Οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά μεροληπτικοί όταν ερμηνεύουν πληροφορίες, ανεξάρτητα αν αυτές προκύπτουν από την όραση, την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση, την αφή, ή από κάποιον συνδυασμό αυτών των αισθήσεων.
Οι ικανότητες της φυσιολογίας μας (ακοή, όραση, όσφρηση κ.λπ.) ποικίλλουν βέβαια από άνθρωπο σε άνθρωπο, όμως οι γνωστικές διεργασίες είναι αυτές που λειτουργούν πρωτίστως ως φίλτρο των αισθήσεών μας. Ο τρόπος μέσα από τον οποίο αναπτύσσουμε το γνωστικό αυτό φίλτρο είναι η διά βίου διαδικασία μάθησης του πώς να καταστούμε μέλη της κοινωνίας μας. Οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν τη διαδικασία αυτή πολιτισμική πρόσκτηση (enculturation) και ανάπτυξη, συχνά διαχωρίζοντας την πρόσκτηση του πολιτισμού από την ανάπτυξη του σώματος. Ωστόσο, ο έντονος αυτός διαχωρισμός αγνοεί τις πραγματικές πολυπλοκότητες, τη βιοπολιτισμική πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης.
Η ανάπτυξη των γνωστικών σχημάτων και του σώματος
Κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα μοναδικό γενετικό συμπλήρωμα: τα σώματά μας αναπτύσσονται με συγκεκριμένους τρόπους, που εξαρτώνται από την υγεία της μητέρας μας και τη ζωή της κατά την εγκυμοσύνη, το διατροφικό και φυσικό περιβάλλον στο οποίο γεννιόμαστε, και μύριους άλλους παράγοντες, οι οποίοι διαμορφώνουν το σώμα και τον νου μας σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής μας. Καθώς όλοι μας μεγαλώνουμε σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, αναπτύσσουμε και έναν συγκεκριμένο τρόπο ερμηνείας του κόσμου.
Αυτή η αναπτυξιακή διαδικασία επηρεάζεται από τους γύρω μας, την πολιτισμική μας ιστορία και τα τρέχοντα πρότυπα της κοινωνίας μας, της κοινότητάς μας και της οικογένειάς μας. Μέσα από τις επιρροές αυτές αποκτούμε ένα σημαντικό μέρος των γνωστικών μας σχημάτων (schemata) – ή, με μη τεχνικούς όρους, της συνολικής μας κοσμοθεώρησης, του τρόπου που βλέπουμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο γύρω μας.
Πολλοί ερευνητές αντιλαμβάνονται τη διαδικασία αυτή ως πολιτισμική πρόσκτηση (κυριολεκτικά, ως διαδικασία «εκπολιτισμού»), κυρίως με όρους κοινωνικών γνωρισμάτων. Ωστόσο, πρόσφατα άρχισε να επικρατεί μια τάση προς ευρύτερη εννοιολόγηση της πολιτισμικής πρόσκτησης, ως διαδικασίας πρόσκτησης δεξιοτήτων (enskillment).
Ο όρος «πρόσκτηση δεξιοτήτων» περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μαθαίνουν μύρια πράγματα μέσα από τη (συνειδητή ή ασυνείδητη) μίμηση και αφομοιώνουν πολιτισμική γνώση από τις κοινότητες στις οποίες κατοικούν, ή τις οποίες βιώνουν. Ο Tim Ingold υποστηρίζει ότι η διαισθητική κατανόηση του κόσμου και ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το σώμα μας σε αυτόν προκύπτουν από «αντιληπτικές δεξιότητες οι οποίες ανακύπτουν, για κάθε ον, μέσω μιας διαδικασίας ανάπτυξης μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο περιβάλλον».
Οι αντιληπτικές αυτές δεξιότητες διαπλέκονται με τις σωματικές και γνωστικές πτυχές της ανάπτυξής μας, διαμορφώνοντας τον τρόπο που δρούμε και αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο μας. Για να απλουστεύσουμε κάπως τη γενική εξήγηση, μπορούμε να χωρίσουμε αυτήν τη διαδικασία πρόσκτησης δεξιοτήτων σε τρεις τομείς: φυσική ανάπτυξη, βιο-πολιτισμική πρόσκτηση και κοινωνικό πλαίσιο.
Η φυσική μας ανάπτυξη μοιράζεται πολλά με την αντίστοιχη ανάπτυξη των άλλων θηλαστικών, και ιδιαίτερα των πρωτευόντων. Ωστόσο, υπάρχουν και μερικές πολύ σημαντικές διαφορές. Γενικά, μοιραζόμαστε με τα άλλα θηλαστικά το κοινό πρότυπο της γέννησης βρεφών που χρειάζονται αρκετή βοήθεια από τη μητέρα τους. Ειδικότερα, μοιάζουμε με πολλά άλλα πρωτεύοντα (κυρίως τους πιθήκους) κατά το ότι γεννιόμαστε με μεγάλο εγκέφαλο, αλλά είμαστε εξαρτημένοι από τη μητέρα μας και από άλλα μέλη της ομάδας, όσον αφορά τη σωματική και κοινωνική μας φροντίδα, για μια παρατεταμένη περίοδο.
Ωστόσο, οι άνθρωποι γεννιούνται λιγότερο αναπτυγμένοι φυσικά από ό,τι όλα τα άλλα πρωτεύοντα. Δεν μπορούμε να κινηθούμε μόνοι μας, να τραφούμε μόνοι μας ή να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά ως νήπια. Για να επιβιώσουν κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής τους, οι άνθρωποι στηρίζονται στη μητέρα τους και σε άλλα άτομα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος.
Καθώς ο εγκέφαλός μας είναι τόσο μεγάλος (σε σχέση με το σώμα μας και τον εγκέφαλο των περισσότερων άλλων ζώων), χρειάζεται πολύ χρόνο για να ωριμάσει. Αυτό σημαίνει ότι αναλώνουμε το μεγαλύτερο μέρος της νεαρής ηλικίας μας εκπαιδεύοντας τον εγκέφαλό μας να λειτουργεί (ώστε να αποκτήσει τόσο νευρολογικές συνδέσεις και λειτουργίες, όσο και κάποιες αντιληπτικές δεξιότητες). Αυτή η αργή διαδικασία ωρίμανσης μας κάνει να αφομοιώνουμε πληροφορίες σαν σφουγγάρια κατά τη νεαρή μας ηλικία. Ένα υποπροϊόν της αργής ωρίμανσής μας είναι ότι έχουμε μια αρκετά μεγάλη διάρκεια ζωής, κατά την οποία συνεχώς βλέπουμε, οσμιζόμαστε, αγγίζουμε και, γενικώς, βιώνουμε τον κόσμο γύρω μας. Αυτό μεταφράζεται σε νέες νευρολογικές συνδέσεις και νέα φυσιολογικά πρότυπα.
Κατά την εφηβεία μας, μια σειρά αλλαγών στο σώμα μας συναρτώνται με το κοινωνικό πλαίσιο (τις προσδοκίες του πολιτισμού μας, τους έμφυλους ρόλους μας) για να προκόψει αυτό που αποκαλούμε ενηλικίωση. Καθώς μεγαλώνουμε, επέρχονται και άλλες αλλαγές στο σώμα μας (π.χ. η εμμηνόπαυση, αλλαγές στο σχήμα του σώματος και την οστική πυκνότητα). Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, σώμα και νους αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους μέσα από πρότυπα τα οποία επηρεάζονται από το ειδικό περιβάλλον μας. Αυτό που το σώμα και ο νους μας αντιλαμβάνονται ως κανονικό είναι εξαιρετικά συγκυριακό και εξαρτάται από το πού και το πώς ωριμάζουμε.
Ένα απλό παράδειγμα είναι ο τρόπος που αντιδρούμε στη ζέστη και το κρύο. Αν κάποιος γεννηθεί σε ένα πολύ θερμό περιβάλλον, όταν ενηλικιωθεί, το σώμα του θα ανταποκρίνεται πιο αποτελεσματικά -και λιγότερο αισθητά- στο στρες της ζέστης, και θα αντιλαμβάνεται τη ζέστη με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι κάποιος που προέρχεται από ένα ιδιαίτερα ψυχρό περιβάλλον. Το άτομο που μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου το θερμό είναι «κανονικό» θα ιδρώνει λιγότερο και θα νιώθει πιο άνετα σε υψηλές θερμοκρασίες από το άτομο που μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου το ψύχος είναι το «κανονικό». Τα δύο αυτά άτομα, λοιπόν, μπορεί να βρεθούν στον ίδιο τόπο την ίδια στιγμή, στην ίδια ακριβώς θερμοκρασία, αλλά τα σώματά τους θα αντιδράσουν τελείως διαφορετικά και θα αντιληφθούν διαφορετικά το τοπικό περιβάλλον (ακόμη και αν ήταν δίδυμα που χωρίστηκαν κατά τη γέννησή τους). Γνωστικά, και τα δύο αυτά άτομα έχουν ακριβή αντίληψη της ζέστης, και ο καθένας τους θα θεωρήσει ότι η ερμηνεία του και η σωματική του αντίδραση είναι φυσική, αλλά, από πλευράς φυσιολογίας, ο καθένας θα αντιδράσει εντελώς διαφορετικά, καθώς έχει διαφορετική ιστορία και διαφορετική δέσμη δεξιοτήτων κατά την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον.
Ένα άλλο απλό παράδειγμα είναι οι τροφές που τρώει κανείς μεγαλώνοντας. Η ρήση «είμαστε ό,τι τρώμε» σημαίνει ότι το σώμα μας και ο νους μας δημιουργούν γνωστικά σχήματα και φυσικές αντιδράσεις σε σχέση με το φαγητό, οι οποίες εξαρτώνται από το τι έχουμε βάλει στο στόμα μας από τη στιγμή της γέννησής μας. Αν κάποιος μεγαλώσει τρώγοντας κυρίως καυτερές πιπεριές, ρίζες, βολβούς και άλλα λαχανικά, θα αναπτύξει ως ενήλικας μια πολύ διαφορετική ψυχολογική και φυσική αίσθηση της τροφής από κάποιον που μεγάλωσε τρώγοντας κυρίως λίπος φάλαινας και ψάρια. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι βιολογικοί μηχανισμοί της γεύσης και της όσφρησης διαφέρουν ελάχιστα ανά τους πληθυσμούς του πλανήτη· το πλέγμα των κοινωνικών και φυσιολογικών δεξιοτήτων μας, οι αντιλήψεις μας, εξαρτώνται στενά από την εμπειρία μας. Δύο άτομα που δοκιμάζουν για πρώτη φορά το ίδιο φαγητό μπορεί να αξιολογήσουν διαφορετικά τη γεύση και τη μυρωδιά του, έστω και αν, από πλευράς χημείας, η γλώσσα, η μύτη, και ο εγκέφαλος καθενός τους δέχεται το ίδιο ερέθισμα.
Το παράδειγμα «ίδιο φαγητό – διαφορετική γεύση» μπορεί να το δει κανείς και ως παράδειγμα βιο-πολιτισμικής πρόσκτησης, ενταγμένης πάντα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Ενώ όλοι μας έχουμε ακούσει τη ρήση «είμαστε ό,τι τρώμε», λίγοι αντιλαμβάνονται ότι, όσον αφορά την πρόσκτηση του πολιτισμού, η ρήση «είμαστε όποιους συναντούμε» είναι εξίσου ακριβής. Τα άτομα που συναντούμε καθημερινά, τα άτομα με τα οποία συνομιλούμε, από τα οποία μαθαίνουμε και για τα οποία ακούμε συχνά, αποτελούν βασική συνιστώσα στην ανάπτυξη των αντιλήψεών μας. Η κοινωνική μας ανάπτυξη, η σχολική μας εκπαίδευση, η συγκρότηση του έμφυλου ρόλου μας, οι αλληλεπιδράσεις με τους συνομηλίκους μας, με τα αδέλφια και τους γονείς μας, ασκούν τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση των γνωστικών μας σχημάτων και του τρόπου που αντιδρά ο εγκέφαλός μας στα κοινωνικά ερεθίσματα.
Τα πρότυπα στα οποία συμμετέχουμε και τα οποία μας περιβάλλουν καθημερινά διαμορφώνουν την αντίληψή μας σχετικά με το ποια συμπεριφορά, γλώσσα και ιδιοτροπίες είναι κανονικές και φυσικές στον κόσμο μας. Όχι μόνο μαθαίνουμε από την παρατήρηση και την άμεση εκπαίδευση τι θεωρείται κανονική συμπεριφορά, αλλά τα αντιληπτικά συστήματα του σώματός μας διαθέτουν επίσης μια σειρά εγγενών μηχανισμών που αφομοιώνουν τα ερεθίσματα στα οποία είμαστε τακτικά εκτεθειμένοι, καθιστώντας τα τμήμα της νευρολογικής μας συγκρότησης.
Για παράδειγμα, πρόσφατες έρευνες γύρω από το νευρικό σύστημα του εγκεφάλου έφεραν στο φως κάποιες περιοχές στον εγκέφαλο των ανθρώπων και των πιθήκων που αποκαλούνται «νευρώνες-κάτοπτρα» (mirror neurons).
Οι περιοχές αυτές μάς διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι κάνει (και ίσως τι νιώθει) κάποιος άλλος, δημιουργώντας μια εσωτερική, νευρολογική προσομοίωση των κινήσεών του. Με άλλα λόγια, ένα άτομο μπορεί να ερμηνεύσει και να μιμηθεί τις πράξεις ενός άλλου ατόμου, προσομοιώνοντας (εικονίζοντας) απλώς στον εγκέφαλό του τη συμπεριφορά του άλλου μέσα από την ενεργοποίηση των κατοπτρικών νευρώνων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου