2. -ών (-ῶνος· ιων. -εών)
§ 315. Δηλώνει τοποθεσίες, και ακόμη δεν έχει διευκρινιστεί η προέλευσή του: ἀνδρεών - ἀνδρών 'δωμάτιο ανδρών' (κλασ.), παρθενεών - παρθενών 'δωμάτιο παρθένων, ναός της Αθηνάς Παρθένου ' (κλασ.), πυλών 'κτίσμα της πύλης' από το πύλη, λασιών 'λόχμη' (Νίκανδρος) από το λάσιος 'δασύτριχος, κατάφυτος'.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου