Τα περισσότερα πράγματα από τα οποία αποτελείται ο κόσμος είναι αόρατα για εμάς, διότι η όρασή μας βλέπει έναν πολύ περιορισμένο αριθμό πραγμάτων, όσο μεγάλος κι αν είναι, το ορατό είναι πολύ λιγότερο σε σύγκριση με το αόρατο.
Δεν βλέπουν τα μάτια μας τον κόσμο.
Το μυαλό μας είναι που τον βλέπει.
Και δεν τον βλέπει έτσι απλά, τον επεξεργάζεται κι έπειτα μας δίνει την εικόνα. Τον επεξεργάζεται σύμφωνα με τις τράπεζες των δεδομένων που ήδη έχει, τράπεζες που στην πλειοψηφία τους φιλοξενούν δεδομένα που κατατέθηκαν από την παραισθητική κοινωνική πραγματικότητα, η οποία είναι κατασκευασμένη, είναι τεχνητή, δεν είναι η φυσική πραγματικότητα. Δεν είναι η αληθινή πραγματικότητα. Δεν βλέπουμε τον κόσμο. Βλέπουμε μία εικόνα συνδυασμένη με ό,τι άλλο έχουμε μέσα στο κεφάλι μας, πλήρως επεξεργασμένη, η οποία τελικά συνθέτει ΕΝΑΝ κόσμο, και όχι ΤΟΝ κόσμο.
Ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι στ’ αλήθεια γύρω μας, αλλά μέσα στο μυαλό μας. Δεν βλέπουν τα μάτια μας τον κόσμο. Το μυαλό μας είναι που τον βλέπει. Λέμε ότι κάτι «το είδα με τα μάτια μου», ενώ πρέπει να λέμε ότι «τα μάτια μου το είδαν» και έπειτα «εγώ το συνειδητοποίησα (ποίησα συν είδηση), διότι εγώ είμαι το μυαλό μου, και τα μάτια μου στέλνουν το σήμα στο μυαλό μου, το μυαλό μου επεξεργάζεται την εικόνα και τελικά τη «βλέπω» (δηλαδή κοιτώ μέσα στο σινεμά του μυαλού μου). Βλέπω τον κόσμο με τα μάτια του νου μου και όχι με τα εξωτερικά μου μάτια, ο οφθαλμός είναι απλώς ένα μέσο που συμμετέχει στην όλη διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες αισθήσεις μου. Ό,τι βλέπω και αισθάνομαι είναι μέσα στο κεφάλι μου.
Κατά τα φαινόμενα, υπάρχει μπροστά μου ένα «αντικείμενο» (κάτι που «αντίκειται»), ή, για να είμαι πιο ακριβής, ένα χωροχρονικό συμβάν. Οι ακτίνες του φωτός που ανακλούν πάνω σ’ αυτήν τη δέσμη ύπαρξης ή σ’ αυτό το ενεργειακό σύμπλεγμα, ταξιδεύουν μέχρι τον φακό του ματιού μου, ο οποίος, σαν όλους τους φακούς, τις αντιστρέφει, και ο αμφιβληστροειδής μου καταγράφει την αντεστραμμένη «εικόνα».
Δεν βλέπω τα πράγματα αναποδογυρισμένα, επειδή ο αμφιβληστροειδής είναι μέρος του συνεργατικού συστήματος οφθαλμού-εγκεφάλου, και πριν αποκτήσω συνειδητή αντίληψη του ενεργειακού συμπλέγματος που βλέπω, ο εγκέφαλος μου έχει ήδη επεξεργαστεί και ερμηνεύσει το οπτικό σήμα, με το σύστημα ταξινόμησής του, το οποίο συμπεριλαμβάνει μία ολόκληρη κυκλοφορία σύνδεσης με το γενικό σύστημα γεωμετρικών συντεταγμένων που ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί για να καταχωρεί τα δεδομένα, παράλληλα με τη διεργασία έρευνας και αναφορικής σύνδεσης με δεδομένα που κρίνονται συγγενικά, για διάφορους πολύπλοκους λόγους. Όταν αυτή η αστραπιαία διαδικασία ολοκληρωθεί, τότε εγώ «βλέπω» το αντικείμενο. Το βλέπω μέσα στο κεφάλι μου!
Όταν θέλω να δω απείρως πιο πολύπλοκα πράγματα από αυτό το απλό χωροχρονικό συμβάν ή ενεργειακό σύμπλεγμα που είναι ένα απλό αντικείμενο, όπως όταν θέλω να δω μία τεράστια σύνθεση από τέτοια που εγώ την ονομάζω «περιβάλλον» ή «κόσμο», η παραπάνω διαδικασία είναι απείρως πιο πολύπλοκη, και συμπεριλαμβάνει μία απείρως πιο πολύπλοκη επεξεργαστική επέμβαση. Επίσης, ανάλογα με την περίσταση, ο εγκέφαλος κρίνει ποια θα είναι και η τελική ερμηνεία του χωροχρονικού συμβάντος ή της πολύπλοκης σύνθεσης των χωροχρονικών συμβάντων… Απλοποιημένα, αυτή είναι η διαδικασία.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι κατανοούσαν αυτή την γενική αρχή αρκετά καλά ώστε να δηλώσουν ότι η λέξη «βλέπω» είναι μία λανθασμένη έκφραση και ότι η σωστή είναι «είδα». Υπάρχει πάντοτε χρόνος –όσο απειροελάχιστος κι αν είναι– που μεσολαβεί μεταξύ της κρούσης του σήματος στο μάτι μας και της αντίληψης ή «εικόνας» (ή «είδησης») στον εγκέφαλό μας. Σ’ αυτό το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, ο εγκέφαλος επιβάλλει σχήμα, μορφή, χρώμα, νόημα, και πάρα πολλά άλλα, στο σήμα.
Όταν λαμβάνουμε πληροφορίες από το περιβάλλον μας, δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές, ούτε χρήσιμες ούτε άχρηστες, ούτε σωστές ούτε λανθασμένες, ούτε αληθινές ούτε ψεύτικες, μέχρι να ξεκαθαρίσουμε την στενή σχέση μας με αυτές. Ο εγκέφαλος έχει γνώμη για τα πάντα, αλλά δεν μας ενημερώνει για αυτήν, μας την παρουσιάζει συνδυασμένη με τις εικόνες. Η γνώμη του είναι η πραγματικότητά μας, κι αυτό λέγεται «εικονική πραγματικότητα». Ζούμε μέσα σε μία καθημερινότητα «περιορισμένης ορατότητας», κατασκευασμένη από ένα αντιληπτικό σύστημα «εικονικής ορατότητας».
Το αόρατο δεν είναι τίποτε άλλο από το απαράδεκτο για το κοινωνικό μας σύστημα, από το σπάνιο ή παρεξηγημένο από τις αισθήσεις μας, από το άγνωστο για τον νου μας.
Αν αυτό που δεν το βλέπουμε, δεν υπάρχει, τότε αυτό που δεν γνωρίζουμε δεν μπορούμε να το αναγνωρίσουμε, αφού βλέπουμε και καταλαβαίνουμε αληθινά μονάχα ό,τι αναγνωρίζουμε. Το αγνώριστο είναι αόρατο.
Κάτι που θα είναι τελείως μα τελείως άγνωστο για το αντιληπτικό μας σύστημα αναγνώρισης, δεν θα μπορέσουμε να το συνθέσουμε σε μία λογική εικόνα, δεν θα το προσέξουμε, δεν θα το δούμε καν, θα είναι αόρατο. Για παράδειγμα, ένας εξωγήινος που θα είναι ολότελα «ξένος» για τη δική μας πραγματικότητα, θα κυκλοφορεί ανάμεσά μας τελείως αόρατος.
Πέρα από όλα αυτά, (τα οποία –κατά τη γνώμη μου– είναι σημαντικές επισημάνσεις για κάποιον που θέλει να προβληματιστεί σοβαρά πάνω στο ζήτημα), η αορατότητα είναι δεδομένη στον κόσμο μας. Δεν μπορούμε να δούμε την ενέργεια. Δεν μπορούμε να δούμε τον αέρα, τον άνεμο, τον ηλεκτρισμό. Δεν μπορούμε να δούμε τον χρόνο, τα συναισθήματα, την εντροπία, αμέτρητα άλλα πράγματα, ακόμη και την ίδια την κατασκευαστική δομή του κόσμου μας. Όλα αυτά μπορούμε να τα αντιληφθούμε μονάχα από τις επιδράσεις τους σε άλλα πράγματα, μπορούμε να δούμε μόνο τα αποτελέσματα τους πάνω στο περιβάλλον μας, (π.χ. να «δούμε» τον άνεμο επειδή λικνίζει τα κλαδιά των δέντρων ή θροΐζει τα φυλλώματα τους. Σ’ αυτό, χρησιμοποιούμε μία «εσωτερική» όραση, μία «συμπερασματική» όραση).
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, συχνά μπορούν να γίνουν «ορατά» σ’ εμάς και πολλά μυστηριώδη και αόρατα πράγματα και όντα, από τις επιδράσεις τους πάνω σε άλλα πράγματα και όντα (και ουσιαστικά, αυτή είναι η κοινώς αποδεκτή κοσμοθέαση που επικρατούσε για χιλιάδες χρόνια στην ανθρωπότητα. Δείτε για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν ορατοί οι αόρατοι «θεοί» κατά την αρχαιότητα).
Τα περισσότερα μεγέθη στο Σύμπαν μας είναι αόρατα, από τις περισσότερες διαβαθμίσεις του μικροσκοπικού μέχρι τις περισσότερες διαβαθμίσεις του τεράστιου, ακόμη και τα περισσότερα μεγέθη αποστάσεων είναι αόρατα. Επίσης, στην καθημερινή μας ζωή, το αόρατο εναλλάσσεται συνεχώς με το ορατό, αφού, για παράδειγμα, δεν μπορούμε να δούμε μέσα από τους τοίχους. Στα όνειρά μας βιώνουμε μία πραγματικότητα αόρατη από όλους τους άλλους, συνήθως αόρατη και από τον ίδιο μας τον συνειδητό εαυτό. Η ίδια μας η ψυχή είναι αόρατη για εμάς τους ίδιους, και γίνεται ορατή μόνο με τους τρόπους της ψυχεδέλειας (μια όμορφη λέξη που σημαίνει «φανέρωση της ψυχής»).
Ξέρουμε ήδη ότι η φύση χρησιμοποιεί τον δικό της τρόπο αορατότητας: το καμουφλάζ. Αν κάποιος έχει δοκιμάσει να δει μία καφετιά πεταλούδα στο έδαφος, πάνω σε ένα στρώμα από πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα, αναγνωρίζει έναν απ’ αυτούς τους φυσικούς τρόπους αορατότητας: δεν την έχει δει. Οι ικανότητες αορατότητας του χαμαιλέοντα είναι πολλές και αξιοσημείωτες, το ίδιο και πολλών ψαριών, κάποια από τα οποία μάλιστα φτάνουν στο σημείο να είναι διπλά αόρατα, αόρατα για κάποιον που τα κοιτά από την επιφάνεια, καθώς εξομοιώνουν τον βυθό στο πάνω μέρος τους, και αόρατα για κάποιον που τα κοιτά από τον βυθό, καθώς εξομοιώνουν την επιφάνεια της θάλασσας στο κάτω μέρος τους.
Η διαφάνεια, επίσης, ως ιδιότητα, είναι συγγενική της αορατότητας. Διαφανή υλικά και διαφανή όντα, συχνά είναι τελείως αόρατα για το μάτι. Η φύση κάνει τα πάντα για να ξεγελάσει τις αισθήσεις: στη βάση της είναι αφοσιωμένη στη δημιουργία παραισθήσεων και ψευδών εντυπώσεων. Βλέπετε, εκτός από τη φυσική αίσθηση υπάρχει και η φυσική παραίσθηση. («Το φυσικό είναι το τεχνητό της φύσης», έλεγε ο Brion Gysin).
Κάποιος που θα καταδυθεί στο βυθό αυτών των ζητημάτων, θα ανακαλύψει πως τελικά δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο αν η «αορατότητα» έγκειται στον παρατηρητή ή στο παρατηρήσιμο αντικείμενο. Άραγε, πρόκειται για μια αδυναμία του παρατηρητή ή για μία δυνατότητα/ιδιότητα του παρατηρήσιμου αντικειμένου;
Όταν ο Αόρατος Άνθρωπος του H. G. Wells, ξετύλιγε τους επιδέσμους γύρω από το κεφάλι του για να αποκαλυφθεί το κενό από κάτω τους, άραγε αυτό συνέβαινε γιατί ο ίδιος είχε επιτύχει την αορατότητα –μια ανήκουστη ιδιότητα– ή γιατί εμείς δεν μπορούσαμε να τον δούμε;
Σύμφωνα με τον Marshal MacLuhan, προεκτείνουμε τον εαυτό μας μέσα από την τεχνολογία και τα media. Το φτυάρι προεκτείνει το χέρι μας δημιουργώντας μία νέα τεχνητή άρθρωση στη γροθιά μας, το τηλέφωνο προεκτείνει το αυτί μας, το αυτοκίνητο προεκτείνει τη σεξουαλικότητά μας. Ο σύγχρονος άνθρωπος προεκτείνει το μάτι του με μια συσκευή που λέγεται «τηλεόραση» (μια λέξη που σημαίνει «μακρινή όραση»). Κάποιος που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στην τηλεόραση είναι «τηλεαόρατος», κάτι που μας έχει αποκρυφτεί και δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ στην τηλεόραση, είναι «τηλεαόρατο», (αυτή η κατάσταση πληροφοριακής ανυπαρξίας λέγεται τηλεαορατότητα).
Υπάρχουν αόρατα όντα γύρω μας;
Γιατί να πιστεύουμε ότι είμαστε –εμείς και τα άλλα πλάσματα που εμείς παρατηρούμε– οι μόνες οντολογικές ιεραρχίες αυτο-συντηρούμενης αυτόματης τάξης σε μορφή οργανισμών, που έχουν αποκτήσει συνείδηση; Μπορεί να υπάρχουν μορφές ζωής που δεν βασίζονται στη χημεία, στα άτομα, ή ακόμη και μορφές ζωής που δεν είναι εστιασμένες σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο Χώρο και στο Χρόνο. Είναι πιο πιθανό οι ιεραρχίες των οντοτήτων να συνεχίζουν ακόμη πιο μακριά προς τα πάνω και προς τα κάτω στις διαστάσεις, πέρα από τις ορατές διαστάσεις που εμείς αντιλαμβανόμαστε, παρά να μη συμβαίνει αυτό.
Ακόμη και το ίδιο το Σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε, μπορεί να ιδωθεί ως μία αόρατη ζωντανή οντότητα, κινούμενη και εξελισσόμενη, κι εμείς να μην είμαστε παρά απλώς μικρά τμήματα αυτής της εξέλιξης, αυτού του υπερ-οργανισμού. Το Σύμπαν μπορεί να είναι –κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο πιθανό– μία αόρατη πολυδιαστασιακή υπερ-οντότητα.
Και μπορεί να υπάρχουν άλλα τμήματα αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, που ξεφεύγουν της περιορισμένης –και «χαμηλής», λόγω θέσης– όρασης, παρατήρησης και εποπτείας μας. Είναι πιο πιθανό να συμβαίνει αυτό, παρά να μη συμβαίνει. Οι οντότητες που θα κατοικούν στους χωροχρόνους που περιγράφονται ως άλλα τμήματα της συμπαντικής εξελικτικής διαδικασίας, ή ακόμη και αυτής του ίδιου μας του κόσμου, θα είναι τελείως ξένες για τον τρόπο αντίληψης και σκέψης μας, αόρατες από εμάς, αγνώριστες, μη-ανιχνεύσιμες…
Η κρίσιμη ερώτηση είναι: μπορεί ένας άνθρωπος να επιτύχει την αορατότητα;
Η απάντηση είναι: ναι.
Αφού υπάρχουν τεχνικές που μπορούν να φέρουν κάποιον ένα βήμα πριν την ουσιαστική αορατότητα, που μπορούν να καθιστούν κάποιον αόρατο για τους υπόλοιπους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με: επιτηδευμένο καμουφλάζ, ειδική εκπαίδευση και τεχνικές stealth, χειρισμό της αντιληπτικής ικανότητας του νου του παρατηρητή, έντεχνη δημιουργία παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων, καθρέφτες, ειδικά ηλεκτρονικά μέσα, ειδικά κατασκευασμένα ενδύματα, σαμανικές και «μαγικές» τεχνικές, ειδικούς τρόπους απαρατήρητης κίνησης μέσα στο πλήθος, ηλεκτρομαγνητικά πεδία, οχήματα και σκάφη που γίνονται αόρατα για το μάτι και ακόμη και για τα ραντάρ, ειδικές χημικές ουσίες επάλειψης επιφανειών και σωμάτων, χειρισμούς της επιλεκτικής προσοχής του εγκεφάλου του παρατηρητή, ολογράμματα, συστήματα virtual reality, αλλά και, επιπλέον, με ένα σωρό αμφιλεγόμενους εκκεντρικούς θεωρητικούς τρόπους (που τελικά ίσως να λειτουργούν πρακτικά για κάποιον και όχι για όλους, ακόμη και τελείως υποκειμενικά) που όμως επίσης παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Έτσι κι αλλιώς, το να είναι κανείς αόρατος, αποτελεί την ύστατη φαντασίωση. Μελέτες ψυχολόγων έχουν καταδείξει στατιστικά ότι η αορατότητα είναι η πιο δημοφιλής φαντασίωση των ανθρώπων, (και ακολουθεί το να μπορείς να πετάς, και το να έχεις όποιον σεξουαλικό σύντροφο επιθυμείς). Αν μπορείς να είσαι αόρατος, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, να μπαίνεις όπου θέλεις, να ακούς τι λένε οι άλλοι για σένα, να παίρνεις ό,τι θέλεις χωρίς να γίνεσαι αντιληπτός, να μαθαίνεις μυστικά, να βλέπεις όλα εκείνα που είναι απαγορευμένα για τα μάτια σου, να είσαι ανίκητος στη μάχη, να παίζεις όλων των ειδών τα παιχνίδια, να διασκεδάζεις κάνοντας φάρσες: δεν υπάρχει όριο για σένα αν είσαι αόρατος. Έτσι, η αορατότητα είναι ψυχολογικά ταυτισμένη με την απόλυτη ελευθερία.
Κατ’ επέκταση, η αορατότητα έχει ταξιδεύσει από τα όνειρα των ανθρώπων ως τα βιβλία, και πολλές σκέψεις πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, μας τις έχει χαρίσει η φανταστική λογοτεχνία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν γραφτεί και πάρα πολλά γοητευτικές μελέτες και δοκίμια, που εξερευνούν το παράξενο ζήτημα της αορατότητας, ενώ δεν είναι πολύ γνωστό ότι έχει γίνει και ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιστημονικών πειραμάτων (παρ’ όλα αυτά, η επιστημονική βιβλιογραφία πάνω στο ζήτημα είναι εξαιρετικά σπάνια, και δεν θα υπερέβαλλα αν την χαρακτήριζα «απαγορευμένη»).
Τα περισσότερα αέρια είναι αόρατα, το ίδιο και αρκετά υγρά, ακόμη και μερικά στερεά μπορούν να είναι αόρατα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ή περιστάσεις. Δεν είχα ποτέ την πολυτέλεια να ψάξω για ένα μεγάλο διαμάντι μέσα σε μία πισίνα (που είναι το ίδιο με το να ψάχνεις για το τίποτα), αλλά έχω ψάξει για ένα φακό επαφής μέσα σε μια μπανιέρα με νερό, κι έτσι έχω πάρει τουλάχιστον μία γεύση της αναζήτησης του αόρατου.
Άλλωστε, πολλοί από εμάς έχουν δει κάποιους εργάτες να μεταφέρουν ένα μεγάλο τζάμι που κανείς μας δεν το έβλεπε: όταν το γυαλί είναι πολύ καθαρό ή διαθέτει μια αντι-ανακλαστική στρώση, είναι αόρατο σαν τον αέρα (άλλωστε και οι διαφημίσεις των υγρών καθαρισμού για τζάμια, υποστηρίζουν ότι «τα κάνει αόρατα»). Επίσης, οι ιδέες, τα συναισθήματα, όλα τα νοητικά πράγματα, είναι αόρατα. Τέλος, πολλά όντα της φύσης μπορούν –με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο– να γίνονται αόρατα. Το ίδιο το πνεύμα μου που γράφει αυτές τις γραμμές, είναι αόρατο.
Όμως, μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει αόρατος;
Στη νουβέλα The Invisible Man (Ο Αόρατος Άνθρωπος) του H. G. Wells, ο ήρωας δεν είχε παρά να εφεύρει και να πιει ένα ελιξίριο αορατότητας, το οποίο δίνει στο σώμα του τις ίδιες οπτικές ιδιότητες που έχει ο αέρας, κι έτσι γίνεται αόρατος. Όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό μάλλον δεν είναι δυνατόν να συμβεί έξω από τις σελίδες της φανταστικής λογοτεχνίας, και είναι εύκολο να εξηγήσουμε γιατί: Η μόνη ρεαλιστική και ουσιαστική μορφή αορατότητας, η μόνη που μπορεί να γίνει αποδεκτή επιστημονικά, είναι η διαφάνεια. Ένα διαφανές σώμα είναι ένα αόρατο σώμα. Αν θα μπορούσε ένας άνθρωπος να γίνει τελείως διαφανής, θα ήταν ο αόρατος άνθρωπος.
Η διαφάνεια είναι μια πολύ ασυνήθιστη ιδιότητα κάποιων λιγοστών ουσιών, η οποία προκύπτει από την εσωτερική διάταξη των ατόμων τους. Αν τα άτομά τους ήταν τακτοποιημένα διαφορετικά, δεν θα ήταν πια διαφανείς, αλλά και δεν θα ήταν πια οι ίδιες ουσίες. Δεν μπορείς να πάρεις μια ουσία και να την αναγκάσεις να γίνει διαφανής, τουλάχιστον όχι χωρίς να τη μεταλλάξεις ολοκληρωτικά. Αλλά ακόμη κι αν το πετύχαινες ομαλά σε μία ιδιαίτερη και συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα είχες ανακαλύψει τον τρόπο να κάνεις έναν άνθρωπο διαφανή και άρα αόρατο, διότι υπάρχουν κυριολεκτικά τρισεκατομμύρια ξεχωριστά και απίστευτα πολύπλοκα χημικά στοιχεία και ουσίες στο ανθρώπινο σώμα.
Επιπλέον, οι βασικές λειτουργίες πολλών χημικών στοιχείων και ουσιών, βασίζονται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν είναι διαφανείς. Για παράδειγμα, οι φωτοευαίσθητες χημικές ουσίες που βρίσκονται στο πίσω μέρος των ματιών μας, από τις οποίες εξαρτάται η όρασή μας, αν γίνονταν διαφανείς δεν θα παγίδευαν πλέον το φως, κι έτσι δεν θα μπορούσαμε να δούμε. Αν η σάρκα μας γινόταν διαφανής, τα μάτια μας δεν θα μπορούσαν πλέον να λειτουργήσουν, αφού θα πλημμύριζαν από ακτινοβολία. Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορείς να φτιάξεις μία φωτογραφική κάμερα από καθαρό γυαλί.
Ο άνθρωπος που θα ανακάλυπτε ένα ελιξίριο που με κάποιον τελείως παράδοξο τρόπο θα έκανε το σώμα του διαφανές, θα ήταν ένας τυφλός αόρατος άνθρωπος. Επιπλέον, θα ήταν ένας νεκρός τυφλός αόρατος άνθρωπος, αφού οι αμέτρητες βιοχημικές αντιδράσεις του ανθρωπίνου σώματος, από τις οποίες εξαρτάται η ζωή, θα έχαναν όλη την ισορροπία τους ή θα έπαυαν τελείως, αν τα μόρια που συμμετείχαν σε αυτές ξαφνικά γινόντουσαν διαφανή.
Έτσι, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μία χημική ουσία ή ένα φάρμακο διαφάνειας, ένα ελιξίριο αορατότητας (όπως αυτό στην νουβέλα του Wells), αλλά ακόμη κι αν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει κάτι ανάλογο, ο άνθρωπος που θα το δοκίμαζε απλώς θα αυτοκτονούσε και το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να είναι αόρατος στην κηδεία του…
Λοιπόν, αν δεν μπορεί κανείς να βρει κάποιο από εκείνα τα μαγικά αντικείμενα των θρύλων που σου δίνουν την ικανότητα να γίνεσαι αόρατος, αν δεν μπορεί να αποκτήσει το Tarnkappe, εκείνον τον μαγικό μανδύα των Νορβηγών Βίκινγκς που έκανε αόρατο όποιον τον φορούσε, ή τα δαχτυλίδια του Fulla και της Luned των κελτικών θρύλων, ή έστω το μαγικό tartan του Βασιλιά Αρθούρου, την περικεφαλαία του Άδη ή την εύνοια του αόρατου ματιού του Ώρου (ή, τέλος πάντων, τη φαντασία του H. G. Wells), αν δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει κάτι από όλα αυτά για να γίνει αόρατος, μπορεί έστω να υπολογίζει στην πιθανότητα να μην τον προσέξουν και να περάσει απαρατήρητος.
Αν έχουν δίκιο όλοι εκείνοι οι παράξενοι άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, η αορατότητα μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά:
Πρώτα κάποιος μαθαίνει πώς να περνά απαρατήρητος μέσα από το πλήθος, πώς να μιμείται, να καμουφλάρεται, πώς να γίνεται ένα με τις κινήσεις των υπολοίπων σε μία κοσμοσυρροή, πώς να κινείται με συγκεκριμένους τρόπους και βαδίσματα. Έπειτα, μαθαίνει κανείς πώς να περνά πολύ γρήγορα κάτω από το προσεκτικό βλέμμα των φρουρών και όλων εκείνων που η δουλειά τους είναι να εξετάζουν στενά τους πάντες.
Έπειτα, κάποιος μαθαίνει πώς να στέκεται τελείως ακίνητος σε συγκεκριμένα σημεία και να γίνεται ένα με τις σκιές της νύχτας, ή πώς να καταφέρνει να εξομοιώνει ένα άψυχο αντικείμενο το οποίο όλοι θα εκλάβουν ως δεδομένο, ως στοιχείο του περιβάλλοντος και όχι ως άνθρωπο.
Έπειτα, μαθαίνει κανείς το χειρισμό των οπτικών πεδίων, των συντεταγμένων του χώρου, και των λεγόμενων «σημείων αορατότητας» ή «τυφλών σημείων» (blind spots), εκεί που οι παρατηρητές δεν μπορούν να τον δουν, αφού μαθαίνει πώς να εκμεταλλεύεται τη γεωμετρία του χώρου και το οπτικό πεδίο των παρατηρητών. Τέλος, είναι δυνατόν, αν είναι ιδιαίτερα επίμονος και χαρισματικός, να μάθει κάποιος την τέχνη παραγωγής νεφών ή σκιών, δηλαδή πώς να παράγει σκοτάδι γύρω του ή πώς να καλύπτεται μέσα σε ένα σύννεφο θολούρας το οποίο δημιουργεί ο ίδιος με τα χέρια του!
Μια θρυλική τεχνική αορατότητας είναι εκείνη που προκαλεί μία «νοητική σύγχυση» στον παρατηρητή, με αποτέλεσμα εκείνος που εφαρμόζει την τεχνική να περνά τελείως απαρατήρητος ή να περνά για κάποιος άλλος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ένα είδος «νοητικής ομίχλης» που εκπέμπεται στο νου του παρατηρητή με διάφορα τρικ υποβολής, άμεσα ή έμμεσα.
Αυτά μάλλον εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι ο εγκέφαλος συνήθως δεν επιθυμεί να επεξεργαστεί οτιδήποτε που δεν ταιριάζει άμεσα με τη δεδομένη κοσμοθέαση της πραγματικότητας του παρατηρητή, όπως μία εξαιρετικά πολύπλοκη ή χαοτική εικόνα. Όταν το μάτι κοιτά σε μια τέτοια περιοχή του οπτικού πεδίου, με αυτόματη εντολή του εγκεφάλου θα προσπεράσει την υπερ-πολύπλοκη εικόνα, αναζητώντας μια πιο οικεία οπτική περιοχή που δεν θα απαιτεί τόσο υψηλό βαθμό επεξεργαστικής ανάλυσης (ο εγκέφαλος διαθέτει ένα αυτόματο σύστημα για την εξοικονόμηση ενέργειας, το οποίο άλλωστε ευθύνεται και για το φαινόμενο της ύπνωσης).
Ένα σύνηθες παράδειγμα που κατατίθεται για αυτό το φαινόμενο, είναι ότι οι Ινδιάνοι δεν μπορούσαν να δουν τα πρώτα ισπανικά πλοία που ήταν ξεκάθαρα ορατά στις ακτές του Νέου Κόσμου, και μόνο όταν κάποιοι άλλοι τους εξήγησαν τι ήταν αυτό που έβλεπαν, μπόρεσαν να δουν την πραγματικότητα. Ένα άλλο παράδειγμα, πιο έγκυρο από το προηγούμενο, υποδεικνύει καλύτερα αυτήν την «εξοικονόμηση ενέργειας» του συστήματος επεξεργασίας του εγκεφάλου:
Αν βρίσκεσαι μπροστά σε 200 ανθρώπους, από τους οποίους οι 199 φορούν όλοι από ένα ψάθινο καπέλο, χαμογελούν και κρατούν από μία πάπια, ενώ ο 200ός δεν φορά καπέλο, είναι θλιμμένος και κρατάει ένα πολυβόλο, καθώς θα κοιτάς αυτό το πλήθος, το πιθανότερο είναι ότι αυτός ο τελευταίος θα είναι για σένα αόρατος. Ο εγκέφαλός σου δεν θα μπει στον κόπο να τους εξετάσει όλους έναν-έναν και να επεξεργαστεί το κάθε στοιχείο της πολύπλοκης εικόνας, εφόσον έχει διαπιστώσει ότι το κάθε στοιχείο είναι όμοιο με όλα τα υπόλοιπα, αντίθετα θα σου παρουσιάσει μία γενική εικόνα της κατάστασης, που φυσικά δεν θα συμπεριλαμβάνει την εξαίρεση…
Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για την τεχνική αορατότητας που προκαλεί μία «νοητική σύγχυση» στον παρατηρητή, έπεσα πάνω σε κάποιες αναφορές σε ένα σπάνιο βιβλίο που διηγείται την ιστορία του Ρώσου ερευνητή της παραψυχολογίας, Grigori Vasiliev. Ο Vasiliev μιλά για το πώς έδωσε ένα λευκό κομμάτι χαρτί στον ταμία μίας τράπεζας κι εκείνος του πλήρωσε χίλια ρούβλια. O Vasiliev εξηγεί ότι πρόβαλε στο νου του ταμία την εικόνα ότι το λευκό χαρτί ήταν μία επιταγή με το ποσό των χιλίων ρουβλιών, (και προσθέτει ότι τα χρήματα επιστράφηκαν στον ταμία αφότου μάρτυρες επιβεβαίωσαν την επιτυχία του πειράματος).
Ένα άλλο πείραμα του Vasiliev βασίστηκε σε ένα στοίχημα που ο ίδιος έβαλε μαζί με τον Στάλιν:
Ο Vasiliev και οι συνεργάτες του ήθελαν να ιδρύσουν ένα ερευνητικό ινστιτούτο παραψυχολογίας χρηματοδοτημένο από το κράτος, αλλά πολλοί Ρώσοι επιστήμονες δεν αποδέχονταν τις παραψυχολογικές έρευνες και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την ίδρυση του ινστιτούτου, σαμποτάροντας την έγκριση από το κράτος και δυσφημώντας τον Vasiliev στον Στάλιν.
Ο Στάλιν, τότε, ζήτησε να συναντηθεί με τον Vasiliev για να κρίνει από μόνος του. Κατά τη συνάντησή τους, ο Vasiliev έβαλε ένα στοίχημα με τον Στάλιν: αν κατάφερνε να εμφανιστεί από το πουθενά μέσα στο προσωπικό γραφείο του Στάλιν, ακριβώς στις οκτώ το βράδυ μιας προσυμφωνημένης ημέρας, τότε ο Στάλιν θα συμφωνούσε να ιδρύσει ένα ινστιτούτο παραψυχολογικών ερευνών. Ο Στάλιν πάντοτε φρουρούταν πάρα πολύ καλά, ακόμη και στο σπίτι του, κι έτσι ήταν βέβαιος ότι δεν θα μπορούσε κάποιος να μπει απρόσκλητος στο ιδιαίτερο γραφείο του, άρα ήταν επίσης βέβαιος ότι θα κέρδιζε το στοίχημα, ο Vasiliev δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί εκεί, εκτός αν μπορούσε να γίνει αόρατος…
Την προκαθορισμένη νύχτα, ο Στάλιν καθόταν μπροστά στο τζάκι του και διάβαζε ένα βιβλίο. Όταν το ρολόι χτύπησε οκτώ, άκουσε κάποιον να ξεροβήχει, ανασήκωσε το βλέμμα του ξαφνιασμένος και είδε τον Vasiliev να κάθεται στην πολυθρόνα απέναντί του! Ο Στάλιν κάλεσε αμέσως τους φρουρούς και απαίτησε να μάθει πως ήταν δυνατόν να έχει περάσει ο Vasiliev χωρίς να τον εμποδίσουν. Όλοι τους αρνήθηκαν ότι τον είχαν δει εκείνο το βράδυ.
Τελικά, λίγο πριν ο Στάλιν αρχίσει να μοιράζει θανατικές ποινές σε όλους τους φρουρούς του, ο Vasiliev εξήγησε ότι είχε προβάλει στον νου των φρουρών την εικόνα ενός από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Στάλιν, καθώς περνούσε από ανάμεσά τους ανενόχλητος. Εκείνος ο σύμβουλος είχε τόσο υψηλό αξίωμα, που του επιτρεπόταν να έρχεται και να φεύγει χωρίς να τον ελέγχουν οι στρατιώτες. Σ’ αυτό το σημείο, ο Στάλιν πείστηκε για τη μεγάλη χρησιμότητα των παραψυχολογικών ερευνών και δέχθηκε να χρηματοδοτήσει τις τόσο αποτελεσματικές ρωσικές έρευνες στην παραψυχολογία.
Αυτή η ιστορία, αποτελεί το παρασκήνιο της ίδρυσης του παγκοσμίως γνωστού Σοβιετικού Ινστιτούτου Παραψυχολογικών Ερευνών, που –αν δεν κάνω λάθος– ήταν το πρώτο στον κόσμο με κρατική έγκριση και χρηματοδότηση (πολλές από τις εργασίες του οποίου εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, αναγκάζοντας τις αντίστοιχες αμερικανικές να τις μιμηθούν).
Ένα πολύ σπάνιο βιβλίο –ίσως το πιο θρυλικό που μπορεί να εντοπίσει κανείς– στο οποίο θα έλεγε κανείς ότι περιέχονται «New Age» τεχνικές αορατότητας, είναι το Invisibility: Mastering the Art of Vanishing (Αορατότητα: Κατακτώντας την Τέχνη της Εξαφάνισης) του Steve Richards (AquArt of Vanishingarian Press, 1982).
Παρ’ όλο που το βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικά δημοφιλές στους χώρους του Παράξενου, παραδόξως είναι εξαντλημένο και είναι πολύ δύσκολο να το βρει κανείς, εκτός κι αν έχει την διάθεση να πληρώσει ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό στην περίπτωση που εντοπίσει ένα μεταχειρισμένο αντίτυπο. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο συγγραφέας του, το όνομα Steve Richards είναι ψευδώνυμο, και το μόνο που κατάφερα να μάθω γι’ αυτόν είναι ότι είναι Αμερικανός και κατοικεί στο Ντάλας του Τέξας, κι ότι ο ίδιος έχει ισχυριστεί στους εκδότες του ότι διατηρεί μυστική την ταυτότητά του διότι προδίδει μυστικά αορατότητας τα οποία διδάχθηκε ως μυημένος σε κάποια αποκρυφιστικά τάγματα…
Από αυτό το βιβλίο προέρχεται η τεχνική της πρόκλησης «νοητικής σύγχυσης» στον παρατηρητή, έτσι ώστε να καθιστά αόρατο αυτόν που την εφαρμόζει για τον παρατηρητή. O Steve Richards, επίσης, μεταξύ άλλων παράδοξων τεχνικών, περιγράφει τεχνικές τόσο έντονης αυτοσυγκέντρωσης που μπορούν να φτάσουν στο σημείο να μην είναι άμεσα παρατηρήσιμος αυτός που τις εφαρμόζει, ακόμη και για ένα ολόκληρο πλήθος, ενώ από το βιβλίο του αυτό (που σήμερα είναι cult στους underground κύκλους) προέρχεται και η πολυσυζητημένη τεχνική της δημιουργίας ενός σύννεφου σύγχυσης («cloud of confusion») στην αντίληψη των παρατηρητών, που, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, μπορεί να φτάσει και στο σημείο να δημιουργηθεί ένα υλικό σύννεφο το οποίο να περιτυλίξει τον πειραματιστή καθιστώντας τον αόρατο, οπότε και θα μπορεί πλέον να εισέλθει σε εκείνο το στάδιο μύησης που απαιτείται για να δημιουργεί σκοτάδι γύρω του, σκιές που να τον περιβάλλουν, και ουσιαστικά να εξαφανίζεται κανονικά μπροστά στα μάτια των ανίδεων παρατηρητών.
Οι –ουσιαστικά μαγικές– τεχνικές αυτές δεν είναι σε καμία περίπτωση σύγχρονες, και φυσικά δεν αποτελούν πρωτότυπη γνώση κανενός από τους θιασώτες του δυτικού «New Age», αφού εφαρμόζονταν με διαφορετικό πνεύμα πριν από χιλιάδες χρόνια, και οι περισσότερες είναι ανατολικής προέλευσης.
Οι Βέδες, τα ιερά κείμενα που σχηματίζουν τη βάση του Ινδουισμού, υποτίθεται ότι προέρχονται από τις διδασκαλίες των σοφών Rishis, και χρονολογούνται από το 1000 π.κ.ε. τουλάχιστον. Σε αυτά τα κείμενα βρίσκουμε λεπτομερείς περιγραφές των τελετών των Hindu ιερέων, που είναι σχεδόν πανομοιότυπες με τις μαγικές και σαμανιστικές πρακτικές των παλιών μάγων του δυτικού κόσμου.
Λίγο αργότερα στην ιστορία του Ινδουισμού, ανάμεσα στο 700 και στο 300 π.κ.ε. εμφανίζονται οι μυστικές μαγικές διδασκαλίες που φέρουν τον τίτλο Ουπανισάδες (Upanishads), οι οποίες έχουν γραφτεί για τους μαθητές των Ινδουιστών μυστών. Στις Ουπανισάδες υπάρχει ένα τμήμα που τιτλοφορείται Yogatattva, στο οποίο βρίσκουμε με πολλές λεπτομέρειες τη μυστική φιλοσοφία της θεωρίας και της πρακτικής για την κατάκτηση της ουσίας του Θεού. Η Raja-Yoga, που έχει βασιστεί πάνω σ’ αυτή τη μυστική φιλοσοφία, διδάσκει από το 300 π.Χ. ότι υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες υπερφυσικές δυνάμεις, που τις αποκαλούν Siddhas, οι οποίες κατακτούνται ως φυσικό επακόλουθο του ελέγχου του νου αλλά και του περιβάλλοντος, από τον μαθητή, και αποτελούν ενδείξεις βαθμίδων για την πνευματική του εξέλιξη.
Μία από αυτές τις Siddhas ήταν η ανθρώπινη αορατότητα.
Ο Patanjali, συγγραφέας του Yoga-Shutra –το οποίο είναι μία από τις πρώτες πραγματείες των αρχαίων ινδικών κειμένων– επιχειρεί να περιγράψει τη διαδικασία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η ανθρώπινη αορατότητα. Λέει ότι η αυτοσυγκέντρωση και ο διαλογισμός μπορούν να φτάσουν στο σημείο να κάνουν το ανθρώπινο σώμα του γιόγκι τελείως αόρατο για τους άλλους ανθρώπους, ο παρατηρητής δεν βλέπει τίποτε απολύτως (η άσκηση samyama). Αναφέρει ότι αυτό συμβαίνει είτε επειδή το σώμα αποκτά την ιδιότητα του αόρατου (με αποϋλοποίηση;) με τον βαθύτατο διαλογισμό, είτε επειδή με τη δυναμική αυτοσυγκέντρωση επιβάλλεται στο νου των παρατηρητών η εικόνα ενός σύννεφου ή μιας θολούρας στη θέση του παρατηρούμενου σώματος.
Αλλά, σε όλα αυτά τα κείμενα, δεν γράφεται ο ακριβής τρόπος εφαρμογής των τεχνικών αυτών. Η διαδικασία της ανθρώπινης αορατότητας ήταν απόκρυφη (και άρα απαγορευόταν να γραφτεί) και η διδασκαλία των τεχνικών ήταν προφορική, από τον δάσκαλο στο μαθητή. (Στο κενό που αφηνόταν σχετικά με την ακριβή διαδικασία, μπορούσαν πλέον να αυτοσχεδιάσουν διδασκαλίες οι σύγχρονοι γκουρού του «New Age»).
Ο Κορνήλιος Αγρίππας στο De Occulta Philosophia αναφέρεται σε κολλύρια που μπορεί ο μάγος να ρίξει πάνω στα μάτια των παρατηρητών κι έτσι να γίνει ο ίδιος αόρατος γι’ αυτούς, προκαλώντας ένα σύννεφο στην όραση τους, το οποίο παίρνει τη θέση του σώματος του μάγου στο οπτικό τους πεδίο. Στα πρώτα κείμενα της μυστικής Ροδοσταυρικής Αδελφότητας του 15ου αιώνα, υπάρχουν πολλές αναφορές στην αορατότητα, και στις δημοσιεύσεις των πρώτων ανώνυμων Ροδόσταυρων αδελφών συμπεριλαμβάνονται συγγράμματα για το «πώς να περπατάς αόρατος ανάμεσα στους ανθρώπους, τυλιγμένος με το σύννεφο των σοφών».
Ο H. Spencer Lewis, ο αμφιλεγόμενος ιδρυτής του νέο-ροδοσταυρικού τάγματος Ancient and Mystical Order Rosae Crucis στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνια, έχει γράψει ότι κάποιος μπορεί να αποκτήσει αορατότητα «με τη χρήση σύννεφων». Προσθέτει ότι μπορεί κανείς να «επικαλεστεί» σύννεφα ή σώματα ομίχλης από το αόρατο, για να περιτυλίξουν έναν άνθρωπο κι έτσι να τον αποκλείσουν από την όραση των άλλων.
Φυσικά, δεν περιγράφει την ακριβή τεχνική (και δεν γνωρίζουμε αν αυτές οι ροδοσταυρικές μαγικές τεχνικές ταυτίζονται με αυτές που περιγράφει στο σπάνιο βιβλίο του ο Steve Richards). Γενικά, η διαθέσιμη λογοτεχνία πάνω στο θέμα, υποστηρίζει ότι το «σύννεφο» είναι η βάση του ροδοσταυρικού μυστικού της αορατότητας.
Το θρυλικό Hermetic Order of the Golden Dawn (Ερμητικό Τάγμα της Χρυσής Αυγής) του 19ου αιώνα (μία decadent αδελφότητα ροδοσταυρικής προέλευσης), άφησε χειρόγραφα που περιγράφουν το Ritual of Invisibility (Τελετουργικό της Αορατότητας), στα οποία αναφέρεται ότι ο τελετουργός περιβάλλει τον εαυτό του με ένα «σάβανο», το οποίο περιγράφεται ότι «μοιάζει με ένα σύννεφο». Επίσης, λέγεται ότι η Μαντάμ Μπλαβάτσκυ, η ιδρύτρια της Θεοσοφικής Εταιρίας, ήταν μάρτυρας αυτής της συννεφο-αορατότητας και της παραδόθηκε το μυστικό της διαδικασίας, οπότε το εφάρμοσε και η ίδια σε πολλές περιπτώσεις μπροστά σε μάρτυρες.
Λοιπόν, τι είναι αυτό το «σύννεφο»;
Προφανώς πρόκειται για κάτι που είναι ανάμεσα στο κενό και στην ύλη, κάτι αόρατο για το ανθρώπινο μάτι αλλά παρ’ όλα αυτά υπαρκτό (;). Ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο; Μία «Αύρα»; Μία αιθερική προβολή; Μια παραβολή, μια μυστικιστική αλληγορία; Ή μήπως μία παραίσθηση, μία υποβολή, ένα υπνωτιστικό τρικ;
Προσπαθώντας να μάθω περισσότερα γι’ αυτό το «σύννεφο αορατότητας» (που σύντομα μου θύμισε και το θρυλικό «Πείραμα της Φιλαδέλφειας», αλλά και το Cloak of Invisibility των Role Playing Games), έπεσα πάνω σε κάποιες πληροφορίες από κάποιους σχετικούς κύκλους ανθρώπων, που υποστήριζαν ότι η εξήγηση είναι η ακόλουθη:
«Η πρώτη μορφή στην οποία συγκεντρώνεται η πνευματική ουσία, προκαταρκτικά πριν από την υλοποίησή της, είναι τα ηλεκτρόνια. Όταν η πνευματική ουσία συγκεντρώνεται σε μικρά εστιακά σημεία ηλεκτρικών φορτίων, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, δημιουργούνται ηλεκτρόνια. Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι ένα τέτοιο σύννεφο από ελεύθερα ηλεκτρόνια θα απορροφήσει κάθε φως που εισάγεται σε αυτό, και δεν θα ανακλάσει ούτε θα διαθλάσει τα κύματα του φωτός, ούτε τα κύματα του φωτός θα μπορούν να περάσουν μέσα από ένα ανθρώπινο ον, αν αυτό περιβάλλεται από ένα τέτοιο σύννεφο ελεύθερων ηλεκτρονίων. Έτσι, τα μάτια του παρατηρητή δεν βλέπουν τίποτε εκεί, και το άτομο που είναι περιτυλιγμένο από ένα τέτοιο σύννεφο, είναι αόρατο. Αφού το φως είναι απαραίτητο για την ανθρώπινη όραση, όταν δεν υπάρχει ανάκλαση ή διάθλαση κυμάτων φωτός να χτυπούν πάνω σε ένα πρόσωπο και έπειτα να χτυπούν πάνω στον αμφιβληστροειδή του ματιού του παρατηρητή, το πρόσωπο δεν είναι δυνατόν να ειδωθεί και δεν είναι ορατό υπό κανονικές συνθήκες…»
Εντάξει, αλλά πώς δημιουργείται ένα τέτοιο σύννεφο κατά βούληση; Η τεχνική υποτίθεται ότι αποτελεί καλά φυλαγμένο μυστικό συγκεκριμένων μυστικών εταιριών και ταγμάτων, κι έτσι το μυστήριο παραμένει άλυτο…
Ένας ειδικός υπνωτιστής μπορεί να υπνωτίσει ένα άτομο, και να το πείσει να μην βλέπει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Τότε, για τον υπνωτισμένο, αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα είναι αόρατος. Δεν θα τον βλέπει ακόμη κι αν εκείνος είναι μπροστά του σε πλήρη θέα. Ο υπνωτισμένος θα καταβάλει πολύ μεγάλη προσπάθεια για να εξηγήσει με άλλους τρόπους τη θέα του αόρατου ανθρώπου, ακόμη κι αν εκείνος επιχειρήσει να κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του. Ο υπνωτισμένος μπορεί να περιπέσει σε κατάσταση κανονικού σοκ, αν, για παράδειγμα, δει αυτό που εκείνος πιστεύει ότι είναι μία πολυθρόνα και ένα τραπεζάκι να κινούνται νευρικά ολόγυρά του στο δωμάτιο μιλώντας με ανθρώπινη φωνή…
Τέτοια υπνωτιστικά πειράματα αορατότητας έχουν κινηματογραφηθεί, και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Και υπενθυμίζω το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μπορεί να υπνωτιστεί και παρά τη θέλησή του, και να είναι τελείως ανίδεος για το τι ακριβώς συμβαίνει…
Υπάρχει ένα ειδικό γυάλινο κουτί, σε μέγεθος και σχήμα φέρετρου, που αποτελείται από πρίσματα που αντανακλούν το εξωτερικό περιβάλλον γύρω τους, ενώ το εσωτερικό του είναι άδειο, μέσα στο οποίο ένας άνθρωπος μπορεί να κρυφτεί και να είναι αόρατος για τους θεατές. Με τις κατάλληλες συνθήκες φωτισμού, ο παρατηρητής δεν βλέπει τίποτε, ούτε κουτί, ούτε άνθρωπο, ενώ με την καλύτερη δυνατή παρατήρηση και φωτισμό, βλέπει ένα άδειο γυάλινο μπαούλο ή ενυδρείο. (Αυτή είναι μια πολύ χρήσιμη κατασκευή για κατασκόπους και για λαθρέμπορους).
Υπάρχει και η ηλεκτρονική εκδοχή του πρισματικού φέρετρου. Φανταστείτε έναν άνθρωπο ανάμεσα από ένα «σάντουιτς» καμουφλαρισμένων τηλεοπτικών οθονών και καμερών, καθώς η κάθε μια από τις οθόνες δείχνει το σημείο του περιβάλλοντος που κινηματογραφεί η απέναντι απ’ αυτήν κάμερα. Για έναν παρατηρητή που θα είναι ακίνητος σε ένα σημείο μέσα στο χώρο (αφού αν μετακινηθεί θα αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά), ο κρυμμένος άνθρωπος θα είναι αόρατος, αφού θα στέκει μέσα σε ένα virtual κρησφύγετο το οποίο θα παρουσιάζει μία κατάσταση «ηλεκτρονικής διαφάνειας».
Υπάρχει και η δονητική αορατότητα, όλοι ξέρουμε πως ο έλικας ενός ηλεκτρικού ανεμιστήρα εξαφανίζεται από τα μάτια μας μόλις βάλουμε μπροστά το μοτέρ. Αν όλα τα άτομα του σώματος μας μπορούσαν να δονηθούν σε μια πολύ υψηλή συχνότητα, θα γινόμασταν με τον ίδιο τρόπο αόρατοι. Αλλά, αν καταφέρναμε κάτι τέτοιο, επειδή η υψηλή δόνηση σημαίνει και υψηλή θερμότητα, θα γινόμασταν ψητοί καθώς θα ήμασταν αόρατοι και δεν θα μπορούσε και κανείς να μας δει για να μας βοηθήσει και να μας σβήσει…
Υπάρχουν πολλοί τρόποι –είτε ασφαλείς είτε εξαιρετικά επικίνδυνοι– για να εξαφανιστούμε από την αντιληπτική πραγματικότητα των υπόλοιπων ανθρώπων, να χαθούμε από τον κόσμο μας. Ίσως μάλιστα να καταφέρουμε να χάσουμε και τον εαυτό μας…
Άλλωστε, όλοι έχουμε προσέξει την τάση που έχουμε μερικές φορές στο να χάνουμε πράγματα μέσα στο σπίτι μας. Απλά δεν είναι εκεί που θυμόμαστε ότι τα βάλαμε. Έπειτα από εξονυχιστική έρευνα (που πολλές φορές φτάνει και στην παράδοξη ιδέα π.χ. να ψάξεις για τα χαμένα κλειδιά μέσα στο ψυγείο), ξαναγυρνάμε σε ένα σημείο που το είχαμε ερευνήσει πριν από πέντε λεπτά και…το αντικείμενο που ψάχνουμε ξαφνικά είναι εκεί! Πιο πριν δεν ήταν, είμαστε σίγουροι γι’ αυτό, αλλά τώρα είναι!
Πριν αποδώσουμε τις μυστηριώδεις αυτές εξαφανίσεις και επανεμφανίσεις αντικειμένων σε ξωτικά, poltergeists, χωροχρονικές διαταραχές, κλπ, ίσως πρέπει να αναλογιστούμε αν αυτό το φαινόμενο δεν είναι παρά ένα είδος «αρνητικής ψευδαίσθησης» (ανεξήγητο παραισθητικό φαινόμενο κατά το οποίο δεν βλέπεις κάτι που υπάρχει, αντί να βλέπεις κάτι που δεν υπάρχει), που προκαλείται από το «άγχος» της συγκέντρωσης, εμποδίζοντας μας να δούμε μπροστά μας κάτι που το χρειαζόμαστε άμεσα εκείνη τη στιγμή και αγωνιούμε για να το βρούμε, (ενώ αυτό επιστρέφει σε μια άλλη στιγμή όταν δεν «πιέζουμε την κατάσταση» τόσο πολύ).
Και είναι φυσικό, το ίδιο ακριβώς να μπορεί να συμβεί όχι μόνο με αντικείμενα, αλλά και με ανθρώπους, κι αυτό ίσως να συνδέεται με το παράξενο φαινόμενο που από κάποιους έχει ονομαστεί Human Spontaneous Involuntary Invisibility (Ανθρώπινη Αυτόματη Ακούσια Αορατότητα, μάλλον κατά το Spontaneous Human Combustion, Ανθρώπινη Αυτόματη Ανάφλεξη).
Άνθρωποι που χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το καταλαβαίνουν, γίνονται αόρατοι για ένα χρονικό διάστημα. Από την οπτική γωνία του αόρατου ανθρώπου, ο κόσμος μοιάζει κανονικός και δεν έχουν την παραμικρή ιδέα ότι οι άλλοι γύρω τους δεν μπορούν να τους δουν ή ακόμη και δεν μπορούν να τους ακούσουν. (Κάποιος μπαίνει μέσα σε ένα εστιατόριο και κανείς δεν του δίνει σημασία, είναι σαν να μην τον βλέπουν, οι σερβιτόροι τον αγνοούν τελείως, οι υπόλοιποι θαμώνες δεν του ρίχνουν ούτε ένα βλέμμα, παρ’ όλο που εκείνος προσπαθεί να κάνει την παρουσία του αισθητή. Κάποιος άλλος δίνει ένα ραντεβού με έναν φίλο του, πηγαίνει εκεί στην ώρα του, ο φίλος έρχεται, αλλά δεν τον βλέπει, είναι αόρατος για λίγη ώρα… Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν συνεχώς τέτοιες παρόμοιες ανεξήγητες εμπειρίες).
Αυτοί οι άνθρωποι, άραγε, φτιάχνουν αθέλητα το «σύννεφο αορατότητας»;
Ο διάσημος Ρουμάνος θρησκειολόγος-ανθρωπολόγος Mircea Eliade, ασκούμενος για καιρό στα μυστικά της γιόγκα και σε διάφορες σαμανιστικές πρακτικές, βίωσε πολύ παράξενες εμπειρίες, τις οποίες παρουσίασε μεταμφιεσμένες στη μορφή ενός μικρού μυθιστορήματος του Φανταστικού, με τον τίτλο Secretul Doctorului Honigberger (Το Μυστικό του Δόκτορος Χόνιχμπέργκερ), όπου διηγείται σε ημερολογιακές σημειώσεις τις εμπειρίες του καθώς ασκείται για να γίνει αόρατος και…για να αποκτήσει πρόσβαση στην αόρατη πόλη της Σαμπάλα.
«19 Αυγούστου: Ξύπνησα και πάλι αόρατος και τρόμαξα πάρα πολύ, πόσο μάλλον που δεν είχα κάνει τίποτα ώστε να μεταβώ σε αυτήν την κατάσταση. Ώρες ολόκληρες έκανα βόλτες στην αυλή και απέκτησα εντελώς τυχαία την επίγνωση ότι είμαι αόρατος. Οι υπηρέτες μου περνούσαν από δίπλα μου δίχως να με βλέπουν.
Στην αρχή νόμισα ότι δεν με είχαν προσέξει, αλλά κοιτάζοντας γύρω μου δεν είδα τον ίσκιο μου. Ακολούθησα έναν από τους σταβλίτες που πήγαινε στους στάβλους. Ήταν σαν να ένιωθε κάτι ύποπτο πίσω του, γιατί στράφηκε επανειλημμένα με βλέμμα τρομαγμένο και τελικά τάχυνε το βήμα του κάνοντας το σταυρό του. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μου δεν κατάφερα να ξαναγίνω ορατός πριν από τα μεσάνυχτα, οπότε και βρέθηκα εξαντλημένος στο κρεβάτι. Πιστεύω πως η εξοντωτική κούραση που ακολούθησε οφείλεται ειδικά στην προσπάθειά μου να ξαναγίνω ορατός. Διότι αόρατος είχα γίνει τυχαία, δίχως να το θέλω και δίχως να το πάρω είδηση.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου