Η «αλήθεια» ανέκαθεν ήταν μια παρεξηγημένη έννοια. Γιατί; Γιατί ναι μεν την αποζητάμε σε κάθε σχέση μας, είτε είναι ερωτική, είτε φιλική, είτε επαγγελματική αλλά κι από την άλλη, τη φοβόμαστε ή τέλος πάντων δε θέλουμε να την αντιμετωπίσουμε κατάματα. Ο λόγος; Θα πονέσουμε; Θ’ αναθεωρήσουμε όσα μέχρι πρότινος είχαμε δεδομένα; Θ’ αλλάξει κάτι μέσα μας; Κι όταν εμείς κάνουμε λάθη τι μας οδηγεί στο να την αποκρύπτουμε απ’ όλους, ίσως κι από τον ίδιο μας τον εαυτό;
Αφού όπως λένε, τα λάθη είναι ανθρώπινα και μας κάνουν καλύτερους, γιατί εξακολουθούμε να φοβόμαστε την παραδοχή τους; Αλήθεια, πόσοι από ‘σας, έχετε παραδεχθεί ειλικρινά κι έντιμα -αρχικά στον ίδιο σας τον εαυτό και στη συνέχεια στον αποδέκτη τους- λάθη που έχετε κάνει και πόσοι από ‘σας νιώσατε ανακούφιση με την παραδοχή και την εξομολόγησή τους;
Ανεξαρτήτως του αν η παραπάνω ερώτηση έχει θετική ή αρνητική χροιά, είναι βασικό να γίνουμε όσο το δυνατόν πιο ειλικρινείς με τους εαυτούς μας κι ιδίως όσον αφορά τα λάθη μας. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό από το ν’ αποδεχτούμε το κλισέ που λέει ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Η παραδοχή αυτή είναι τουλάχιστον λυτρωτική.
Η παραπάνω διαδικασία όμως, δεν υπήρξε ποτέ κι ούτε θα γίνει εύκολη, αφού όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιο λάθος μας ή την υπόνοιά του, αμέσως ο εγκέφαλός μας, από άμυνα, μπαίνει στη διαδικασία να μας προστατεύσει συναισθηματικά. Ακριβώς επειδή αισθανόμαστε ηττημένοι, απελπισμένοι κι αγχωμένοι -κι ας το κρύβουμε πολλές φορές- γεννιούνται σκέψεις οι οποίες, οδηγούμενες από τον εγωισμό που ο καθένας έχει, έχουν σκοπό να μας απαλλάξουν από οποιαδήποτε ευθύνη. Κι έτσι καταλήγουμε να χρησιμοποιούμε γνωστές σε όλους φράσεις και δικαιολογίες όπως «Δεν ήταν δικό μου λάθος», «Δεν είχα άλλη επιλογή», «Με ανάγκασαν να το κάνω», «Δε φέρω όλη την ευθύνη».
Η αλήθεια είναι επίσης ότι, πριν μπει ο εγκέφαλος μας στη διαδικασία να παραδεχθεί που έχουμε σφάλει κι έτσι να εκτεθούμε συναισθηματικά, θα πρέπει να νιώσουμε κάποιον κίνδυνο. Κίνδυνο για παράδειγμα ότι θα χάσουμε τη δουλειά μας ή τη σχέση μας. Κίνδυνο ότι με την αποφυγή του λάθους, θα φανούμε αναξιόπιστοι ή λυπηροί, στα μάτια κάποιου άλλου.
Αυτό που ίσως δεν έχουμε κατανοήσει είναι ότι οι παραπάνω κίνδυνοι ελλοχεύουν σε κάθε λάθος μας, απλώς άλλες φορές εντονότερα κι άλλες λιγότερο. Μόλις το κατανοήσουμε αυτό θα μας είναι ευκολότερη η παραδοχή τους, σε ‘μας τους ίδιους τουλάχιστον. Κατά συνέπεια κι αφού φάμε τα μούτρα μας αρκετές φορές, θα είμαστε σε θέση να συγχωρήσουμε σιγά-σιγά τον εαυτό μας, αν όχι για όλα, για τα περισσότερα απ’ αυτά. Θα συνειδητοποιήσουμε ότι το να αυτομαστιγωνόμαστε, δεν οδηγεί κάπου κι ότι ουσιαστικά βλάπτουμε εμάς, πρωτίστως.
Και μ’ αυτόν τον τρόπο έρχεται η αποδοχή και τότε και μόνο τότε είμαστε σε θέση να εξομολογηθούμε τα λάθη μας στους αποδέκτες, ζητώντας συγχώρεση -με τον δικό του ίσως τρόπο ο καθένας. Μια συγχώρεση ειλικρινή που έχει σκοπό την προσπάθεια βελτίωσης από πλευράς μας κι όχι την αποφυγή περεταίρω προβλημάτων.
Μάλιστα τα οφέλη είναι πολύ περισσότερα απ’ ότι πιστεύουμε, αφού όντες ειλικρινείς με τα λάθη μας, κερδίζουμε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των γύρω μας και κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά στην αυτογνωσία, καθώς γνωρίζουμε πότε κινδυνεύουμε να υποκύψουμε σε κάποιο λάθος. Νιώθουμε επίσης πιο δυνατοί και σίγουρα πιο σωστοί, τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και στους υπόλοιπους.
Ας κρατήσουμε λοιπόν αρχικά ότι κανείς δεν είναι τέλειος και γιατί να είναι άλλωστε; Το τέλειο είναι βαρετό κι ανησυχητικό.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου