Η κατανόηση του έργου (β)
Θεμελιώδεις αρχές της ερμηνείας.— Από τη στιγμή, που η σκέψη ενός συγγραφέα αποκτά για μας ένα βάρος απεριόριστο, δεν επιτρέπεται να ξεχωρίζουμε με τη δική μας κρίση κάτι και να παρατάμε όλα τ’ άλλα˙ πρέπει κάθε λέξη να παίρνεται στα σοβαρά. Και όμως αυτό δεν σημαίνει, ότι όλες οι εξωτερικεύσεις του συγγραφέα έχουν την ίδια αξία. Οι εξωτερικεύσεις βρίσκονται μεταξύ τους σε μια σχέση ιεραρχική, μια σχέση όμως, που δεν μπορεί ν’ ανακαλυφθή, αν χρησιμοποιήσουμε ένα μέτρο, που πήραμε εμείς εκ των προτέρων μαζί μας. Το μέτρο πρέπει να προκύπτει μόνο από το σύνολο της σκέψεως του συγγραφέα.
Η ερμηνεία γίνεται με τη συσχέτιση θεμελιωδών φράσεων. Έτσι σχηματίζεται ένας πυρήνας, που μας δίνει έναν καθολικό προσανατολισμό και που με την πρόοδο της ερμηνείας επικυρώνεται ή αλλάζει, αλλά που σε κάθε στιγμή οδηγεί το διάβασμα σε μιαν οριστική και ουσιαστική κατανόηση μέσω των προβλημάτων, που παρακολουθούν τον αναγνώστη. Αυτό ισχύει στην περίπτωση του Nietzsche περισσότερο παρ’ ότι ισχύει σε κάθε άλλο φιλόσοφο, πρώτον λόγω της κομματιασμένης μορφής του έργου του, δεύτερον δε και προ πάντων λόγω του ότι κάθε σκέψη του Nietzsche είναι έμμεση και κινείται μ’ αυτόν τον έμμεσο χαρακτήρα της ανάμεσα στο φαινομενικά απόλυτα θετικό και στο φαινομενικά απόλυτα αρνητικό.
Για να καταλάβει κανείς σωστά τον Nietzsche έχει ανάγκη από το αντίθετο εκείνου, προς το οποίον φαίνεται το διάβασμα των έργων του να παρασύρει: στον Nietzsche δεν οδηγεί η παραδοχή των αποφασιστικών ισχυρισμών του ως τελευταίων αληθειών, που πρέπει να μείνουν άθικτες˙ στον Nietzsche οδηγεί η μεγάλη και βαθειά αναπνοή, που δίνει τη δύναμη να ρωτάει κανείς όλο και περισσότερα, ν’ ακούει διαρκώς και κάτι άλλο, κάτι αντίθετο και που διατηρεί ακέραιη την ένταση των δυνατοτήτων. Στην ουσιαστική αφομοίωση του Nietzsche δεν μας οδηγεί η θέληση για αλήθεια, η θέληση εκείνη, που ζητάει να κατέχει την αλήθεια σαν κάτι οριστικά σταθερό, αλλά μια διαφορετική θέληση για αλήθεια, εκείνη, που βγαίνει από το βάθος και ζητάει να πάει στο βάθος, που εκθέτει τον εαυτό της σε κάθε αμφιβολία, που δεν κλείνει ως προς κανένα συστατικό της στοιχείο και που ξέρει να περιμένει.
Για να μελετηθή λοιπόν η σκέψη του Nietzsche ερμηνευτικά, πρέπει να συνδυάζονται παντού όλες οι εξωτερικεύσεις του, που αναφέρονται στο ίδιο πράγμα. Η ανεύρεση όμως του υλικού, που ερμηνεύεται με τον αμοιβαίο συσχετισμό, που το ένα κομμάτι του χρησιμεύει για να εντείνει ή να περιορίσει το άλλο που έχει μέσα του μια συνοχή, δεν επιτυγχάνεται απλώς με τη συλλογή των χωρίων, που συνδέονται με τη χρήση της ίδιας λέξεως—αν και αυτό βγαίνει επίσης σε καλό, εφ’ όσον διευκολύνει κάπως μ’ ένα άνετο δρόμο τον σχηματισμό του καταλόγου—, αλλ’ επιτυγχάνεται τελειωτικά μόνο μ’ έναν ουσιαστικόν συσχετισμό, που η μνήμη μπορεί κατά το διάβασμα να εξασφαλίσει.
Μόνο με τον συστηματικό κόπο αυτού του συσχετισμού μπορεί να φθάσει κανείς να ιδεί όσα πρόκειται αμέσως νά τονίσουμε:
1. Όλα όσα λέει ο Nietzsche φαίνεται σαν να αναιρούνται από άλλες εξωτερικεύσεις του. Το ότι αντιφάσκει με τον εαυτό του, αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της σκέψεως του Nietzsche. Παράλληλα σχεδόν σε κάθε κρίση του βρίσκουμε διατυπωμένο και κάτι, που αντιτίθεται σ’ αυτήν, φαίνεται σαν νάχει για όλα δυο γνώμες. Γι’ αυτό μπορεί ο καθένας για ό,τι θέλει να παραπέμψει στον Nietzsche. Κι oι δυο μερίδες θα μπορούσαν να τον επικαλεσθούν: οι άθεοι και oι πιστοί, oι συντηρητικοι και oι επαναστάτες, oι σοσιαλιστές και οι ατομιστές, οι μεθοδικοί επιστήμονες και oι ονειροπόλοι, oι πολιτικοί άνθρωποι κι εκείνοι, που δεν έχουν διάθεση πολιτική, το ελεύθερο πνεύμα και ο φανατικός. Γι’ αυτό ακριβώς βγάζουν μερικοί το συμπέρασμα, ότι ο Nietzsche είναι συγκεχυμένος, ότι δεν παίρνει τίποτε στα σοβαρά, ότι παραδίνεται στις στιγμιαίες εμπνεύσεις του˙ δεν αξίζει λοιπόν να παίρνουμε κι εμείς στα σοβαρά αυτή την φλυαρία, που δεν δεσμεύεται από τίποτε.
Κι όμως: ίσως να πρόκειται συχνά για αντιφάσεις που δεν είναι τυχαίες. Ίσως τα διλήμματα, στα οποία είναι συνηθισμένος ο αναγνώστης και που είναι από το μυαλό βγαλμένα και μας υποδεικνύουν τις αντιφάσεις, ίσως να μην είναι τα διλήμματα αυτά τίποτε άλλο παρά μερικές απλοποιήσεις της υπάρξεώς μας, που οδηγούν σε πλάνες. Αν μένει το μυαλό —και μάλιστα αναγκαστικά— προσκολλημένο στο προσκήνιο της υπάρξεως, ίσως είναι μοιραίο στην περίπτωση αυτή, εφ’ όσον δεν μπορεί το μυαλό ν’ αναζητήσει την ύπαρξη παρά μόνο στο προσιτό στα μάτια του προσκήνιο και εφ’ όσον οπωσδήποτε ζητάει να βρει την αλήθεια, είναι μοιραίο ν’ αποκαλύπτεται η ύπαρξη κάτω από τη μορφή του αντιφατικού. Η αντίφαση που παρουσιάζεται έτσι, θάπρεπε να θεωρηθή σαν να προκύπτει από τα πράγματατα τα ίδια, σαν αναγκαία, σαν σημείο αλήθειας κι όχι κακού τρόπου σκέψεως.
Ο σκοπός της ερμηνείας είναι πάντως ν’ αναζητάει τις αντιφάσεις σε όλες τις μορφές, να μην ικανοποιήται ποτέ, εφ’ όσον δεν αποκαλύφθηκε η αντίφαση, να συλλαμβάνει μάλιστα ίσως τις αντιφάσεις στην αναγκαιότητά τους. Αντί να σκωντάφτει κανείς απλώς επάνω σε αντιφάσεις, προτιμότερο είναι ν’ αναζητάει την πηγή της αντιφατικότητας.
2. Όσον αφορά τις ατέλειωτες επαναλήψεις, το πράγμα είναι ακόμα απλούστερο. Εφ’ όσον είναι ανάγκη να τυπωθή καθετί, που έγραψε ο Nietzsche οποτεδήποτε, για να γίνει προσιτή σε μας η σκέψη του, φυσικό είναι να σημειώνονται επαναλήψεις. Στις επαναλήψεις αυτές πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις τροποποιήσεις, με τις όποιες χάνει μια βασική σκέψη τη στεγνή οριστικότητα, που έχει σε ορισμένες διατυπώσεις υποστή. Κυρίως όμως μπορεί ν’ αποδειχθή, ποια είναι τα πράγματα εκείνα, που χρειάζονται να μνημονευθούν εκατό φορές από τον Nietzsche για να γίνει δυνατή η καθεμιά από τις διατυπώσεις, και ποια αντιθέτως εκείνα, που με μια μόνο διατύπωση αποκτούν ίσως σημασία. Μόνο η συνειδητή γνώση των επαναλήψεων μας κάνει ικανούς να προσέξουμε τις μοναδικές αυτές εκφράσεις.
3. Η δυσαρέσκεια, που γεννούν οι αντιφάσεις, και η ανυπομονησία, που προκαλεί το γεγονός, ότι oι σκέψεις φαίνονται σαν να διατυπώνονται κατ’ αρέσκειαν, αποτελούν ακριβώς την αφορμή, που μας ωθεί, να φθάσουμε στην πραγματική διαλεκτική, που από μέσα της ακριβώς, συμμετέχοντας στην κίνηση, που δεν έρχεται καθαρά στην επιφάνεια, κατορθώνουμε να μάθουμε τι θέλει ο Nietzsche. Έτσι μαθαίνουμε ότι ο Nietzsche, χωρίς να κυριαρχεί συνειδητά επάνω σε όλες τις δυνατότητες του υπαρκτού και του νοητού, πορεύεται εντούτοις τους δρόμους, που είναι αναγκαστικά μέσα τους. Το διαλεκτικό ξεκαθάρισμα προχωρεί όσο βρίσκουμε μέσα από τα διάφορα κείμενα τα κομμάτια εκείνα, που, λόγω του ουσιαστικού περιεχομένου των, ανήκουν μαζί. Πάντως δεν φθάνει μια λογική αντίληψη του πράγματος˙ το διαλεκτικό ξεκαθάρισμα επιτυγχάνεται ως επέκταση του φωτιζόμενου χώρου δυνατής υπάρξεως. Όποιος δεν έχει υπομονή στην προσπάθεια, που τείνει να συλλάβει τις λογικές και ουσιαστικές σχέσεις, και δεν έχει τον πλούτο των δυνατοτήτων στην κίνηση της ίδιας του της ψυχής, δεν θα μπορέσει ποτέ να διαβάσει τον Nietzsche έτσι, ώστε να έχει νόημα το διάβασμα του.
4. Επίσης μέσα από το έργο του Nietzsche προβάλλει ένα όλον, που όμως είναι ανέφικτο, αλλά που ωθεί, σαν ερώτηση, που διαρκώς γίνεται πιο έντονη, προς το ένα ουσιαστικό κέντρο της όλης σκέψεως του Nietzschε και μάλιστα ανάμεσα από όλες τις δυνατές φάσεις. Δεν πρόκειται για μια έννοια, ούτε για μια εικόνα του κόσμου, ούτε για ένα σύστημα, αλλά πρόκειται για το πάθος, που τείνει στην αναζήτηση του όντος, για ένα πάθος, που εκδηλώνεται σαν ανατεταμένη κίνηση προς το καθ’ αυτό αληθινό και σαν μια αμείλικτη κριτική, που όλο και οδηγεί σε μιαν υπερνίκηση. Αν βρεθούμε μπροστά σε φράσεις, που στην συνυπαγωγή τους κάτω από το ίδιο νόημα αποτελούν το μέσον για να καταλάβουμε και κάτι άλλο, τότε πρέπει πάντως να προσέξουμε στην εξής ουσιαστική διάκριση: πρέπει να ξεχωρίσουμε τις συστηματικές ολότητες των απλών θεωριών, που δεν είναι παρά μια απλή λειτουργία του γενικού όλου, από το όλον εκείνο, που περιλαμβάνει υπαρξιακά τα πάντα και που δεν είναι μια θεμελιώδης θεωρία, αλλ’ ένα θεμελιώδες κίνητρο. Μ’ ένα σωστό συνδυασμό των φράσεων μπορούν και τα δυο να διαφωτισθούν, ώστε να είναι δυνατόν ο πλούτος του ειδικού να ταξινομηθή γύρω από την οριστικότητα της θεμελιώδους αρχής. Ανεξάντλητη είναι αυτή η έρευνα, που ζητάει το όλον και που πετυχαίνει στα ερωτήματα και στις συλλήψεις των εννοιών και αντικειμένων μόνον, αν ξεκινήσει επίσης από το όλον.
Μόνο με μια τέτοια ερμηνεία, που είναι προσανατολισμένη στο όλον, μπορεί να βγάλει κανείς μέσα από τον ίδιο τον Nietzsche το μέτρο, με το οποίον είναι δυνατό να ταξινομηθούν oι φράσεις του αξιολογικά ανάλογα με το βάρος τους, ανάλογα με τον ουσιαστικό ή δευτερεύοντα χαρακτήρα τους, ανάλογα με την πετυχημένη ή παραστρατημένη τροπολογία τους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου