6.4. Γράμμα από τη Μαύρη Θάλασσα
Καλή μου,
Εδώ και πέντε μέρες βρίσκομαι απομονωμένος μέσα στο σπίτι μου. Χιονίζει συνεχώς και ο μανιασμένος βοριάς έχει παγώσει τα πάντα. Από το στενό παράθυρο βλέπω αραιά και πού ανθρώπους τυλιγμένους με δέρματα να περνούν σκυφτοί και βιαστικοί και να χάνονται μέσα στην καταχνιά. Ο μόνος άνθρωπος που μιλάω είναι ο Γέτης που με εφοδιάζει κάθε πρωί με τρόφιμα και κούτσουρα για το τζάκι. Μεγαλώνει μέσα μου ο φόβος ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος χειμώνας μου· και η απόγνωσή μου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν προσπαθώ να πιάσω τη γραφίδα αλλά νιώθω τα δάχτυλα του χεριού μου μουδιασμένα, παράλυτα από την παγωνιά.
Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από την πικρή εκείνη μέρα που ο κεραυνός του αυτοκράτορα έπεσε απρόσμενος πάνω στη ζωή μου. Δεν κατάλαβα ακόμη, και ίσως να μην καταλάβω ποτέ, τι έκανα για να αξίζω αυτή την εξορία. Αναρωτιέμαι συχνά αν ήταν πράγματι τα ερωτικά μου ποιήματα που εξώθησαν τον Αύγουστο σ᾽ αυτή την απόφαση ή αν είμαι εγώ το εξιλαστήριο θύμα για όλα αυτά που του πήγαν στραβά. Ό,τι από τα δύο κι αν είναι, νιώθω ότι έγινα θύμα μιας τυφλής και άδικης μανίας· νιώθω εγκαταλειμμένος από ανθρώπους και θεούς· νιώθω ότι αόρατες δυνάμεις παίζουν μαζί μου ένα παιχνίδι όπου το τέλος θα είναι η τρέλα ή ο θάνατος.
Και δεν ξέρω αν είναι τρέλα ή θάνατος που εγώ, ο Οβίδιος, πρώην κάτοικος Ρώμης και ο πιο πιστός θαυμαστής της λαμπρότερης πόλης που γνώρισε ως σήμερα ο κόσμος, παραδέρνω τώρα χωρίς την αγάπη σου και χωρίς τα αγαπημένα μου πρόσωπα ανάμεσα σε φυλές και ανθρώπους που γεννήθηκαν και ζουν μακριά από τον πολιτισμό· που ρημάζω και λιώνω σε αφιλόξενα και βάρβαρα λημέρια ανοιχτά στον σκυθικό βοριά και τη μανία των ληστών - εγώ που έζησα και τραγούδησα τη θέρμη και την ηδονή του ρωμαϊκού καλοκαιριού.
Ναι, θα το πω γιατί είναι αλήθεια: σχεδόν ξέχασα τη λατινική γλώσσα· και κάθε φορά που καταπιάνομαι να γράφω κάτι θαρρώ πως δεν την ήξερα ποτέ ή πως την ήξερα σε μιαν άλλη ζωή - και δεν ξέρω αν αυτή την άλλη ζωή την έζησα στην πραγματικότητα ή σε κάποιο μισολησμονημένο όνειρο. Έμαθα όμως να μιλώ τις λιγοστές και σκληρές λέξεις της ντόπιας λαλιάς, για να μην αισθάνομαι βουβός ή θηρίο. Και ίσως για τον Οβίδιο αυτό να είναι η πιο αβάσταχτη από τις αβάσταχτες συμφορές που του έλαχαν.
Παρ᾽ όλα αυτά, μπορώ ακόμη να θυμηθώ αυτά που σου έγραφα την τελευταία φορά. Λησμόνησες να μου απαντήσεις ή κάποια συμφορά βρήκε τον αγγελιοφόρο που περιμένω εδώ και μήνες; Μίλησες με τον Κόιντο και τον Σήστιο; Τους παρακάλεσες να ζητήσουν ακρόαση από τον Αύγουστο; Είναι και οι δυο τους έμπιστοι, αλλά έχει περισσότερη σημασία που τους εμπιστεύεται εκείνος.
Κουράστηκα να αναρωτιέμαι. Ήμουν τάχα ο μόνος που έγραφα ποίηση για τον έρωτα; Γιατί, πριν από μένα, δεν τιμωρήθηκε ο Προπέρτιος; Γιατί τόσοι και τόσοι λογοτέχνες που προτίμησαν να μιλήσουν για τα ίδια πράγματα που τραγούδησα κι εγώ δεν χρειάστηκε ποτέ να απολογηθούν και να πληρώσουν; Για έρωτες δεν μίλησαν ακόμη και οι αγαπημένοι του αυτοκράτορα, ο Βιργίλιος και ο Οράτιος; Γιατί ήμουν μόνο εγώ ο διαφθορέας της ρωμαϊκής νεολαίας, αυτός που υπονόμευε τα σχέδια και την πολιτική του αυτοκράτορα; Δεν βρίσκω απάντηση και κουράστηκα να αναρωτιέμαι.
Σε αγαπώ και ξέρω πως σαν γυναίκα μου μένεις πάντα πιστή στην αγάπη που μας ένωσε. Όμως τώρα πάω να ξεχάσω ακόμα και τη μορφή σου. Ξεθώριασε η όψη των φίλων μου· οι ήχοι και τα χρώματα της Ρώμης σβήνουν κάθε μέρα στο βάθος του βάρβαρου ορίζοντα που κλείνει γύρω γύρω τη μίζερη ζωή μου. Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αν αυτό είναι αλήθεια, δεν ισχύει για μένα· γιατί εγώ ζω, όπως ζω, και μετά την τελευταία πεθαμένη ελπίδα μου.
Χαίρε
Αυτή τη φορά ο Αύγουστος δεν δάκρυσε· και ο διάδοχός του έμεινε το ίδιο αδιάφορος. Ο Οβίδιος έσβησε μόνος και ξεχασμένος καθώς από εκείνο το στενό παράθυρο, γερασμένος πριν την ώρα του, έβλεπε τον άδειο ορίζοντα. Φτάσαμε κιόλας στα 17 μ.Χ.
Και ο Αύγουστος είχε πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα χωρίς να καταλάβει ποτέ ότι κάποιοι ποιητές προτιμούσαν απλώς να γράφουν το RΟΜΑ (Ρώμη) ανάποδα: ΑΜΟR (Έρωτας).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου