οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
τὸν δ᾽ αὐτοῦ κοίμησε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
Τηλέμαχον, φίλον υἱὸν Ὀδυσσῆος θείοιο,
τρητοῖς ἐν λεχέεσσιν, ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
400 πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ἐϋμμελίην Πεισίστρατον, ὄρχαμον ἀνδρῶν,
ὅς οἱ ἔτ᾽ ἠΐθεος παίδων ἦν ἐν μεγάροισιν·
αὐτὸς δ᾽ αὖτε καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,
τῷ δ᾽ ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
405 ὄρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆφι Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
ἐκ δ᾽ ἐλθὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοισιν,
οἵ οἱ ἔσαν προπάροιθε θυράων ὑψηλάων
λευκοί, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος· οἷσ᾽ ἔπι μὲν πρὶν
Νηλεὺς ἵζεσκεν, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος·
410 ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει,
Νέστωρ αὖ τότ᾽ ἐφῖζε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν,
σκῆπτρον ἔχων. περὶ δ᾽ υἷες ἀολλέες ἠγερέθοντο
ἐκ θαλάμων ἐλθόντες, Ἐχέφρων τε Στρατίος τε
Περσεύς τ᾽ Ἄρητός τε καὶ ἀντίθεος Θρασυμήδης.
415 τοῖσι δ᾽ ἔπειθ᾽ ἕκτος Πεισίστρατος ἤλυθεν ἥρως,
πὰρ δ᾽ ἄρα Τηλέμαχον θεοείκελον εἷσαν ἄγοντες.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«Καρπαλίμως μοι, τέκνα φίλα, κρηήνατ᾽ ἐέλδωρ,
ὄφρ᾽ ἦ τοι πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ᾽ Ἀθήνην,
420 ἥ μοι ἐναργὴς ἦλθε θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ὁ μὲν πεδίονδ᾽ ἐπὶ βοῦν ἴτω, ὄφρα τάχιστα
ἔλθῃσιν, ἐλάσῃ δὲ βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ·
εἷς δ᾽ ἐπὶ Τηλεμάχου μεγαθύμου νῆα μέλαιναν
πάντας ἰὼν ἑτάρους ἀγέτω, λιπέτω δὲ δύ᾽ οἴους·
425 εἷς δ᾽ αὖ χρυσοχόον Λαέρκεα δεῦρο κελέσθω
ἐλθεῖν, ὄφρα βοὸς χρυσὸν κέρασιν περιχεύῃ.
οἱ δ᾽ ἄλλοι μένετ᾽ αὐτοῦ ἀολλέες, εἴπατε δ᾽ εἴσω
δμῳῇσιν κατὰ δώματ᾽ ἀγακλυτὰ δαῖτα πένεσθαι,
ἕδρας τε ξύλα τ᾽ ἀμφὶ καὶ ἀγλαὸν οἰσέμεν ὕδωρ.»
430 Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐποίπνυον. ἦλθε μὲν ἂρ βοῦς
ἐκ πεδίου, ἦλθον δὲ θοῆς παρὰ νηὸς ἐΐσης
Τηλεμάχου ἕταροι μεγαλήτορος, ἦλθε δὲ χαλκεὺς
ὅπλ᾽ ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης,
ἄκμονά τε σφῦράν τ᾽ εὐποίητόν τε πυράγρην,
435 οἷσίν τε χρυσὸν ἐργάζετο· ἦλθε δ᾽ Ἀθήνη
ἱρῶν ἀντιόωσα. γέρων δ᾽ ἱππηλάτα Νέστωρ
χρυσὸν ἔδωχ᾽· ὁ δ᾽ ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν
ἀσκήσας, ἵν᾽ ἄγαλμα θεὰ κεχάροιτο ἰδοῦσα.
βοῦν δ᾽ ἀγέτην κεράων Στρατίος καὶ δῖος Ἐχέφρων.
440 χέρνιβα δέ σφ᾽ Ἄρητος ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι
ἤλυθεν ἐκ θαλάμοιο φέρων, ἑτέρῃ δ᾽ ἔχεν οὐλὰς
ἐν κανέῳ· πέλεκυν δὲ μενεπτόλεμος Θρασυμήδης
ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῦν ἐπικόψων.
Περσεὺς δ᾽ ἀμνίον εἶχε· γέρων δ᾽ ἱππηλάτα Νέστωρ
445 χέρνιβά τ᾽ οὐλοχύτας τε κατάρχετο, πολλὰ δ᾽ Ἀθήνῃ
εὔχετ᾽ ἀπαρχόμενος, κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλων.
***
Κι όταν οι άλλοι στάλαξαν σπονδή κι ήπιαν όσο το θέλησε η ψυχή τους,ξεκίνησαν να παν για ύπνο, καθένας σπίτι του.
Εκείνον όμως, τον Τηλέμαχο, παιδί μονάκριβο του θεϊκού Οδυσσέα,
400 εκεί τον έβαλε να κοιμηθεί ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ,
σε κλίνη τρυπητή, κάτω απ᾽ τη στέγη της πολύβοης στοάς·
πλάι του πλάγιασε ο Πεισίστρατος, ακοντιστής καλός κι αρχηγικός,
μόνος ανύπαντρος απ᾽ τα παιδιά του Νέστορα μες στο παλάτι.
Έγειρε τότε να κοιμηθεί κι αυτός στο βάθος του αψηλού ανακτόρου,
όπου οικοδέσποινα η γυναίκα του του ετοίμαζε συζυγικό κρεβάτι,
μαζί της κάθε νύχτα να πλαγιάζει.
Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
από την κλίνη του σηκώθηκε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ
και βγήκε έξω απ᾽ το παλάτι· πήγε και κάθησε σε πέτρες λαξεμένες,
εκεί μπροστά στημένες, στις πόρτες τις ψηλές,
λευκές, λαμποκοπώντας με το λιπαρό τους στίλβωμα.
Πιο πριν σ᾽ αυτές συνήθιζε να κάθεται ο Νηλέας, ζυγίζοντας
τους στοχασμούς του σαν θεός. Αλλ᾽ είχε πια από καιρό
410 παραδοθεί στον θάνατο και κατεβεί στον Άδη.
Τώρα ο Γερήνιος Νέστορας εκεί καθόταν, των Αχαιών ο στυλοβάτης,
με το βασιλικό σκήπτρο στο χέρι.
Στο μεταξύ γύρω του συναθροίστηκαν κι όλοι οι άλλοι γιοι του,
αφήνοντας την υπνοκάμαρή τους· Εχέφρων, Στράτιος,
Περσέας κι Άρητος, ο ισόθεος Θρασυμήδης.
Έκτος και τελευταίος έφτασε ο γενναίος Πεισίστρατος,
κι έφεραν να καθήσει πλάι του ο Τηλέμαχος, όμορφος σαν θεός.
Τότε πήρε τον λόγο μεταξύ τους μιλώντας πρώτος
ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ:
«Αγαπημένα μου παιδιά, ας γίνει αμέσως τώρα η επιθυμία μου πράξη·
απ᾽ όλους τους θεούς πρώτα της Αθηνάς ζητώ την επιείκεια,
420 που χθες προσήλθε και μου φανερώθηκε στο θείο, λαμπρό μας δείπνο.
Εμπρός λοιπόν, ένας ας πάει στον κάμπο να φέρει τη δαμάλα, πρέπει
να φτάσει εδώ το γρηγορότερο — μαζί της κι ο βουκόλος,
που ξέρει αυτός πώς να την οδηγήσει.
Άλλος ας τρέξει προς το μελανό καράβι του γενναίου Τηλέμαχου,
να προσκαλέσει τους συντρόφους όλους, αφήνοντας μονάχα δυο.
Ο τρίτος να καλέσει τον χρυσικό Λαέρκη, προστάζοντας να ᾽ρθει
για να περιχρυσώσει του βοδιού τα κέρατα.
Οι άλλοι μείνετε μαζί μου εδώ, και πείτε
οι δούλες στο περίλαμπρο παλάτι το γεύμα να ετοιμάσουν,
να συγυρίσουν τα καθίσματα, να φέρουν ξύλα
και πεντακάθαρο νερό.»
430 Έτσι τους μίλησε, κι όλοι τους με σπουδή κινήθηκαν. Ήλθε
η δαμάλα από τον κάμπο· ήλθαν απ᾽ το ισόβαρο ταχύ καράβι
οι εταίροι του γενναίου Τηλέμαχου· ήλθε κι ο χρυσικός,
στα χέρια του βαστώντας χάλκινα σύνεργα της τέχνης του,
σφυρί κι αμόνι, πυρολαβίδα καλοκαμωμένη — μ᾽ αυτά τα σύνεργά του
δούλευε το μάλαμα· ήλθε κι Αθηνά να υποδεχτεί την ιερή θυσία.
Οπότε ο ιππικός σεβάσμιος Νέστορας έδωσε το χρυσάφι, κι ο χρυσικός
με τέχνη περιχρύσωνε του δαμαλιού τα κέρατα, για να το δει
η θεά και να χαρεί, ν᾽ αγαλλιάσει.
Κι ενώ απ᾽ τα κέρατα τραβούσαν τη δαμάλα ο Στράτιος κι ο θείος Εχέφρων,
440 έφτασε ο Άρητος, φέρνοντας απ᾽ την κάμαρη νερό για νίψιμο
σ᾽ ένα ανθοστόλιστο λεβέτι — με τ᾽ άλλο χέρι του κρατούσε
πανέρι με κριθάρια.
Ο Θρασυμήδης, καρτερικός της μάχης, άδραξε κιόλας το πελέκι
και πλάι στημένος έτοιμος ήταν να κόψει τη δαμάλα,
ενώ ο Περσέας βαστούσε κούπα για το χυμένο αίμα.
Πρώτος τα χέρια του ένιψε, πασπάλισε κριθάρια κι άρχισε
με θέρμη να προσεύχεται στην Αθηνά ο ιππικός σεβάσμιος Νέστωρ,
καίγοντας στη φωτιά τρίχες απ᾽ της δαμάλας το κεφάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου