Ένα από τα πράγματα που κάνει ο Ράσσελ με αυτή τη φράση του είναι ότι ευθυγραμμίζεται με μια μακρά παράδοση φιλοσόφων που πιστεύουν ότι η σκέψη συνιστά μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής. Όταν ο κοινωνικός φιλόσοφος του δεκάτου ενάτου αιώνα Τζον Στιούαρτ Μιλ έθεσε την Αρχή της Μέγιστης Ευτυχίας ως ακρογωνιαίο λίθο του ωφελιμισμού, τόνισε ότι αυτή δεν αφορά τις καθαρά ζωικές ηδονές. “Καλύτερα να είναι κανείς δυσαρεστημένο ανθρώπινο ον παρά ευχαριστημένο γουρούνι· καλύτερα να είναι κανείς δυσαρεστημένος Σωκράτης παρά ευχαριστημένος ανόητος”.
Διέκρινε τις ηδονές σε κατώτερες και σε ανώτερες, με τη διανοητική διασκέδαση να ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τη θεωρία του εγκεφαλικό ηδονισμό. Σκέφτομαι, άρα αισθάνομαι καλά.
Ο Ράσσελ δε λέει απλώς ότι η σκέψη αποτελεί προϋπόθεση για μια ικανοποιητική ζωή, όπως το εννοούσε ο Σωκράτης λέγοντας: “ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω”.
Ο Ράσσελ πιστεύει ότι η φιλοσοφική εξέταση του βίου μας συνιστά βασικό λόγο για να ζει κανείς. Θεωρεί ότι η σκέψη είναι απολαυστική καθαυτή, ενδεχομένως πιο απολαυστική και από το να κυλιέσαι στα άχυρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ράσσελ, αντίθετα από τον Επίκουρο, που ακολουθούσε την οδό της αγαμίας, είχε πολύ έντονη σεξουαλική ζωή, τόσο εντός όσο και εκτός γάμου, οπότε ξέρει καλά τι λέει μιλώντας για “αγαθά του σώματος”. Υπάρχουν απλώς καλά αγαθά και υπάρχουν και πολύ καλά αγαθά – όπως αυτά που αποκτάς όταν κάθεσαι μόνος στην πολυθρόνα σου και συλλογίζεσαι φιλοσοφικά ερωτήματα.
Ο Ράσσελ θεωρεί ότι τον βίο μας τον εμπλουτίζει ιδιαίτερα η φιλοσοφική σκέψη. Στο απολαυστικό και πολύ βατό δοκίμιό του με τίτλο “Η αξία της φιλοσοφίας” [“The Value of Philosophy”] καταδεικνύει πώς η διανοητική μας αναμέτρηση με τα μεγάλα ερωτήματα μας μεγεθύνει πνευματικά.
Πρόκειται για ερωτήματα όπως τα εξής: “Έχει το σύμπαν κάποια ενότητα ή δομικό σχέδιο ή σκοπό, ή μήπως πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από τυχαίες συσσωματώσεις ατόμων;
Είναι η συνείδηση μόνιμο οργανικό κομμάτι του σύμπαντος, και άρα πηγή μιας ελπίδας για απεριόριστη ανάπτυξη της γνώσης, ή μήπως πρόκειται για ένα τυχαίο πρόσκαιρο φαινόμενο πάνω σε έναν μικρό πλανήτη στον οποίο η ζωή νομοτελειακά κάποια στιγμή θα γίνει ανέφικτη;
Έχουν το καλό και το κακό σημασία για το σύμπαν ή μόνο για τον άνθρωπο;”.
Ο Ράσσελ σπεύδει να παραδεχτεί ότι σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση σε τέτοια ερωτήματα.
Λέει ότι “τα ερωτήματα που επιδέχονται οριστική απάντηση ανήκουν στην επικράτεια της επιστήμης, ενώ όσα προς το παρόν δεν μπορούν να απαντηθούν οριστικά σχηματίζουν το ίζημα που αποκαλείται φιλοσοφία”.
Αυτό ακριβώς το ίζημα αναπάντητων ερωτημάτων βρίσκει ο Ράσσελ τόσο διεγερτικό και καθοριστικό ως πηγή έμπνευσης.
Ο Ράσσελ γνωρίζει πολύ καλά ότι “πολλοί άνθρωποι αμφισβητούν τη φιλοσοφία κι έχουν την τάση να θεωρούν πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από άχρηστες κι επουσιώδεις λεπτολογικές διακρίσεις και θεωρητικές διαμάχες γύρω από ζητήματα που αφορούν το αν η γνώση είναι αδύνατη”.
Ο Ράσσελ πίστευε ακριβώς το αντίθετο. “Όποιος δεν έχει εμβαπτιστεί στα νάματα της φιλοσοφίας ζει φυλακισμένος στις προκαταλήψεις που απορρέουν από τον κοινό νου, από τις καθιερωμένες πεποιθήσεις της εποχής ή του έθνους του και από τις βεβαιότητες του νου του που έχουν διαμορφωθεί χωρίς τη συνεργασία ή τη συναίνεση του επισταμένου ορθολογισμού του. Ένας τέτοιος άνθρωπος βλέπει τον κόσμο οριοθετημένο, πεπερασμένο, προφανή· τα κοινά, συνηθισμένα αντικείμενα που υπάρχουν γύρω του δεν εγείρουν κανένα ερώτημα και τα ανοίκεια ενδεχόμενα απορρίπτονται με περιφρόνηση. [‘Όμως η φιλοσοφία] κρατάει αναμμένη μέσα μας τη φλόγα της απορίας, εκπλήσσοντάς μας με ανοίκειες όψεις των οικείων πραγμάτων”.
Αγαπώ ιδιαίτερα αυτές τις δύο τελευταίες γραμμές.
Συνιστούν, μεταξύ άλλων, το πιο ισχυρό αντίδοτο που γνωρίζω κατά της ανίας.
Οι απορίες μου ασφαλώς δε με οδηγούν πουθενά συγκεκριμένα. Εντούτοις, συμβαίνει να με κάνουν να νιώθω περισσότερο ζωντανός, οπότε είμαι ευγνώμων για την ικανότητα να απορώ, που την καλλιέργησα διαβάζοντας φιλοσόφους.
Προς το τέλος του δοκιμίου του ο Ράσσελ κλείνει το μάτι στον κλασικό ελληνικό ηδονισμό, λέγοντας ότι “ο φιλοσοφικός βίος είναι ατάραχος κι ελεύθερος”. Ο Επίκουρος πίστευε ότι αυτός είναι ο βέλτιστος βίος· μια ήρεμη ζωή ξεχειλίζει από ευχαρίστηση. Ύστερα όμως ο Ράσσελ ανεβάζει ακόμη ψηλότερα τον πήχη όσον αφορά τον βίο του φιλοσοφικού νου. Συμπεραίνει ότι “μέσα από το μεγαλείο του στοχαστικού σύμπαντος που δημιουργεί η φιλοσοφία ο νους αποκτά επίσης μεγαλείο και την ικανότητα της ένωσης με το σύμπαν, δηλαδή το μέγιστο αγαθό του”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου