Θεωρία αντικειμενοτρόπων σχέσεων
Στη θεωρία του Freud το αντικείμενο μπορεί να είναι κάποιος άνθρωπος, κάποιο άλλο έμβιο ον, αλλά μπορεί να είναι επίσης κάποια μη ζωντανή υπόσταση (ένα πράγμα ή μια κατάσταση). Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της κλασικής ψυχαναλυτικής θεωρίας μπορεί να πάρει τη μορφή ενός υφάσματος, ενός παιχνιδιού, ενός έργου τέχνης ή ενός ρυθμού.
Το αντικείμενο της κλασικής θεωρίας επομένως μπορεί να είναι οποιαδήποτε υπόσταση έχει την ιδιότητα να αποφασίζει ή να εκτονώνει την ενέργεια κάποιου ανθρώπου.
Αντίθετα, στη θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων τη θέση του αντικειμένου κατέχει πάντα κάποιος άνθρωπος με τον οποίο κάποιος άλλος έχει αναπτύξει έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό.
Η συγκεκριμένη θεωρία χρησιμοποιεί τον όρο «αντικείμενο» (παρότι αναφέρεται πάντα σε κάποιον άνθρωπο) για να κάνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα στην πραγματική εξωτερική υπόσταση του ανθρώπου (υποκείμενο) και στο είδωλο του ίδιου ανθρώπου όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μέσα στο νου κάποιου άλλου (αντικείμενο).
Το «αντικείμενο κάποιου ανθρώπου» βρίσκεται λοιπόν πάντα μέσα στο νου κάποιου άλλου, δηλαδή αποτελεί μια απόλυτα προσωπική αντίληψη ή μια καθαρά υποκειμενική εμπειρία. Για παράδειγμα, το «αντικείμενο μητέρα» είναι το είδωλο της μητέρας, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μέσα στο νου του παιδιού της. Είναι δηλαδή η αντίληψη που έχει το παιδί για τη μητέρα του.
Το «αντικείμενο μητέρα» δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το τι είναι η μητέρα στην πραγματικότητα. Αντίστοιχα, ο όρος «σχέση αντικειμένου» δηλώνει το συναισθηματικό δεσμό ο οποίος υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο που αγαπά και στο είδωλο του αγαπημένου του προσώπου, όπως αυτό υπάρχει μέσα στο μυαλό του πρώτου.
Σύμφωνα με τη θεωρία των σχέσεων αντικειμένου, όλοι οι άνθρωποι σχηματίζουν εσωτερικευμένα είδωλα των σημαντικών για τη ζωή τους ανθρώπων τα οποία αποκαλούνται «αντικείμενα των σημαντικών άλλων» (π.χ. αντικείμενο μητέρα, αντικείμενο πατέρας κ.λπ.).
Παράλληλα, όλοι οι άνθρωποι σχηματίζουν εσωτερικευμένα είδωλα των σχέσεων που διατηρούν με τους σημαντικούς άλλους. Τα είδωλα αυτά των σχέσεων ονομάζονται «σχέσεις αντικειμένου».
Τα εσωτερικευμένα αντικείμενα και οι σχέσεις που δημιουργούνται με αυτά αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της υποκειμενικής πραγματικότητας όλων των ανθρώπων.
Το αντικείμενο κάποιου ανθρώπου μπορεί να έχει περισσότερα ή λιγότερα κοινά στοιχεία με την πραγματική, υπαρκτή υπόσταση του ανθρώπου αυτού. Μάλιστα η χρήση του όρου «αντικείμενο», όπως προαναφέρθηκε, γίνεται ακριβώς για να τονιστεί η διαφορά η οποία είναι πιθανό να υπάρχει ανάμεσα στο εσωτερικευμένο είδωλο ενός προσώπου και στο πραγματικό πρόσωπο (το οποίο υπάρχει έξω από κάποιο συγκεκριμένο εαυτό).
Τα αντικείμενα, δηλαδή τα εσωτερικευμένα είδωλα, χρωματίζονται από τις προσωπικές εμπειρίες και από τις φαντασιώσεις των ανθρώπων που τα κατέχουν. Με απλά λόγια, οι άνθρωποι πολλές φορές κάνουν σχέσεις με τα είδωλα κάποιων άλλων (τα οποία υπάρχουν μέσα στη φαντασία τους), ενώ τα είδωλα αυτά δεν συμπίπτουν με τις πραγματικές υποστάσεις του εξωτερικού κόσμου.
Σχέσεις αντικειμένου και βάση εαυτού
Η θεωρία των σχέσεων αντικειμένου υποστηρίζει ότι η βάση του εαυτού του ανθρώπου διαμορφώνεται στα πρώτα χρόνια της ζωήw του από τα αντικείμενα των σημαντικών άλλων (δηλαδή από τα εσωτερικευμένα είδωλα των αγαπημένων προσώπων) και όχι από τα ίδια τα πρόσωπα, όπως αυτά υπάρχουν στην πραγματικότητα.
Επίσης, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εαυτού παίζουν οι εμπειρίες από τις σχέσεις αντικειμένου (δηλαδή οι προσωπικές υποκειμενικές εμπειρίες του ανθρώπου) και όχι αναγκαστικά τα γεγονότα όπως αυτά εξελίχθηκαν στην πραγματικότητα.
Πιο απλά, για τη διαμόρφωση του εαυτού του παιδιού είναι σημαντικό τι πιστεύει (ή καλύτερα αισθάνεται) το ίδιο το παιδί ότι συνέβη στη ζωή του και όχι αυτό το οποίο πραγματικά συνέβη.
Σύμφωνα με τη θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, οι «σχέσεις αντικειμένου» που σχηματίζονται στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου συνεχίζουν να δρουν για ολόκληρο τον κύκλο της ζωής του.
Έτσι, οι πρώτες σχέσεις παίζουν το ρόλο ενός προτύπου ή ενός καλουπιού μέσα στο οποίο παίρνουν συγκεκριμένη μορφή όλες οι μετέπειτα σημαντικές σχέσεις,
Επομένως, οι σχέσεις που το παιδί διαμορφώνει με τη μητέρα και με τον πατέρα του θα επηρεάσουν πολύ αργότερα το ρόλο που θα παίξει στις ερωτικές του σχέσεις, αλλά και το γονεϊκό του ρόλο.
Παράλληλα, οι αρχαϊκές σχέσεις θα προκαθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το πώς ο άνθρωπος θα αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και το πώς θα σχετίζεται με τους γύρω του ανθρώπους.
Τα παραδείγματα που ακολουθούν μπορούν να εξηγήσουν σαφέστερα το πώς οι πρώιμες παιδικές εμπειρίες και οι προσωπικές φαντασιώσεις των μικρών παιδιών μπορούν να επηρεάσουν τις σχέσεις της ενήλικης ζωής και γενικότερα την αντίληψη των ανθρώπων για τον κόσμο.
Απορριπτικός πατέρας
Στο πρώτο παράδειγμα υπάρχει ένα παιδί το οποίο πληγώθηκε και σημαδεύτηκε από έναν πατέρα που ήταν διαρκώς ψυχρός, απορριπτικός και απόμακρος. Είναι πολύ πιθανό όταν το παιδί αυτό μεγαλώσει, στο ασυνείδητό του να υποβόσκει η πεποίθηση ότι η δημιουργία κοντινής σχέσης με τους άνδρες είναι κάτι αδύνατο, κάτι ανέφικτο.
Επειδή ο συγκεκριμένος άνθρωπος διατηρεί στο νου του αυτή την πεποίθηση, είναι πιθανό να μην επιδιώξει ποτέ να διαμορφώσει στενές συναισθηματικές σχέσεις με άνδρες.
Το είδωλο του εσωτερικού πατέρα το οποίο σχηματίστηκε στα πρώτα χρόνια της ζωής «επέβαλε» σε όλους τους αρσενικούς τα χαρακτηριστικά του ψυχρού, του απορριπτικού και του απόμακρου.
Μητρική «εγκατάλειψη»
Στο επόμενο παράδειγμα μπορεί να φανεί το πώς μια μη πραγματική, δηλαδή μια φανταστική βρεφική εμπειρία μπορεί να σημαδέψει την προσωπικότητα κάποιου ανθρώπου για ολόκληρη τη ζωή του.
Ας υποτεθεί ότι η σχέση ενός βρέφους με τη μητέρα του διακόπτεται βίαια από μία σοβαρή ασθένεια της μητέρας, η οποία την υποχρεώνει να εισαχθεί στο νοσοκομείο και να απομακρυνθεί από το παιδί της.
Η ακούσια αυτή απουσία της μητέρας μπορεί να συμβεί σε μια περίοδο κατά την οποία η λογική σκέψη και η λεκτική επικοινωνία του βρέφους δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί.
Επομένως, το παιδί δεν έχει την ικανότητα να κατανοήσει τα γεγονότα όπως αυτά πραγματικά διαδραματίζονται.
Ταυτόχρονα όμως το συγκεκριμένο βρέφος αισθάνεται ότι η μητέρα του το έχει εγκαταλείψει παρά τις απελπισμένες εκκλήσεις του και τα κλάματά του.
Εάν στην περίοδο της μητρικής απουσίας τη φροντίδα του παιδιού αναλάβει κάποιος ξένος και απόμακρος άνθρωπος, τότε το παιδί θα βιώσει ποικίλα αρνητικά συναισθήματα (όπως είναι η απογοήτευση, ο πανικός για την εγκατάλειψη, η ανασφάλεια για τις σχέσεις, ο έντονος φόβος, ο θυμός για τη μητέρα κ.λπ.).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προσωπικές υποκειμενικές εμπειρίες του βρέφους περιλαμβάνουν μια αδύναμη και απόμακρη μητέρα η οποία αδιαφορεί για τις ανάγκες του και το εγκαταλείπει. Δηλαδή, το «αντικείμενο μητέρα» (το εσωτερικευμένο μητρικό είδωλο) αποτελείται από «ένα ζωτικά αναγκαίο και απελπισμένα αγαπημένο ον, το οποίο όμως είναι μη αποκριτικό και απορριπτικό».
Εάν ο αποχωρισμός του παιδιού από τη μητέρα του έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, τότε το παιδί εσωτερικεύει το είδωλο μιας απορριπτικής ή μιας ανασφαλούς σχέσης, αφού, ενώ το ίδιο νιώθει μια απελπισμένη ανάγκη για το αντικείμενο της αγάπης του, το αντικείμενο αυτό δεν ανταποκρίνεται.
Βεβαίως, στο συγκεκριμένο παράδειγμα το «αντικείμενο μητέρα» δεν ταυτίζεται με την πραγματική υπόσταση της μητέρας.
Ωστόσο, το αντικείμενο αυτό της μητέρας έχει εσωτερικευθεί και έχει ριζώσει στη φαντασίωση του φοβισμένου παιδιού. Επιπλέον, επειδή το κακό και το απορριπτικό μητρικό αντικείμενο αποτελεί μια άκρως επώδυνη εμπειρία (η οποία απειλεί την ψυχολογική υπόσταση του παιδιού), γρήγορα απωθείται και απομακρύνεται από τη συνειδητή εγρήγορση.
Το απωθημένο απορριπτικό αντικείμενο δεν έχει καμιά δυνατότητα να αλλάξει από τις λογικές παρεμβάσεις της ώριμης ηλικίας, διότι η λογική σκέψη δεν έχει πρόσβαση στο χώρο του ασυνείδητου.
Ακόμα δηλαδή και αν η οικογένεια εξηγήσει στο παιδί, όταν μεγαλώσει, γιατί έφυγε η μητέρα από κοντά του τότε που ήταν βρέφος, οι λογικές αυτές εξηγήσεις δεν θα μπορέσουν να μεταβάλουν τις ανασφάλειες, τους φόβους ή τους πανικούς του παιδιού.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η πραγματική μητέρα δεν ήταν απορριπτική, αντίθετα είχε μεγάλη επιθυμία να είναι υγιής και να βρίσκεται κοντά στο παιδί της.
Όμως το τρομακτικό επεισόδιο του αποχωρισμού άφησε στο παιδί συναισθήματα πίκρας και απογοήτευσης και παράλογους φόβους εγκατάλειψης από έναν αγαπημένο, σημαντικό και απαραίτητο άλλο.
Οι μετέπειτα θετικές εμπειρίες από μια καλή και γεμάτη αγάπη μητέρα είναι πιθανό να σκεπάσουν το απορριπτικό αντικείμενο, δηλαδή το είδωλο του στερητικού συντρόφου.
Ίσως όμως οι εμπειρίες αυτές να μην καταφέρουν να εξαλείψουν ποτέ τους τρομακτικούς και φαινομενικά παράλογους φόβους της εγκατάλειψης του παιδιού.
Το συγκεκριμένο παιδί είχε την ατυχία να βιώσει την εγκατάλειψη σε μια ευαίσθητη και δύσκολη περίοδο, με αποτέλεσμα να ριζώσει για όλη του τη ζωή ο φόβος ότι το τρομακτικό και επώδυνο βίωμα του αποχωρισμού κάποτε θα επιστρέψει.
Επιπλέον, τα συναισθήματα της ανασφάλειας και του θυμού τα οποία δημιούργησε το αρχικό απορριπτικό αντικείμενο, επειδή δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά με τη λογική σκέψη, αποδίδονται ή προβάλλονται σε κάποιες άλλες τρέχουσες σχέσεις (οι οποίες βεβαίως είναι άσχετες με το ατυχές επεισόδιο του βρεφικού αποχωρισμού).
Με τον τρόπο αυτό, το «φάντασμα μιας δήθεν απορριπτικής μητέρας» από το παρελθόν παρεμβαίνει και απειλεί να καταστρέψει τις σημαντικές σχέσεις που εξελίσσονται στο παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου