Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας στο δεύτερο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» τη διερεύνηση των εννοιών προκειμένου να φτάσει στον τελικό προσδιορισμό της αρετής (και κατ’ επέκταση και της κακίας) φτάνει στο συμπέρασμα ότι αυτό που προέχει στην παρούσα στιγμή είναι η πλήρης σημασιολογική αποσαφήνιση της εκούσιας και της ακούσιας πράξης: «Άρα τώρα πρέπει να πιάσουμε και να δούμε τι είναι εκούσιο και τι ακούσιο, και τη σημαίνει προαίρεση, αφού μέσω αυτών προσδιορίζονται η αρετή και η κακία» (1223a 26-28).
Το ζήτημα περιπλέκεται, καθώς η διαφοροποίηση της εκούσιας και ακούσιας πράξης σχετίζεται με τις επιμέρους έννοιες της όρεξης, της προαίρεσης και της διάνοιας: «Ένα από τα τρία επόμενα φαίνεται να είναι, είτε με την όρεξη να σχετίζεται είτε με την προαίρεση είτε με τη διάνοια» (1223a 30-31).
Ασφαλώς, η εκούσια πράξη έχει να κάνει με την προαίρεση, τη διάνοια και την όρεξη – ο βαθμός που επηρεάζει καθένας από αυτούς τους παράγοντες δεν είναι ο ίδιος για όλους, αλλά διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Η ακούσια συμπεριφορά δεν αφορά τα παραπάνω, αλλά προκύπτει από τον εξαναγκασμό που καταπιέζει το άτομο επιβάλλοντας πράξεις που αντιτίθενται στη θέλησή του.
Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την επιθυμία: «κάθε επιθυμία θεωρείται καταρχήν εκούσια· διότι το κάθε τι ακούσιο θεωρείται αποτέλεσμα επιβολής, και το επιβεβλημένο είναι κάτι που προκαλεί λύπη, όπως εξάλλου και όλα όσα κάνουν ή υφίστανται οι άνθρωποι εξαναγκασμένοι» (1223a 35-38).
Εφόσον ο εξαναγκασμός προξενεί λύπη, είναι φανερό ότι η χαρά σχετίζεται από την εκπλήρωση της επιθυμίας: «Οτιδήποτε αντιτίθεται στην επιθυμία είναι λυπηρό (η επιθυμία είναι πάντα του ηδονικού επιθυμία), οπότε θα είναι εξαναγκαστικό και ακούσιο. Συμπέρασμα: αφού αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους, οτιδήποτε συνάδει με την επιθυμία είναι εκούσιο» (1223a 42-45).
Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι η άδικη πράξη καταδεικνύει την κακία: «η κακία, σε κάθε της μορφή, κάνει τον άνθρωπο πιο άδικο, και η εξάρτηση από το πάθος (αδυναμία θέλησης) θεωρείται μορφή κακίας, ενώ ως εξαρτημένος ορίζεται αυτός που πράττει ακολουθώντας την επιθυμία και παραβλέποντας τη λογική» (1223a 45-48).
Η εξάρτηση παρουσιάζεται ως ακατανίκητο ανθρώπινο πάθος που ξεπερνά τη λογική. Ο δέσμιος των επιθυμιών που αδυνατεί να τις υποβάλλει σε λογική επεξεργασία είναι ο εξαρτημένος, δηλαδή ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα φραγμό, αφού η συμπεριφορά του βρίσκεται υπό την ομηρία του αχαλίνωτου: «Ενεργώντας αυτός σύμφωνα με την επιθυμία, πέφτει στην εξάρτηση, και επειδή η αδικία είναι κάτι το εκούσιο –ο εξαρτημένος από το πάθος θα πράξει άδικα όταν πράττει σύμφωνα με την επιθυμία του–, συνεπάγεται ότι εκούσια ενεργεί, και ότι η επιθυμία ανάγεται στο εκούσιο» (1223b 1-3).
Η άποψη που θέλει τον εξαρτημένο να λειτουργεί με τρόπο ακούσιο, αφού το πάθος του εκμηδενίζει την προσωπικότητα, προσδίδοντας το ελαφρυντικό του ακαταλόγιστου δε φαίνεται να πείθει τον Αριστοτέλη: «Οτιδήποτε, λοιπόν, κάνει κάποιος εκούσια, το κάνει με τη θέλησή του, και ό,τι με τη βούλησή του, εκούσια. Αλλά δε θέλει κανείς αυτό που θεωρεί κακό. Όποιος, όμως, πέφτει στην εξάρτηση από το πάθος, δεν κάνει αυτά που θέλει· διότι, τι άλλο είναι η εξάρτηση από το να πράττεις λόγω της επιθυμίας το αντίθετο αυτού που θεωρείς άριστο; Μα έτσι θα προκύψει να ενεργεί ο ίδιος άνθρωπος και εκούσια και ακούσια, πράγμα όμως αδύνατο» (1223b 7-14).
Με άλλα λόγια, το δεδομένο ότι η ηθελημένη πράξη είναι από θέση αρχής εκούσια καταδεικνύει ότι η εξάρτηση, ως κάτι ηθελημένο, εντάσσεται επίσης στη σφαίρα του εκούσιου. Το ότι, εν τέλει, ο εξαρτημένος υπό την επήρεια του πάθους του πράττει τα αντίθετα από αυτά που θεωρεί άριστα, δεν καταδεικνύει ότι ενεργεί ακούσια, αλλά ότι η εξάρτηση είναι τόσο ισχυρή που ξεπερνά ακόμη και την επιθυμία της άριστης πράξης. Υπό αυτή την έννοια, το κακό μπορεί να γίνει ηθελημένα, αν πρόκειται να ικανοποιήσει κάποιο ακατανίκητο πάθος.
Αυτός είναι και ο λόγος που το δίκαιο ταιριάζει περισσότερο στον εγκρατή παρά στον εξαρτημένο: «ένας άνθρωπος εγκρατής θα ενεργήσει δίκαια· και οπωσδήποτε η εγκράτεια είναι αρετή περισσότερο από την εξάρτηση, και ως αρετή μάς κάνει πιο δίκαιους» (1223b 14-17). Κι όχι μόνο αυτό: «θα ήταν άτοπο να γίνονται οι εξαρτημένοι πιο δίκαιοι» (1223b 4-5).
Από την άλλη, ο εγκρατής είναι σε θέση να πράττει τα δίκαια χαλιναγωγώντας τα πάθη του στις υποδείξεις της λογικής: «δείχνει εγκράτεια, όταν ενεργεί ενάντια στην επιθυμία, ακολουθώντας το λογικό» (1223 18-19).
Όμως, η πράξη που εναντιώνεται στην επιθυμία δεν μπορεί παρά να υπόκειται στον καταναγκασμό, δηλαδή στη λύπη που συνοδεύει οτιδήποτε το ακούσιο: «με δεδομένο ότι το να πράττεις δίκαια είναι εκούσιο (όπως και το να πράττεις άδικα, αφού και τα δύο αυτά θεωρούνται εκούσια, και υποχρεωτικά ό,τι είναι το ένα είναι και το άλλο), ενώ το να πράττεις ενάντια στην επιθυμία είναι ακούσιο, τότε ο ίδιος άνθρωπος θα προβεί στην ίδια ενέργεια και εκούσια και ακούσια μαζί» (1223b 19-24).
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχει ήδη κριθεί αδύνατο από την προηγούμενη διερεύνηση της συμπεριφοράς σε σχέση με τα πάθη και την εξάρτηση: «έτσι θα προκύψει να ενεργεί ο ίδιος άνθρωπος και εκούσια και ακούσια, πράγμα όμως αδύνατο» (1223b 13-14). Ο άνθρωπος θα πράξει είτε εκούσια είτε ακούσια και η εγκράτεια από θέση αρχής, ως συνειδητή και πλήρως εκλογικευμένη στάση ζωής, δεν μπορεί παρά να τοποθετηθεί στο εκούσιο.
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Εάν είναι αδύνατο να πράττει ένα και το αυτό πράγμα ο ίδιος άνθρωπος ταυτόχρονα εκούσια και ακούσια, τότε το να ενεργεί σύμφωνα με τη θέλησή του είναι περισσότερο εκούσιο από το να ενεργεί ακολουθώντας την επιθυμία» (1223b 32-35).
Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα στην επιθυμία και τη θέληση. Η επιθυμία είναι δυνατό να ωθεί σε πράξεις που δεν αρμόζουν στο άριστο. Ο άνθρωπος οφείλει να δαμάσει αυτές τις παρορμήσεις προτάσσοντας τη θέληση που υποδεικνύεται από τη λογική. Η θέληση παρουσιάζεται ως φίλτρο των επιθυμιών ξεκαθαρίζοντας ποιες είναι σύμφωνες με την αρετή και ποιες όχι. Μόνο εκείνες που συμπλέουν με τη λογική αρμόζουν στην αρετή. Οι υπόλοιπες αποτελούν άλογες παρορμήσεις, που ο εγκρατής ξέρει να τις χαλιναγωγεί, ενώ ο εξαρτημένος όχι.
Το πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής αφορά και τη διαπραγμάτευση του θυμού: «Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για το θυμό. Διότι και στο θυμό θεωρείται πως υπάρχει εξάρτηση (αδυναμία θέλησης) και εγκράτεια (αυτοσυγκράτηση), όπως και στην επιθυμία. Και το να πράττεις ενάντια στο θυμό είναι λυπηρό, και η ανάσχεσή του γίνεται με εξαναγκασμό, ώστε με δεδομένο ότι ο εξαναγκασμός είναι ακούσιος, το να ενεργείς ακολουθώντας το θυμό θα είναι σε κάθε περίπτωση εκούσιο» (1223b 24-28).
Το εκούσιο της συμπεριφοράς που εκφράζει την επιθετικότητα της ψυχής δε σημαίνει ότι η χαλιναγώγησή της οδηγεί στο ακούσιο. Και οι δύο συμπεριφορές είναι εκούσιες, μόνο που η πρώτη υποκύπτει στην επιθυμία, ενώ η δεύτερη στη θέληση.
Το ότι η χαλιναγώγηση της επιθυμίας (όρεξη) δε σηματοδοτεί το ακούσιο έχει ήδη καταδειχθεί: «Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία ότι άλλο είναι να πράττεις εκούσια, και άλλο σύμφωνα με την όρεξη· όπως και άλλο το ακούσια, άλλο ενάντια στην όρεξη» (1223b 48-50).
Όμως, ούτε και η θέληση μπορεί να ταυτιστεί επακριβώς με την έννοια της εκούσια πράξης: «Ενδέχεται, πάντως, να υπάρχει και εκούσια πράξη χωρίς να συνοδεύεται από θέληση. Και πολλές μας πράξεις, που τις πράττουμε με τη θέλησή μας, γίνονται ξαφνικά· όμως για κανέναν το ξαφνικό δεν αποτελεί αντικείμενο προαίρεσης» (1224a 2-6).
Το ότι ο Αριστοτέλης εντοπίζει την εκούσια συμπεριφορά ακόμη και σε πράξεις που στερούνται προαίρεσης (συντελούμενες απολύτως ξαφνικά – θα λέγαμε ακαριαία) πιστοποιεί ότι η προαίρεση-θέληση δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με την εκούσια πράξη.
Η ερμηνεία που θέλει την αυτόματη-αντανακλαστική συμπεριφορά εκούσια υποκρύπτει την πεποίθηση ότι το αντανακλαστικό καθρεφτίζει την προσωπικότητα που το εκφράζει. Ο οργίλος αυτόματα δρα με οργή, κι αυτό είναι εκούσιο, αφού έτσι διαμόρφωσε το χαρακτήρα του. Η αποδοχή ότι μια τέτοια πράξη, αν και εκούσια, στερείται προαίρεσης καταδεικνύει ότι ο οργίλος δε θέλει να συμπεριφέρεται έτσι, αλλά υποκύπτει στο ανεξέλεγκτο των παθών του. Υπό αυτή την άποψη, τα πάθη, από θέση αρχής, ακυρώνουν κάθε έννοια της προαίρεσης.
Ο Αριστοτέλης έχοντας ήδη ξεκαθαρίσει ότι η εκούσια πράξη έχει να κάνει είτε με την όρεξη είτε με την προαίρεση είτε με τη διάνοια και θεωρώντας ότι έχει ήδη αποδείξει ότι τόσο η όρεξη όσο και η προαίρεση δεν ταυτίζονται με την εκούσια πράξη θα προχωρήσει στη διερεύνηση της διάνοιας: «Αλλά εφόσον έχουμε δεχτεί ότι το εκούσιο ανάγεται σε ένα από αυτά τα τρία, είτε στην όρεξη είτε στην προαίρεση είτε στη διάνοια, και έχουμε αποκλείσει τα δύο πρώτα, δεν μπορεί παρά να εντοπίζεται στις πράξεις που συνδέονται κάπως με τη διάνοια» (1224a 6-10).
Σε τελική ανάλυση, η διάνοια αποτελεί την ειδοποιό διαφορά που χωρίζει τον εγκρατή από τον εξαρτημένο-ακρατή: «Η πειθώ, τώρα, είναι αντίθετη στον εξαναγκασμό και την αναγκαιότητα» (1224a 48).
Ως αναγκαιότητα ορίζονται όλα εκείνα που είναι αδύνατο να αποφύγει κανείς και που, εν πολλοίς, ορίζονται από την ίδια του τη φύση. Η αναγκαιότητα επιβάλλει στην πέτρα να κινείται προς το κάτω, πράγμα όχι εκούσιο αλλά αυτόματο και αναπόφευκτο. Η αναγκαιότητα, θα λέγαμε ότι επιβάλλει στον άνθρωπο να εκπληρώσει όλες τις βιολογικές του ανάγκες. Από την άλλη, ο εξαναγκασμός είναι η συνθήκη που αναγκάζει μια συμπεριφορά που αντίκειται στη φύση. Αν η πέτρα δεν πηγαίνει προς τα κάτω, όπως η φύση της ορίζει, τότε σίγουρα υπάρχει μια ανάγκη που την εξαναγκάζει για το αντίθετο. Τις δύο έννοιες ο Αριστοτέλης τις αποδίδει στο πρωτότυπο με τις λέξεις «ανάγκη» (αναγκαιότητα) και «βία» (εξαναγκασμός).
Το δεδομένο ότι ο εγκρατής κινείται περισσότερο από την πειθώ καταδεικνύει ότι δεν ενεργεί ούτε από εξαναγκασμό ούτε από αναγκαιότητα: «ο εγκρατής προχωράει μόνο όταν έχει πειστεί, και πορεύεται όχι με τον εξαναγκασμό αλλά εκούσια. Αντίθετα, η επιθυμία σπρώχνει χωρίς να πείσει, μιας και δε μετέχει στο λόγο» (1224b 1-3).
Η τελική διαφοροποίηση του εγκρατή από τον εξαρτημένο είναι πλέον απολύτως ξεκάθαρη: «Ο εγκρατής λυπάται ενεργώντας ενάντια στην επιθυμία του, αλλά απολαμβάνει την ηδονή να περιμένει κάτι, ότι δηλαδή σε δεύτερη φάση θα ωφεληθεί, αν δεν ωφελείται και άμεσα απολαμβάνοντας την υγεία του. Και ο εξαρτημένος απολαμβάνει με ηδονή αυτό που επιθυμεί, αλλά βιώνει τη λύπη που έρχεται, θεωρώντας ότι θα υποστεί κάτι κακό» (1224b 19-25).
Ο εγκρατής ενεργεί κυρίως με βάση τη διάνοια, ενώ ο εξαρτημένος (ακρατής) με βάση την επιθυμία. Είναι η αιώνια διαπάλη ανάμεσα στην όρεξη και το λογικό: «η όρεξη και το λογικό λειτουργούν ξεχωριστά, οπότε το ένα αντιμάχεται το άλλο» (1224b 28-29).
Όποιος πετύχει τη σύμπλευση αυτών θα κατακτήσει την ευτυχία σε όλη της την πληρότητα. Από τη μια θα απολαμβάνει την εκπλήρωση της επιθυμίας κι από την άλλη θα έχει την ασφάλεια που θα προσδίδει η λογική στις πράξεις του.
Από κει και πέρα, αν κάποιος θεωρήσει ότι τόσο η λογική όσο και η επιθυμία, ως ακαταμάχητες εκδηλώσεις της ψυχής, καθορίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε βαθμό που να υποκύπτει με τρόπο ακούσιο, οι συλλογισμοί δεν αλλάζουν και ίσως μια τέτοια εκδοχή να φαίνεται εύλογη: «εύλογα λέμε ότι και οι δυο τους ενεργούν εξαναγκασμένοι, και είτε για την όρεξη είτε για το λογικό ο καθένας τους ενεργεί κάποια στιγμή ακούσια» (1224b 26-28).
Μια τέτοια οπτική, όμως, όχι μόνο θα απάλλασσε τον άνθρωπο από οποιαδήποτε ευθύνη των πράξεών του (το ακούσιο είναι ανεύθυνο), αλλά θα σηματοδοτούσε την πιο ακραία εκδοχή μοιρολατρίας, αφού η ψυχή θα καθόριζε εκ των προτέρων όλη την ανθρώπινη δράση χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο συμμετοχής. Στην ουσία, το πρόβλημα θα αφορούσε το σύνολο της ψυχής, που υπό αυτή τη συνθήκη θα λειτουργούσε εξολοκλήρου με τρόπο εξαναγκασμένο.
Μια τέτοια αντίληψη είναι αδύνατο να βρει σύμφωνο τον Αριστοτέλη: «Για τα μέρη της ψυχής μπορούμε να δεχτούμε τον εξαναγκασμό. Αλλά η ψυχή συνολικά, τόσο του εγκρατούς όσο και του εξαρτημένου, λειτουργεί εκούσια και όχι εξαναγκασμένα» (1224b 31-34).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου