Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά» ξεκαθαρίζει ότι η πόλη δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση προς εξασφάλιση της επιβίωσης, αλλά φυσική επιταγή προς επίτευξη της ευδαιμονίας. Φυσικά η πρώτη μορφή κοινωνίας που γνώρισε ο άνθρωπος είναι η οικογένεια: «Η κοινωνία λοιπόν που συγκροτήθηκε κατά ένα φυσικό τρόπο για να καλύπτει τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες του ανθρώπου είναι η οικογένεια». Και βέβαια η συνένωση πολλών οικογενειών προκειμένου να αντιμετωπιστούν περισσότερο απαιτητικές ανάγκες στο πλαίσιο της επιβίωσης λέγεται κώμη: «Η μορφή κοινωνίας που πρώτη συγκροτήθηκε από τη συνένωση περισσότερων οικογενειών για να καλύψει υπερκαθημερινές ανάγκες του ανθρώπου είναι η κώμη». Αποδεχόμενοι ότι η οικογένεια είναι επιταγή της φύσης δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι και η κώμη προέρχεται επίσης από τη φύση, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από την κοινωνική εξέλιξη της οικογένειας: «Ο φυσικός χαρακτήρας της κώμης φαίνεται να έγκειται κατεξοχήν στο γεγονός ότι αποτελεί προέκταση της οικογένειας. Και γι’ αυτό ορισμένοι ονομάζουν τα μέλη της κώμης ομογάλακτα, παιδιά και παιδιά των παιδιών».
Από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό ότι η συνένωση των κωμών δημιούργησαν την πόλη, καθίσταται σαφές ότι και η πόλη είναι από τη φύση. Γιατί όταν η εξελικτική πορεία κάποιου πράγματος έχει ως βάση τη φυσική επιταγή, είναι αδύνατο να συμβαίνει κάτι διαφορετικό και γι’ αυτό το ίδιο: «Γι’ αυτό κάθε πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα, εφόσον αυτό ισχύει και για τις πρώτες μορφές κοινωνίας (ενν. την οικία και την κώμη). Διότι αυτή συνιστά γι’ αυτές το σκοπό τους και η φύση είναι σκοπός». Η φράση «η φύση είναι σκοπός» αποτελεί τον πυρήνα της αριστοτελικής τελεολογίας που ξεκαθαρίζει ότι κάθε πράγμα από τη φύση του είναι πλασμένο για ένα σκοπό. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν έχει γίνει τυχαία από τη φύση και κατ’ επέκταση, κάθε φυσικό δημιούργημα αποσκοπεί στην εκπλήρωση του σκοπού της ύπαρξής του. Από τη στιγμή που η πόλη είναι η ολοκλήρωση της εξέλιξης του οίκου και της κώμης δεν μπορεί παρά να είναι και η ίδια από τη φύση, τόσο επειδή τα προηγούμενα στάδια της εξελικτικής της πορείας είναι απ’ τη φύση, όσο κι επειδή αποτελεί ολοκλήρωση μιας εξελικτικής πορείας, αφού οτιδήποτε προέρχεται από τη φύση οφείλει να φτάσει στην ολοκλήρωσή του (την κορύφωση της εξελικτικής του πορείας), δηλαδή να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του ώστε να επιτελεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο: «Διότι ό,τι είναι το κάθε πράγμα, αφού ολοκληρωθεί η ανάπτυξή του, αυτό λέμε ότι είναι η φύση του, όπως π.χ. του ανθρώπου, του ίππου, της οικίας. Εξάλλου ο σκοπός και η τελική αιτία του σκοπού είναι κάτι το άριστο».
Η αναγνώριση ότι «ο σκοπός και η τελική αιτία του σκοπού είναι κάτι το άριστο» είναι η επιβεβαίωση ότι όλα αποσκοπούν στο άριστο, ότι δηλαδή όταν φτάνουν στην ολοκλήρωσή τους – περνώντας όλα τα εξελικτικά στάδια – εκπληρώνουν το άριστο που τους έχει οριστεί από τη φύση, το οποίο είναι ασφαλώς και ο σκοπός τους. Γι’ αυτό λέμε ότι φτάνουν στην τέλεια κατάστασή τους. Γιατί είναι σε θέση να εκπληρώσουν με τρόπο τέλειο την αποστολή που τους δόθηκε από τη φύση: «Η πόλη δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά η τέλεια κοινωνία που αποτελείται από περισσότερες κώμες και διαθέτει, μπορούμε να πούμε, τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια». Κι εδώ φτάνουμε στον τελικό σκοπό της πόλης, το άριστο, που νοηματοδοτεί ολόκληρη την εξελικτική της πορεία και που δεν είναι τίποτε άλλο από την αυτάρκεια. Κι όταν λέμε αυτάρκεια δεν εννοούμε την πληρότητα μόνο των υλικών αγαθών – χωρίς φυσικά και να την αποκλείουμε – αλλά την κάλυψη όλων των αναγκών του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένων και των πνευματικών, ηθικών, μεταφυσικών κλπ. Γι’ αυτό η πόλη, πέρα από τα εύφορα εδάφη που θα προσφέρουν την υλική – διατροφική αυτάρκεια, οφείλει να παρέχει παιδεία, οργανωμένο σύστημα διοίκησης, ευνομία, στρατιωτική ισχύ, δικαιοσύνη και γενικά όλα εκείνα τα στοιχεία που θα κάνουν τους πολίτες να έχουν απόλυτη επάρκεια των αγαθών, ώστε να μπορούν να ζουν, χωρίς να χρειάζονται τίποτε από άλλες πόλεις. Γιατί αυτές είναι οι προϋποθέσεις που θα προσφέρουν στον άνθρωπο ασφάλεια. Κι αυτή είναι η μοναδική προοπτική προς την ευτυχία: «συγκροτήθηκε βεβαίως για την εξασφάλιση των αναγκαίων για τη ζωή προϋποθέσεων, όμως υπάρχει χάριν της ευδαιμονίας».
Ο Αριστοτέλης καθιστά σαφές ότι ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ευτυχία. Ο άνθρωπος υπάρχει για να νιώθει ευτυχισμένος. Κι αυτό μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και η πόλη είναι από τη φύση. Γιατί δημιουργήθηκε ως φυσική αναγκαιότητα για να καλύψει όλες τις ανάγκες, ή αλλιώς για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της ευτυχίας, δηλαδή της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Μια πόλη που τελικά προσφέρει στους πολίτες τη δυστυχία είναι μια στρεβλή πόλη ή – αντιμετωπίζοντας το θέμα υπό το πρίσμα της αριστοτελικής τελεολογίας – δεν είναι πόλη, αφού κάθε πράγμα ορίζεται μονάχα από την επίτευξη ή όχι του σκοπού του. Το κομμένο χέρι δεν είναι χέρι, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες για το οποίο είναι φτιαγμένο. Το ονομάζουμε χέρι, απλώς γιατί πρέπει να του δώσουμε ένα όνομα. Όπως ένα πέτρινο χέρι. Ομοίως μια στρεβλή πόλη, μια πόλη ανομίας, δυστυχίας και ανασφάλειας δεν είναι πόλη. Γιατί κάθε άλλο παρά παρέχει αυτάρκεια. Πόσο μάλλον ευτυχία. Η εκμηδένιση του τελικού σκοπού συνεπάγεται την εκμηδένιση της ίδιας της ύπαρξης. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάθε διακυβέρνηση που δεν αποσκοπεί στην αυτάρκεια της πόλης ως σύνολο, αλλά στα συμφέροντα ορισμένων προσώπων, δεν αποτελεί μόνο στρεβλή διακυβέρνηση, αλλά ματαίωση της ίδιας της πόλης. Γιατί διαλύει τον τελικό της σκοπό ματαιώνοντας την ουσία της αυτάρκειας, που εξ’ ορισμού αφορά το σύνολο κι όχι τους λίγους. Γιατί στρέφεται ενάντια στο άριστο: «Και η αυτάρκεια είναι συγχρόνως και σκοπός και κάτι το άριστο». (Το ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην έννοια πόλη – κράτος, δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του συλλογισμού. Απλώς καθίσταται σαφές ότι η αρχαία ελληνική λέξη πόλη αντιστοιχεί περισσότερο στη νεοελληνική λέξη κράτος).
Και βέβαια, από τη στιγμή που η πόλη προέρχεται από τη φύση, δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε ότι κι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον: «Απ’ αυτά συνάγεται ότι η πόλη αποτελεί μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό, και ότι αυτός που εξ’ αιτίας της φύσης του και όχι εξ’ αιτίας των περιστάσεων ζει εκτός πόλεως είναι είτε φαύλος είτε κάτι καλύτερο από άνθρωπος, όπως ακριβώς είναι και εκείνος που αποδοκιμάστηκε από τον Όμηρο: ο άνθρωπος χωρίς συγγενικούς δεσμούς, χωρίς νομικές δεσμεύσεις και χωρίς σπίτι. Ο άνθρωπος που από τη φύση του είναι τέτοιος είναι συγχρόνως και πολεμοχαρής, επειδή ακριβώς είναι μοναχικός, όπως λέμε στο παιχνίδι των πεσσών». Σε αντίθεση με το παιχνίδι των πεσσών που παραμένει ασαφές – δε γνωρίζουμε ακριβώς τι παιχνίδι ήταν αυτό, ίσως κάτι σχετικό με τη σημερινή ντάμα – ο συλλογισμός είναι σαφέστατος. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πλασμένος να ζει μέσα στις πόλεις. Όποιος από τη φύση του δε νιώθει αυτή την ανάγκη δεν είναι άνθρωπος. Είναι ή θηρίο ή θεός. Γιατί όλα ερμηνεύονται τελεολογικά και κατ’ επέκταση ορίζονται και με τον ίδιο τρόπο. Αφού ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μέσα στην πόλη, ορίζεται και από αυτό. Όποιος συμπεριφέρεται διαφορετικά δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος.
Εξάλλου, η εκ φύσεως κοινωνικότητα του ανθρώπου επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το χάρισμα του λόγου. Τα ζώα δε μιλάνε – η φύση το όρισε αυτό – παρά μόνο βγάζουν κραυγές για να δηλώσουν την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια: «Όμως ο έναρθρος λόγος υπάρχει για να εκφράζει το συμφέρον και το βλαβερό και συνακόλουθα το δίκαιο και το άδικο επίσης. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου εν σχέση με τα άλλα ζώα, δηλαδή αυτός μόνο να αντιλαμβάνεται τι είναι καλό και τι κακό, τι δίκαιο και τι άδικο και τα άλλα». Όμως, τελικά, το δίκαιο και το άδικο, το ωφέλιμο και το βλαβερό, το ηθικό και το ανήθικο που μπορεί να εκφράσει ο ανθρώπινος λόγος, γιατί χρειάζονται; Γιατί η φύση έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να τα εκφράσει – και κατ’ επέκταση να τα κατανοήσει – όλα αυτά; «η συμμετοχή – κοινωνία σ’ αυτά θεμελιώνει την οικία και την πόλη». Γι’ αυτό τα ζώα δε χρειάζονται το λόγο. Γιατί η φύση δεν τα προόρισε να κάνουν οργανωμένες κοινωνίες.
Κι όταν γίνεται συνείδηση ότι ο άνθρωπος υφίσταται μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης δε μένει παρά να γίνει αποδεκτό ότι η πόλη είναι το όλο ενώ ο άνθρωπος το μέρος. Κι εδώ βέβαια δε συνεπάγεται μόνο η υπεροχή του όλου έναντι του μέρους – η πόλη υπερέχει ως αξία έναντι κάθε ατομικότητας – αλλά και η τελική επισφράγιση ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση κοινωνικό ον. Γιατί, όπως οτιδήποτε που νοηματοδοτείται μέσα στο όλο όταν αποκόβεται παύει να υφίσταται – το κομμένο χέρι δεν υφίσταται παρά ως εκφραστικός τύπος στερούμενος δυναμικής – έτσι κι ο άνθρωπος, όταν αποκόβεται από την πόλη δεν υφίσταται. (Γι’ αυτό και ο απομονωμένος με ιδία θέληση δεν είναι άνθρωπος αλλά θηρίο ή θεός): «Όλων λοιπόν των ανθρώπων η ορμή προς μία τέτοια κοινωνία ανάγεται στην ίδια τους τη φύση, και εκείνος που πρώτος συγκρότησε μια τέτοια κοινωνία είναι πρωτουργός μεγίστων αγαθών». Η αναφορά του ανθρώπου που πρώτος συγκρότησε την κοινωνία (ενδεχομένως να πρόκειται για το Θησέα που σύμφωνα με το μύθο ίδρυσε την Αθήνα) δεν αναιρεί το βασικό ισχυρισμό της φυσικής προέλευσης της πόλης. Γιατί ο άνθρωπος που ίδρυσε πρώτος πόλη δεν ήταν παρά ο εκφραστής της φυσικής επιταγής. Ήταν δηλαδή αυτός που κατανόησε πρώτος τη βούληση της φύσης. Και γι’ αυτό είναι σπουδαίος. Γιατί έβαλε τον άνθρωπο στο φυσικό του δρόμο. Το προφανές συμπέρασμα ότι τελικά η φυσική επιταγή δεν είχε άλλη επιλογή από την εκπλήρωσή της, ότι δηλαδή αν δεν ήταν ο συγκεκριμένος ιδρυτής θα ήταν σίγουρα κάποιος άλλος που θα το έκανε αργότερα, δεν μειώνει καθόλου την προσφορά του. Ο Αριστοτέλης δεν έχει σκοπό να προβεί σε απαξιώσεις. Ο Αριστοτέλης έχει σκοπό να καταδείξει τη σημασία της πόλης ως φυσικό ανθρώπινο προορισμό και κατ’ επέκταση τη σημασία της προστασίας και διατήρησής της, αφού αν η πόλη διαλυθεί ο άνθρωπος θα απομακρυνθεί από τη φύση του.
Κι αυτή είναι η σημασία της δικαιοσύνης. Γιατί μόνο η δικαιοσύνη μπορεί να εξασφαλίσει τη συμβίωση: «Διότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι η τάξη της πολιτικής κοινωνίας και η δικαιοσύνη είναι απόφανση περί του δικαίου». Η δικαιοσύνη, ως συνείδηση του δικαίου, δηλαδή ως κατανόηση και αποδοχή της αρετής είναι ο συνεκτικός κρίκος της κοινωνίας. Κοινωνία χωρίς δικαιοσύνη δεν υφίσταται. Η καταπάτηση του δικαίου και η ατιμωρησία δεν είναι τίποτε άλλο από την απαρχή της ζούγκλας. Κι αυτό είναι η διάλυση της πόλης. Υπό αυτή την έννοια η δικαιοσύνη είναι η πηγή της ευτυχίας. Γιατί η ευτυχία είναι υπόθεση συλλογική, αφού εξασφαλίζεται μόνο μέσω της αυτάρκειας που προσφέρει η πόλη. Ο άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να συνυπάρξει με τους άλλους. Γι’ αυτό οφείλει να προασπίσει όλους τους θεσμούς της συλλογικότητας. Με άλλα λόγια οφείλει να πολεμήσει τα πάθη του. Κι αυτός είναι ο ρόλος του παιδαγωγού και του νομοθέτη: «Διότι, όπως ο άνθρωπος, όταν πετύχει την πλήρη ηθικοπλαστική του ανάπτυξη, είναι το τελειότερο ζώο, έτσι είναι το χειρότερο απ’ όλα, όταν ζει χωρίς νόμους και σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Η χειρότερη μορφή αδικίας είναι βεβαίως εκείνη που διαθέτει όπλα. Και ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας ως όπλα τις δυνατότητές του για διανοητικές και ηθικές αρετές. Αυτά όμως μπορεί να τα χρησιμοποιήσει κατεξοχήν και για αντίθετους σκοπούς. Γι’ αυτό ο άνθρωπος χωρίς αρετή είναι το πιο ανόσιο και άγριο ζώο και σχετικά με τις σαρκικές και γαστριμαργικές απολαύσεις το χειρότερο απ’ όλα».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου