Αιτιότητα – Αναιτιότητα στη φιλοσοφία και την κλασσική φυσική
Αιτιότητα ονομάζεται η σχέση μεταξύ αιτίας και αιτιατού (αποτελέσματος). Αποτελεί σημαντικό ζήτημα του φιλοσοφικού στοχασμού ήδη από την ύστερη αρχαιότητα. Σήμερα είναι ζητούμενο σε όλες τις σύγχρονες Επιστήμες, θετικές και θεωρητικές, σ’ όλο σχεδόν το φάσμα τους.
Ο Πλάτωνας, στον διάλογο «Τίμαιος», κάνει λόγο για Αιτιών, τις οποίες διαιρεί σε Πρώτες Αιτίες, όπου κατατάσσει τις «Ιδέες», και Δεύτερες ή Ξυναίτια, που αναφέρονται τα υλικά πράγματα.
Ο Αριστοτέλης, στα έργα του “Φυσικά” και “Μετά τα φυσικά”, γράφει πως το να γνωρίζεις, σημαίνει να γνωρίζεις για τις αιτίες. Έργο δε της φυσικής επιστήμης είναι να μάθει τα αίτια της φυσικής μεταβολής….
“Διό καϊ τούς άρχιτέκτονας περί έκαστον, τιμιωτέρους καϊ μάλλον είδέναι νομίζομεν τών χειροτεχνών καϊ σοφωτέρους, ότι τάς αίτίας τών ποιουμένων ίσασιν” .
Και στο ερώτημα ποια είναι; τα είδη των αιτιών που πρέπει να αναζητήσει ο φυσικός, ο Αριστοτέλης απαντά πως υπάρχουν τέσσερα είδη αιτιών:Αυτό της Ύλης (“εξ ου γίνεταί τι”, δηλ. αυτό από το οποίο γίνεται ένα πράγμα, και που υπάρχει και στο παράγωγο ως συστατικό του στοιχείου),
Αυτό της Μορφής (“τι ήν είναι”. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη μορφή ή το πρότυπο),
Το Ποιητικής αιτίας («εξ ου η μεταβολή». Χρησιμοποιείται για να δηλώσει εκείνο από το οποίο προέρχεται η πρώτη αρχή της κίνησης ή της ηρεμίας) και
Η Τελικής αιτίας. (Όπου ο όρος «αίτιο» χρησιμοποιείται για να δηλώσει το τέλος, δηλ. τον σκοπό μιας αλλαγής, ή κίνησης).
Για τον Αριστοτέλη, και τα τέσσερα «αίτια» του είναι αναγκαία για την παραγωγή, όποιου αποτελέσματος. Και η, υπό τις τέσσερες αυτές μορφές, εκδοχή της αιτιότητας των φυσικών μεταβολών ήταν ευρέως γνωστή, και αποδεκτή, μέχρι τον Μεσαίωνα.
Ήδη όμως, και από τις απαρχές των συζητήσεων περί Αιτίας, διαμορφώνονται δύο αντίθετες απόψεις πάνω στο θέμα. Η πρώτη δέχεται ότι ο,τι συμβαίνει στον κόσμο, είναι συνέπεια μιας προ-υπάρχουσας αιτίας, ή μιας ακολουθίας αιτιών. Ότι δηλαδή, πίσω από κάθε επακόλουθο υπάρχει, κρύβεται πολλές φορές, ένα τουλάχιστον αίτιο. Έτσι, στον άπειρο κόσμο, κάθε συμβάν θεωρείται ταυτόχρονα απόρροια, αλλά και γενεσιουργός αιτία άλλου. Η Ζωή εξηγείται σαν μια φυσική-χημική διαδικασία που καθορίζεται από το Νόμους, που υποτάσσεται πλήρως στην Αιτιότητα.
Τέτοιες απόψεις είναι αυτές που συνιστούν την θεωρία της Αιτιοκρατίας (Ντετερμινισμού). Ακριβώς αντίθετη θεωρία, είναι αυτή της Αναιτιοκρατίας (Ιντετερμινισμού), η οποία μόνο χρονική αλληλουχία και τυχαιότητα αναγνωρίζει στα γεγονότα και καμία μεταξύ τους σκοπιμότητα.
Δεν είναι λίγοι οι διανοούμενοι που, επιφυλασσόμενοι, δεν εντάσσονται σε καμιά από τις δυο πιο πάνω βασικές θεωρίες. Άλλοι πάλι ποσοτικοί προβληματίζονται περί αιτίας, αφού δεν δέχονται ότι στον κόσμο συμβαίνει μεταβολή, ή κίνηση.
Φερ’ ειπείν οι Ελεάτες (Παρμενίδης, 6ος/5ος αι. π.Χ. κ.ά.) δίδασκαν πως ό,τι βλέπουμε ως αλλαγή, δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, δεν είναι σαφές, ποιο από δύο συ-σχετιζόμενα γεγονότα αποτελεί το αίτιο, ή είναι το παρεπόμενο του άλλου…
Δεν υπάρχουν ανεξήγητα, ή τυχαία γεγονότα στην Αιτιοκρατία. Η ιδέα μάλιστα ότι το σύμπαν ολόκληρο διέπεται από μια -μόνη- Νομοτέλεια , δηλαδή ότι αποτελεί ένα ενιαίο ντετερμινιστικό σύστημα, έχει καθοριστεί με καθοριστικό τρόπο στις Δυτικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις.
Η Αρχή της Αιτιοκρατίας, απαντάται το πρώτον στον Ηράκλειο όταν αυτός λέει ότι τα πάντα γίνονται “κατά λόγον (με λογική (αιτία) και κατά χρεών (από αναγκαιότητα)”.
Όμοια και σαφέστερα εκφράζεται στους Ατομικούς φιλόσοφους Λεύκιππο (ιδρυτή της Ατομικής θεωρίας) και Δημόκριτο (θεμελιωτή της Ατομικής θεωρίας)….
– “Ουδέν χρήμα (πράγμα) μάτην γίγνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπ’ ανάγκης”,
– «Μηδέν εκ του μη όντος γίνεσθαι, μηδ’ ες το μη ον φθείρεσθαι», και
– “Πάντα τε κατ’ ανάγκην γίνεσθαι”.
Η Δημοκρίτεια φυσική θεωρία, λοιπόν, είναι αιτιοκρατική.
Η Αριστοτελική σκέψη προχώρησε ακόμη πιο πέρα από την απλή (τυφλή) αναγκαιότητα του Δημόκριτου. Ο Αριστοτέλης, όπως είπαμε, προσδίδει σ’ όλα τα πράγματα της φύσης ένα σκοπό για τον οποίο συμβαίνουν, μια “ τελική αιτία (αιτία όλων των αιτιών)” για την οποία γίνονται. ( Άνευ αιτίου ουδέν εστίν). Στην Αριστοτελική φυσική όλες οι αιτιακές σχέσεις είναι τελεολογικές. Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η Αιτιοκρατία είναι καθαρή “Τελεολογία”, χωρίς μεταφυσικές έννοιες.
Οι Στωικοί φιλόσοφοι πιστεύουν ότι ο κόσμος διέπεται από μια θεία τάξη και από μια αδήριτη αναγκαιότητα, την «Ειμαρμένη», σύμφωνα με την οποία ο,τιδήποτε συμβαίνει στο σύμπαν είναι αυστηρά προκαθορισμένο και δεν αλλάζει με τίποτα.
Αμφισβήτηση της αρχής της Αιτιότητας, στα πλαίσια της αμφισβήτησης των πάντων της θεωρίας τους, εξέφραζαν στην Αρχαιότητα – πρωταρχικά – οι “Σκεπτικιστές / Πυρρωνικοί” φιλόσοφοι. Σύμφωνα με τις απόψεις τους, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα συνάφεια, δεσμός, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, καθότι αυτός είναι επινόημα των ανθρώπων.
Ο Επίκουρος , στα πλαίσια της ορθολογικής φυσικής του φιλοσοφίας, της βασισμένης στην παρατήρηση και το πείραμα , πίστευε ότι όλα στη φύση γίνονται, όχι βέβαια κάτω από την επενέργεια θεϊκών ή άλλων μυστηριωδών δυνάμεων και κατά τα «καπρίτσια» τους, αλλά επί τη βάσει σταθερών. και ακλόνητων (φυσικών) νόμων. Χαρακτηριστικά, Λουκρήτιου “De Rerum Natura”, ο ύμνος προς τον Επίκουρο.
Ωστόσο, προκειμένου να αιτιολογήσει το απρόοπτο στη Φύση, τις απειράριθμες κάθε είδους μεταβολές και μεταλλάξεις που συμβαίνουν χωρίς σταματημό στον κόσμο, καθώς και την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, διατύπωσε την όλως ιδιοφυή θεωρία της “παρέκκλισης”, κατά την κίνηση των ατόμων της ύλης. Ιδέα πρωτότυπη, η οποία εκπληκτικά προσιδιάζει στη σύγχρονη θεωρία της κβαντικής φυσικής και στα συμπεράσματα της για την ανάγκη και την τυχαιότητα των φυσικών φαινομένων.
Έτσι, η Φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου, ως προς το θέμα Αιτιότητας – Αναιτιότητας άπτεται, κάνει λόγο – συμπεριλαμβάνει, και των δύο αποψεών, όπως αναλυτικά στη συνέχεια που θα δούμε.
Στα νεότερα χρόνια:
Στην αντίληψη φιλοσόφων όπως των: Φράνσις Μπέικον, Γαλιλαίου, Καρτέσιου, Νεύτωνα, Λομονόσοφ, Λαπλάς, Σπινόζα και Γάλλων υλιστών του 18ου αι., η Αιτιοκρατία ταυτίζεται με την Αναγκαιότητα, χαρακτηρίζεται από μηχανικές και αφηρημένες ιδέες, ενώ η αντικειμενική της έννοια.
Ο Ντέιβιντ Χιούμ αμφισβήτησε την Αιτιοκρατία. Σύμφωνα με τον Σκώτο φιλόσοφο, καμία αντίφαση δεν υπάρχει εάν για μια αιτία ισχυρίζεται κάποιος, ότι δεν συνεπάγεται το αποτέλεσμα που αποδίδεται. Παραδεχόταν, πάντως, ότι στα πρακτικά ζητήματα οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να σκέπτονται με όρους αιτίας – αποτελέσματος.
Στους φυσικούς και φιλοσόφους, η φιλοσοφία της «Αιτιότητας» είναι συνδεδεμένη με την έννοια της «Δημοκρατίας», δηλαδή με την αντίληψη ότι όλα όσα συμβαίνουν στη φύση, υπόκεινται σε νόμους που ισχύουν χωρίς εξαίρεση. Και συνάδει με την «Καντιανή» έννοια της αιτίας (ως συμμόρφωσης στο νόμο), κυρίως όμως με τη Φυσική του Νεύτωνα, σύμφωνα με την οποία οι θεμελιώδεις συνθήκες που έχουν εγκατασταθεί στο σύμπαν από το ξεκίνημα του, γεγονότα, ή άλλες αναπόφευκτες συνθήκες και με τρόπο μονοσήμαντο.
Έτσι, που ήταν δυνατόν να γνωρίζουμε την ύλη και τους νόμους που διέπουν τον κόσμο, θα ήταν εφικτό να προσαρμόσουμε κάθε σημείο του σύμπαντος, σε σύνολο χρόνο!
Η φυσική επιστήμη (η φυσιογνωσία) είναι οπωσδήποτε πειραματική επιστήμη, ως δίδαξε ο Επίκουρος. Ο Νεύτωνας δήλωνε πως δεν έκανε υποθέσεις και πως, από τα πειραματικά ευρήματα, είχε συμπεράνει τις βασικές του έννοιες και νόμους κατά τρόπο αιτιακό. Αλλά και, η κατά τα άλλα ρηξικέλευθη, θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν δεν αμφισβήτησε την καθιερωμένη αρχή της Αιτιότητας – Αιτιοκρατίας.
Η Νευτώνεια και η Σχετικιστική Φυσική, λοιπόν, εντάσσονται στη Ντετερμινιστική λογική και με την αντίληψη αυτή υπηρέτησαν και υπήρξαν την επιστήμη και τη θεωρητική σκέψη με μεγάλη επιτυχία. Η έννοια της αστοχίας, της πιθανότητας και του τυχαίου, στις πιο πάνω θεωρίες Νεύτωνα και Αϊνστάιν, λογίζονται – υπάγονται, μόνον, στη γενική «θεωρία σφαλμάτων».
Η Κβαντομηχανική και η στατιστική πιθανολογία
Ωστόσο, στο μεταίχμιο του 20ου αι., τόσο στην κλίμακα του σύμπαντος (μεγάκοσμος), όσο και σ’ αυτήν του ατόμου της ύλης (μικρόκοσμος), εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση πληθώρας πειραμάτων, στα οποία η καθιερωμένη φυσική του Νεύτωνα, καθώς και η αντίληψη πως ο φυσικός μπορεί να συνάγει θεωρητικές έννοιες από πειραματικά δεδομένα, αμφισβητήθηκαν, καθώς βρέθηκαν σε αδυναμία να απαντήσουν και να δώσουν λύσεις. Συναφώς, αμφισβητήθηκε και ο συνεπαγόμενος της Νευτώνειας φυσικής, Ντετερμινισμός.
Το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης αμφισβήτησης της Αιτιοκρατίας, στη όλη συζήτηση γύρω απ’ αυτήν, παρουσιάζεται με επίκεντρο τα σύγχρονα πορίσματα της Κβαντομηχανικής.
Η πλήρης διατύπωση της Κβαντικής θεωρίας με την Κβαντομηχανική , συντελέστηκε το 1926 στην Κοπεγχάγη, και το 1927 στο περίφημο συνέδριο του Σολβέυ. Και αυτή, η Κβαντομηχανική δηλ. θεωρία, προπαντός, ερμηνεύτηκε από την λεγόμενη «Σχολή της Κοπεγχάγης», ερμηνεία που υποστηρίχθηκε από μια πολύ δυνατή πλειοψηφία επιστημόνων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις αιτιοκρατικές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων (στο μικρόκοσμο) και τάχθηκαν με την άποψη της τυχαιότητας , ακριβέστερα, με την, στη φύση.
Τον ακρογωνιαίο λίθο ερμηνείας της Κβαντικής Μηχανικής από τη «Σχολή της Κοπεγχάγης», συνίσταται η «Αρχή της βεβαιότητας (ή της απροσδιοριστίας)» του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, μαζί με την «Αρχή της Συμπληρωματικότητας» του Νιλς Μπορ.
Κατά την «Αρχή της αβεβαιότητας » του Χάιζενμπεργκ, η γνώση για τη θέση ενός σωματιδίου είναι συμπληρωματική της γνώσης για την ταχύτητα ή την ορμή του, και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και τις δύο με την ίδια ακρίβεια. Αυτή δε, η σχέση αβεβαιότητας, είναι άμεση συνέπεια του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού της ύλης, που περιγράφει η “Αρχή της Συμπληρωματικότητας” του Μπορ.
Εξαιρετικά σημαντικό όμως είναι ότι:
Το τετράγωνο του μέτρου της Κυματοσυνάρτησης (ως συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας στην εξίσωση Σρέντινγκερ) έχει φυσικό νόημα, καθώς, κατά τον Μαξ Μπορν, (μαθηματικά) εκφράζει την πυκνότητα πιθανότητας να βρεθεί ένα σωματίδιο που περιγράφεται από την κυματοσυνάρτηση αυτή, μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο στοιχειώδες όγκος.
Η ανωτέρω διαπίστωση του Μαξ Μπορν είναι ακριβώς αυτή που καίρια κλονίζει την «Αιτιότητα».
Ανακοινώνοντας τη δική του ερμηνεία για την κυματική συνάρτηση του ηλεκτρονίου του Σρέντινγκερ, με βάση την εύρος πιθανότητας, ο Μαξ Μπορν παρατηρεί τα εξής:
«Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα του Ντετερμινισμού στο σύνολο του. Από την πλευρά της δικής μας Κβαντομηχανικής όμως, δεν υπάρχει ποσότητα που να παραμένει αιτιακή στην περίπτωση ενός μεμονωμένου φαινομένου κρούσης. Και στην πράξη δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι υπάρχουν εσωτερικές ιδιοκαταστάσεις του ατόμου που υπαγορεύουν μια καθορισμένη διαδρομή κρούσης.
Μπορούμε, άραγε, να ελπίζουμε ότι θα έχουμε τέτοιες ιδιοκαταστάσεις αργότερα και ότι θα είμαστε σε θέση να ορίσουμε για κάθε μεμονωμένη περίπτωση; Ή μήπως πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η συμφωνία θεωρίας και πειράματος σχετικά με την αδυναμία να καθοριστούν οι παράγοντες της αιτιακής μεταβολής είναι μια προκαθορισμένη αρμονία, που βασίζεται στην μη ύπαρξη τέτοιων παραγόντων;
Προσωπικά κλείνω προς την άποψη ότι ο ντετερμινισμός δεν ισχύει στον ατομικό κόσμο. Όμως αυτό παραμένει ένα φιλοσοφικό ερώτημα, διότι τα φυσικά επιχειρήματα δεν έχουν καταλήξει τελεσίδικα».
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όμως, πάνω στο θέμα της υπάρξεως ή όχι Αιτιότητας στη φύση, είναι και η διάλεξη του Max Born κατά την τελευταία βράβευση του με τον Νόμπελ, (1954) για τη θεμελιώδη έρευνα του στην κβαντομηχανική. Μάλιστα βραβεύτηκε, ακριβώς για τη στατιστική ερμηνεία της Κυματοσυνάρτησης του Έρβιν Σρέντιγκερ, ένα πεδίο στο οποίο είχε εργαστεί μόνος του. Το Ενδεικτικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την ομιλία του Μπορ, όπου εξετάζει τα φιλοσοφικά συμπεράσματα του έργου του:
«Πιστεύω ότι ιδέες όπως η απόλυτη βεβαιότητα, η απόλυτη ακρίβεια, η τελική αλήθεια, κ.λπ. αποτελούν επινοήματα της φαντασίας που δεν πρέπει να αναμειγνύονται σε κανένα πεδίο της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, κάθε πρόταση πιθανότητας είναι είτε ορθή, είτε λανθασμένη, από την οπτική γωνία της θεωρίας πάνω στην οποία βασίζεται. Αυτή η «χαλαρωτική σκέψη» (γερμ.: «Lockerung des Denkens». Υπονοεί και τη κινητοποίηση της συνείδησης) μου φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη ευλογία που μας προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη.
Γιατί η πίστη σε μία μοναδική αλήθεια και στην κατοχή της από κάποιον άνθρωπο, αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών στον κόσμο».
Έτσι, στο ατομικό επίπεδο, τα στοιχεία που περιγράφουν τις κινήσεις και τη δυναμική των στοιχειωδών σωματιδίων, δεν μπορούν να προσδιοριστούν «αιτιακά», δηλ. γνωρίζοντας την προηγούμενη κατάσταση, σ’ ένα μονωμένο σύστημα, να καθορίσουμε και τη μελλοντική.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνον πιθανολογικά – στατιστικά . Μάλιστα, μπορούμε να προβλέψουμε τη θέση ενός σωματιδίου, αλλά όχι ταυτόχρονα και την ταχύτητά του.
Και το συμπέρασμα που συνάγεται από την έρευνα τέτοιων φαινομένων, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δείχνει ότι αυτή η αδυναμία δεν έχει να κάνει με το επιστήμονα να παρατηρήσει και να μελετήσει τα φυσικά φαινόμενα, αλλά σε συγκεκριμένη ιδιότητα της ύλης. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα περίεργο είδος φυσικής πραγματικότητας, που χαρακτηρίζεται από μια “εγγενή ανορθολογικότητα”.
Ο λόγος που δεν βλέπουμε αυτή την αβεβαιότητα – τυχαιότητα στην καθημερινότητα, παρά μόνον το σκληρό πρόσωπο της Αιτιοκρατίας, είναι ότι εμφανίζεται σε φαινόμενα εξαιρετικά μικρής κλίμακας. Εμφανής γίνεται στον μικρόκοσμο, και αυτό δεν αποτελεί καμία ιδιαιτερότητα, αφού κάθε φυσική θεωρία έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής.
Πάντως ισχύει: Όταν οι κβαντικοί αριθμοί του παρατηρούμενου συστήματος είναι μικροί, όπως στην περίπτωση των υπατομικών φαινομένων, τότε η αβεβαιότητα που καθορίζεται από την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, για τις θέσεις και τις ορμές των μαζών του συστήματος, γίνεται σημαντική.
Όταν όμως οι κβαντικοί αριθμοί του συστήματος είναι μεγάλοι, τότε το ποσοτικό μέγεθος της απροσδιοριστίας, που καθορίζεται από την αρχή του Χάιζενμπεργκ, γίνεται ασήμαντο και οι αριθμοί της πιθανότητας στη συνάρτηση κατάστασης μπορούν να συγκεντρωθούν. Αυτό αληθεύει στα μεγάλα, κατά την κοινή αντίληψη, αντικείμενα.
Είναι τότε που η κβαντομηχανική παράγει, σαν ειδική περίπτωση της, η Νευτώνεια και Αϊνστάνεια μηχανική, και η «ανίσχυρη αιτία» – Πιθανοκρατία της Κβαντομηχανικής, καθίσταται «ισχυρή αιτιότητα» – Ντετερμινισμός στη Νευτώνεια και Αϊνστάνεια φυσική.
Οπωσδήποτε, η Κβαντομηχανική άλλαξε την κατάσταση. Οι φυσικές επιστήμες πλέον δεν περιγράφουν και δεν εξηγούν απλώς τη φύση. Είναι μέρος από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη φύση και τους εαυτούς μας. Περιγράφουν τη φύση, όπως αυτή φανερώνεται στη μέθοδο των ερωτήσεων μας.
Φάνηκε, ότι η υλική φύση δεν είναι ένα κλειστό σύστημα που βασίζεται σε αυστηρούς νόμους, και τα φυσικά φαινόμενα δεν ερμηνεύονται πλέον, με συνεπή τρόπο, σ’ ένα μαθηματικό τετραδιάστατο χωροχρόνο. Ωστόσο, ότι ο ανθρώπινος νου δεν θα αποκτήσει ποτέ την ικανότητα να κατανοήσει τον κόσμο με την λογική.
Η Κβαντομηχανική, είναι αλήθεια, εκδηλώνεται μέσα και από πολλά «παράδοξα». Ωστόσο, δεν συνιστά, απλά, μια αφηρημένη φυσική θεωρία, αφού οι εφαρμογές της σήμερα είναι μεγάλης σπουδαιότητας και κυριολεκτικά αμέτρητες. Ο,τιδήποτε κρατάμε στα χέρια μας ή εξαρτόμαστε απ’ αυτό – Το διαδίκτυο, η κινητή τηλεφωνία, η μαγνητική τομογραφία, ο φακός LED, η ακτίνα λέιζερ κ.λπ. κλπ. – οφείλουν την υπάρξη τους στην κβαντομηχανική.
Διαπιστώνεται, ακόμα, ότι συνάρτηση πιθανότητας, αυτή που στην θεωρία της κβαντομηχανικής υποκαθιστά τους αιτιακούς νόμους της κλασσικής φυσικής, περιέχει και το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της με το μηχάνημα μέτρησης. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματικότητα (σε πειράματα παρατήρησης μικροσωματιδίων) μεταβάλλεται, εξαρτώμενη από το αν παρατηρούμε ή όχι!
Τα δεδομένα αυτής της σύγχρονης φυσικής (δηλ. της κβαντομηχανικής), επιφέρουν τεράστια μεταβολή στις αντιλήψεις των επιστημόνων περί της Αιτιοκρατίας. Έτσι, οι επιστήμονες, στην πλειονότητά τους, συνειδητοποιούν ότι το σχήμα “Αιτιότητα = Μηχανικισμός = Ορθολογισμός” δεν ήταν πλέον λειτουργικό. Στη συνέχεια, πεπεισμένοι ότι: “η Κβαντομηχανική αποδεικνύει οριστικά το γεγονός ότι ο νόμος της αιτίας δεν ισχύει”, άρχισαν, σταδιακά όλο και περισσότερο, να εγκαταλείψουν και να προσφύγουν στην «Αναιτιοκρατία», πιο σωστά την «Πιθανολογία», η οποία μαθηματικά εκφράζεται με «στατιστικές μήτρες», ή «συναρτήσεις πιθανότητας», ή «κύματα πιθανότητας» (κατά τον Μπορν) στο χώρο των πολλών διαστάσεων, είναι μια μάλλον αφηρημένη μαθηματική ποσότητα.
Υπάρχουν, βέβαια και αυτοί που επιμένουν στην Αιτιοκρατία, όπως ο πατέρας της Κβαντικής Θεωρίας Max Planck και ο θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας Albert Einstein, ο οποίος πεπεισμένος ότι “o θεός δεν παίζει ζάρια” αναζητεί -χωρίς επιτυχία- κάποιες “κρυμμένες μεταβλητές”. που θα δώσουν στη σύγχρονη (κβαντική) φυσική αυτό που της λείπει για να την κάνει ντετερμινιστική. Άλλοι, πάλι, ζητούν να αναγνωριστεί ισότιμα δίπλα στον (φυσικό) νόμο και η τυχαιότητα, άλλοι να τεθούν «βαθμοί / διαβαθμίσεις» στο ζήτημα της αιτιότητας και της φυσικής αλήθειας, κ.λπ.
Οι προβληματισμοί αυτοί, και εν τέλει το ερώτημα: Υπάρχει “Αιτιοκρατία, ή Αναιτιοκρατία”; σοβαρή “κρίση στην επιστήμη της φυσικής”, με επίκεντρο, φυσικά, τις γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης, όπου αίφνης εγείρεται και ένα πελώριο ηθικής τάξεως ζήτημα:
“Αν και κατά πόσον, η δραματική αυτή στροφή της ιστορίας της φυσικής, δηλ. η μαζική αποδοχή του Ιντετερμινισμού στην Κβαντική θεωρία, ήταν απόρροια των εσωτερικών εξελίξεων στη Φυσική, ή μήπως σ’ αυτό συνέβαλαν οι κοινωνικοί – πολιτικοί – ιδεολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες της εποχής, του μεσοπολέμου στην ηττημένη του Α’ Π.Π. Γερμανία, το γενικότερο δηλαδή πνεύμα της εποχής”.
Η συζήτηση για το θέμα αυτό υπήρξε, και ακόμη είναι, μεγάλη. Καταγράφονται δε ποικίλες απόψεις, όλες τις ενδιαφέρουσες. Ένα κοκτέιλ παραγόντων, όπου η Κβαντομηχανική εμπλέκεται με την τρέχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση, τον εθνικοσοσιαλισμό ιδιαίτερα, και διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως η νέο-ρομαντική, υπαρξιστική «Φιλοσοφία της ζωής» (H “Lebensphilosophie” την οποίαν ο Γκέοργκ Λούκατς θεωρεί ως την κυρίαρχη ιδεολογία ολόκληρης της ιμπεριαλιστικής περιόδου στη Γερμανία), ο θετικισμός, ανορθολογικά ρεύματα, η ψυχανάλυση κ. ά.
Κλίνοντας το κεφάλαιο για τη σύγχρονη φυσική, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, ακόμα και οι απλές γενικές έννοιες, όπως «η ύπαρξη», «ο χώρος», «ο χρόνος», δεν θα μπορέσουν ποτέ να καθοριστούν με καθαρή-κατανοητή λογική και να φτάσουν. σε μια “απόλυτη αλήθεια”. Ωστόσο, για όλες τις έννοιες μπορούν να καθοριστούν, με ακρίβεια, “σχέσεις” ανάμεσά τους. Και αυτές οι έννοιες, αν αποτελούν μέρος ενός συστήματος αξιωμάτων και ορισμών, αυτό το σύστημα μπορεί να εκφραστεί με συνέπεια από ένα μαθηματικό σχήμα.
O Χάιζενμπεργκ προτρέπει, “ανοιχτές τις πόρτες να φυλάμε” για την είσοδο καινούργιων εννοιών, ακόμα και σε εκείνα τα μέρη της επιστήμης όπου οι παλιές έννοιες υπήρξαν πολύ πρόσφορες στην κατανόηση των φαινομένων, και χρήσιμες. Άλλωστε οι γνώσεις που έχουμε κατακτήσει, ένα πολύ μικρό (εντελώς μηδαμινό) μόνο μέρος αποτελούν στο σύνολο τους.
Όσο για την “Αιτιότητα”, μέγα θέμα της φυσικής και της φιλοσοφίας, διαφαίνεται να (συν)υπάρχουν οι δύο βασικές αντιτιθέμενες απόψεις , αλλά με σοβαρές αποχρώσεις στην εφαρμογή τους, όπως και με σημεία σύγκλισης.
Κατά τον Χάιζενμπεργκ, το ζήτημα της «Αιτιότητας» τοποθετείται ακριβώς στη μέση πραγματικότητα και πιθανότητας, δηλαδή ανάμεσά του Νευτώνειου τύπου Ντετερμινισμού και του Ιντετερμινισμού της Κβαντομηχανικής. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι: “Πρώτη πράξη του επιστήμονα θα είναι πάντα η πνευματική εντιμότητα”.
Ο Επίκουρος: Φυσική θεωρία – Παρέγκλιση και Τυχαιότητα
«Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας την μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας, που προβάλλει κεφάλι απ’ τις χώρες τ’ ουρανού απείλησε τους θνητούς με την τρομερή της όψη.
Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σημαδέψει τα μάτια του κατεπάνω και πρώτος να σταθεί μπροστά της.
Αυτόν δεν τον κράτησαν των θεών τα παραμύθια, ούτε οι κεραυνοί, ούτε ο ουρανός με τ’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και πιο πολύ του άναψαν τον τρόπο να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές της φύσης κλειδωνιές.
Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες του σύμπαντος και το αμέτρητο όλο περπάτησε με το νου και τη σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας πει τι μπορεί να γίνει και τι όχι, και τους κανόνες που ορίζουν κάθε πράξη, σύμφωνα μ’ ατράνταχτους νόμους.
Έτσι, δαμασμένη ή θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια μας, κι εμείς η νίκη μας υψώνει στα ουράνια».
Τίτου Λουκρήτιου Κάρου (Ύμνος προς τον Επίκουρο): “De rerum natura” I , 62 – 79).
Ο Επίκουρος, υλιστής φιλόσοφος, ήταν οπαδός της ατομικής θεωρίας των Λεύκιππου – Δημόκριτου (με κάποιες θεωρητικές διαφορές). Τα μόνα πράγματα που υπάρχουν είναι άτομα και κενό, δίδασκε ο Επίκουρος, και τα δύο αυτά είναι άπειρα. Επομένως και το σύμπαν είναι απεριόριστο, και το διέπουν οι φυσικοί νόμοι ακλόνητοι και απαραβίαστοι, όπως βεβαιώνει και ο Λουκρήτιος, που πιστά τον εκφράζει.
Κατά τον Επίκουρο “τίποτα δεν προκύπτει ποτέ από το τίποτα” και υποδεικνύει ότι: Όλα τα γεγονότα έχουν αιτίες, γνωστές ή άγνωστες. Οι δε αιτίες κατά τον Αθηναίο σοφό, όπως και κατά τον Σταγειρίτη, είναι τρεις. “Κάποια πράγματα συμβαίνουν εξ ανάγκης, άλλα κατά τύχη, άλλα μέσω της δικής μας πράξης”.
Από τις τρεις επιστολές του Επίκουρου, που ο Διογένης Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.) μας διέσωσε, σταχυολογώ:
Επιστολή προς Μενοικέα:
«Ο (φιλοσοφημένος) άνθρωπος περιγελά το πεπρωμένο {που κάποιοι (σημ.: Οι Στωικοί) το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων}, λέγοντας μάλλον πως, από τα πράγματα που γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από, άλλα τύχη από τη δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξηγείται από κανέναν άλλον, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο».
Επιστολή προς Ηρόδοτο:
«εξ αιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις, στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνηση του. Επιπλέον, πρέπει να θεωρούμε ότι το έργο της «φυσιολογίας» (δηλ. της φυσικής) είναι να εξακριβώσουμε την αιτία των πιο βασικών φαινομένων της.
Και πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή, με πόσους τρόπους ένα φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε τη λογική των αιτιών των ουρανίων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν της ικανότητας των αισθήσεων.
Επειδή, αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα εξιχνιάσουμε ορθά τις αιτίες που προκαλούν την ταραχή και τον φόβο μας, και καθορίζοντας τις πραγματικές αιτίες των ουρανίων φαινομένων και όλων των άλλων φαινομένων που συμβαίνουν τυχαία κάθε τόσο, θα απαλλαγούμε από όλα αυτά που φοβούνται στον ύψιστο. βαθμό τους άλλους ανθρώπους».
Επιστολή προς Πυθοκλή:
«και ούτε πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία μια απίθανη θεωρία, και ούτε πρέπει να επιζητούμε η θεωρία αυτών των (ουρανίων) φαινομένων να είναι σε όλα τα όμοια, είτε με τη συζήτηση των θεωριών αυτών πάνω στα διάφορα είδη της ανθρώπινης ζωής. , είτε με τη λύση των άλλων φυσικών προβλημάτων. Γιατί δεν πρέπει να μελετήσουμε τη φύση σύμφωνα με τις υπάρχουσες υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά σύμφωνα με αυτά που απαιτούν τα φαινόμενα».
«Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε τη μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία. Κι’ αυτό, προκειμένου να καταλήξουμε – με διαφορετικούς τρόπους και κατά περίπτωση – στη μεθοδολογία του ενός – μοναδικού τρόπου εξήγησης».
«Αυτοί που δέχονται μία μόνο εξήγηση και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων έχουν υποβάλει σε λάθη σχετικά με τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει τη γνώση.
Διότι, αν και οι δύο εξηγήσεις δεν αντιμάχονται τα φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ποιες περιπτώσεις οφείλονται σε μία (εξήγηση) τα αίτια, και σε ποιες στην άλλη (επί δε ποιοίς παρά τούτο ή τούτο το αίτιον γίνεται ουκ έστι συνιδείν)
Αλλά το να αποδίδει κανείς μία μοναδική αιτία σε φαινόμενα, όταν αυτά υποβάλλονται σε πολλές, είναι παραφροσύνη. Και γίνεται εντελώς εσφαλμένα, από άτομα που είναι οπαδοί αστρολογικών αντιλήψεων, που δίνουν ερμηνείες σε μάτην, για τις αιτίες κάποιων από τα φαινόμενα, ενώ δεν απαλλάσσουν πάντα τη θεία φύση από βάρος».
Η επινόηση της “παρέγκλισης”
Όμως, η ιδιοφυία του Επίκουρου, προχώρησε ακόμα πιο πέρα από τις πιο πάνω έξοχες παρατηρήσεις και νουθεσίες, όπου σαφώς η Φυσιολογία (Φυσική) καθορίζεται ως πειραματική επιστήμη, ενώ διακρίνεται αιτιοκρατική θεμελίωση και τεκμηρίωση της.
Συγκεκριμένα, διατυπώνοντας την ρηξικέλευθη και την πρωτότυπη ιδέα της “παρέγκλισης” (λατ.: clinamen) των ατόμων, ο Επίκουρος “παρεκκλίνει” από το αιτιοκρατικό φυσικό μοντέλο για την τυχαιότητα των φυσικών γεωγραφικών.
Πρέπει να τονίσουμε: Το φαινόμενο της παρέγκλισης αναφέρεται στην κίνηση των στοιχειωδών σωματιδίων (των ατόμων) της ύλης. Είναι μια – από τις τρεις – μορφή κίνησης των ατόμων. Πουθενά ο Επίκουρος δεν σημειώνει απροσδιοριστίες στον μεγάλο κόσμο. Έτσι, σε μακροσκοπικό (όπως θα λέγαμε σήμερα) επίπεδο δεν χάνονται αναγκαίως οι λογικές ερμηνίες, η τάξη και η κανονικότητα.
Με αυτήν, την (μεγαλειώδη) επινόηση της “παρέγκλισης”, πρώτη και κυριότερη αρχή της δημιουργίας (όπως το BING BANG; – ίσως), ο Επίκουρος καταφέρνει να ερμηνεύσει καλλίτερα: Την πορεία – εξέλιξη της δημιουργίας, το τυχαίο, το απρόοπτο, το απροσδόκητο, τον αυθορμητισμό, την ενδεχομένη στα φυσικά φαινόμενα.
Την ύπαρξη ελευθερίας βούλησης και συνεπακόλουθα την ελευθερία του ατόμου – τη χειραφέτησή του από τα δεσμά της μοίρας, καθώς και την έννοια της υπευθυνότητας και ηθικής ευθύνης του.
Κατά τον Επίκουρο, τα άτομα της ύλης προσδεμένα – συσσωματωμένα στην μάζα που ανήκουν μέσα σε (νοητό) πλέγμα, το «πλεκτικόν», κινούμενα «κατά πάλσιν και περίπαλσιν», και βρισκόμενα σε κατακόρυφη πτώση μέσα στα πελωρίων διαστάσεων μεταξύ τους κενό λόγω του βάρους. τους, σε κάποιο απροσδιόριστο, τυχαίο, σημείο της διαδρομής τους και κατά χρονικά διαστήματα παντελώς ανύποπτα, “παρεκκλίνουν” της κατακόρυφης πορείας τους.
Στο έργο του Λουκρήτιου (94-55 π.Χ.): “De Rerum Natura” (II, 216-224), υπάρχει εκτενέστατη σχετική αναφορά, που εστιάζεται ακριβώς στην αναίτια (sine causa) Επικούρεια “παρέγκλιση (Declinatio)”.
Μετά ταύτα, το «κρίσιμο συμπέρασμα» μας είναι: Το σύστημα του Επίκουρου, στο σύνολο του, απορρίπτει κάθε ιδέα αρχικής αιτίας και τελικής αιτίας.
Η «παρέγκλιση» των ατόμων της ύλης, έχει συνέπεια η όλη (φυσική και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να καθίσταται -επιπροσθέτως- και τυχαιοκρατική, μη αυστηρά και καθ' ολοκληρίαν αιτιοκρατική. Και αυτό δεν συνιστά καμία αντίφαση!
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι ο Επίκουρος είναι ανοιχτός στην έρευνα και δεκτικός σε πολλαπλές ερμηνίες φαινομένων, αρκεί βέβαια τα πειραματικά δεδομένα τους να μην «αντιμαρτυρώνονται» .
«Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε τη μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία. Πρόκειται να καταλήξουμε – με διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση – στη μεθοδολογία του ενός – μοναδικού τρόπου εξήγησης». (Επιστολή προς Πυθοκλή 95)
Η παρέγκλιση – δημιουργός δεν έρχεται, δηλ. δεν ενεργεί, αντίθετα με την κατεύθυνση της φύσης, ούτε πραγματικά αντιβαίνει ή παρεμποδίζει τους νόμους της (όπως χωρίς κανένα περιορισμό κάνει ένα θαύμα μιας θεότητας). Και είναι βέβαιο ότι η «τάξη» του σύμπαντος κατά κανένα τρόπο – ούτε κατ’ ελάχιστον – διασαλεύεται από την υιοθέτηση της τύχης στην Επικούρεια φυσιολογία.
Ο Μητρόδωρος, θωρακισμένος με την ακαταμάχητη φιλοσοφία του φίλου-δασκάλου του Επίκουρου, δεν πτοείται από τα τυχόν εμπόδια (τις αναποδιές) που μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν σκιάζεται από ατυχήματα του τυχαίου. “ Ω τύχη ”, αναφωνεί, “σε πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα”!
Πάντως, με την παρέκκλιση, η ατελέσφορη Νομοκρατία θέλει να διαφέρει τον κόσμο και η λογική Αιτιοκρατία δεν συνιστά τον μοναδικό κανόνα των αλλαγών στη Φύση, η οποία δεν χρειάζεται δημιουργό θεό, ή κάποια ρυθμιστική νόηση.
Κατά την άποψή μας:
Η κάθε, αυθόρμητη και τυχαία, παρέκκλιση, και είναι αυτές πραγματικά απειράριθμες, που είναι μια δύναμη εσωτερικών ατόμων ως την όρισε ο Επίκουρος, μετά την επέλευση της εξαφανίζεται και στη συνέχεια αφήνει ξανά τον ανοιχτό χώρο στην αναγκαιότητα, στο νόμο.
Με αυτόν τον τρόπο, αν δηλ. κάτι τέτοιο ισχύει, μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι: Αιτιοκρατία και Αναιτιοκρατία συνυπάρχουν και συγκυβερνούν τον κόσμο.
Ως προς την «Ελεύθερη βούληση»: Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Φυσική δεν είναι ούτε επιστημονικά, ούτε οντολογικά ουδέτερη. Και οι “αληθές” των Φυσικών επιστημών ταυτίζεται με το “δίκαιο” των Ανθρωπιστικών. Πιο πάνω επανειλημμένα είπαμε ότι, κατά τους ντετερμινιστές, οι φυσικοί νόμοι και όσα εξ αυτών συνεπάγονται, γίνονται εκδηλώσεις σκληρής αναγκαιότητας.
Άρα, κατ’ επέκταση, και ο άνθρωπος, αναπόσπαστο μέρος της φύσεως, διαγράφει πορεία προκαθορισμένη από αδιάκοπη αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, σε μια ατελεύτητη αιτιοκρατική αλυσίδα, απ’ την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η ζωή, λοιπόν, σαν όλα τα φυσικά φαινόμενα που υπακούουν στην αδυσώπητη αιτιοκρατία – αναγκαιότητα, βρίσκεται κι’ αυτή σε μονόδρομο, χωρίς διαφυγή.
Μετά από αυτή την ανάλυση στο “λογικό συμπέρασμα” είναι ότι στους ανθρώπους δεν φαίνεται να λειτουργεί η λεγόμενη “Ελεύθερη βούληση”, και κατά συνέπεια….
Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ποτέ καμία ευθύνη, σε κανέναν άνθρωπο, για την πράξη του!
Πρόκειται για σοβαρό επακόλουθο του άκρατου και χωρίς εξαιρέσεις Ντετερμινισμού, που όπως καθαρά βλέπουμε έχει τρομακτικές συνέπειες και εκτός της Φυσικής περιοχής, όπως είναι αυτά της Ηθικής, της Κοινωνιολογίας, της Νομικής και του Δικαίου.
Και τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Ανεξήγητη, λοιπόν, είναι (;) και θα παραμείνει έτσι εσαεί (;), η από τη φυσική πραγματικότητα, τη θρησκεία και τους κειμένους αστικούς νόμους εγνωσμένης «ελευθερία βούλησης» του ανθρώπου;
Ο Επίκουρος έδωσε απάντηση σ’ αυτό το πολύ δύσκολο ερώτημα, στα πλαίσια της λογικής και των δυνατοτήτων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Η «Ελευθερία βούλησης» του ανθρώπου, που βέβαια αποδίδεται ο Επικουρισμός, ερμηνεύεται ομοίως με την τυχαία και απρόβλεπτη συμπεριφορά των ατόμων της ύλης, όπως διατυπώνεται στην θεωρία του, αυτή της «παραγωγής». Με άλλα λόγια, η “παρέγκλιση” (στην ύλη) είναι και η πηγή της ελευθερίας βούλησης (στον άνθρωπο).
Ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης γράφει: «Ο αυθορμητισμός, αρχίζοντας στα άτομα της ύλης με την παρέκκλιση, φτάνει στον θρίαμβο του στην ανθρώπινη συνείδηση». “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου”, σελ. 368)
Σωστά, λοιπόν, διατείνεται ο Λουκρήτιος (DRN. 254-260) ότι τα άτομα με την απόκλιση τους από την ευθεία κίνηση σπάζουν τα “δεσμά της οικουμένης” (fati foedera), έτσι που πια, να μην ακολουθεί επ’ άπειρον η μία αιτία. την άλλη. Έτσι που πια, η δύναμη της βούλησης, αποσπασμένη από το πεπρωμένο, να μας οδηγεί και να προχωρούμε εκεί, όχι επειδή είναι προκαθορισμένο, αλλά επειδή έτσι θέλουμε!
Επίλογος:
Ολοκληρώνεται η τοποθέτησή μας, μικρή συνεισφορά στον μεγάλο προβληματισμό, πάνω σ’ ένα τεράστιο θέμα, με μια Επικούρεια παράθεση, προς τον σοφό άνθρωπο, ο οποίος:
«περιγελά το πεπρωμένο – που κάποιοι το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων – λέγοντας, μάλλον, ότι από τα πράγματα κάποια από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα, τέλος, από τη δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξηγείται από κανέναν άλλον.
Την τύχη εξάλλου (ο σοφός άνθρωπος) ούτε θεό την θεωρεί όπως πιστεύουν οι πολλοί, αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη, ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία. Ούτε πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, όμως αυτή (η τύχη) παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά, ή για μεγάλα δεινά.
Και πιστεύει, τελικά (ο σοφός), ότι είναι καλύτερα να ατυχήσει σε κάτι που σκέφτηκε σωστά (εὐλογίστως ἀτυχεῖν), παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει συλλογιστεί (ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν). Γιατί είναι καλύτερο στις ανθρώπινες πράξεις να αποτύχει εκείνος που επιλέχθηκε σωστά, παρά να επιτύχει από ευνοϊκή τύχη, εκείνος που κακώς επιλέχθηκε….». (Επιστολή προς Μενοικέα 133-135)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου