Αρκεί εγώ να πετάξω από πάνω μου τα φθαρμένα.
Ό, τι βρώμικο κόλλησε στη ψυχή μου και την μολύνει.
Να το αρπάξω με δύναμη και να το κάψω στην πυρά.
Εκεί που καίγονται οι αμαρτίες.
Εκεί που εξαγνίζονται τα σφάλματα.
Εκεί που από τις στάχτες σου ξαναγεννιέσαι νεότερος και καλύτερος.
Την πιο βαθιά μου νύχτα την περπάτησα με μικρά βήματα.
Βαριά.
Σιδερένια.
Τα όνειρά μου έμειναν άστρα σβηστά.
Μόνος, εγώ κι οι φόβοι μου να κολυμπάμε στο σκοτάδι.
Ώσπου στο τέλος γίναμε ένα.
Χωρίς ελπίδα.
Χωρίς ανάσα.
Χωρίς χαρά.
Μόνο ένα ζευγάρι μάτια έμειναν ανοιχτά ν’ ανιχνεύουν την έξοδο από την σκοτεινιά.
Όλα τ’ άλλα έκλεισαν.
Σφραγίστηκαν από την σιωπή και την πάλη.
Ο δυσκολότερος αγώνας ήταν να νικήσω τους φόβους μου.
Κι αυτό το κατόρθωσα, όταν όλοι κοιμόνταν.
Όταν όλα ησύχαζαν.
Τότε στη μεγαλύτερη μου απελπισία μαζί με το νεκρό έκοψα και το ζωντανό μου κομμάτι.
Δεν πόνεσα περισσότερο από άλλοτε.
Όχι, αφού σύρθηκα στα πιο πηχτά σκοτάδια του μυαλού.
Το έκοψα και να που αρχίζει να ξημερώνει.
Μια νέα μέρα.
Ένας νέος χρόνος.
Ένας άλλος εαυτός.
Η σκλαβιά τελείωσε. Την εξέτισα την ποινή μου.
Το χαμόγελο που άφησα κρεμασμένο στην ντουλάπα περιμένει να το φορέσω.
Τ’ άλλα τα χάρτινα που μου καρφίτσωνες, διαλύθηκαν με τις πρώτες καταιγίδες.
Μετά την μεγαλύτερη νύχτα μου, έχω ένα ατελείωτο πρωινό για να ζήσω.
Και να σε αφήσω πίσω, χωρίς τύψεις, εκεί που μ’ έριξες εσύ συνειδητά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου