμεῖς ὑπεγράψαμεν βοηθοῦντες Πρωταγόρᾳ, ὡς τὰ μὲν
πολλὰ ᾗ δοκεῖ, ταύτῃ καὶ ἔστιν ἑκάστῳ, θερμά, ξηρά,
γλυκέα, πάντα ὅσα τοῦ τύπου τούτου· εἰ δέ που ἔν τισι
συγχωρήσεται διαφέρειν ἄλλον ἄλλου, περὶ τὰ ὑγιεινὰ καὶ
νοσώδη ἐθελῆσαι ἂν φάναι μὴ πᾶν γύναιον καὶ παιδίον, καὶ
θηρίον δέ, ἱκανὸν εἶναι ἰᾶσθαι αὑτὸ γιγνῶσκον ἑαυτῷ τὸ
ὑγιεινόν, ἀλλὰ ἐνταῦθα δὴ ἄλλον ἄλλου διαφέρειν, εἴπερ
που;

ΘΕΟ. Ἔμοιγε δοκεῖ οὕτως.

***
ΣΩ. Ας πάρωμε λοιπόν πρώτα το ίδιο σημείο που εξετάζαμε και πριν και ας δούμε, αν ορθά φέρνομε δυσκολίες. Κατηγορούσαμε τη βασική του αρχή ότι έκανε τον καθένα αυτάρκη σε σοφία και ο Πρωταγόρας δέχτηκε πως μερικοί υπερέχουν ως προς το ανώτερο και χειρότερο, και πως αυτοί δεν είναι σοφοί. Όχι;

ΘΕΟ. Ναι.

ΣΩ. Αν συμφωνούσε ο ίδιος όντας εδώ παρών, και όχι εμείς οι υπερασπιστές του, δεν θα ήταν καθόλου ανάγκη να το εξετάσωμε πάλι για να το στερεώσωμε. Τώρα όμως ίσως να μας αρνιόταν κανείς το δικαίωμα να συμφωνούμε για δικό του λογαριασμό. Γι' αυτό καλύτερο είναι με σαφέστερο τρόπο να καταλήξωμε σε συμφωνία για το πράγμα τούτο· γιατί δεν είναι μικρή η διαφορά, αν το πράγμα είναι έτσι ή αλλιώς.

ΘΕΟ. Λες αλήθεια.

ΣΩ. Ας φτάσωμε λοιπόν σε τούτη τη συμφωνία όχι μέσον άλλων, αλλά από τη θέση εκείνου, όσο μπορούμε πιο σύντομα.

ΘΕΟ. Πώς;

ΣΩ. Να έτσι· ό,τιφαίνεται στον καθένα σωστό αυτό, αν δεν γελιέμαι, ισχυρίζεται ότι και υπάρχει γι' αυτόν τον άνθρωπο.

ΘΕΟ. Ναι, το ισχυρίζεται.

ΣΩ. Ε λοιπόν, Πρωταγόρα, κι εμείς ανθρώπου γνώμες εκφράζουμε, ή καλύτερα όλων των ανθρώπων, όταν υποστηρίζωμε πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη νομίζη σεάλλα τον εαυτό του σοφώτερο από τους άλλους, και σε άλλα άλλους πιο σοφούς από κείνον. Και στους πιο μεγάλους κινδύνους, όταν δέρνη τους ανθρώπους τρικυμία, σε πολέμους ή σε αρρώστιες, ή σε θάλασσα, όλοι κοιτάζουν σα θεούς τους αρχηγούς στην κάθε περίσταση περιμένοντας απ' αυτούς τη σωτηρία τους, ενώ δεν ξεχωρίζουν σε τίποτε άλλο παρά μόνο σε γνώση. Και σε όλες τις μορφές της ζωής υπάρχει πλήθος ανθρώπων που γυρεύουν και δασκάλους και άρχοντες για τον εαυτό τους και για όσα άλλα έχουν ζωή και για τις εργασίες τους, και άλλων πάλι ανθρώπων που, αντίθετα, φαντάζονται ότι είναι ικανοί να διδάσκουν, ικανοί και να άρχουν. Και σε όλα τούτα τι άλλο θα πούμε παρά ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν μέσα τους και σοφία και αμάθεια;

ΘΕΟ. Τίποτε άλλο.

ΣΩ. Δε νομίζουν λοιπόν πως η σοφία είναι η αληθινή σκέψη και η αμάθεια η σφαλερή γνώμη;

ΘΕΟ. Γιατί όχι;

ΣΩ. Τι θα κάνωμε λοιπόν τότε, Πρωταγόρα, στη συζήτηση μας; Να δεχτούμε πωςοι άνθρωποι έχουν πάντα σωστές γνώμες, ή άλλοτε σωστές και άλλοτε εσφαλμένες; Γιατί κι από τις δυο απαντήσεις μας βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πάντα ορθές γνώμες, αλλά και ορθές και εσφαλμένες. Εξέτασε, αλήθεια, Θεόδωρε, αν θα ήθελε κανείς από τους οπαδούς του Πρωταγόρα ή συ ο ίδιος να υποστηρίξης πέρα για πέρα πως κανείς δεν νομίζει άλλον, ότι και αμαθής είναι και εσφαλμένες γνώμες έχει.

ΘΕΟ. Δε θα 'ταν πιστευτό, Σωκράτη.

ΣΩ. Και όμως σ' αυτό το αναπόφευκτο συμπέρασμα φέρνει η αρχή, που λέγει τον άνθρωπο μέτρο όλων των πραγμάτων.

ΘΕΟ. Μα πώς;

ΣΩ. Όταν συ κρίνης μέσα σου κάτι και διατυπώσης γνώμη γι' αυτό, ή είναι για σένα αληθινή αυτή σου η γνώμη, σύμφωνα με την αρχή του Πρωταγόρα, εμείς όμως οι άλλοι δεν έχομε το δικαίωμα να κρίνωμε την κρίση σου, ή, αν έχωμε, κρίνομε ότι πάντα ορθή είναι η γνώμη που έχεις; Δεν αγωνίζονται, αντίθετα, μυριάδες κάθε φορά εναντίον σου με αντίθετη γνώμη, νομίζοντας ότι και η κρίση σου και οι πεποιθήσεις σου είναι εσφαλμένες;

ΘΕΟ. Ναι μα τον Δία, Σωκράτη, πολλές μάλιστα μυριάδες, λέγει ο Όμηρος, που όσες δυσκολίες μπορούν, οι άνθρωποι, μου τις προξενούν.

ΣΩ. Τι λοιπόν; θέλεις να πούμε πως εσύ τότε για τον εαυτό σου έχεις σωστή γνώμη, για τις μυριάδες όμως τους άλλους εσφαλμένη;

ΘΕΟ. Κατά την αρχή του Πρωταγόρα φαίνεται να είναι αναγκαίο.

ΣΩ. Για τον ίδιο όμως τον Πρωταγόρα; Δεν είναι άραγε αναπόφευκτο, αν ούτε ο ίδιος πίστευε πως ο άνθρωπος είναι μέτρο, ούτε οι πολλοί ―όπως δα και δεν το πιστεύουν― να μην υπάρχη για κανέναν αυτή η αλήθεια που έγραψε στο βιβλίο του; Αν πάλι αυτός το πίστευε, το πλήθος όμως των ανθρώπων δεν τον ακολουθούσε σ' αυτή του την πίστη, ξέρεις ότι όσο περισσότεροι είναι εκείνοι που δεν έχουν αυτή τη γνώμη από εκείνους που την έχουν, τόσο περισσότερο δεν υπάρχει παρά υπάρχει;

ΘΕΟ. Αναγκαίο, αν βέβαια η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της εξαρτάται από τη γνώμη του καθενός.

ΣΩ. Είναι ακόμη και τούτο δα το πολύ κομψό. Η αντίθεση προς τη δική του πεποίθηση εκείνων που νομίζουν ότι εκείνος πλανιέται, παραδέχεται ο Πρωταγόρας ασφαλώς ότι είναι αληθινή, αφού ομολογεί ότι όλοι οι άνθρωποι εκφράζουν με τις γνώμες τους τα όντα.

ΘΕΟ. Βεβαιότατα.

ΣΩ. Δεν παραδέχεται τότε ότι η δική του είναι εσφαλμένη, μια που δέχεται σωστή τη γνώμη εκείνων που λέγουν ότι αυτός πλανιέται;

ΘΕΟ. Αναγκαίο.

ΣΩ. Οι άλλοι όμως δεν δέχονται ότι έχουν εσφαλμένες γνώμες.

ΘΕΟ. Δεν δέχονται, όχι.

ΣΩ. Εκείνος πάλι, σύμφωνα με όσα έγραψε, ομολογεί πως και αυτή τους η γνώμη είναι σωστή.

ΘΕΟ. Είναι φανερό.

ΣΩ. Όλοι λοιπόν αρχίζοντας από τον Πρωταγόρα θα αμφισβητήσουν, εκείνος μάλιστα και θα ομολογήση, τη στιγμή που δέχεται ότι όποιος υποστηρίζει τα αντίθετα από εκείνον έχει ορθή γνώμη και θα παραδεχτή τότε και ο ίδιος ο Πρωταγόρας, ότι ούτε ο σκύλος ούτε ο πρώτος τυχών άνθρωπος είναι μέτρο για κανένα πράγμα πριν το μάθη. Δεν είναι έτσι;

ΘΕΟ. Έτσι.

ΣΩ. Μια λοιπόν που όλοι την αμφισβητούν, η Αλήθεια του Πρωταγόρα δε θα ήταν αληθινή για κανέναν, ούτε για άλλον ούτε για κείνον τον ίδιο.

ΘΕΟ. Πολύ κατατρέχομε, Σωκράτη, το φίλο μου.

ΣΩ. Μα, φίλε μου, δεν είναι δα φανερό αν δεν παρατρέχωμε και το σωστό. Είναι και φυσικό εκείνος, όντας πρεσβύτερος, να είναι και σοφώτερός μας. Και αν τούτη τη στιγμή αναπηδούσεν εδώ από τη γη ως το λαιμό, θα έλεγχε εμένα για πολλές μου ανοησίες πιθανόν, και σένα γιατί τις δέχεσαι και θα χωνόταν πίσω στη γη γρήγορα γρήγορα. Είναι όμως σε μας αναγκαίο, φαντάζομαι, να χρησιμοποιούμε τον εαυτό μας τέτοιον που είναι, και όσα μας φαίνονται σωστά, αυτά πάντα να λέμε. Να και τώρα δε θα πούμε ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος δέχεται ότι και σοφώτερος είναι ένας από τον άλλον και αμαθέστερος;

ΘΕΟ. Εγώ ναι το νομίζω.

ΣΩ. Δε θα δεχτούμε ακόμη ότι η θέση του Πρωταγόρα στέκεται πολύ καλά όπως την παρουσιάσαμε, όταν τον βοηθούσαμε, ότι τις περισσότερες φορές όπως φαίνονται έτσι και είναι για τον καθένα θερμά, ξερά, γλυκά, όλα όσα ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία; Αν όμως σε μερικές περιπτώσεις θα γινόταν δεκτό ότι ένας ξεχωρίζει από τον άλλο, δε θα δεχόταν πρόθυμα κανείς ότι στα ζητήματα της υγείας και της αρρώστιας κάθε γυναικούλα και παιδί και ζώο δεν είναι δυνατόν να γιατρευτή μόνο του ξέροντας ποιο του φέρνει υγεία, αλλά, αν κάπου, σε τούτο τουλάχιστο το ζήτημα ξεχωρίζει ένας από τον άλλον;

ΘΕΟ. Εγώ έτσι νομίζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου