Τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ,
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον
ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν.
5 κλίμακα δ᾽ ὑψηλὴν προσεβήσετο οἷο δόμοιο,
εἵλετο δὲ κληῗδ᾽ εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ
καλὴν χαλκείην· κώπη δ᾽ ἐλέφαντος ἐπῆεν.
βῆ δ᾽ ἴμεναι θάλαμόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
ἔσχατον· ἔνθα δέ οἱ κειμήλια κεῖτο ἄνακτος,
10 χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος.
ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη
ἰοδόκος, πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί,
δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας
Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι.
15 τὼ δ᾽ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν
οἴκῳ ἐν Ὀρτιλόχοιο δαΐφρονος. ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλε·
μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης Μεσσήνιοι ἄνδρες ἄειραν
νηυσὶ πολυκλήϊσι τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
20 τῶν ἕνεκ᾽ ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεὺς
παιδνὸς ἐών· πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες.
Ἴφιτος αὖθ᾽ ἵππους διζήμενος, αἵ οἱ ὄλοντο
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾽ ἡμίονοι ταλαεργοί·
αἳ δή οἱ καὶ ἔπειτα φόνος καὶ μοῖρα γένοντο,
25 ἐπεὶ δὴ Διὸς υἱὸν ἀφίκετο καρτερόθυμον,
φῶθ᾽ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,
ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατ᾽ οὐδὲ τράπεζαν,
τὴν ἥν οἱ παρέθηκεν· ἔπειτα δὲ πέφνε καὶ αὐτόν,
30 ἵππους δ᾽ αὐτὸς ἔχε κρατερώνυχας ἐν μεγάροισι.
τὰς ἐρέων Ὀδυσῆϊ συνήντετο, δῶκε δὲ τόξον,
τὸ πρὶν μὲν ῥ᾽ ἐφόρει μέγας Εὔρυτος, αὐτὰρ ὁ παιδὶ
κάλλιπ᾽ ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι.
τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ ἄλκιμον ἔγχος ἔδωκεν,
35 ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος· οὐδὲ τραπέζῃ
γνώτην ἀλλήλων· πρὶν γὰρ Διὸς υἱὸς ἔπεφνεν
Ἴφιτον Εὐρυτίδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
ὅς οἱ τόξον ἔδωκε. τὸ δ᾽ οὔ ποτε δῖος Ὀδυσσεὺς
ἐρχόμενος πόλεμόνδε μελαινάων ἐπὶ νηῶν
40 ᾑρεῖτ᾽, ἀλλ᾽ αὐτοῦ μνῆμα ξείνοιο φίλοιο
κέσκετ᾽ ἐνὶ μεγάροισι, φόρει δέ μιν ἧς ἐπὶ γαίης.
Ἡ δ᾽ ὅτε δὴ θάλαμον τὸν ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο, τόν ποτε τέκτων
ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν,
45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε, θύρας δ᾽ ἐπέθηκε φαεινάς·
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ ἥ γ᾽ ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης,
ἐν δὲ κληῗδ᾽ ἧκε, θυρέων δ᾽ ἀνέκοπτεν ὀχῆας
ἄντα τιτυσκομένη· τὰ δ᾽ ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος
βοσκόμενος λειμῶνι· τόσ᾽ ἔβραχε καλὰ θύρετρα
50 πληγέντα κληῗδι, πετάσθησαν δέ οἱ ὦκα.
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐφ᾽ ὑψηλῆς σανίδος βῆ· ἔνθα δὲ χηλοὶ
ἕστασαν, ἐν δ᾽ ἄρα τῇσι θυώδεα εἵματ᾽ ἔκειτο.
ἔνθεν ὀρεξαμένη ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον
αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο φαεινός.
55 ἑζομένη δὲ κατ᾽ αὖθι, φίλοις ἐπὶ γούνασι θεῖσα,
κλαῖε μάλα λιγέως, ἐκ δ᾽ ᾕρεε τόξον ἄνακτος.
ἡ δ᾽ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο,
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς
τόξον ἔχουσ᾽ ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην
60 ἰοδόκον· πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί.
τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἅμ᾽ ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος
κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος.
ἡ δ᾽ ὄτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
65 ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα.
ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
αὐτίκα δὲ μνηστῆρσι μετηύδα καὶ φάτο μῦθον·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, οἳ τόδε δῶμα
ἐχράετ᾽ ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ἐμμενὲς αἰεὶ
70 ἀνδρὸς ἀποιχομένοιο πολὺν χρόνον· οὐδέ τιν᾽ ἄλλην
μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην ἐδύνασθε,
ἀλλ᾽ ἐμὲ ἱέμενοι γῆμαι θέσθαι τε γυναῖκα.
ἀλλ᾽ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ᾽ ἄεθλον·
θήσω γὰρ μέγα τόξον Ὀδυσσῆος θείοιο·
75 ὃς δέ κε ῥηΐτατ᾽ ἐντανύσῃ βιὸν ἐν παλάμῃσι
καὶ διοϊστεύσῃ πελέκεων δυοκαίδεκα πάντων,
τῷ κεν ἅμ᾽ ἑσποίμην νοσφισσαμένη τόδε δῶμα
κουρίδιον, μάλα καλόν, ἐνίπλειον βιότοιο,
τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ.»
***
Έβαλε τότε στο μυαλό της την ιδέα, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
(της ξύπνιας Πηνελόπης, κόρης του Ικαρίου)
να δοκιμάσει τους μνηστήρες με το τόξο
και τα πελέκια από γκρίζο σίδερο — μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι,
άθλημα και μαζί του φόνου αρχή.
Ανέβαινε λοιπόν ψηλά του παλατιού τη σκάλα,
σφιχτά στο χέρι της κρατώντας καλόστροφο, ωραίο, χάλκινο κλειδί
με φιλντισένια τη χερολαβή του.
Τράβηξε με τις παρακόρες της ίσα στην κάμαρη, την τελευταία
στο βάθος, όπου ασφαλίζονται πολύτιμα κειμήλια
10 του βασιλιά· χρυσός, χαλκός και σφυρηλατημένος σίδηρος.
Εκεί και το παλίντονο τόξο ακουμπούσε, πλάι η φαρέτρα
με τα βέλη, μέσα της οι σαΐτες, πολλές και πολυστέναχτες.
Φιλοξενίας δώρα από τον Ίφιτο, του Ευρύτου γιο θεόμορφο,
κάπου στη Λακεδαίμονα, όπου από τύχη αντάμωσαν.
Οι δυο τους βρέθηκαν κάποτε στη Μεσσήνη κι έσμιξαν μεταξύ τους
στο αρχοντικό του εμπειροπόλεμου Ορτιλόχου.
Είχε προφτάσει ο Οδυσσέας εκεί, να πάρει πίσω κάποιο χρέος,
όλου του δήμου οφειλή· αφού οι Μεσσήνιοι ξεσήκωσαν
τρακόσα πρόβατα απ᾽ την Ιθάκη, μαζί και τους βοσκούς,
φορτώνοντας τη λεία σε καλόσκαρμα καράβια.
20 Έτσι, είχε πάρει ο Οδυσσέας δρόμο μακρύ,
ασυνήθιστο, μικρός στην ηλικία ακόμη — τον έστειλαν
οι γέροντες του τόπου κι ο πατέρας του.
Από δικό του λόγο πάλι βρέθηκε εκεί κι ο Ίφιτος,
γυρεύοντας τις δώδεκα χαμένες του φοράδες, που θηλυκές
του βύζαιναν ισάριθμα καματερά μουλάρια.
Σε λίγο αυτές θα γίνονταν αιτία του μοιραίου χαμού του,
όταν μια μέρα βρέθηκε στο σπίτι του άγριου Ηρακλή, γιου του Διός,
που ήξερε να κατορθώνει έργα μεγάλα κι άσχημα.
Αυτός φιλοξενούμενο τον ξένο σκότωσε μέσα στο ίδιο του το σπίτι —
άθλιος, δεν φοβήθηκε μήτε τη θεία νέμεση μήτε και το φιλόξενο τραπέζι·
κι όμως τον σκότωσε,
30 και τις φοράδες με τις δυνατές οπλές τις κράτησε για πάρτη του.
Τότε λοιπόν ο Ίφιτος, γυρεύοντας τις δώδεκα φοράδες, τον Οδυσσέα αντάμωσε
κι εκεί του χάρισε το τόξο, που πρώτα το φορούσε
ο μεγάλος Εύρυτος, αλλά πεθαίνοντας στο αρχοντικό παλάτι του
στον γιο του το παρέδωσε.
Ο Οδυσσέας πάλι οξύτομο σπαθί και άλκιμο δόρυ
του αντιχάρισε, αρχή της αμοιβαίας φιλίας τους.
Μόνο που δεν τη σφράγισαν με αμοιβαίο τραπέζι·
πρόλαβε του Διός ο γιος κι αφάνισε τον Ευρυτίδη Ίφιτο,
ωραίο σαν θεό, τον δωρητή του τόξου.
Αυτό το τόξο ο θείος Οδυσσεύς ποτέ δεν το ᾽σερνε μαζί του
πηγαίνοντας στον πόλεμο με μελανά καράβια·
40 το φύλαγε στο σπίτι του (του φίλου ενθύμιο και της φιλίας)
και το φορούσε μόνο εκεί, στον τόπο του.
Όταν μπροστά σ᾽ αυτή την κάμαρη η θεία γυναίκα βρέθηκε,
το δρύινο πάτησε κατώφλι, που κάποιος μαραγκός
με τέχνη το μαστόρεψε· το ᾽ξυσε και το στάθμισε σωστά,
ύστερα σήκωσε τους παραστάτες κι έστησε ανάμεσα
θυρόφυλλα γυαλιστερά να λάμπουν.
Λάσκαρε εκείνη αμέσως της κορώνης το λουρί,
έχωσε σημαδεύοντας στην τρύπα το κλειδί, τους σύρτες
τράβηξε κι απελευθέρωσε τις πόρτες. Τότε ακούστηκε μουκανητό,
λες κι ήταν ταύρος που βοσκούσε στο λιβάδι·
τέτοιο τριγμό τα ωραία πορτόφυλλα έβγαλαν με του κλειδιού
50 το βίαιο γύρισμα, κι άνοιξαν στη στιγμή.
Εκείνη τότε στο πατάρι ανέβηκε — ήσαν εκεί στημένες
κασέλες με ρούχα μέσα μοσχομυρισμένα. Σηκώνοντας
το χέρι της, ξεκρέμασε το τόξο απ᾽ το παλούκι, μαζί και τη γυαλιστερή του θήκη,
που γύρω γύρω το προστάτευε.
Κάθησε προς στιγμή, τ᾽ ακούμπησε στα γόνατά της
και πήρε να θρηνεί πικρά και γοερά, απογυμνώνοντας
το τόξο από τη θήκη, κειμήλιο του βασιλιά.
Όταν απόλαυσε το πολυδάκρυτό της κλάμα,
κίνησε προς την αίθουσα, να βρει τους μεγαλόφρονες μνηστήρες,
στο χέρι της κρατώντας το παλίντονο δοξάρι
και τη φαρέτρα με τα βέλη — μέσα της οι σαΐτες
60 πολλές και πολυστέναχτες.
Μαζί της πήγαιναν κι οι παρακόρες, ένα σεντούκι κουβαλώντας,
μ᾽ άφθονο μέσα του χαλκό και σίδερο — βασιλικά πελέκια, αεθλοφόρα.
Κι όταν πλησίασε η θεία γυναίκα τους μνηστήρες, ήλθε
και στάθηκε πλάι στην κολόνα που συγκρατούσε τη στέγη στέρεη —
τα μάγουλά της σκεπασμένα με λαμπρό μαγνάδι.
Δεξιά κι αριστερά της έστεκαν πιστές οι παρακόρες,
όταν τον λόγο πήρε μιλώντας στους μνηστήρες:
«Ακούστε με, μνηστήρες αλαζόνες, όσοι, το σπίτι αυτό
καταπατώντας, τρώτε και πίνετε χωρίς σταματημό,
70 γιατί από χρόνια τώρα λείπει ο αφέντης του·
άλλη καμιά δεν έχετε να πείτε πρόφαση εκτός εμένα,
που με θέλετε σε γάμο, κάποιος να μ᾽ έχει στο κρεβάτι του.
Αλλά, μνηστήρες, βλέπουν το άθλημα τώρα τα μάτια σας:
θα στήσω, εδώ μπροστά, του ένθεου Οδυσσέα το τόξο·
όποιος απ᾽ όλους ευκολότερα θα το τανύσει στις παλάμες του,
όποιος περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια στη σειρά,
αυτόν θ᾽ ακολουθήσω, εγκαταλείποντας το σπίτι μου,
το νυφικό ωραίο παλάτι μου, γεμάτο πλούτη,
που κάποτε θα το θυμάμαι, φάντασμα ονείρου.»
Έβαλε τότε στο μυαλό της την ιδέα, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
(της ξύπνιας Πηνελόπης, κόρης του Ικαρίου)
να δοκιμάσει τους μνηστήρες με το τόξο
και τα πελέκια από γκρίζο σίδερο — μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι,
άθλημα και μαζί του φόνου αρχή.
Ανέβαινε λοιπόν ψηλά του παλατιού τη σκάλα,
σφιχτά στο χέρι της κρατώντας καλόστροφο, ωραίο, χάλκινο κλειδί
με φιλντισένια τη χερολαβή του.
Τράβηξε με τις παρακόρες της ίσα στην κάμαρη, την τελευταία
στο βάθος, όπου ασφαλίζονται πολύτιμα κειμήλια
10 του βασιλιά· χρυσός, χαλκός και σφυρηλατημένος σίδηρος.
Εκεί και το παλίντονο τόξο ακουμπούσε, πλάι η φαρέτρα
με τα βέλη, μέσα της οι σαΐτες, πολλές και πολυστέναχτες.
Φιλοξενίας δώρα από τον Ίφιτο, του Ευρύτου γιο θεόμορφο,
κάπου στη Λακεδαίμονα, όπου από τύχη αντάμωσαν.
Οι δυο τους βρέθηκαν κάποτε στη Μεσσήνη κι έσμιξαν μεταξύ τους
στο αρχοντικό του εμπειροπόλεμου Ορτιλόχου.
Είχε προφτάσει ο Οδυσσέας εκεί, να πάρει πίσω κάποιο χρέος,
όλου του δήμου οφειλή· αφού οι Μεσσήνιοι ξεσήκωσαν
τρακόσα πρόβατα απ᾽ την Ιθάκη, μαζί και τους βοσκούς,
φορτώνοντας τη λεία σε καλόσκαρμα καράβια.
20 Έτσι, είχε πάρει ο Οδυσσέας δρόμο μακρύ,
ασυνήθιστο, μικρός στην ηλικία ακόμη — τον έστειλαν
οι γέροντες του τόπου κι ο πατέρας του.
Από δικό του λόγο πάλι βρέθηκε εκεί κι ο Ίφιτος,
γυρεύοντας τις δώδεκα χαμένες του φοράδες, που θηλυκές
του βύζαιναν ισάριθμα καματερά μουλάρια.
Σε λίγο αυτές θα γίνονταν αιτία του μοιραίου χαμού του,
όταν μια μέρα βρέθηκε στο σπίτι του άγριου Ηρακλή, γιου του Διός,
που ήξερε να κατορθώνει έργα μεγάλα κι άσχημα.
Αυτός φιλοξενούμενο τον ξένο σκότωσε μέσα στο ίδιο του το σπίτι —
άθλιος, δεν φοβήθηκε μήτε τη θεία νέμεση μήτε και το φιλόξενο τραπέζι·
κι όμως τον σκότωσε,
30 και τις φοράδες με τις δυνατές οπλές τις κράτησε για πάρτη του.
Τότε λοιπόν ο Ίφιτος, γυρεύοντας τις δώδεκα φοράδες, τον Οδυσσέα αντάμωσε
κι εκεί του χάρισε το τόξο, που πρώτα το φορούσε
ο μεγάλος Εύρυτος, αλλά πεθαίνοντας στο αρχοντικό παλάτι του
στον γιο του το παρέδωσε.
Ο Οδυσσέας πάλι οξύτομο σπαθί και άλκιμο δόρυ
του αντιχάρισε, αρχή της αμοιβαίας φιλίας τους.
Μόνο που δεν τη σφράγισαν με αμοιβαίο τραπέζι·
πρόλαβε του Διός ο γιος κι αφάνισε τον Ευρυτίδη Ίφιτο,
ωραίο σαν θεό, τον δωρητή του τόξου.
Αυτό το τόξο ο θείος Οδυσσεύς ποτέ δεν το ᾽σερνε μαζί του
πηγαίνοντας στον πόλεμο με μελανά καράβια·
40 το φύλαγε στο σπίτι του (του φίλου ενθύμιο και της φιλίας)
και το φορούσε μόνο εκεί, στον τόπο του.
Όταν μπροστά σ᾽ αυτή την κάμαρη η θεία γυναίκα βρέθηκε,
το δρύινο πάτησε κατώφλι, που κάποιος μαραγκός
με τέχνη το μαστόρεψε· το ᾽ξυσε και το στάθμισε σωστά,
ύστερα σήκωσε τους παραστάτες κι έστησε ανάμεσα
θυρόφυλλα γυαλιστερά να λάμπουν.
Λάσκαρε εκείνη αμέσως της κορώνης το λουρί,
έχωσε σημαδεύοντας στην τρύπα το κλειδί, τους σύρτες
τράβηξε κι απελευθέρωσε τις πόρτες. Τότε ακούστηκε μουκανητό,
λες κι ήταν ταύρος που βοσκούσε στο λιβάδι·
τέτοιο τριγμό τα ωραία πορτόφυλλα έβγαλαν με του κλειδιού
50 το βίαιο γύρισμα, κι άνοιξαν στη στιγμή.
Εκείνη τότε στο πατάρι ανέβηκε — ήσαν εκεί στημένες
κασέλες με ρούχα μέσα μοσχομυρισμένα. Σηκώνοντας
το χέρι της, ξεκρέμασε το τόξο απ᾽ το παλούκι, μαζί και τη γυαλιστερή του θήκη,
που γύρω γύρω το προστάτευε.
Κάθησε προς στιγμή, τ᾽ ακούμπησε στα γόνατά της
και πήρε να θρηνεί πικρά και γοερά, απογυμνώνοντας
το τόξο από τη θήκη, κειμήλιο του βασιλιά.
Όταν απόλαυσε το πολυδάκρυτό της κλάμα,
κίνησε προς την αίθουσα, να βρει τους μεγαλόφρονες μνηστήρες,
στο χέρι της κρατώντας το παλίντονο δοξάρι
και τη φαρέτρα με τα βέλη — μέσα της οι σαΐτες
60 πολλές και πολυστέναχτες.
Μαζί της πήγαιναν κι οι παρακόρες, ένα σεντούκι κουβαλώντας,
μ᾽ άφθονο μέσα του χαλκό και σίδερο — βασιλικά πελέκια, αεθλοφόρα.
Κι όταν πλησίασε η θεία γυναίκα τους μνηστήρες, ήλθε
και στάθηκε πλάι στην κολόνα που συγκρατούσε τη στέγη στέρεη —
τα μάγουλά της σκεπασμένα με λαμπρό μαγνάδι.
Δεξιά κι αριστερά της έστεκαν πιστές οι παρακόρες,
όταν τον λόγο πήρε μιλώντας στους μνηστήρες:
«Ακούστε με, μνηστήρες αλαζόνες, όσοι, το σπίτι αυτό
καταπατώντας, τρώτε και πίνετε χωρίς σταματημό,
70 γιατί από χρόνια τώρα λείπει ο αφέντης του·
άλλη καμιά δεν έχετε να πείτε πρόφαση εκτός εμένα,
που με θέλετε σε γάμο, κάποιος να μ᾽ έχει στο κρεβάτι του.
Αλλά, μνηστήρες, βλέπουν το άθλημα τώρα τα μάτια σας:
θα στήσω, εδώ μπροστά, του ένθεου Οδυσσέα το τόξο·
όποιος απ᾽ όλους ευκολότερα θα το τανύσει στις παλάμες του,
όποιος περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια στη σειρά,
αυτόν θ᾽ ακολουθήσω, εγκαταλείποντας το σπίτι μου,
το νυφικό ωραίο παλάτι μου, γεμάτο πλούτη,
που κάποτε θα το θυμάμαι, φάντασμα ονείρου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου