Ο εγωιστικός συνεργάτης
Η αναζήτηση… και όχι κάποια προσδοκία ωφέλειας από τις ανακαλύψεις της, είναι η πρώτη αρχή που ωθεί την ανθρωπότητα στην μελέτη της Φιλοσοφίας, της επιστήμης που φιλοδοξεί να αποκαλύψει τις απόκρυφες σχέσεις που συνδυάζουν τις διάφορες εκφάνσεις της φύσεως. Άνταμ Σμιθ , “The History of Astronomy” (1795)
Οι συλλογές μεσαιωνικών μύθων για τα ζώα υπήρξαν η συνέχεια μιας προγενέστερης παράδοσης που χρησιμοποιεί τη φύση ως πηγή ηθοπλαστικών ιστοριών. Η ίδια αυτή παράδοση, στη σύγχρονη μορφή της για την ανάπτυξη των εξελικτικών ιδεών, αποτελεί τη βάση μιας από τις πιο σκανδαλώδεις μορφές κακής ποιητικής επιστήμης.
Αναφέρομαι στην ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μια απλή αντίθεση μεταξύ κακού και καλού, κοινωνικού και αντικοινωνικού, εγωιστικού και αλτρουιστικού, σκληρού και ήπιου· ότι αυτά τα δυαδικά ζεύγη αντιθέτων αντιστοιχούν όλα στα άλλα ζεύγη και ότι η ιστορία της εξελικτικής διαμάχης σχετικά με την κοινωνία περιγράφεται από την κίνηση ενός εκκρεμούς που ταλαντεύεται διαρκώς πέρα δώθε ανάμεσα σε αυτά τα αντίθετα.
Δεν αρνούμαι ότι εδώ γύρω υπάρχουν ενδιαφέροντα θέματα συζήτησης. Αυτό που κατακρίνω είναι η «ποιητική» ιδέα ότι υπάρχει μοναδική συνέχεια και ότι άξια λόγου επιχειρήματα πρέπει να υπάρχουν μεταξύ πλεονεκτικών σημείων κατά μήκος της. Για να επικαλεσθώ και πάλι τους βροχοποιούς, δεν υπάρχει μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ εγωιστικού γονιδίου και εγωιστή ανθρώπου, απ’ ό,τι μεταξύ βράχου και νέφους βροχής.
Για να εξηγήσω την ποιητική συνέχεια την οποία κατακρίνω, μπορώ να δανειστώ το στίχο ενός αληθινού ποιητή, του Τένισον, «Φύση, με νύχια και με δόντια κόκκινα», που προέρχεται από το In Memonam (1850), το οποίο γενικώς θεωρείται ότι εμπνεύσθηκε από την Καταγωγή των ειδών, αλλά που στην πραγματικότητα δημοσιεύθηκε εννέα χρόνια νωρίτερα.
Στο ένα άκρο της ποιητικής συνέχειας υποτίθεται ότι βρίσκονται ο Τόμας Χομπς, ο Άνταμ Σμιθ, ο Κάρολος Δαρβίνος, ο Τ. X. Χάξλεχ και όλοι εκείνοι που, όπως ο διακεκριμένος Αμερικανός ειδικός της εξέλιξης Τζορτζ Ουίλιαμς και οι σημερινοί υπέρμαχοι του «εγωιστικού γονιδίου», δίνουν έμφαση στο ότι η φύση πραγματικά έχει τα νύχια και τα δόντια κόκκινα.
Στο άλλο άκρο της συνέχειας βρίσκεται ο πρίγκιπας Πιότρ Κροπότκιν (Peter Kropotkin), ο Ρώσος αναρχικός και συγγραφέας του βιβλίου Mutual Aid (1902), η αφελής αλλά τεράστιας επιρροής Αμερικανίδα ανθρωπολόγος Μάργκαρετ Μιντ (Margaret Mead) και σήμερα πληθώρα συγγραφέων που αντιδρούν αγανακτισμένα στην ιδέα ότι η φύση είναι εγωιστική από γενετικής απόψεως, με αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο τον Φρανς ντε Βάαλ (Frans de Waal), συγγραφέα του βιβλίου Good Natured (1996).
Ο ντε Βαλ, ένας ειδικός στους χιμπαντζήδες, που είναι κατανοητό ότι αγαπά τα ζώα του, θλίβεται από αυτό που εσφαλμένος βλέπει ως νεοδαρβινική τάση, να τονίζει κανείς την «κακία του πιθηκίσιου παρελθόντος μας». Ορισμένοι από εκείνους που μοιράζονται τη ρομαντική του ψευδαίσθηση, άρχισαν πρόσφατα να συμπαθούν τον πυγμαίο χιμπαντζή του είδους Bonobo, ως ένα πιο καλοκάγαθο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς.
Εκεί που οι κοινοί χιμπαντζήδες συχνά καταφεύγουν στη βία, μέχρι και στον κανιβαλισμό, οι Bonobo έχουν ως απάντηση το σεξ. Φαίνεται να συνουσιάζονται με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και με κάθε ευκαιρία. Εκεί που εμείς θα δίναμε χειραψία, εκείνοι συνουσιάζονται. Το σύνθημά τους είναι «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο». Η Μάργκαρετ Μιντ θα ενθουσιαζόταν μαζί τους. Ωστόσο, η ίδια η ιδέα τού να πάρει κανείς παράδειγμα τα ζώα ως πρότυπα συμπεριφοράς, όπως συμβαίνει στις συλλογές μεσαιωνικών μύθων, είναι δείγμα κακής ποιητικής επιστήμης. Τα ζώα δεν βρίσκονται εδώ για να γίνουν πρότυπα συμπεριφοράς, βρίσκονται εδώ για να επιβιώσουν και για να αναπαραχθούν.
Οι ηθικολόγοι θιασώτες των Bonobo έχουν την τάση να συνδυάζουν αυτό το λάθος με μια συνολική εξελικτική ανακρίβεια. Πιθανώς λόγω του ισχυρού «παράγοντα καλοσύνης» που τους χαρακτηρίζει, οι Bonobo θεωρούνται συχνά ως πιο στενοί πρόγονοί μας απ’ ό,τι οι κοινοί χιμπαντζήδες. Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει εφόσον δεχόμαστε, όπως όλοι κάνουν, ότι οι Bonobo και οι κοινοί χιμπαντζήδες έχουν μεγαλύτερη σχέση μεταξύ τους παρά καθένας τους χωριστά με τον άνθρωπο.
Δεν απαιτείται τίποτε άλλο, εκτός από αυτή την απλή και αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση, για να συμπεράνει κανείς ότι τόσο οι Bonobo όσο και οι κοινοί χιμπαντζήδες έχουν ακριβούς την ίδια κοντινή συγγένεια με εμάς. Συνδέονται με εμάς μέσω ενός κοινού δικού τους προγόνου, και όχι δικού μας. Ενδέχεται να μοιάζουμε σε ένα από τα δύο είδη λίγο περισσότερο για ορισμένα πράγματα (και είναι πολύ πιθανό να μοιάζουμε στο άλλο είδος για κάποια άλλα πράγματα), αλλά τέτοιες συγκρίσεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι κρίσεις που αντικατοπτρίζουν σκέψεις πάνω στη διαφορική εξελικτική συγγένεια.
Το βιβλίο του ντε Βάαλ βρίθει ανεκδοτικών αποδείξεων (που δεν θα έπρεπε να εντυπωσιάζουν κανέναν) ότι τα ζώα είναι πολλές φορές ευγενικά μεταξύ τους, ότι συνεργάζονται για το κοινό καλό, ότι φροντίζουν για την αμοιβαία ευημερία, ότι παρηγορούν το ένα το άλλο όταν βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ότι μοιράζονται την τροφή και ότι κάνουν κι άλλα συγκινητικά καλά πράγματα.
Έχω και είχα πάντοτε τη θέση ότι, στο μεγαλύτερο μέρος της, η ζωική φύση είναι πράγματι αλτρουιστική, συνεργατική, ότι μάλιστα χαρακτηρίζεται από καλοπροαίρετα υποκειμενικά συναισθήματα, αλλά ότι αυτά μάλλον απορρέουν από τον εγωισμό στο γενετικό επίπεδο παρά αντίκεινται σ’ αυτόν. Τα ζώα είναι κάποτε φιλικά και κάποτε επικίνδυνα, δεδομένου ότι οποιαδήποτε από αυτές τις δύο συμπεριφορές μπορεί να υπηρετεί, σε διαφορετικές στιγμές, το ενδιαφέρον των γονιδίων για τον εαυτό τους.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που αναφερόμαστε σε «εγωιστικά γονίδια» και όχι σε «εγωιστικούς χιμπαντζήδες». Οι αντιδράσεις που προβάλλονται από τον ντε Βάαλ και από άλλους, ότι δηλαδή υπάρχουν οι αντίπαλες παρατάξεις των βιολόγων οι οποίοι θεωρούν την ανθρώπινη και τη ζωική φύση ως θεμελιωδώς εγωιστική και εκείνων οι οποίοι την θεωρούν ως θεμελιωδώς «καλοκάγαθη», είναι ψευδείς αντιδράσεις -κακή ποίηση.
Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο αλτρουισμός στο επίπεδο του μεμονωμένου οργανισμού μπορεί να είναι τρόπος μέσω του οποίου τα εμπλεκόμενα γονίδια μεγιστοποιούν το ενδιαφέρον για τον εαυτό τους. Εντούτοις, δεν θέλω να επιμείνω σε πράγματα που έχω ήδη αναπτύξει σε προηγούμενα βιβλία, όπως το εγωιστικό γονίδιο.
Εκείνο που θέλω να τονίσω και πάλι από εκείνο το βιβλίο -κάτι το οποίο παρέβλεψαν οι επικριτές που φαίνεται ότι δεν διάβασαν παρά μόνο τον τίτλο- είναι η σημασία της έννοιας ότι τα γονίδια, αν και από μια πλευρά συμπεριφέρονται παντελώς εγωιστικά, συνεργάζονται ταυτόχρονα μεταξύ τους σχηματίζοντας συμμαχίες. Αν το θέλετε, αυτό είναι ποιητική επιστήμη, ελπίζω όμως να αποδείξω ότι είναι καλή ποιητική επιστήμη, η οποία μάλλον υποβοηθά την κατανόηση παρά την παρεμποδίζει. Θα κάνω το ίδιο με άλλα παραδείγματα στα υπόλοιπα κεφάλαια.
Το όραμα-κλειδί του δαρβινισμού μπορεί να εκφρασθεί με όρους της γενετικής. Τα γονίδια που υπάρχουν σε πολλά αντίγραφα στον πληθυσμό είναι εκείνα που έχουν την ικανότητα να παράγουν αντίγραφα, πράγμα που σημαίνει επίσης ότι έχουν την ικανότητα να επιβιώνουν.
Να επιβιώνουν όμως πού; Να επιβιώνουν σε μεμονωμένα σώματα, στο αρχέγονο περιβάλλον. Αυτό σημαίνει να επιβιώνουν στο περιβάλλον που τυπικά ταιριάζει στο είδος: στην έρημο οι καμήλες, στα δένδρα οι πίθηκοι, στα βαθιά νερά τα γιγάντια καλαμάρια, και πάει λέγοντας. Ο λόγος που μεμονωμένα σώματα είναι τόσο ικανά να επιβιώνουν στο περιβάλλον τους είναι κυρίως ότι έχουν δομηθεί από γονίδια που επέζησαν στο περιβάλλον αυτό επί πολλές γενιές, με τη μορφή αντιγράφων.
Οι έρημοι, τα παγόβουνα, οι θάλασσες και τα δάση δεν έχουν όμως σημασία, είναι απλώς μέρος της ιστορίας. Μια πολύ πιο σημαντική πλευρά του αρχέγονου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επέζησαν τα γονίδια, είναι τα άλλα γονίδια με τα οποία χρειάσθηκε να μοιρασθούν τη διαδοχή μεμονωμένων σωμάτων. Τα γονίδια που επιβιώνουν σε καμήλες περιλαμβάνουν, αυτό είναι βέβαιο, ορισμένα γονίδια που έχουν άριστες ικανότητες επιβίωσης στην έρημο, μπορεί μάλιστα να είναι και κοινά με τα αντίστοιχα γονίδια των αρουραίων και των αλεπούδων της ερήμου.
Έχει όμως πολύ μεγαλύτερη σημασία ότι τα επιτυχημένα γονίδια θα είναι εκείνα που έχουν αυξημένη ικανότητα να επιβιώνουν σε ένα περιβάλλον το οποίο αποτελείται από τα άλλα τυπικά γονίδια του είδους. Επομένως, τα γονίδια ενός είδους έχουν επιλεγεί ως προς την ικανότητά τους να συνεργάζονται μεταξύ τους. Η γενετική συνεργασία, ως καλή επιστημονική ποίηση εκεί που η παγκόσμια συνεργία δεν είναι, θα αποτελέσει το αντικείμενο αυτού του κεφαλαίου.
Το ακόλουθο γεγονός συχνά γίνεται αντικείμενο παρανόησης. Δεν είναι τα γονίδια του κάθε μεμονωμένου ατόμου που συνεργάζονται ιδιαίτερα καλά μεταξύ τους. Τα συγκεκριμένα γονίδια δεν έχουν βρεθεί μαζί ποτέ στο παρελθόν με το δεδομένο συνδυασμό, αφού το κάθε γονιδίωμα ενός είδους που αναπαράγεται με φυλετικό τρόπο είναι μοναδικό (με τη συνήθη εξαίρεση των ομοίων διδύμων). Είναι τα γονίδια του είδους γενικώς που συνεργάζονται μεταξύ τους, επειδή συνευρίσκονται πολλές φορές στο στενό κοινό ενδοκυτταρικό περιβάλλον, αν και πάντοτε σε διαφορετικούς συνδυασμούς. Η συνεργασία μεταξύ τους έγκειται στο ότι κατασκευάζουν άτομα του ιδίου γενικού τύπου με το συγκεκριμένο άτομο.
Δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να περιμένει κανείς ότι τα γονίδια κάποιου μεμονωμένου ατόμου θα έχουν ειδικές ικανότητες να συνεργάζονται το ένα με το άλλο αν συγκριθούν με οποιαδήποτε άλλα γονίδια του ιδίου είδους. Το ποιους συγκεκριμένους συνεργάτες τους επέλεξε γι’ αυτά η κλήρωση της φυλετικής αναπαραγωγής από τη γενετική δεξαμενή του συγκεκριμένου είδους, είναι κυρίως θέμα τύχης.
Τα άτομα που διαθέτουν δυσμενείς συνδυασμούς γονιδίων έχουν την τάση να πεθάνουν. Τα άτομα με ευνοϊκούς συνδυασμούς έχουν την τάση να κληροδοτήσουν τα γονίδια αυτά στις μελλοντικές γενιές. Μακροπρόθεσμα όμως, δεν μεταβιβάζονται οι ίδιοι οι ευνοϊκοί συνδυασμοί. Η φυλετική ανακατανομή μεριμνά για αυτό. Εκείνο που μεταβιβάζεται όμως είναι τα γονίδια που είναι μάλλον ικανά να σχηματίζουν ευνοϊκούς συνδυασμούς με τα άλλα γονίδια που είναι διαθέσιμα στη γενετική δεξαμενή του είδους. Με την πάροδο των γενεών, οποιαδήποτε και αν είναι η ικανότητα των γονιδίων που επιβιώνουν, αυτά θα είναι ικανά και στο να συνεργάζονται με τα άλλα γονίδια του είδους.
Απ’ όσο γνωρίζουμε, συγκεκριμένα γονίδια καμήλας μπορεί να είναι ικανά να συνεργασθούν με συγκεκριμένα γονίδια κυναίλουρου. Ποτέ όμως δεν τους ζητείται κάτι τέτοιο. Πιθανώς τα γονίδια των θηλαστικών να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα συνεργασίας με άλλα γονίδια θηλαστικών απ’ ό,τι με γονίδια πτηνών. Η σκέψη αυτή όμως πρέπει να παραμείνει υποθετική, αφού ένα από τα χαρακτηριστικά της ζωής στον πλανήτη μας, αν εξαιρέσει κανείς τα προϊόντα της γενετικής μηχανικής, είναι ότι τα γονίδια αναμειγνύονται αποκλειστικά και μόνο εντός του είδους.
Τα υβρίδια αποτελούν υποδεέστερες εκδόσεις τέτοιων θεωρήσεων, που μπορούμε όμως να τις ελέγξουμε. Τα υβρίδια μεταξύ διαφορετικών ειδών, όταν υπάρχουν, επιβιώνουν συνήθως λιγότερο καλά, ή είναι λιγότερο γόνιμα, από τα καθαρόαιμα άτομα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι, εν μέρει τουλάχιστον, η ασυμβατότητα μεταξύ των γονιδίων τους. Τα γονίδια του Είδους Α που λειτουργούν ικανοποιητικά στο γενετικό πλαίσιο ή «κλίμα» άλλων γονιδίων του Είδους Α, δεν λειτουργούν όταν μεταφυτεύονται στο Είδος Β και αντίστροφα. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρούνται ενίοτε όταν διασταυρώνονται και σχηματίζουν υβρίδια ποικιλίες ή φυλές εντός ενός είδους.
Αυτό το κατάλαβα για πρώτη φορά παρακολουθώντας διαλέξεις του εκλιπόντος Ε. Μπ. Φορντ (Ε. Β. Ford), του θρυλικού αυτού εστέτ της Οξφόρδης και εκκεντρικού ιδρυτή της σχολής των Οικολογικών Γενετιστών, η οποία σήμερα φθίνει.
Το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών του Φορντ αφορούσε άγριους πληθυσμούς πεταλούδων και σκόρων. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται το μικρό κίτρινο λεπιδόπτερο Tnphaena comes. Αυτός ο σκόρος είναι συνήθως καστανοκίτρινος, υπάρχει όμως μια ποικιλία με το όνομα Tnphaena curtisii, που είναι μαυριδερή. Η ποικιλία curtisii δεν υπάρχει στην Αγγλία στη Σκοτία και στα Νησιά το είδος curtisii συνυπάρχει με το συνηθισμένο είδος comes. Το σκουρόχρωμο σχέδιο χρωμάτων του curtisii επικρατεί σχεδόν εντελώς του φυσιολογικού σχεδίου του comes. Ο όρος «επικρατεί» είναι τεχνικός, γι’ αυτό άλλωστε και δεν μπορώ να πω απλώς «κυριαρχεί». Ο όρος σημαίνει ότι τα υβρίδια μεταξύ των δύο ειδών μοιάζουν με το είδος curtisii έστω και αν φέρουν τα γονίδια αμφοτέρων των ειδών.
Ο Φορντ συνέλεξε δείγματα από τη νήσο Barra στις Έξω Εβρίδες, δυτικά της Σκοτίας, και από μία από τις νήσους Orkney, βορείως της Σκοτίας, καθώς και από την ενδοχώρα της Σκοτίας. Καθεμία από τις δύο νησιωτικές μορφές μοιάζει ακριβώς με το αντίθετό της στο άλλο νησί, ενώ το σκουρόχρωμο γονίδιο curtisii υπερισχύει και στα δύο νησιά, όπως και στην ενδοχώρα. Υπάρχουν άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι το γονίδιο curtisii είναι ακριβώς το ίδιο σε όλες τις τοποθεσίες.
Ενόψει όλων αυτών θα περίμενε κανείς, διασταυρώνοντας δείγματα από διαφορετικά νησιά, να εκφρασθεί το φυσιολογικό σχέδιο επικράτησης. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, και αυτό είναι το ζήτημα. Ο Φορντ συνέλεξε άτομα από την Barra και τα διασταύρωσε με άτομα από την Orkney. Η επικράτηση του γονιδίου curtisii εξέλιπε εντελώς. Αντιθέτως, εμφανίσθηκε πλειάδα ενδιάμεσων μορφών στις οικογένειες υβριδίων, ακριβώς σαν να μην υπήρχε επικράτηση.
Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι το εξής. Το γονίδιο curtisii δεν κωδικοποιεί από μόνο του τον τύπο της χρωστικής ουσίας που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τους σκόρους. Η επικράτηση δεν είναι ποτέ αποκλειστική ιδιότητα ενός γονιδίου. Αντί γι’ αυτό, όπως συμβαίνει με κάθε άλλο γονίδιο, θα έπρεπε να θεωρούμε ότι το γονίδιο curtisii ασκεί τις επιδράσεις του μόνο στο πλαίσιο μιας σειράς άλλων γονιδίων, από τα οποία κάποια «ενεργοποιεί». Αυτή η σειρά άλλων γονιδίων είναι μέρος εκείνου που εννοώ με τον όρο «γενετικό πλαίσιο» ή «γενετικό κλίμα».
Θεωρητικά επομένως, οποιοδήποτε γονίδιο θα μπορούσε να ασκεί ριζικά διαφορετικές επιδράσεις σε διαφορετικά νησιά, παρουσία διαφορετικών σειρών άλλων γονιδίων. Στην περίπτωση των κίτρινων λεπιδοπτέρων του Φορντ τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα και πολύ διαφωτιστικά. Το γονίδιο curtisii είναι ένα «γονίδιο-διακόπτης» που φαίνεται να έχει την ίδια επίδραση και στις δύο νήσους Barra και Orkney, αλλά το επιτυγχάνει ενεργοποιώντας διαφορετικές σειρές γονιδίων στις διαφορετικές τοποθεσίες.
Το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να παρατηρηθεί παρά μόνον εάν διασταυρωθούν οι δύο πληθυσμοί. Το γονίδιο-διακόπτης curtisii βρίσκεται τότε σε ένα γενετικό κλίμα που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά μείγμα των γονιδιακών συνδυασμών της Barra και της Orkney, με αποτέλεσμα να καταρρέει το σχέδιο χρωμάτων που θα μπορούσε να παράγει από μόνος του ο κάθε συνδυασμός.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι ότι είτε το μείγμα Barra είτε το μείγμα Orkney μπορούν να συναρμολογήσουν το σχέδιο των χρωμάτων. Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φθάσει κανείς στο ίδιο αποτέλεσμα. Και οι δύο τρόποι εμπλέκουν συνεργατικές σειρές γονιδίων, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές σειρές και τα μέλη της κάθε σειράς δεν συνεργάζονται καλά με την άλλη. Θεωρώ ότι αυτό αποτελεί πρότυπο του τι συχνά συμβαίνει με λειτουργικά γονίδια μέσα σε οποιαδήποτε δεξαμενή γονιδίων.
Στο Εγωιστικό γονίδιο, χρησιμοποίησα μια αναλογία με την κωπηλασία. Μια ομάδα οκτώ κωπηλατών χρειάζεται καλό συντονισμό. Οκτώ άνδρες που έχουν προπονηθεί μαζί μπορούν να ελπίζουν ότι θα λειτουργήσουν και καλά μαζί. Αν όμως αναμίξετε τέσσερις άνδρες μιας ομάδας με τέσσερις άνδρες μιας άλλης, εξίσου καλής ομάδας, δεν κολλάνε: η κωπηλασία τους αποσυντονίζεται. Αυτό είναι ανάλογο με την ανάμειξη δύο σειρών γονιδίων που λειτουργούσαν ικανοποιητικά όταν η καθεμιά τους βρισκόταν μαζί με τους προηγούμενους συντρόφους της, αλλά που ο συντονισμός τους κατέρρευσε όταν η καθεμιά τους αναγκάσθηκε να βρεθεί στο ξένο γενετικό κλίμα της άλλης.
Στο σημείο αυτό, πολλοί βιολόγοι παρασύρονται και λένε ότι η φυσική επιλογή πρέπει να λειτουργεί στο επίπεδο ολόκληρης της ενιαίας ομάδας, ολόκληρης της σειράς γονιδίων, ή ολόκληρου του οργανισμού του ατόμου. Έχουν δίκιο ότι ο κάθε οργανισμός είναι ιδιαίτερα σημαντική μονάδα στην ιεραρχία της ζωής. Και πράγματι εμφανίζει μοναδιαίες ιδιότητες. (Αυτό ισχύει λιγότερο για τα φυτά παρά για τα ζώα, τα οποία μάλλον έχουν σταθερά τμήματα, τακτικά διευθετημένα μέσα σε ένα περίβλημα με διακριτή μοναδιαία μορφή. Είναι συχνά πιο δύσκολο να ορίσει κανείς τα μεμονωμένα φυτά, καθώς αυτά φύονται άτακτα και πολλαπλασιάζονται με βλαστητική αναπαραγωγή, μέσα από χωράφια και χαμόκλαδα.)
Ωστόσο, όσο και διακριτό και μοναδιαίο να είναι ένα ζώο, όπως, ας πούμε, ένας μεμονωμένος λύκος, ή ένας βούβαλος, το περίβλημα είναι και παροδικό και μοναδικό. Οι βούβαλοι που ευημερούν δεν αναπαράγονται γύρω-γύρω στον κόσμο με τη μορφή πολλαπλών αντιγράφων, αντιγράφουν τα γονίδιά τους. Η αληθινή μονάδα της φυσικής επιλογής πρέπει να είναι μια μονάδα για την οποία να μπορεί κανείς να πει ότι έχει συχνότητα. Συχνότητα που αυξάνεται όταν ο τύπος της ευημερεί και που μειώνεται όταν ο τύπος της φθίνει.
Αυτό ακριβώς είναι που μπορεί να πει κανείς για τα γονίδια που βρίσκονται σε γονιδιακές δεξαμενές. Δεν μπορείτε όμως να πείτε το ίδιο και για μεμονωμένους βούβαλους. Οι βούβαλοι που ευημερούν δεν γίνονται πιο συχνοί. Κάθε βούβαλος είναι μοναδικός. Η συχνότητα εμφάνισής του είναι 1. Μπορείτε όμως να ορίσετε έναν βούβαλο ως ευημερούντα εάν η συχνότητα των γονιδίων του αυξηθεί στις μελλοντικές γενιές.
Ο στρατηγός Μοντγκόμερι (Montgomery), που δεν υπήρξε και ο πιο ταπεινόφρων άνθρωπος, έκανε κάποτε την εξής παρατήρηση: «Ο Θεός είπε (και συμφωνώ μαζί Του)…» Κάπως έτσι αισθάνομαι όταν διαβάζω για τη συμφωνία που έκανε ο Θεός με τον Αβραάμ. Ο Θεός δεν υποσχέθηκε στον Αβραάμ ως άτομο αιώνια ζωή (αν και ο Αβραάμ ήταν μόλις 99 ετών τότε, φρέσκος φρέσκος με μέτρο τη Γένεση). Του υποσχέθηκε κάτι διαφορετικό.
Και θήσομαι την διαθήκην μου ανά μέσον εμού και ανά μέσον σου και πληθυνώ σε σφοδρά… και έση πατήρ πλήθους εθνών… και αυξανώ σε σφόδρα σφόδρα και θήσω σε εις έθνη, και βασιλείς εκ σου εξελεύσονται. Γένεσις 17
Ο Αβραάμ δεν έμεινε με καμία αμφιβολία ότι το μέλλον έγκειται στο σπόρο του και όχι στη μοναδικότητά του. Ο Θεός ήξερε καλά το δαρβινισμό του.
Για να συνοψίσω, το ζήτημα είναι ότι τα γονίδια, παρά το γεγονός ότι είναι χωριστές μονάδες, προϊόντα της φυσικής επιλογής κατά τη δαρβινική διεργασία, είναι άκρως συνεργατικά. Η επιλογή ευνοεί ή όχι μεμονωμένα γονίδια, ανάλογα με την ικανότητά τους να επιζήσουν στο περιβάλλον τους, αλλά το πιο σημαντικό μέρος του περιβάλλοντος αυτού είναι το γενετικό κλίμα που δημιουργείται από άλλα γονίδια.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σειρές συνεργατικών γονιδίων συγκεντρώνονται σε γονιδιακές δεξαμενές. Τα σώματα των ατόμων είναι τόσο μοναδιαία και συνεκτικά όπως είναι, όχι διότι η φυσική επιλογή τα διαλέγει ως μονάδες, αλλά διότι έχουν δομηθεί από γονίδια τα οποία έχουν επιλεγεί για να συνεργάζονται με άλλα μέλη της γονιδιακής δεξαμενής. Συνεργάζονται εξειδικευμένα για το έργο της δόμησης μεμονωμένων σωμάτων. Πρόκειται όμως για ένα είδος άναρχης συνεργασίας, του είδους «κάθε γονίδιο για τον εαυτό του».
Ρίτσαρντ Ντόκινς, Υφαίνοντας το ουράνιο τόξο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου