Κυριακή 7 Μαΐου 2023

A. SCHOPENHAUER: Από τους εκατό αντιπάλους μόνο ο ένας είναι άξιος να συζητήσουμε μαζί του. Τους υπόλοιπους τους αφήνουμε να λένε ό,τι θέλουν

Αν αντιληφθούμε ότι ο αντίπαλος έχει το πάνω χέρι και σίγουρα θα αποδειχτεί ότι έχουμε άδικο, κι ότι δεν πρόκειται να δικαιωθούμε μπορούμε να το γυρίσουμε στο προσωπικό, και να γίνουμε προσβλητικοί και χυδαίοι. Με αυτό εννοούμε ότι φεύγουμε από το αντικείμενο της συζήτησης (όπου έχουμε ήδη έτσι κι αλλιώς χάσει το παιχνίδι) και καταφερόμαστε κατά του αντιπάλου σε προσωπικό επίπεδο: θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε argumentum ad personam για να το διακρίνουμε από το argumentum ad hominem, γιατί ad hominem ξεκινάει από το καθαρά αντικειμενικό ζήτημα για να επικεντρωθεί στις δηλώσεις ή στις παραδοχές του αντιπάλου. Όταν καταφεύγουμε στο προσωπικό επίπεδο, ωστόσο, εγκαταλείπουμε εντελώς το αντικείμενο της συζήτησης και στρέφουμε τα πυρά μας στο πρόσωπο του αντιπάλου: γινόμαστε λοιπόν νοσηροί, κακεντρεχείς, προσβλητικοί, χυδαίοι. Πλέον δεν επικαλούμαστε τις πνευματικές δυνάμεις αλλά τις σωματικές, τα ζωώδη στοιχεία. Αυτό το τέχνασμα είναι πολύ δημοφιλές, γιατί οι πάντες μπορούν να το εφαρμόσουν, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται πολύ συχνά. Το ερώτημα τώρα είναι, με ποια όπλα μπορεί να αμυνθεί η άλλη πλευρά. Γιατί αν χρησιμοποιήσει τα ίδια, τότε η συζήτηση θα καταλήξει σε ξυλοδαρμό, ή σε μονομαχία ή σε δίκη για προσβολή.

Θα ήταν μεγάλο λάθος, αν πιστεύαμε ότι μπορούμε να πετύχουμε το οτιδήποτε χωρίς να το γυρίσουμε και εμείς στο προσωπικό επίπεδο. Γιατί όταν αποδεικνύουμε σε κάποιον ήρεμα και πολιτισμένα ότι έχει άδικο κι ότι αυτά που λέει και σκέφτεται είναι εσφαλμένα, αυτό δηλαδή που συμβαίνει σε κάθε διαλεκτική επικράτηση, τότε η ενόχληση του αντιπάλου είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ το αν άκουγε κάποια χυδαία και προσβλητική έκφραση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί όπως παρατηρεί ο Χομπς στο de Cive, κεφάλαιο 1, Omnis animi voluptas, omnisque alacritas in eo sita est, quod quis habeat, quibuscum conferens se, possit magnifice sentire de seipso [Η πνευματική χαρά συνίσταται στην ικανότητα κάποιου να υπερέχει σε σύγκριση με τους άλλους]. – Το πιο σημαντικό πράγμα για τον άνθρωπο είναι η ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του, και είναι ιδιαίτερα επώδυνο το χτύπημα που τραυματίζει αυτή τη ματαιοδοξία. (Από εκεί προκύπτουν φράσεις όπως “καλύτερα ο θάνατος από την ατίμωση” κτλ). Αυτή η ικανοποίηση της ματαιοδοξίας ξεκινάει κυρίως απ’ τη σύγκριση του εαυτού μας με άλλους, σε διάφορους τομείς, αλλά κυρίως στον τομέα των πνευματικών δυνατοτήτων. Κι αυτό συμβαίνει αποτελεσματικά και έντονα σε κάθε αντιπαράθεση. Έτσι εξηγείται η ακραία ταπείνωση που νιώθει ο ηττημένος, ακόμα κι αν δεν έχει αδικηθεί έτσι εξηγείται η καταφυγή σ’ αυτό το έσχατο μέσο, σ’ αυτό το τελευταίο τέχνασμα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς με ευγένεια. Η απόλυτη ψυχραιμία, ωστόσο, δε θα έβλαπτε καθόλου, γιατί μόλις ο αντίπαλος περάσει στο προσωπικό επίπεδο, θα πρέπει να απαντήσουμε ψυχρά ότι τα λεγόμενά του δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το αντικείμενο της αντιπαράθεσης, και αμέσως επαναφέρουμε τη συζήτηση στην κανονική της τροχιά δείχνοντάς του ότι έχει άδικο και αγνοώντας επιδεικτικά τις προσβολές του. Αυτό ακριβώς που έκανε ο Θεμιστοκλής όταν είπε στον Ευρυβιάδη: πάταξον μέν, άκουσον δέ! Λίγοι όμως έχουν την ικανότητα να επιδείξουν τέτοια ψυχραιμία.

Η μοναδική σωστή αντίδραση είναι λοιπόν αυτή που αναφέρει ο Αριστοτέλης στο τελευταίο κεφάλαιο των Τοπικών: επιλέγουμε να αντιπαρατεθούμε όχι με τον πρώτο τυχόντα αλλά με ανθρώπους γνωστούς, που διαθέτουν επαρκή ευφυΐα και αυτοσεβασμό, έτσι ώστε να μην καταφεύγουν σε παραλογισμούς- να επικαλούνται τη λογική και όχι την αυθεντία, να ακούν τα λογικά επιχειρήματα και να τα αποδέχονται – και τελικά να αγαπούν την αλήθεια, να είναι πρόθυμοι να δεχτούν τον ορθό λόγο, ακόμα κι από έναν αντίπαλο, και να μπορούν να παραδεχτούν ότι έχουν άδικο, όταν το δίκιο βρίσκεται εμφανώς στην πλευρά του αντιπάλου. Απ’ αυτό προκύπτει ότι από τους εκατό αντιπάλους μόνο ο ένας είναι άξιος να συζητήσουμε μαζί του. Τους υπόλοιπους τους αφήνουμε να λένε ό,τι θέλουν, γιατί desipere est juris gentium [η ανοησία αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα]. Ας θυμηθούμε εδώ το απόφθεγμα του Βολταίρου: La paix vaut encore mieux que la verite [ Η ειρήνη αξίζει περισσότερο απ’ την αλήθεια]- και την αραβική παροιμία: «Από το δέντρο της σιωπής κρέμεται ο καρπός του, η ειρήνη».

Η αντιπαράθεση ως πνευματική τριβή είναι συχνά αμοιβαία επωφελής για την αναθεώρηση σκέψεων και τη δημιουργία καινούργιων απόψεων. Όμως οι δύο αντιπαρατιθέμενοι πρέπει να είναι στο ίδιο κατά βάση επίπεδο μόρφωσης και νοητικής ικανότητας. Αν από κάποιον λείπει η μόρφωση, δε θα μπορεί να καταλάβει τον άλλον, αφού δε θα είναι στο ίδιο επίπεδο με τον ανταγωνιστή του. Αν του λείπει η νοητική ικανότητα, θα πικραθεί και θα οδηγηθεί σε ανέντιμα τεχνάσματα καταλήγοντας στην υβριστική συμπεριφορά.

ARTHUR SCHOPENHAUER, Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου