Καμία εξουσία δε θα μπορούσε να ασκηθεί, αν δε διαχωριζόταν σε επιμέρους αρχές που θα αναλάμβαναν την εποπτεία των ξεχωριστών κλάδων που την απαρτίζουν. Με άλλα λόγια, η εξουσία είναι αδύνατο να νοηθεί ως κάτι άκαμπτα ενιαίο που λειτουργεί μονοκόμματα σαν αξεδιάλυτο κουβάρι που είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς από τι αποτελείται. Ακόμη και η πιο συγκεντρωτική μορφή εξουσίας, ακόμη και η χειρότερη τυραννία έχει ανάγκη από στενούς συνεργάτες που ελέγχουν, μεριμνούν, ενημερώνουν και συμβουλεύουν τον τύραννο. Η διανομή της εξουσίας σε τομείς δεν αφορά μόνο την ορθότερη διαχείρισή της (θα ήταν αδύνατο κάποιος να είναι πανταχού παρών ελέγχοντας ταυτοχρόνως τα πάντα), αλλά και την ίδια την έννοια της πολιτειακής οργάνωσης, δηλαδή της καθημερινής λειτουργίας της πόλης (που εξ’ ορισμού απαρτίζεται από πολλούς ανθρώπους) οφείλοντας να διευθετήσει όλες τις δραστηριότητες. Κι εδώ ακριβώς ξεκινούν τα ερωτήματα: «Πόσες είναι οι αρχές, ποια η ισχύς τους, ποια η διάρκεια κάθε αρχής; Επιπλέον πρέπει να είναι ισόβιες ή μακροχρόνιες ή τίποτε από αυτά, αλλά να επανέρχονται στις αρχές κατά περιόδους οι ίδιοι, ή να μην καταλαμβάνει αξίωμα ο ίδιος δύο φορές αλλά μόνο μία φορά; Επιπλέον σχετικά με την ανάληψη των αξιωμάτων ποιοι είναι οι κατάλληλοι, ποιοι θα τους διαλέξουν και με ποιον τρόπο;» (1299a 5-6, 1299a 8-12).
Κι αν φτάσουμε στον πυρήνα της λειτουργίας των επιμέρους αρχών που προκύπτουν αναγκαστικά θα έρθουμε αντιμέτωποι με καινούργιους προβληματισμούς: «Ταιριάζει ακόμη να μη μας διαφύγει και το εξής, δηλαδή ποια πρέπει να είναι τα αντικείμενα των αρμοδιοτήτων πολλών τοπικών αρχών και ποιες αρμοδιότητες πρέπει να έχει μία μόνο κεντρική αρχή με απόλυτο κύρος, π.χ. για την ευκοσμία στην αγορά πρέπει να φροντίζει ο αγορανόμος, άλλος για την ευκοσμία άλλου μέρους, ή παντού ο ίδιος; Και με ποιο κριτήριο οφείλουμε να διαιρέσουμε την αρχή, με κριτήριο το αντικείμενο ή τους ανθρώπους στους οποίους ασκείται; Εννοώ για παράδειγμα, αν ένας πρέπει να έχει την ευθύνη της ευκοσμίας γενικά ή άλλος να φροντίζει για τα παιδιά και άλλος για τις γυναίκες». (1299b 14-20).
Οι προβληματισμοί αυτού του είδους δεν καταδεικνύουν μόνο την επιστημονική μεθοδολογία του Αριστοτέλη που ως ερευνητής οφείλει να εξετάσει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, αλλά και την ίδια την πολυπλοκότητα της διαχείρισης της εξουσίας που καλείται να λεπτολογήσει προκειμένου να εκπληρώσει με επάρκεια τα καθήκοντά της. Η αναγνώριση της διαρκούς εξελιξιμότητας των κοινωνικών αναγκών είναι η συνείδηση των αέναων προκλήσεων για την εξουσία που πρέπει επίσης να εξελιχθεί. Γι’ αυτό η οργάνωση των επιμέρους αρχών έχει τεράστια σημασία. Γιατί είναι τα κομμάτια που συνθέτουν το όλο. Όταν οι αρχές λειτουργούν στρεβλά τότε – μοιραία – και η εξουσία κρίνεται ανεπαρκής στο σύνολό της.
Η παραδοχή του αλληλένδετου ανάμεσα στη λειτουργία των αρχών και της απονομής της εξουσίας ως ολότητα είναι η κατάδειξη της στενότητας ανάμεσα στην εκδήλωση των αρχών και στο χαρακτήρα του πολιτεύματος. Με δυο λόγια αλλιώς λειτουργούν οι αρχές σ’ ένα ολιγαρχικό κι αλλιώς σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Αριστοτέλης αναρωτιέται: «Επίσης αναφορικά με τα πολιτεύματα, η φύση των αρχών διαφοροποιείται ανάλογα με το πολιτειακό είδος ή δε διαφοροποιείται καθόλου; Για παράδειγμα το ερώτημα τίθεται ως εξής: στη δημοκρατία, στην ολιγαρχία, στην αριστοκρατία και στη μοναρχία οι ίδιες αρχές έχουν το ίδιο κύρος και διαφέρουν μόνο στο ότι οι φορείς τους δεν ανήκουν στους ίσους και στους όμοιους, αλλά είναι διαφορετικής προέλευσης σε διαφορετικά πολιτεύματα, π.χ. στην αριστοκρατία προέρχονται από τους μορφωμένους, στις ολιγαρχίες από τους πλούσιους και στις δημοκρατίες από τους ελεύθερους; Ή συμβαίνει ορισμένα πολιτεύματα να αντιστοιχούν στις πραγματικές διαφορές των αρχών και ακόμη οι ίδιες αρχές αλλού να μοιάζουν και αλλού να διαφέρουν (διότι οι ίδιες αρχές ταιριάζει να είναι πολυμελείς σε ένα πολίτευμα κι ολιγομελείς σε άλλο;)» (1299b 20-30).
Και πέρα από τη διοικητική φιλοσοφία που εκφράζουν οι αρχές, η οποία δεν μπορεί παρά να εναρμονίζεται με τη γενικότερη φιλοσοφία του πολιτεύματος (μια δικτατορία δεν μπορεί να έχει φιλελεύθερες εκπαιδευτικές αρχές), είναι απολύτως προφανές ότι το κάθε πολίτευμα στελεχώνει αναλόγως και τους επιμέρους διοικητικούς κλάδους που το αποτελούν. Κι εδώ δε γίνεται λόγος μόνο για την επιλογή των προσώπων που θα ταυτίζονται ιδεολογικά με το καθεστώς σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και για θεσμοθετημένες θέσεις που εξυπηρετούν συγκεκριμένους στόχους. Το παράδειγμα των προβούλων που εξυπηρετούν θεσμικά την ολιγαρχία είναι απολύτως ενδεικτικό. Αντίθετα οι παιδονόμοι και οι γυναικονόμοι ταιριάζουν στην αριστοκρατία: «Ο θεσμός του παιδονόμου και του γυναικονόμου και κάθε άλλου φορέα εξουσίας με συναφή αρμοδιότητα είναι θεσμός αριστοκρατικός, όχι δημοκρατικός (γιατί πως είναι δυνατόν να εμποδίζουν τις γυναίκες των απόρων να βγαίνουν από τα σπίτια τους;), ούτε ολιγαρχικός (γιατί οι γυναίκες των ολιγαρχικών ζουν μέσα στη χλιδή)». (1300a 4-8).
Ο θεσμός του παιδονόμου και του γυναικονόμου ταιριάζει στην αριστοκρατία, αφού υπάρχει για να προασπίζει την ευπρέπεια. «Στα κατώτερα οικονομικά στρώματα η γυναίκα και τα παιδιά υποχρεώνονται για λόγους βιοπορισμού και ανάγκης να εργάζονται έξω από το σπίτι. Σε αυτή την περίπτωση οι προηγούμενες αξίες της ευκοσμίας και της ευπρέπειας δεν ισχύουν, ή τουλάχιστον με το ίδιο περιεχόμενο, εξαιτίας της οικονομικοκοινωνικής θέσης της γυναίκας και των παιδιών. Από την άλλη δεν ισχύουν ούτε για τις γυναίκες των πολύ πλούσιων στρωμάτων και των ολιγαρχικών, γιατί ζώντας με χλιδή ρέπουν στην ασυδοσία και την υπερβολή».
Το μέτρο κρίνεται και πάλι ως βασικότερος παράγοντας για την ευταξία. Η υπερβολή και η έλλειψη δεν μπορούν παρά να δράσουν αρνητικά. Οι οικονομικές συνθήκες διαμορφώνουν καθοριστικά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Τα πολιτεύματα έχουν ξεκάθαρο ταξικό περιεχόμενο. Μοιραία, θεσμοθετούν αρχές σύμφωνα με τον ταξικό προσανατολισμό τους.
Και βέβαια, όταν γίνεται λόγος για αρχές, δεν εννοούνται οι υπηρεσίες: «Από το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών άλλες είναι πολιτικές και οι αρμοδιότητές τους αφορούν όλους τους πολίτες ως προς μία συγκεκριμένη υποχρέωση… Άλλες υπηρεσίες είναι οικονομικές… Άλλες υπηρεσίες είναι βοηθητικές και, αν οι πόλεις είναι εύπορες, τις στελεχώνουν με δούλους». (1299a 20-21, 1299a 23, 1299a 24). Το ζήτημα είναι ότι οι αρχές, που στο σύνολό τους αποτελούν την εκτελεστική εξουσία, δεν περιορίζονται στην παροχή υπηρεσιών, αλλά διαμορφώνουν τον πολιτικό προσανατολισμό της πόλης με το να σχεδιάζουν, να αποφασίζουν και να επιβάλουν τις πολιτικές αποφάσεις: «Ο τίτλος όμως της αρχής πρέπει να αποδίδεται κυρίως σε εκείνες τις υπηρεσίες οι οποίες έχουν το δικαίωμα να σκέφτονται για συγκεκριμένα ζητήματα, να αποφασίζουν κατά την κρίση τους και να επιβάλουν τις αποφάσεις τους και μάλιστα γι’ αυτό το τελευταίο, γιατί η επιβολή είναι το βασικότερο γνώρισμα της εξουσίας». (1299a 25-28).
Κι αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά που διαχωρίζει τις αρχές απ’ τις υπηρεσίες. Οι αρχές είναι αλληλένδετες με τη δομή της εξουσίας. Γι’ αυτό και καθρεφτίζουν τις προθέσεις του πολιτεύματος. Η εξουσία εξ’ ορισμού οφείλει να επιβάλλεται. Η εξουσία που δεν επιβάλλεται δεν είναι εξουσία. Οι αρχές είναι οι επιτηρητές και ταυτόχρονα τα όργανα της επιβολής της κεντρικής εξουσίας. Ο πολίτης οφείλει να πειθαρχεί στις αρχές, αφού οφείλει να πειθαρχεί στο πολίτευμα. Οι αρχές οφείλουν να σέβονται και να προασπίζουν τα δικαιώματα του πολίτη, όπως και το πολίτευμα. Οι απολυταρχικές εξουσίες λειτουργούν καταπιεστικά καταπατώντας τις ατομικές ελευθερίες. Οι δημοκρατίες εστιάζουν στην προστασία των δικαιωμάτων χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι αρχές τους είναι ελαστικές. Δημοκρατικές αρχές δε σημαίνει απαξιωμένες αρχές, όπως ελευθερία δε σημαίνει ασυδοσία. Η ταύτιση αυτών δεν αφορά τις δημοκρατίες αλλά την πολιτική στρέβλωση του λαϊκισμού που δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να οδηγήσει στο ανελεύθερο.
Υπό αυτή την έννοια οι αρχές είναι η εγγύηση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Κάθε ενέργεια που τις ακυρώνει στρέφεται ενάντια στην πολιτεία, αφού υπονομεύει τη λειτουργία της. Η αυστηρότητα που γεννά φόβο δεν ταιριάζει στις δημοκρατίες. Στις δημοκρατίες ταιριάζει η συνείδηση και ο σεβασμός στις αρχές, που οφείλουν να είναι δίκαιες. (Αν οι αρχές δε διέπονται από δικαιοσύνη δε μιλάμε για δημοκρατία). Ο λαός που δεν το αντιλαμβάνεται αυτό είναι ανάξιος της δημοκρατίας. Είναι ο λαός που πρέπει να τον διατάζεις. Που του αξίζει η δεσποτική εξουσία. Και η δεσποτική εξουσία, κατά τον Αριστοτέλη πάντα, αρμόζει στους δούλους. Γι’ αυτό οι αρχές οφείλουν να έχουν δύναμη. Γιατί οφείλουν να διασφαλίζουν την ευρυθμία σε όλο το εύρος των αρμοδιοτήτων τους. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «”Με τη δύναμη της αρχής” εννοώ την αρμοδιότητά της. Για παράδειγμα την αρχή που είναι αρμόδια για τα οικονομικά και την αρχή την αρμόδια για την προστασία των πολιτών, γιατί διαφορετικό είδος αρμοδιότητας έχει για παράδειγμα η αρχή του στρατηγού από την αρχή που ελέγχει τις εμπορικές συναλλαγές». (1300b 9-12).
Ο τρόπος που η διαμόρφωση των αρχών εναρμονίζεται με τις αξίες του κάθε πολιτεύματος για τον Αριστοτέλη είναι ζήτημα σχεδόν μαθηματικό: «Οι διαφορές στην ύπαρξη των αρχών εξαρτώνται από τρεις όρους, οι συνδυασμοί των οποίων μας δίνουν υποχρεωτικά όλους τους τρόπους: ο πρώτος από τους τρεις όρους απαντά στην ερώτηση ποιοι καθορίζουν τις αρχές, ο δεύτερος από ποιους στελεχώνονται και ο τελευταίος με ποιον τρόπο». (1300a 10-14). Ο καθορισμός αυτών των τριών όρων δεν είναι παρά η αποκρυστάλλωση του πολιτεύματος, αφού τα πράγματα τίθενται απολύτως ξεκάθαρα σε σχέση με τις προτεραιότητες που προάγει κάθε πολίτευμα. Τις αρχές τις καθορίζουν οι λίγοι ή οι πολλοί; Οι πλούσιοι ή οι φτωχοί; Και έχουν το δικαίωμα να τις στελεχώσουν όλοι οι πολίτες ή μόνο μερικοί; Κι αν κάποιοι αποκλείονται ποια είναι τα κριτήρια; Και με ποιο τρόπο διεκπεραιώνεται η στελέχωση των αρχών; Με ψηφοφορία; Με κλήρωση; Βάση κληρονομικότητας; Ή μήπως με τη βούληση του ενός που καθορίζει τα πάντα;
Αυτού του είδους τα ερωτήματα δεν μπορούν παρά να είναι πολιτικά, για το λόγο ότι αφορούν την ουσία των πολιτευμάτων. Αν η ουσία της δημοκρατίας έγκειται στη συμμετοχικότητα και η ουσία της ολιγαρχίας στον αποκλεισμό, ο τρόπος στελέχωσης και η προσβασιμότητα στις αρχές και στα αξιώματα δεν είναι απλώς το θεμέλιο της πολιτικής λειτουργίας, αλλά η ίδια η υπόσταση των πολιτευμάτων. Για την ακρίβεια θα λέγαμε ότι μάχονται για τον καθορισμό αυτών των παραμέτρων. Όποιος καταφέρει να επιβάλει τους δικούς του όρους στη διαμόρφωση των αρχών, αυτός έχει επιβάλλει και το πολίτευμα. Με άλλα λόγια η σχέση αρχών και πολιτεύματος είναι πολύ στενή και κινείται στα όρια του αμφίδρομου.
Ο Αριστοτέλης δεν έχει παρά να προχωρήσει σε αναλυτικούς υπολογισμούς όλων των περιπτώσεων, ώστε να μην παραλειφθεί κανένα ενδεχόμενο: «Για κάθε όρο από αυτούς τους τρεις υπάρχουν τρεις εκδοχές. Δηλαδή: ή όλοι οι πολίτες καθορίζουν τις αρχές ή μερικοί. Ή από όλους στελεχώνονται ή από ορισμένο σύνολο και αυτά με εκλογές ή με κλήρο». (1300a 14-16, 1300a 19). Κι αν αυτού του είδους ο διαχωρισμός δε γίνεται κατανοητός, ο Αριστοτέλης γίνεται επεξηγηματικότερος: «Θέλω να πω ότι άλλες αρχές τις καθορίζουν μερικοί πολίτες και άλλες όλοι… άλλες αρχές στελεχώνονται από όλους τους πολίτες και άλλες από ορισμένους… και άλλες με εκλογές και άλλες με κλήρο». (1300a 20, 1300a 21, 1300a 21-22).
Από κει και πέρα έχουμε σχέσεις πρακτικής αριθμητικής: «Για κάθε συνδυασμό από αυτούς θα προκύψουν έξι τρόποι. Δηλαδή: ή όλοι από όλους με εκλογές ή όλοι από όλους με κλήρο <ή όλοι από μερικούς με εκλογές ή όλοι από μερικούς με κλήρο> (και, εάν από όλους γενικά, ή κατά μέρος, όπως κατά φυλές και δήμους και φατρίες, έως ότου εξαντληθεί όλο το σύνολο των πολιτών, ή πάντοτε από όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες ως ενιαίο σύνολο)». (1300a 22-27). Και οι πιθανότητες συνεχίζονται: «Πάλι, αν μερικοί καθορίζουν τις αρχές ή από όλους τους πολίτες με εκλογές ή από όλους με κλήρο, ή από ορισμένους με εκλογές ή από ορισμένους με κλήρο, ή εν μέρει με τον ένα τρόπο κι εν μέρει με τον άλλο, εννοώ εν μέρει από όλους με εκλογές, εν μέρει με κλήρο <και εν μέρει από μερικούς με εκλογές και εν μέρει με κλήρο>. Επομένως σε δώδεκα ανέρχονται οι τρόποι χωριστά για τον καθένα από τους δύο συνδυασμούς». (1300a 28-31).
Ο διεξοδικός, στα όρια του στρυφνού, υπολογισμός των πιθανοτήτων είναι η καθιέρωση της επιστημονικής μεθοδολογίας που δεν αρκείται ούτε σε θεωρητικές κατασκευές ούτε σε αστήριχτες υποθέσεις, αλλά σε χειροπιαστά και μετρήσιμα ενδεχόμενα. Από τη στιγμή που οι έννοιες ξεκαθαρίζονται πλήρως και τα χαρακτηριστικά του κάθε πολιτεύματος γίνονται απολύτως κατανοητά το μόνο που μένει είναι η τελική καταμέτρηση: «Από αυτούς οι τρεις τρόποι καθορισμού των αρχών είναι δημοκρατικοί, δηλαδή καθορίζουν τις αρχές όλοι, από όλους, με εκλογές ή με κλήρο ή και με τους δύο τρόπους, άλλες αρχές με κλήρο και άλλες με εκλογές. Όμως είναι θεσμός που χαρακτηρίζει την πολιτεία, όταν δεν καθορίζουν όλοι συγχρόνως τις αρχές, αλλά τις στελεχώνουν από όλους γενικά ή από ορισμένους ή με κλήρο ή με εκλογές ή και με τους δύο τρόπους, ή τέλος άλλες αρχές από όλους, άλλες από ορισμένους <ή με κλήρο ή με εκλογές ή> με τους δύο τρόπους. Ο τρόπος στελέχωσης άλλων αρχών από όλους και άλλων από μερικούς ανήκει στην πολιτεία με αριστοκρατική επιρροή. Όμως, όταν κάποιες αρχές στελεχώνονται από ορισμένους μόνο <με εκλογές>, αυτός ο τρόπος είναι ολιγαρχικός, όπως και όταν κάποιες αρχές από ορισμένους μόνο με κλήρο… και όπως, όταν στελεχώνονται κάποιες αρχές από ορισμένους και με τους δύο τρόπους». (1300a 31-36a, 1300a 41-1300b 1, 1300b 1-2, 1300b 3).
Ακριβώς η ίδια μέθοδος ακολουθείται και στη διερεύνηση της δικαστικής εξουσίας: «Τα δικαστήρια διαφέρουν μεταξύ τους σε τρία σημεία: στη σύνθεσή τους, στο αντικείμενό τους και στον τρόπο συγκρότησής τους. Με τη σύνθεση εννοώ αν έχουν όλοι οι πολίτες ή μερικοί μόνο, το δικαίωμα του δικαστή. Με το αντικείμενο εννοώ πόσα είδη δικαστηρίων υπάρχουν. Και με τον τρόπο συγκρότησής τους θέλω να πω αν το αξίωμα του δικαστή δίνεται με κλήρο ή εκλογές». (1300b 15-19).
Αφού επισημανθεί ότι τα δικαστήρια που υπάρχουν είναι οχτώ (για λογοδοσία των αρχόντων, για αδικήματα κατά του δημοσίου, για αδικήματα σε βάρος του πολιτεύματος, εφετείο, για εκδίκαση ιδιωτικών οικονομικών διαφορών, για ανθρωποκτονίες, για αλλοδαπούς και για υποθέσεις χρηματικών μικροποσών) εξετάζεται το κατά πόσο έχουν πρόσβαση στη δικαστική εξουσία όλοι ή μόνο μερικοί, αν τα δικαστικά αξιώματα είναι αιρετά ή κληρωτά και πάει λέγοντας. Τα συμπεράσματα προκύπτουν με την ίδια συλλογιστική: «Τα πρώτα από αυτά είναι δημοκρατικά δικαστήρια, σε όσα δηλαδή οι δικαστές προέρχονται από όλους τους πολίτες [ή] εκδικάζουν όλα τα ζητήματα. Τα δεύτερα είναι ολιγαρχικά δικαστήρια, εφόσον οι δικαστές προέρχονται από μερικούς μόνο πολίτες για όλα τα ζητήματα. Τα τρίτα τέλος είναι δικαστήρια που ανήκουν στα πολιτεύματα της αριστοκρατίας και της πολιτείας, αφού συγκροτούνται από δικαστές εν μέρει προερχόμενους από όλους τους πολίτες και εν μέρει από ορισμένη κατηγορία πολιτών». (1301a 11-15).
Τώρα πια όλα έχουν ξεκαθαριστεί. Η εκτελεστική εξουσία είναι ο καθρέφτης των επικρατουσών πολιτικών αντιλήψεων. Ο ερευνητής δεν έχει παρά να μελετήσει τον τρόπο σύστασης των αρχών για να καταλάβει τον προσανατολισμό του πολιτεύματος. Οτιδήποτε πέραν αυτού δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει παραπλανητικά. Ο Αριστοτέλης καταθέτει το τελικό συμπέρασμα: «Οι τρόποι, λοιπόν, για τις αρχές τόσοι είναι στον αριθμό και έτσι διαιρούνται ανάλογα με τα πολιτεύματα». (1300b 5-7).
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου