Τόσο στον τομέα της ψυχολογίας, όσο και της ηθικής είναι αδόκιμο και αντιεπιστημονικό να χρησιμοποιούμε απόλυτους όρους στην προσπάθεια μας να αποδώσουμε με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια την ψυχική και ηθική υπόσταση ενός ατόμου.
Με απλά λόγια, δε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως απολύτως ψυχικά υγιή/άρρωστο ή ως καλό/κακό, διότι οι παραπάνω έννοιες προσκρούουν στο παράδειγμα της φαινομενολογίας και της υποκειμενικότητας.
Αν λοιπόν θα μπορούσαμε, από ψυχολογικής και ηθικής άποψης, να προβούμε σε μία θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους μπορούμε να τους κατατάξουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη (καλοήθης) κατηγορία απαρτίζεται από αυτούς που αγαπούν τη ζωή, τους λεγόμενους βιόφιλους και η δεύτερη (κακοήθης) από αυτούς που μισούν τη ζωή και αγαπούν το θάνατο, δηλαδή τους νεκρόφιλους.
Όπως και στην περίπτωση του σαδισμού, η νεκροφιλία αρχικά προσδιορίστηκε ως σεξουαλική διαστροφή. Συνδέθηκε δηλαδή με την επιθυμία ενός ατόμου να ασελγήσει σεξουαλικά πάνω σε ένα νεκρό σώμα. Ωστόσο, ο ορισμός αυτός είναι ταυτόχρονα ελλιπής και παραπλανητικός διότι μια διαταραχή εκφράζεται μόνο σε ένα περιορισμένο βαθμό κατά τη σεξουαλική επαφή και σε κάποιες περιπτώσεις δεν εκφράζεται καθόλου. Στο βαθμό που μπορούμε να συναντήσουμε έναν μη σεξουαλικό σαδιστή, στον ίδιο βαθμό βρίσκουμε και μη σεξουαλικούς νεκρόφιλους.
Από μια ψυχαναλυτική σκοπιά, η νεκροφιλία είναι μία τάση ή ακόμη ακριβέστερα ένας προσανατολισμός της ζωής. Ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από νεκρόφιλο προσανατολισμό έλκεται από οτιδήποτε μη ζωντανό. Γοητεύεται από την ιδέα του θανάτου και αρέσκεται να ασχολείται με αυτόν.
Στον νεκρόφιλο βρίσκουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά του –όπως περιγράφηκε από τον Φρόυντ- πρωτικοσαδιστικού χαρακτήρα. Συνοπτικά, ο νεκρόφιλος είναι απόμακρος, ψυχρός και παρουσιάζει έντονο ψυχαναγκασμό με το νόμο, την τάξη και τον έλεγχο. Δεν αντλεί καμία ικανοποίηση από τη ζωή αυτή κάθε αυτή και για αυτό «αγκαλιάζει» τον θανάτου. Συνεπώς, λόγω της απέχθειας του προς το φαινόμενο της ζωής, ο νεκρόφιλος δε ζει στο τώρα αλλά παλινδρομεί στο «παρελθόν».
Θεμέλιο χαρακτηριστικό και modus vivendi του νεκρόφιλου είναι η βία. Στο έργο του «Πέρα από την αρχή της Ηδονής» ο Φρόυντ κάνει μία θεμελιακή διάκριση ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενα μεταξύ τους ένστικτα, το ένστικτο της ζωής (Έρως) και το ένστικτο του θανάτου (Θάνατος).
Σύμφωνα με τη ρητορική του, η ζωή του ανθρώπου είναι ένα πεδίο πάλης όπου συγκρούονται τα δύο αυτά ένστικτα. Το ένστικτο του θανάτου εναντιώνεται στη ζωή και επιθυμεί να την καταστρέψει, ενώ το ένστικτο της ζωής, το οποίο συνδέεται με τη σεξουαλικότητα, προάγει τη ζωή, δημιουργεί ζωή.
Στον νεκρόφιλο τύπο ανθρώπου το ένστικτο του θανάτου, το οποίο εκφράζεται μέσω της βίας (είτε εξωτερικευμένα προς τους άλλους είτε ως μια εσωτερικευμένη μορφή επιθετικότητας προς τον ίδιο τον εαυτό – αυτοκαταστροφική συμπεριφορά), υπερτερεί του ενστίκτου της ζωής. Πάντοτε όμως στον παρανομαστή της βίας βρίσκεται η (ασυνείδητη) επιθυμία να αφαιρέσουμε μια ζωή.
Συνεπώς για τον νεκρόφιλο υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: οι θύτες, οι οποίοι μπορούν να καταστρέψουν τη ζωή και οι αδύναμοι η οποίοι δε μπορούν, δηλαδή τα θύματα.
Στα όνειρα των νεκρόφιλων κυριαρχούν οι πόλεμοι, το αίμα, οι δολοφονίες, τα περιττώματα και οι αρρώστιες.
Από πλευράς ψυχοπαθολογίας ο ψυχισμός του νεκρόφιλου διέπεται από αυτό που ονομάζουμε στην ψυχαναλυτική φιλολογία ως καταναγκασμό επανάληψης. Ο καταναγκασμός επανάληψης, άμεση απόρροια του ενστίκτου θανάτου, είναι ένα αρχαϊκό ένστικτο που έχει εσωτερικευτεί από την αρχή της εμφάνισης του ανθρώπινου είδους και στόχο έχει να επαναφέρει το άτομο σε μια προηγούμενη κατάσταση οδηγώντας την οργανική ζωή πίσω στην αρχική κατάσταση της ανόργανης ύπαρξης. Ο καταναγκασμός αυτός εκδηλώνεται στον νεκρόφιλο μέσω της αγάπης του προς καθετί το μηχανικό (όπλα επί παραδείγματι) και της προσκόλλησης του στη γραφειοκρατική τάξη και τον έλεγχο.
Ωστόσο, όπως πολύ εύστοχα διασαφηνίζει ο Έριχ Φρομ «η ζωή δεν είναι βέβαιη η προβλέψιμη και ο μόνος τρόπος να την ελέγξει κανείς είναι να τη μεταμορφώσει σε θάνατο, διότι ο θάνατος είναι η μόνη σιγουριά στη ζωή».
Καταλήγοντας λοιπόν, η νεκροφιλία είναι ένας τρόπος ύπαρξης, μια τάση και ένας προσανατολισμός στη ζωή και όχι απλώς μια (σεξουαλική) συμπεριφορά. Η ύπαρξη του ανθρώπου, έρμαιο της δυαδικότητας των παρορμήσεων, διέπεται από αυτή που επικρατεί η οποία θα καθορίσει την προσωπικότητα και το βαθμό ψυχοπαθολογίας του ατόμου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου