Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

ΘΑΛΗΣ: ὕ­δωρ τό πᾶν

Ἡ ἀρχαιοελληνική φιλοσοφία ξε­κι­νά­ει, λοι­πόν, μέ μί­α πα­ρά­δο­ξη ἰ­δέ­α πού ἔ­πε­σε σά με­τε­ω­ρί­της — τή φρά­ση: ὕδωρ ἡ ἀρ­χή τοῦ παν­τός. Ἀ­λή­θει­α, εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη, στά σο­βα­ρά, νά στα­μα­τή­σου­με σ’ αὐτή τή φρά­ση; Ναι· γιά τρεῖς λό­γους: πρῶ­τα-πρῶ­τα, πραγ­μα­τεύ­ε­ται τήν προ­έ­λευ­ση τοῦ παν­τός- ἔ­πει­τα, μι­λά­ει χω­ρίς ἀλ­λη­γο­ρί­ες καί μυ­θεύ­μα­τα γιά τό ὕδωρ καί, τέ­λος, πε­ρι­έ­χει —ἐν σπέρμα­τι ἔ­στω— τήν ἰ­δέ­α ὅτι ὅλα εἶναι ἕνα. Μέ τόν πρῶ­το λό­γο ὁ Θαλῆς μπαί­νει —ἔ­στω γιά λί­γο— στήν πε­ρι­ο­χή τῆς θρη­σκεί­ας καί τῆς δει­σι­δαι­μο­νί­ας· μέ τόν δεύ­τε­ρο ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ὡς φυ­σι­ο­λό­γος, καί μέ τόν τρί­το, ἐν­τέ­λει, ὡς ὁ πρῶ­τος Ἕλ­λην φι­λό­σο­φος.

Ἄν ἔ­λε­γε: «Τό χῶ­μα ἔ­γι­νε ἀ­πό τό ὕδωρ», δέ θἄ­χαμε πα­ρά μι­άν ἐ­πι­στη­μο­νι­κο­φα­νῆ ὑ­πό­θε­ση, ἐ­σφαλ­μέ­νη, πλήν δυ­σκο­λο­α­ναι­ρέ­σι­μη. Μά ἐ­κεῖ­νος προ­χώ­ρη­σε πέ­ρα ἀπ’ τό ἐ­πι­στη­μο­νι­κό. Ἄλ­λω­στε, δι­α­τυ­πώ­νον­τας τήν πε­ρί­φη­μη φρά­ση του γιά τήν ἑ­νι­αί­α προ­έ­λευ­ση τῶν πάν­των, δι­ό­λου δέν ὑ­ψώ­θη­κε πά­νω ἀπ’ τήν «πρω­τό­γο­νη» φυ­σι­ο­λο­γί­α τοῦ και­ροῦ του. Ἔ­κα­νε, τό πο­λύ, ἕνα ἐ­νο­ρα­τι­κό ἅλ­μα! Ἄπ’ τίς πε­νι­χρές καί ἄ­τα­κτες ἐμ­πει­ρι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις του σχε­τι­κά μέ τήν Φύ­ση καί τίς με­τα­μορ­φώ­σεις τοῦ νε­ροῦ (ἀ­κρι­βέ­στε­ρα: τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου), δέ θά μπο­ροῦ­σε οὔ­τε κα­τά δι­ά­νοι­α νά πα­ρα­γά­γει μί­α τέ­τοια γε­νί­κευ­ση. Ἕ­να με­τα­φυ­σι­κό ἀ­ξί­ω­μα τόν ἐ­σπρωξε ἐ­νορ­μη­τι­κά πρός τά κεῖ, γέν­νη­μα μυ­στι­κῆς ἐ­νό­ρασης πού βρί­σκε­ται στόν πυ­ρῆ­να κά­θε φι­λο­σο­φι­κῆς κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης —ἐξ ἄλ­λου, ὅλες τους αὐτό πα­λεύ­ουν νά ἐκ­φρά­σουν ἀρ­τιόο­τε­ρα—, τό δόγ­μα: Ἕν τό πᾶν».

Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το πό­σο τυ­ραν­νι­κά ἐ­πι­δρᾶ μι­ά τέ­τοια πί­στη σ’ ὅλο τό φά­σμα τῆς Ἐμ­πει­ρί­ας· χά­ρη στό Θα­λῆ μα­θαί­νου­με τί κά­νει ἡ φι­λο­σο­φί­α ὅποτε θέ­λει πά­σῃ θυ­σίᾳ νά φτά­σει στό μα­γι­κό θελ­κτι­κό της σκο­πό, πού ὑ­περ­βαί­νει τούς φραγ­μούς τῆς στε­νῆς ἐμ­πει­ρί­ας: ἀ­λα­φρο­πατών­τας δί­νει ἕνα σάλ­το· μι­ά ἐλ­πί­δα καί μι­ά ὑ­πο­ψί­α φτε­ρώ­νουν τά πό­δια της. Στό κα­τό­πι ἡ «ὑ­πο­λο­γι­στι­κή» δι­ά­νοι­α, δυ­σκί­νη­τη, λα­χα­νι­α­σμέ­νη· ψά­χνει κα­λύ­τε­ρο πά­τη­μα γιά νά φτά­σει κ’ ἐ­τού­τη στό ἴ­διο σα­γη­νευ­τι­κό κά­τι — μά ἡ θεϊ­κή της σύν­τρο­φος τό ἔ­χει κι­ό­λας φτά­σει! Μοιά­ζουν μέ δύ­ο ὁ­δοι­πό­ρους σέ κά­ποιο δά­σος, στήν ὄχθη ἑ­νός χεί­μαρ­ρου πού πα­ρα­σύ­ρει τά πάν­τα στό ἄ­γρι­ο πέ­ρα­σμά του: ὁ ἕνας δί­νει μι­ά καί περ­νά­ει ἀν­τί­πε­ρα, κ’ οἱ πέ­τρες —τά «πα­τή­μα­τά του»— γκρε­μί­ζον­ται στά βά­θη. Ὁ ἄλ­λος στέ­κει ἀ­βο­ή­θη­τος στήν ὄ­χθη, πρέ­πει πρῶ­τα νά στή­σει ἕνα ἔ­ρει­σμα πού θά στη­ρί­ξει τό δύ­σκο­λο καί προ­σε­κτι­κό του βῆ­μα· ἀλ­λά βλέ­πει ὅτι δέ γί­νε­ται, καί κα­νέ­νας θε­ός δέν τόν βο­η­θά­ει νά πε­ρά­σει ἀ­πέ­ναν­τι...

Τί φέρ­νει λοι­πόν τή φι­λο­σο­φι­κή σκέ­ψη τό­σο γρή­γο­ρα στόν ἑ­κά­στο­τε σκο­πό της; Ἄ­ρα­γε μό­νο οἱ ἀ­στρα­πι­αῖ­ες δι­ε­λά­σεις της σέ ἀ­χα­νεῖς ἐ­κτά­σεις τή δι­α­χω­ρί­ζουν ἀπ’ τή σκέ­ψη πού ὑ­πο­λο­γί­ζει καί με­τρᾶ καί σταθ­μί­ζει; Ὄχι· μι­ά πα­ρά­ξενη, ἐ­ξω­λο­γι­κή δύ­να­μη φτε­ρώ­νει τά πό­δια της. Ἡ φαν­τα­σί­α: μέ τά φτε­ρά τῆς ἀ­νυ­ψώ­νεται, πη­δών­τας ἀ­πό δυ­να­τό­τη­τα σέ δυ­να­τό­τη­τα, πού τίς βα­φτί­ζει, προ­σω­ρι­νά, βε­βαι­ό­τη­τες: πε­τών­τας συλ­λαμ­βά­νει κά­πο­τε καί βε­βαι­ό­τη­τες... Ἕ­να με­γα­λο­φυ­ές προ­αί­σθη­μα τήν εἰ­δο­ποι­εῖ, κ’ ἐ­κεί­νη ἀ­πό μα­κρι­ά μαν­τεύ­ει ὅτι ἐκεῖ ὑ­πάρ­χει σί­γου­ρα κά­τι πού ἐ­πι­δέ­χε­ται ἀ­πο­δείξε­ως... Προ­πάν­των, ὅμως, ἡ φαν­τα­σί­α δρᾶ κα­τα­λυ­τι­κά ὅταν μέ σκέ­ψεις-ἀ­στρα­πές φω­τί­ζει ἀ­να­λο­γί­ες: ὁ ἀ­ναστο­χα­σμός κο­μί­ζει ἀρ­γό­τε­ρα τούς κα­νό­νες καί τά στε­ρε­ό­τυ­πά του — ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τό ἀ­νά­λο­γο μέ τό ἰ­σο­δύ­να­μο, καί τή θέ­α­ση τοῦ δι­α­δο­χι­κοῦ μέ αἰ­τί­ες κι ἀ­πο­τελέ­σμα­τα. Ἀλλ’ ἀ­κό­μα καί σέ δι­α­φο­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση, ὅπως στό Θα­λῆ, ὅπου ἡ Λο­γι­κή καί ἡ ἄ­καμ­πτη ἐμ­πειρι­κή γνώ­ση θέ­λουν, σώ­νει καί κα­λά, νά φτά­σουν μο­νο­μι­ᾶς στό ἀ­ξί­ω­μα «ὅλα εἶ­ναι ὕ­δωρ», συν­τρί­βον­τας ἐν­τέ­λει τ’ ἀν­τι­στύ­λια τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος — ἀ­κό­μα καί τό­τε, κά­τι μέ­νει· ἐκεῖ ἀ­κρι­βῶς κρύ­βε­ται μι­ά δυ­να­μι­κή προ­δι­ά­θε­ση, μι­ά «ἐλ­πί­δα» γιά μελ­λον­τι­κές γέν­νες...

Ὄ­χι ὅτι ἡ σκέ­ψη, ἀ­κό­μα καί ὑ­πό μορ­φή στε­νῆς, ἀ­δύνα­μης, ἤ ἔ­στω ἀλ­λη­γο­ρι­κῆς ἔκφρα­σης, πε­ρι­κλεί­ει ὑ­ποχρε­ω­τι­κά κά­ποιαν «ἀ­λή­θει­α»· σά νά λέ­γα­με, δη­λα­δή, ὅτι ἕνας ζω­γρά­φος μπρο­στά σ’ ἕναν κα­ταρ­ρά­κτη θἄ­βλε­πε στίς μορ­φές πού σχη­μα­τί­ζον­ται ἕνα «καλ­λι­τε­χνι­κό» παι­γνί­δι τοῦ νε­ροῦ: σώ­μα­τα ἀν­θρώ­πων, ζώ­ων, προ­σω­πεῖ­α, φυ­τά, βρά­χους, νύμ­φες, γέ­ρον­τες —ὅλοι οἱ τύ­ποι τοῦ Ὑ­παρ­κτοῦ— νά δι­α­γρά­φον­ται μπρός του, καί συνεπῶς θἄ­βρι­σκε πώς ναί, ἰ­σχύ­ει τό ἀ­ξί­ω­μα «ὅλα εἶ­ναι ὕ­δωρ»...

Ὁ Θαλῆς δέν ἐκ­φρά­στη­κε μυ­θι­κά ἤ ἀλ­λη­γο­ρι­κά —ἐ­δῶ βρί­σκε­ται ἡ ἀ­ξία τῆς ἰ­δέ­ας του, πα­ρά τό ἀ­να­πόδει­κτό της!—, γι’ αὐτό δά καί ξε­χώ­ρι­σε τό­σο ἀ­προσ­δό­κη­τα ἀ­νά­με­σα στούς κα­τε­ξο­χήν ἀν­τι­ρε­α­λι­στές ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες. Αὐτοί πί­στευ­αν μο­νά­χα σέ μι­άν «ἀν­τι­κειμε­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» ἀν­θρώ­πων καί θε­ῶν· ὅλη ἡ Φύ­ση ἦ­ταν γι’ αὐτούς ἕνα ἔν­δυ­μα, μί­α μα­σκα­ρά­τα, τό πε­δί­ο με­τα­μόρ­φω­σης θε­ῶν-ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρω­πος ἦ­ταν Ἀ­λή­θει­α καί πυ­ρή­νας τῶν πραγ­μά­των, κι ὅλα τά ἄλ­λα μο­νά­χα φαί­νε­σθαι κι ἀ­πα­τη­λό παι­χνί­δι. Ὡς ἐκ τού­του, δέ μπο­ροῦ­σαν εὔ­κο­λα νά νο­ή­σουν τίς ἰ­δέ­ες ὡς ἰ­δέ­ες· κ’ ἐνῶ οἱ νε­ώ­τε­ροι, ἄ­κρως ἀν­τί­θε­τοι, ἀ­νά­γουν «τι­μη­τι­κά» τό Προ­σω­πι­κό στή σφαῖ­ρα τῶν ἀ­φη­ρη­μέ­νων ἐν­νοι­ῶν, ἐκεῖ­νοι ἔ­χυ­ναν πάν­τα κά­θε­τι ἀ­φη­ρη­μέ­νο στό κα­λού­πι κά­ποιου προ­σώ­που. Βέ­βαι­α, ὁ [Θαλῆς εἶ­πε: «Δέν εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ἡ “ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα” τοῦ Σύμπαν­τος, ἀλ­λά τό ὕ­δωρ»· πί­στευ­ε, δη­λα­δή, στό νε­ρό, καί, κα­τά τοῦ­το, ἀ­νοι­γό­ταν σι­γά-σι­γά πρός στή Φύ­ση. Ὡς μα­θη­μα­τι­κός κι ἀ­στρο­νό­μος, ἀ­πο­στρέ­φον­ταν κά­θε­τι μυ­θι­κό καί ἀλ­λη­γο­ρι­κό· ἀ­κό­μα κι ἄν δέν «προ­σγει­ώ­θη­κε» ἐν­τέ­λει στήν κα­θα­ρά ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἰ­δέ­α: «ἕν τό πᾶν», μέ­νον­τας σ’ ἕναν «φυ­σι­ο­κρα­τι­κό» ὁ­ρι­σμό: «ὕ­δωρ τό πᾶν», ἐν τού­τοις ἦ­ταν μι­ά πα­ρά­ξε­νη καί σπά­νι­α πε­ρί­πτω­ση ἀ­νά­με­σα στούς Ἕλ­λη­νες τῆς ἐ­πο­χῆς του. Οἱ τό­σο ἰ­δι­ό­τυ­ποι Ὀρ­φι­κοί τόν ξε­περ­νοῦ­σαν ἴ­σως στήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη καί δί­χως εἰ­κό­νες σκέ­ψη· ἐκ­φρα­στι­κά, ὅμως, δέν προ­χώ­ρη­σαν πέ­ρα ἀπ’ τήν ἀλ­λη­γο­ρί­α.

Ἀ­κό­μη κι ὁ Φε­ρε­κύ­δης ὁ Σύ­ρι­ος, σύγ­χρο­νός του Θα­λῆ καί πο­λύ κον­τι­νός σέ τό­σες ἀ­πό­ψεις τοῦ πε­ρί Φύ­σης, αἰ­ω­ρεῖ­ται στήν ἐν­δι­ά­με­ση πε­ρι­ο­χή μύ­θου κι ἀλ­λη­γο­ρί­ας· φτά­νει, λ.χ., νά πα­ρο­μοι­ά­σει, τή γῆ μέ μί­α φτε­ρω­τή βε­λα­νι­διά πού πλα­νι­έ­ται στόν ἀ­έ­ρα μέ φτε­ροῦ­γες ἁ­πλω­μέ­νες, ἐνῶ ὁ Ζεύς, ἔχον­τας κα­τα­τρο­πώ­σει τόν Κρό­νο, πε­ρι­βάλ­λε­ται ἀ­πό ἕναν με­γα­λο­πρε­πῆ γιορ­τι­νό μαν­δύ­α στόν ὁ­ποῖον ἔ­χει κεν­τή­σει μέ τό χέ­ρι του τίς στε­ριές, τίς θά­λασ­σες καί τά πο­τά­μι­α.

Ἀ­πέ­ναν­τι σ’ ἕνα τέ­τοιο φι­λο­σο­φεῖν, βου­τηγ­μέ­νο στά σκο­τά­δια τῆς ἀλ­λη­γο­ρί­ας, πε­ρί­που ἔ­ξω ἀπ’ τή σφαῖ­ρα τοῦ ὁ­ρα­τοῦ, ὁ Θαλῆς ἄρ­χι­σε μέ δη­μι­ουρ­γι­κή ὁρ­μή νά βυ­θο­σκο­πεῖ τή Φύ­ση δί­χως τίς μυ­θο­πλα­σί­ες τῆς φαν­τα­σί­ας. Κι ἄν ἀ­κο­λού­θη­σε τό μο­νο­πά­τι τῆς ἐ­πι­στή­μης πρός ὅ,τι ἀ­πο­δεί­ξι­μο, σύν­το­μα τό ὑ­περ­πή­δη­σε — τυ­πι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του φι­λο­σο­φι­κοῦ νοῦ... Ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή λέ­ξη «σο­φός» μᾶς πη­γαί­νει ἐ­τυ­μο­λο­γι­κά στό sapio: δο­κι­μά­ζω· sapiens: ὁ δο­κι­μά­ζων· σίσ­υφος: ὁ ἄν­θρω­πος πού ἔ­χει ἐ­ξαι­ρε­τι­κά λε­πτή γευ­στι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα. Μι­ά ὀ­ξύ­τη­τα ἀν­τί­λη­ψης καί δι­ά­κρι­σης πραγ­μά­των συ­νι­στᾶ, λοι­πόν, τή λέ­ξη φι­λό­σο­φος, στήν πρώ­τη του δι­ά­στα­ση κα­τά τό <κοι­νό> γλωσ­σι­κό αἰ­σθη­τή­ρι­ο. Δέν εἶν’ αὐτό πού λέ­με «ξύ­πνιος» ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ἐ­κεί­νου πού ξέ­ρει νά προ­ω­θεῖ τ’ ἀ­το­μι­κά του συμ­φέ­ρον­τα. Πό­σα καί πό­σα θαυ­μα­στά καί σπά­νι­α, καί δύ­σκο­λα καί θεῖ­α δέ γνω­ρί­ζει ὁ Θαλῆς κι ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας, γρά­φει κά­που ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, μά κι ἀνώφελα, ἀφοῦ δέ νοι­ά­στη­κε κα­νείς τους γιά τ’ ἀν­θρώ­πι­να ἀ­γα­θά... Αὐτή ἀ­κρι­βῶς ἡ ἐ­κλο­γή καί το ξε­διά­λεγ­μα τοῦ σπά­νι­ου, τοῦ θαυ­μά­σι­ου, τοῦ δύ­σκο­λου καί τοῦ θεί­ου δι­α­κρί­νει τή φι­λο­σο­φί­α ἀπ’ τήν Ἐ­πι­στή­μη· ἡ τά­ση πρός τό ἀ­νω­φε­λές τήν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀπ’ τήν κοι­νή «ἐ­ξυ­πνά­δα».

Ἡ Ἐ­πι­στή­μη ἐ­φορ­μᾶ μέ τυ­φλό πά­θος —χω­ρίς νά ξε­δι­α­λέ­γει ἤ νά δι­α­θέ­τει λε­πτό γοῦ­στο— πρός ὅ,τι μπορεῖ νά γνω­ρί­σει, ἔ­χον­τας τήν ἰ­δέ­α πώς αὐτή ὅλα θά τά βρεῖ, πά­ση θυ­σί­α! Ἀν­τί­θε­τα, ἡ φι­λο­σο­φί­α ρέ­πει πρός ὅ,τι ἀ­ξί­ζει νά γνω­ρί­σει κα­νείς — κυ­νη­γά­ει τά με­γά­λα κι ἄξια. Μά τοῦ­τα εἶ­ναι ἔν­νοι­ες εὐ­με­τά­βλη­τες: ἄλ­λα ἐ­κτι­μᾶ ἡ Ἠ­θι­κή, ἄλ­λα ἡ Αἰ­σθη­τι­κή· ὁ­πό­τε, πρώ­τη-πρώ­τη δου­λειά τῆς φι­λο­σο­φί­ας εἶ­ναι νά ὁ­ρί­σει τί ἐ­στί με­γά­λο. Ξε­κι­νά­ει λοι­πόν ὡς νο­μο­θέ­της —δη­λα­δή «ὀ­νο­μα­το­θέ­της»— καί λέ­ει: «Α ὐ τ ό εἶ­ναι με­γά­λο», ὑ­ψώ­νον­τας ἔ­τσι τόν ἄν­θρω­πο πά­νω ἀπ’ τήν τυ­φλή του φι­λο­μά­θει­α. Ὁ­ρί­ζον­τας τό Με­γά­λο, ἡ φι­λο­σο­φί­α χα­λι­να­γω­γεῖ τήν ἀ­συγ­κρά­τη­τη ὁρ­μή του καί, κυ­ρί­ως, τοῦ πα­ρου­σιά­ζει τήν ἀ­νώτα­τη γνώ­ση —τή γνώ­ση τῆς πεμ­πτου­σί­ας τῶν πραγ­μά­τω­ν— ὡς κά­τι προ­σπε­λά­σι­μο, πού ἤδη τό ψαύ­ει! Ὅ­ταν λέ­ει λοι­πόν ὁ [Θαλῆς: «ὕ­δωρ τό πᾶν», ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­νασκιρ­τεῖ, δέ σέρ­νε­ται πιά κα­τα­γῆς ὡς φο­ρέ­ας τῶν εἰ­δι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν, σά λα­γω­νι­κό νά ἰ­χνη­λα­τεῖ τυ­φλά «γνώ­σεις», πα­ρά «ἰ­δε­ά­ζε­ται» ποῦ βρί­σκε­ται ὁ ὕ­στα­τος τῶν πραγμά­των δε­σμός, ὑ­περ­βαί­νον­τας τή συμ­βα­τι­κό­τη­τα τῶν κα­τώ­τε­ρων γνω­στι­κῶν συλ­λή­ψε­ων.

Ὅ φι­λό­σο­φος πα­λεύ­ει ν’ ἀ­φουγ­κρα­στεῖ μέ­σα του ὅλο τό ἠ­χη­τι­κό φά­σμα τοῦ Σύμ­παν­τος καί νά τό ἀ­να­με­ταδώ­σει μέ ἔν­νοι­ες· ἐνῶ ἀ­φή­νε­ται κά­πο­τε στά θέλ­γη­τρα τῆς θέ­α­σης σάν τόν ζω­γρά­φο, ἐνῶ κυ­ρι­εύ­ε­ται ἀπ’ τή συμ­πό­νια τοῦ θρή­σκου, τήν πε­ρι­έρ­γει­α τοῦ ἐ­πι­στή­μο­να πού ἐ­ρευ­νᾶ σκο­πούς κ’ αἰ­τι­ώ­δεις σχέ­σεις· ἐνῶ νοι­ώ­θει ταυ­τό­χρο­να νά δι­α­στέλ­λε­ται ὡς τά ὅρια τοῦ μα­κρό­κο­σμου, μπο­ρεῖ, πα­ρα­τα­ΰ­τα, καί πα­ρα­τη­ρεῖ νη­φά­λι­α καί ψυ­χρά τόν ἑ­αυ­τό του ὡς ἀν­τι­φέγ­γι­σμα τοῦ Συμ­παν­το­ς — θυ­μί­ζει τή νη­φα­λι­ό­τη­τα τοῦ δρα­μα­τουρ­γοῦ, πού ἐν­δύ­εται ἄλ­λες μορ­φές, μι­λά­ει μές ἀπ’ αὐτές, με­του­σι­ω­νό­μενος σέ στί­χους. Ὅ,­τι εἶν’ ὁ στί­χος γιά τόν ποι­η­τή, εἶ­ναι κ’ ἡ δι­α­λε­κτι­κή σκέ­ψη γιά τό φι­λό­σο­φο: πρός α ὐ τ ή ν ἁ­πλώ­νει τά χέ­ρια, προ­σπα­θών­τας νά συγ­κρα­τή­σει —νά πα­γι­ώ­σει— τό μα­γι­κό συ­ναί­σθη­μα πού νοι­ώ­θει. Κι ὅπως γιά τό δρα­μα­τουρ­γό ἡ λέ­ξη κι ὁ στί­χος εἶ­ναι μο­νά­χα ἕνα τραύ­λι­σμα μί­ας ξέ­νης γλώσ­σας, μέ τήν ὁ­ποία πα­λεύ­ει νά ἐκ­φρά­σει τί βί­ω­σε καί τί εἶ­δε, ἔ­τσι κ’ ἡ ἔκ­φρα­ση κά­θε βα­θι­ᾶς φι­λο­σο­φι­κῆς δι­αί­σθη­σης, μές ἀπ’ τή δι­α­λε­κτι­κή καί τόν ἐ­πι­στη­μο­νι­κό στο­χα­σμό, εἶ­ναι τό μό­νο μέ­σον γιά νά με­τα­δώ­σει κα­νείς σέ ἄλ­λους αὐτό πού εἶ­δε — μέ­σο πε­νι­χρό, κα­τά βά­θος, μι­ά με­τα­φο­ρι­κή καί δι­ό­λου πι­στή ἀ­πό­δο­ση τοῦ ἴ­διου βι­ώ­μα­τος σέ μι­άν ἄλ­λη σφαῖ­ρα, σε μι­άν ἄλ­λη γλῶσ­σα. Ἔ­τσι. ἀ­κρι­βῶς εἶ­δε ὁ [Θαλῆς τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν πραγ­μά­των. Γιά νά τή μοι­ρα­στεῖ, μί­λη­σε γιά τό ὕδωρ!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου