νῦν ἄχαλκος ἀσπίδων
φλέγει με περιβόατος ἀντιάζων,
παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας
ἄπουρον, εἴτ᾽ ἐς μέγαν
195 θάλαμον Ἀμφιτρίτας
εἴτ᾽ ἐς τὸν ἀπόξενον ὅρμων
Θρῄκιον κλύδωνα·
τέλει γάρ, εἴ τι νὺξ ἀφῇ,
τοῦτ᾽ ἐπ᾽ ἆμαρ ἔρχεται·
200 τόν, ὦ ‹τᾶν› πυρφόρων
ἀστραπᾶν κράτη νέμων,
ὦ Ζεῦ πάτερ, ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ.
Λύκει᾽ ἄναξ, τά τε σὰ χρυ- [ἀντ. γ]
σοστρόφων ἀπ᾽ ἀγκυλᾶν
205 βέλεα θέλοιμ᾽ ἂν ἀδάματ᾽ ἐνδατεῖσθαι
ἀρωγὰ προσταθέντα, τάς τε πυρφόρους
Ἀρτέμιδος αἴγλας, ξὺν αἷς
Λύκι᾽ ὄρεα διᾴσσει·
τὸν χρυσομίτραν τε κικλήσκω,
210 τᾶσδ᾽ ἐπώνυμον γᾶς,
οἰνῶπα βάκχον, εὔιον
Μαινάδων ὁμόστολον,
πελασθῆναι φλέγοντ᾽
ἀγλαῶπι ‹. . .›
215 πεύκᾳ ᾽πὶ τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς θεόν.
***
Ο Άρης του χαμού χωρίς ασπίδες χάλκινες [στρ. γ]θανάτου σέρνοντας βοή με πυρπολεί.
Δώσε να δω τα νώτα του· να πάρει φύσημα
γοργό· τα σύνορα της χώρας να περάσει,
στης Αμφιτρίτης να χωθεί τις αρμυρές σπηλιές
ή να χαθεί στις αφιλόξενες ακτές της Θράκης,
στο μάτι του κυκλώνα.
Όσα τις νύχτες ατέλειωτα μένουν
οι μέρες έρχονται και τα τελειώνουν.
200 Συ που κατέχεις
Δώσε να δω τα νώτα του· να πάρει φύσημα
γοργό· τα σύνορα της χώρας να περάσει,
στης Αμφιτρίτης να χωθεί τις αρμυρές σπηλιές
ή να χαθεί στις αφιλόξενες ακτές της Θράκης,
στο μάτι του κυκλώνα.
Όσα τις νύχτες ατέλειωτα μένουν
οι μέρες έρχονται και τα τελειώνουν.
200 Συ που κατέχεις
την ισχύ της πυρωμένης αστραπής,
πατέρα Δία, ρίξε τον κεραυνό σου
κατακέφαλα και αφάνισέ τον.
Άναξ Απόλλων Λύκειε, [αντ. γ]
αδάμαστα τα βέλη σου σφυρίζοντας να φεύγουν
απ᾽ τη χρυσή χορδή και προστασίας αρωγή
να μας παρέχουν· μαζί και της Αρτέμιδος
η πυροφόρα λάμψη της λαμπάδας
που την κρατεί και κυνηγά στα όρη της Λυκίας.
210 Καλώ τον πολιούχο της χώρας, τον Βάκχο,
που έχει την μέθη στα μάτια, στην κεφαλή
διάδημα, το χορευτή, αυτόν που στα βουνά
οδοιπορεί με τις Μαινάδες,
λαμπρός στην όψη σύμμαχος
με το φλεγόμενο δαδί να πυρπολήσει
έναν θεό που στων θεών τη σύναξη τιμή δεν έχει.
πατέρα Δία, ρίξε τον κεραυνό σου
κατακέφαλα και αφάνισέ τον.
Άναξ Απόλλων Λύκειε, [αντ. γ]
αδάμαστα τα βέλη σου σφυρίζοντας να φεύγουν
απ᾽ τη χρυσή χορδή και προστασίας αρωγή
να μας παρέχουν· μαζί και της Αρτέμιδος
η πυροφόρα λάμψη της λαμπάδας
που την κρατεί και κυνηγά στα όρη της Λυκίας.
210 Καλώ τον πολιούχο της χώρας, τον Βάκχο,
που έχει την μέθη στα μάτια, στην κεφαλή
διάδημα, το χορευτή, αυτόν που στα βουνά
οδοιπορεί με τις Μαινάδες,
λαμπρός στην όψη σύμμαχος
με το φλεγόμενο δαδί να πυρπολήσει
έναν θεό που στων θεών τη σύναξη τιμή δεν έχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου