Για τον Αριστοτέλη όμως, η φρόνηση είναι αδύνατο να αποκοπεί από την έννοια της συλλογικότητας, και γι’ αυτό διακρίνει πολλά είδη φρόνησης: «από τα άλλα είδη της το ένα λέγεται “διαχείριση του σπιτικού”, το άλλο “νομοθεσία”, το τρίτο “πολιτική” – το τελευταίο αυτό διαιρείται σε βουλευτική και δικαστική φρόνηση» (1141b 8, 38-40).
Η φρόνηση που αφορά τη «διαχείριση του σπιτικού» έχει να κάνει με τις ιδιωτικές υποθέσεις, που όμως δε σχετίζονται μόνο με τις προσωπικές αποφάσεις ή τη διαχείριση των συναισθημάτων απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις της καθημερινότητας, αλλά και τις επιλογές που θα καθορίσουν και τα ζητήματα της ατομικής περιουσίας. Η επιμέλεια του «οίκου» πρέπει επίσης να διέπεται από φρόνηση, αφού οι ανεύθυνες (άφρονες) αποφάσεις θα οδηγήσουν στην παρακμή του. Το μέτρο είναι και πάλι το σταθερό κριτήριο που καθορίζει τις ορθές αποφάσεις, το οποίο εγγυάται και την περιουσιακή ευημερία.
Τα άλλα δύο είδη φρόνησης («νομοθεσία» και «πολιτική») είναι η συλλογική διάσταση που της αποδίδει ο Αριστοτέλης, καθώς το ζήτημα δεν αφορά μόνο τις αποφάσεις της ιδιωτικής ζωής, αλλά και της δημόσιας. Βρισκόμαστε μπροστά στην πολιτική διάσταση της φρόνησης (και μόνο η ονομασία του τρίτου είδους –«πολιτική»– το καθιστά απολύτως σαφές), που οδηγεί και στην επόμενη υποδιαίρεση της «βουλευτικής» και «δικαστικής» φρόνησης. Για τον Αριστοτέλη η φρόνηση συσχετίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό με την πολιτική, ώστε να συγκαταλέγονται και οι δύο στην ίδια έξη: «Η πολιτική και η φρόνηση είναι μία και η αυτή έξη, από την πλευρά όμως της ουσίας τους δεν είναι το ίδιο πράγμα» (1141b 8, 27-28).
Για να διευκρινιστεί αμέσως: «Της φρόνησης που έχει ως αντικείμενο τα πράγματα της πόλης ένα μέρος είναι η νομοθετική –ένα είδος δεσπόζουσας φρόνησης· το άλλο, το δεύτερο μέρος της –ένα είδος φρόνησης που έχει να κάνει με τα καθέκαστα, με τα επιμέρους– έχει το κοινό όνομα και λέγεται πολιτική φρόνηση: έχει να κάνει με τις πράξεις και τις διαβουλεύσεις· γιατί το ψήφισμα είναι κάτι που μπορεί να εκτελεστεί, ως το έσχατο επιμέρους των διαβουλεύσεων» (1141b 8, 29-32).
Η γνώση των επιμέρους στοιχείων παίζει σπουδαίο ρόλο στην διαμόρφωση της συνολικής αντίληψης για κάθε θέμα. Γι’ αυτό και το ψήφισμα («έσχατο επιμέρους των διαβουλεύσεων») τίθεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα κατάδειξης της πολιτικής φρόνησης, καθώς αυτοί που θα το συνθέσουν οφείλουν να διερευνήσουν όλες τις λεπτομέρειες («τα καθέκαστα») προτού το θέσουν σε ψηφοφορία. Η δουλειά τους είναι τόσο εξονυχιστική, που συγχέεται με τον τρόπο που δουλεύουν οι χειρώνακτες: «Αυτός είναι ο λόγος που μόνο γι’ αυτούς τους ανθρώπους λέει ο πολύς κόσμος ότι κάνουν πολιτική, γιατί μόνο αυτοί “δουλεύουν” με τον τρόπο που δουλεύουν οι χειρώνακτες» (1141b 8, 32-34).
Το ότι η φρόνηση σχετίζεται και με τη γνώση των επιμέρους στοιχείων για κάθε θέμα είναι και ο λόγος που δεν προσεγγίζεται εύκολα από τους νέους: «Απόδειξη αυτού που είπαμε είναι και τούτο, ότι, ενώ οι νέοι γίνονται γεωμέτρες και μαθηματικοί, και γενικά σοφοί σε τέτοιου είδους πράγματα, νέος φρόνιμος, κατά την κοινή αντίληψη, δεν μπορεί να βρεθεί. Η αιτία είναι ότι η φρόνηση έχει να κάνει και με τα επιμέρους, και αυτά μας γίνονται γνωστά μέσω της εμπειρίας – νέος όμως έμπειρος δεν υπάρχει· γιατί είναι το μάκρος του χρόνου που σε κάνει έμπειρο» (1142a 8, 13-18).
Τα μαθηματικά τίθενται ως πεδίο γνώσης αφηρημένων κυρίως εννοιών που μπορεί κανείς να τις μάθει και να τις εφαρμόζει χωρίς την προϋπόθεση της εμπειρίας στη ζωή. Κι αυτή είναι η βασική τους διαφορά σε σχέση με τη φιλοσοφία, που χωρίς πείρα ζωής είναι αδύνατο να έλθει σε πέρας: «Στην πραγματικότητα μπορεί κανείς να θέσει επίσης το ερώτημα, γιατί ένα παιδί μπορεί να γίνει μαθηματικός, όχι όμως φιλόσοφος ή φυσιογνώστης. Μήπως γιατί τα αντικείμενα των μαθηματικών είναι αφηρημένα, ενώ των άλλων δύο γνωστικών κλάδων οι πρώτες αρχές ξεκινούν από την εμπειρία; Μήπως, επίσης, γιατί οι νέοι ενσχέσει με τους γνωστικούς κλάδους της δεύτερης περίπτωσης δεν μπορούν να έχουν μια στέρεη προσωπική άποψη και αρκούνται στο να χρησιμοποιούν το σχετικό λεξιλόγιο, ενώ τις μαθηματικές έννοιες τις κατανοούν εύκολα;» (1142a 8, 18-23).
Το κατά πόσο οι νέοι είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν καλύτερα στις προκλήσεις της φιλοσοφίας ή των μαθηματικών είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Εκείνο που θεωρείται σίγουρο είναι το αλληλένδετο της ατομικής με τη συλλογική πρόοδο. Σε μια εξαθλιωμένη πόλη δεν είναι τόσο εύκολο να ευημερήσει κανείς ατομικά. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η φρόνηση αποσκοπεί στην ατομική ωφέλεια είναι απολύτως προφανές ότι πρέπει να σχετίζεται και με τη συλλογική ωφέλεια.
Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Γιατί οι άνθρωποι επιζητούν το δικό τους αγαθό, και πιστεύουν ότι μόνο αυτό πρέπει να κάνουν. Από αυτή λοιπόν τη γνώμη προήλθε και η άποψη ότι φρόνιμοι είναι, στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι. Και όμως το προσωπικό αγαθό κάποιου δεν είναι, ασφαλώς, δυνατό να υπάρχει ανεξάρτητα από τη σωστή κατάσταση του σπιτικού του και της πόλης του» (1142a 8, 9-12).
Το ενδεχόμενο να κερδίζει κανείς ζημιώνοντας το συλλογικό όφελος δεν αναφέρεται από τον Αριστοτέλη ως αυτονόητα καταδικαστέα στρέβλωση. Η επίτευξη τέτοιων σχεδίων (που αναγκαστικά συμβαίνει σε βάρος των άλλων) επιβεβαιώνει στην πράξη ότι, όταν φθείρεται η πόλη συνολικά, βλάπτονται και οι πολίτες ατομικά. Οι άνθρωποι που για το δικό τους όφελος καταπατούν τα συμφέροντα της πόλης λειτουργούν προδοτικά, αφού στην ουσία επιδιώκουν να κάνουν κακό στους συμπολίτες τους. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να τιμωρούνται καθιστώντας σαφές ότι η πόλη δεν είναι πρόθυμη να τους ανεχτεί.
Από τη στιγμή που το συμφέρον της πόλης τίθεται ως αναγκαστική προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος η φρόνηση δε θα μπορούσε να μην έχει πολιτικές διαστάσεις, αφού και το συλλογικό συμφέρον (που θα υπηρετήσει το ατομικό) θα εξυπηρετηθεί σύμφωνα με τις αποφάσεις που εκείνη ορίζει. Θα έλεγε κανείς ότι η πολιτική αφροσύνη είναι απείρως καταστροφικότερη, αφού είναι σε θέση να καταστρέψει την ευδαιμονία όλων των πολιτών κι όχι μεμονωμένων απερίσκεπτων ανθρώπων. Από αυτή την άποψη, η πολιτική φρόνηση μπορεί να τεθεί ως ζήτημα υψίστης σημασίας, που πρέπει να ξεπερνά όλες τις ατομικότητες.
Εκλαμβάνοντας, όμως, τη φρόνηση ως ορθότητα στον τρόπο της σκέψης αυτό που μένει είναι διερευνηθεί τι ακριβώς νοείται ως ορθή σκέψη/διαβούλευση: «Πρέπει νε δούμε επίσης τι είναι η ορθή σκέψη/διαβούλευση: είναι ένα είδος επιστημονικής γνώσης ή είναι γνώμη ή ευστοχία ή κάτι άλλο;» (1142a 9, 36-38).
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει (και πάλι) ότι η φρόνηση δε σχετίζεται με την επιστημονική γνώση: «Επιστημονική γνώση ασφαλώς δεν είναι· γιατί δε διερευνούν οι άνθρωποι αυτά που ήδη ξέρουν, και η ορθή σκέψη/διαβούλευση είναι ένα είδος σκέψης/διαβούλευσης, και ο άνθρωπος που σκέφτεται/διαβουλεύεται διερευνά και “λογαριάζει”» (1142a 9, 38 και 1142b 9, 1-2).
Το ότι η διαβούλευση παρουσιάζεται ως κάτι αποκομμένο από την επιστήμη (σαν να μη σκέφτεται και να μην αποφασίζει ο επιστήμονας για τα ζητήματα της επιστήμης του) δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση, αφού ο Αριστοτέλης έχει ήδη διευκρινίσει ότι οι επιστήμες ασχολούνται με όσα θεωρούνται αμετάβλητα. Γι’ αυτό και η φράση «δεν διερευνούν οι άνθρωποι αυτά που ήδη ξέρουν». Τα αμετάβλητα πράγματα (όπως οι γνώσεις για την ανάπτυξη των φυτών ή η ιατρική επιστήμη) δεν τα σκέφτεται κανείς, απλώς τα λαμβάνει υπόψη του για να πάρει τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις για οτιδήποτε τον απασχολεί.
Κι αφού είναι σαφές ότι η φρόνηση δε σχετίζεται με την επιστημονική γνώση (εξάλλου, ο επιστήμων δεν είναι κατ’ ανάγκη και φρόνιμος ούτε και ο φρόνιμος κατ’ ανάγκη επιστήμων), απορρίπτεται και το ενδεχόμενο της ευστοχίας: «Φυσικά, ούτε ευστοχία είναι· γιατί η ευστοχία είναι κάτι που γίνεται χωρίς λογισμό και μελέτη και είναι κάτι το γρήγορο, ενώ η σκέψη/διαβούλευση απαιτεί κάποια διάρκεια χρόνου· λένε επίσης οι άνθρωποι ότι τα συμπεράσματα μιας σκέψης/διαβούλευσης πρέπει να εκτελούνται γρήγορα, η σκέψη/διαβούλευση όμως πρέπει να γίνεται με αργό ρυθμό». (1142b 9, 3-6).
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει την ευστοχία με το ακαριαίο. Θα έλεγε κανείς με το ενστικτώδες. Η διαβούλευση, όμως, δεν είναι θέμα ενστίκτου. Είναι ο πλήρως εξορθολογισμένος υπολογισμός όλων των παραμέτρων, που θα οδηγήσει σε σωστές αποφάσεις. Η φρόνηση εμπεριέχει την ευστοχία, αλλά δε σχετίζεται με τη διαίσθηση: «η ορθή σκέψη/διαβούλευση συνεπάγεται λογική διεργασία. Μένει, επομένως, να είναι ορθότητα της διανοητικής ενέργειας» (1142b 9, 14-15).
Και βέβαια η ορθή διαβούλευση δεν είναι απλά γνώμη: «Ούτε ασφαλώς είναι ένα οποιοδήποτε είδος γνώμης η ορθή σκέψη/διαβούλευση. Δεδομένου όμως ότι ο άνθρωπος που σκέφτεται/διαβουλεύεται άσχημα, υποπίπτει σε σφάλμα, ενώ αυτός που σκέφτεται/διαβουλεύεται καλά, σκέφτεται/διαβουλεύεται ορθά, είναι φανερό ότι η ορθή σκέψη/διαβούλευση είναι ένα είδος ορθότητας, όχι όμως της επιστημονικής γνώσης ούτε της γνώμης» (1142b 9, 7-11).
Κι όταν ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για γνώμη, πρέπει να διευκρινιστεί κι τι ακριβώς εννοεί: «Όσο για τη λεγόμενη γνώμη (εξού και οι εκφράσεις “συν-γνώμονες άνθρωποι” και “άνθρωπος που έχει συν-γνώμην”) είναι η ορθή κρίση ότι κατιτί είναι επιεικές. Απόδειξη είναι ότι αυτό που λέμε, ότι επιεικής είναι ο άνθρωπος που κρίνει με πολύ μεγάλη κατανόηση, και επιείκεια το να κρίνει κανείς σε ορισμένες περιπτώσεις με κατανόηση τους άλλους. “Κρίση και κατανόηση” είναι η ορθή κρίση που διακρίνει τι είναι επιεικές – ορθή είναι αυτή που πετυχαίνει την αλήθεια» (1143a 11, 22-27).
Η γνώμη, ως πραγμάτωση της επιείκειας, είναι γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου, όπως και η σύνεση και η κατανόηση: «έχοντας κανείς την ικανότητα να κρίνει για τα πράγματα που ανήκουν στο χώρο του φρόνιμου ανθρώπου είναι συνετός και έχει καλή ή γεμάτη κατανόηση για τους άλλους γνώμη· γιατί οι επιεικείς ενέργειες είναι κοινό γνώρισμα όλων των αγαθών ανθρώπων στις σχέσεις τους προς τους άλλους ανθρώπους» (1143a 11, 33-36).
Όσο όμως κι αν η γνώμη είναι αναπόσπαστο στοιχείο του φρόνιμου ανθρώπου, δεν μπορεί από μόνη της να αποδώσει την έννοια της διαβούλευσης. Για τον Αριστοτέλη μπορεί κανείς να διαβουλευτεί σωστά με δύο τρόπους: «είναι δυνατό να σκεφτεί/διαβουλευτεί κανείς καλά α) γενικά και απόλυτα, β) ενσχέσει με ένα συγκεκριμένο επιμέρους τέλος. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για τη σκέψη/διαβούλευση που οδηγεί σε επιτυχία ενσχέσει με το γενικό και απόλυτο τέλος, στη δεύτερη για τη σκέψη/διαβούλευση που οδηγεί σε επιτυχία ενσχέσει με το συγκεκριμένο επιμέρους τέλος» (1142b 9, 32-34).
Ο τελικός ορισμός της διαβούλευσης έχει ως εξής: «Αν λοιπόν η καλή σκέψη/διαβούλευση είναι γνώρισμα των φρόνιμων ανθρώπων, τότε η ορθή σκέψη/διαβούλευση θα πρέπει, λέω, να είναι η ορθότητα που συνίσταται στη διερεύνηση των χρήσιμων για το τέλος πραγμάτων, πραγμάτων που τα συλλαμβάνει με επιτυχία η φρόνηση» (1142b 9, 35-37).
Με άλλα λόγια, η ορθή διαβούλευση εμπεριέχει και τη λογική, ως ορθή κρίση, και τη γνώμη, ως επιείκεια που επιβάλλει η σύνεση, και την εμπειρία, που γεννάει τη φρόνηση, και την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού, στην υπηρεσία του οποίου τίθεται. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να την αποδώσει μεμονωμένα, καθώς η καλή σκέψη είναι η σύνθεση όλων αυτών. Κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με την τύχη ούτε με τη διαίσθηση. Και βέβαια η καλή σκέψη δεν πρέπει να ταυτίζεται με την οποιαδήποτε σκέψη. Γιατί η οποιαδήποτε σκέψη δε σημαίνει ότι είναι και ορθή. Ως ορθή χαρακτηρίζεται η σκέψη που εκπληρώνει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Αυτό που μένει είναι η αποσαφήνιση της σύνεσης, για να ολοκληρωθεί το περίγραμμα των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της αρετής. Και φυσικά ούτε η σύνεση σχετίζεται με τη γνώση των επιστημών: «Η σύνεση, επίσης, και η ευσυνεσία, δύο λέξεις από τις οποίες χαρακτηρίζουμε τους ανθρώπους συνετούς και ευσύνετους, ούτε είναι το ίδιο γενικά πράγμα με την επιστημονική γνώση ή τη γνώμη (γιατί όλοι οι άνθρωποι θα ήταν τότε συνετοί) ούτε είναι μια κάποια από τις επιμέρους ειδικές περιοχές επιστημονικής γνώσης, όπως είναι επιπαραδείγματι η ιατρική, που ασχολείται με τα θέματα της υγείας, ή η γεωμετρία, που ασχολείται με τα μεγέθη· γιατί η σύνεση δεν έχει για αντικείμενό της ούτε τα πράγματα που είναι αιώνια και αμετάβλητα ούτε ένα οποιοδήποτε από τα πράγματα που επιδέχονται γένεση, αλλά τα πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν στον άνθρωπο αμφιβολίες και ερωτηματικά και να τον ωθήσουν σε σκέψεις/διαβουλεύσεις» (1142b 10, 38 και 1143a 1-7).
Η διευκρίνιση ότι η σύνεση δε σχετίζεται ούτε με την επιστημονική γνώση ούτε με τη γνώμη «γιατί όλοι οι άνθρωποι θα ήταν τότε συνετοί» δεν υπονοεί ότι όλοι οι άνθρωποι είναι επιστήμονες ή επιεικείς, οπότε, αν η σύνεση αφορούσε αυτά, θα αποδιδόταν σε όλους, αλλά ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να έχουν στιγμές επιείκειας ή κάποιες μεμονωμένες επιστημονικές γνώσεις. Το ότι κάποιος μπορεί να πάρει συνετές αποφάσεις για την καλλιέργεια των χωραφιών του, επειδή γνωρίζει κάποιες επιστημονικές μεθόδους φροντίδας για τα φυτά, δε σημαίνει ότι είναι πράγματι συνετός, όπως και το ότι σε κάποια περίσταση φάνηκε επιεικής. Η σύνεση είναι μια συνολική παρουσία κι έχει να κάνει με όλες τις προκλήσεις της ζωής. Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί τρόπο σκέψης, τρόπο αντίληψης και διάθεσης του εαυτού.
Χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να ταυτίζεται με τη φρόνηση: «… σύνεση όμως και φρόνηση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Γιατί, ενώ η φρόνηση είναι επιτακτική (αφού το έργο της είναι να ορίσει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει), η σύνεση απλώς και μόνο κρίνει (η σύνεση και η ευσυνεσία είναι το ίδιο πράγμα, το ίδιο και οι συνετοί και ευσύνετοι άνθρωποι). Η σύνεση δεν είναι ούτε η κατοχή ούτε η απόκτηση της φρόνησης, αλλά όπως το μανθάνω λέγεται συνίημι όταν σημαίνει τη χρήση της γνωστικής ικανότητας, έτσι το συνίημι είναι κατάλληλο για τη χρήση της γνώμης, προκειμένου να κρίνουμε αυτά που κάποιος άλλος λέει για τα πράγματα που αποτελούν αντικείμενο της φρόνησης, και να τα κρίνουμε σωστά. Από εδώ προήλθε και η χρήση της λέξης σύνεση (εξού και οι ευσύνετοι άνθρωποι), από τη χρήση δηλαδή της λέξης συνίημι με τη σημασία της λέξης μανθάνω· γιατί το μανθάνω πολλές φορές το λέμε συνίημι» (1143a 10, 8-20).
Η σύνεση είναι αλληλένδετη με τη γνώση, κι αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται εμπειρία. Πρέπει να μάθει κανείς για να γίνει συνετός. Η σύνεση διαφέρει από τη φρόνηση γιατί δεν δρα με την ίδια ενεργητικότητα όπως εκείνη. Ενώ η φρόνηση θα οδηγήσει σε πράξεις, η σύνεση θα οδηγήσει στην κρίση, που δεν είναι απαραίτητο να υλοποιηθεί πρακτικά. Θα λέγαμε ότι η σύνεση είναι προϋπόθεση της φρόνησης ή, για να το πούμε αλλιώς, δε θα μπορούσε να υπάρξει φρόνηση χωρίς τη συνδρομή της συνετής κρίσης.
Γι’ αυτό και η διευκρίνιση ότι η σύνεση δεν έχει ως αντικείμενό της «ένα οποιοδήποτε από τα πράγματα που επιδέχονται γένεση». Γιατί η γένεση σηματοδοτεί την παραγωγή, δηλαδή τη δράση προκειμένου να επιτευχθεί κάτι, κι από τη σύνεση δεν είναι δεδομένο ότι θα επιτευχθεί κάποιο πράγμα. Είναι σαφές ότι η σύνεση, ως ορθή κρίση που δεν έχει κατ’ ανάγκη εφαρμογή, αλλά που προϋποθέτει πείρα και γνώση, δεν αφορά τόσο τους νέους, όσο τους γηραιότερους, αφού αυτοί έχουν την εμπειρία να κρίνουν με ωριμότητα.
Οι νέοι είναι κυρίως παρορμητικοί. Είναι πιο εύκολο για ένα νέο να σκέφτεται ασύνετα, κι όταν πράττει, να πράττει άφρονα: «Στις αναπόδεικτες, άρα, κρίσεις και γνώμες των έμπειρων, των ηλικιωμένων και των φρόνιμων ανθρώπων πρέπει να δίνουμε όχι λιγότερη από ό,τι στις αποδείξεις προσοχή· γιατί έχοντας αποκτήσει όλοι αυτοί μέσω της εμπειρίας τους ένα “μάτι”, βλέπουν τα πράγματα σωστά» (1143b 11,12-16).
Αντιλαμβανόμενοι ότι κάθε πράξη αφορά τις επιλογές που θα κάνει κανείς στις επιμέρους προκλήσεις που θα γνωρίσει στη ζωή του, είναι σαφές ότι όλα τα στοιχεία που διαμορφώνουν τις πράξεις οφείλουν να έχουν πλήρη γνώση των επιμέρους (εξειδικευμένων) ανά περίπτωση στοιχείων που θα δραστηριοποιήσουν τον άνθρωπο: «όλες οι πράξεις ανήκουν στην κατηγορία των έσχατων, δηλαδή των επιμέρους: ο φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να έχει και αυτός γνώση των επιμέρους, αλλά και η σύνεση και η γνώμη έχουν σχέση με τις πράξεις, και αυτές είναι τα έσχατα επιμέρους» (1143a 11, 36-39).
Κι από εδώ θα ξεκινήσει ο Αριστοτέλης για να φτάσει στον τελικό ορισμό του νου: «Ο νους επίσης έχει ως αντικείμενό του τα έσχατα και προς τις δύο κατευθύνσεις· γιατί τις ανώτατες έννοιες και τα κατώτατα επιμέρους έχει ως αντικείμενό του ο νους και όχι η συλλογιστική σκέψη: ένας είναι ο νους που, λειτουργώντας κατά τους κανόνες των επιστημονικών αποδείξεων, έχει ως αντικείμενό του τις αμετάβλητες και ανώτατες έννοιες, και άλλος ένας είναι αυτός που, λειτουργώντας στο χώρο των πρακτικών συλλογισμών, συλλαμβάνει το έσχατο επιμέρους, αυτό που υπόκειται σε μεταβολή και την ελάσσονα προκείμενη πρόταση» (1143a 11, 39-40 και 1143b 11, 1-4).
Ο νους διαφοροποιείται από τη συλλογιστική σκέψη, αφού εκείνη είναι το δικό του παράγωγο. Κι ο νους είναι το ανθρώπινο εργαλείο που θα διευθετήσει τόσο τα επιστημονικά ζητήματα (αμετάβλητα), όσο κι εκείνα της καθημερινότητας (μεταβλητά). Όμως, άλλη η εφαρμογή του νου στην πρώτη κι άλλο στη δεύτερη περίπτωση. Η δεύτερη περίπτωση αφορά τα επιμέρους και χρειάζεται φρόνηση και σύνεση και γνώμη, ενώ η πρώτη τα καθολικά ζητήματα της επιστήμης.
Το βέβαιο είναι ότι και οι δύο περιπτώσεις ορίζονται από την τελεολογία, αφού και στα επιμέρους και στα καθολικά υπάρχει πάντα ένα τέλος: «γιατί αυτά» (τα επιμέρους εννοείται εδώ) «είναι η αφετηρία για τη σύλληψη του τέλους· γιατί στα γενικά/καθολικά φτάνουμε ξεκινώντας από τα επιμέρους· αυτά λοιπόν τα επιμέρους πρέπει να γίνονται αντιληπτά: αυτή η αντίληψη είναι ο νους» (1143b 11, 4-6).
Παρακολουθούμε το ξετύλιγμα της επιστημονικής μεθοδολογίας που ακολουθεί ο Αριστοτέλης βασιζόμενος στις αισθήσεις. Παρακολουθώντας επιμέρους χαρακτηριστικά προχωρά σε συλλογισμούς που οδηγούν σε καθολικά συμπεράσματα. Από τον τρόπο που λειτουργεί η πέτρα και η φωτιά (η πέτρα πηγαίνει πάντα προς τα κάτω και η φωτιά προς τα πάνω) θα συμπεράνει ότι τα χαρακτηριστικά της φύσης είναι αμετάβλητα για να καταλήξει ότι η ηθική αρετή δεν είναι από τη φύση γιατί επιδέχεται μεταβολές.
Πρόκειται για τον ορισμό της επαγωγικής συλλογιστικής πορείας που ξεκινά από κάτι το μερικό (επιμέρους) για να φτάσει στο γενικό/καθολικό. Ο νους είναι το ανθρώπινο εργαλείο που θα συνδυάσει τους συλλογισμούς. Η ορθότητά τους θα επισφραγιστεί από τη θεμελίωση της απόδειξης, από το κατά πόσο δηλαδή συνδέονται λογικά οι προκείμενες και το συμπέρασμα.
Όμως, ο νους θα καθορίσει και το μέτρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που είναι κάτι διαφορετικό από την επιστημονική σκέψη. Προϋποθέτει τη σύνεση, τη φρόνηση, τη γνώμη και καθορίζεται διαρκώς από τις επιμέρους περιπτώσεις που θα συναντήσει κανείς. Το τέλος στην περίπτωση αυτή είναι διαφορετικό από το τέλος των επιστημονικών αναζητήσεων. Γιατί οι επιστημονικές αναζητήσεις μπορεί να ξεκινούν από το επιμέρους, αλλά φιλοδοξούν να φτάσουν σε αμετάβλητα καθολικά συμπεράσματα, ενώ η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αδύνατο να πλαισιωθεί από γενικούς ακατάρριπτους καθολικούς νόμους.
Όσο κι αν κάνει κανείς γενικεύσεις βασισμένος στην εμπειρία, δεν μπορεί να προβλέψει με τρόπο αλάνθαστο τα ανθρώπινα. Σε τελική ανάλυση, ο νους που καθορίζει τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς ξεκινά από τα επιμέρους και παραμένει σ’ αυτά. Αυτό που προστίθεται είναι η εμπειρία που θα εγγυηθεί την καλύτερη δυνατή διαχείριση των μελλοντικών επιμέρους προκλήσεων που θα προκύψουν με την καλή γνώση των άλλων ανθρώπων και την ορθή εκτίμηση των καταστάσεων σε σχέση με όλους τους παράγοντες που τις διαμορφώνουν.
Σε τελική ανάλυση, κάθε περίπτωση κρίνεται πάντα ως κάτι επιμέρους, αφού είναι αδύνατο να τεθούν αμετάκλητοι κανόνες που να προβλέπουν με ακρίβεια όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Γι’ αυτό η συμπεριφορά μπορεί να αλλάζει, όταν κάποιος σχετίζεται με διαφορετικούς ανθρώπους, ακόμα και σε όμοιες περιστάσεις. Γιατί αλλιώς πρέπει να φερθεί στον ένα κι αλλιώς στον άλλο άνθρωπο. Κι αυτή η εκτίμηση της σωστής (αλλά διαφορετικής) συμπεριφοράς που θα προσαρμόζεται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου στον οποίο απευθύνεται είναι ο ρόλος του νου που βασίζεται στην εμπειρία.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου