Η μετάβαση από την επιθυμία στον έρωτα γίνεται με ένα είδος «μπολιάσματος»: μπολιάζεται το άγριο δέντρο, η φυσική ορμή, μ’ ένα ήμερο κλαδί, προϊόν μακράς και επίπονης καλλιέργειας, δηλαδή με την τρυφερότητα, τη στοργή, την εμπιστοσύνη, το θαυμασμό (και τα τρία θα τα έλεγα με μια λέξη: «αγάπη», ευτυχής που υπάρχει στην εθνική μου γλώσσα χωριστή ονομασία γι’ αυτή την συναισθηματική ομάδα), και αν το μπόλι πιάσει (δυστυχώς πιάνει πολύ σπάνια), αναπτύσσεται ένα νέο φυτό που δίνει θαυμάσια λουλούδια: ο έρωτας.
Και πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι η έλξη μας από το πρόσωπο που «αγαπούμε» δεν βρίσκεται στο επίπεδο της απλής επιθυμίας παρά είναι γνήσια ερωτική;
Από τα κριτήρια που έχει δώσει η ανάλυση και η πείρα, θα απαριθμήσω τα σπουδαιότερα κατά τη γνώμη μου.
Α. Η επιθυμία είναι κεντρομόλος ο έρωτας φυγόκεντρος.
Για τη φυσική ορμή ο «άλλος» είναι «αντικείμενο» που υπάρχει και λογαριάζεται μόνο ως μέσον για την ικανοποίηση μιας «δικής» μου ανάγκης. Ο άνθρωπος που επιθυμεί είναι γεμάτος από την επιθυμία του αυτή μόνο τον ενδιαφέρει και τον απασχολεί, αυτή δεσπόζει στις σχέσεις του με τους άλλους. Ο ορίζοντας της ψυχής του είναι κλειστός. – στον έρωτα η ροπή αντιστρέφεται, η κίνηση διευθύνεται προς έναν αυθύπαρκτο «άλλο» που καλεί το «εγώ» να στραφεί προς αυτόν και να ενωθεί μαζί του. Το πρόσωπο που αγαπώ ερωτικά υπάρχει απέναντι μου όχι απλώς ως ισάξιο, αλλά ως περισσότερο άξιο από μένα. Καθώς έλκομαι απ’ αυτό, θεωρώ ευτυχία μου το προνόμιο ότι μπορώ να του δοθώ ολόκληρος.
Β. Στον έρωτα όσο περισσότερο δίνεται κανείς, τόσο πλουσιότερος επιστρέφει στον εαυτό του.
Με την επιθυμία, συμβαίνει το αντίθετο: όσο παίρνεις από τον «άλλο», τόσο χάνεις τον εαυτό σου, αδειάζεις και φτωχαίνεις. Όποιος αρπάζει σα λάφυρο το «αντικείμενο» της επιθυμίας του και το νέμεται με βουλιμία, ληστεύεται από την ίδια την ηδονή του και ενώ όλο «παίρνει», το έχει του διαρκώς λιγοστεύει. Αντίθετα εκείνος που προσφέρεται ερωτικά, αισθάνεται ότι πολλαπλασιάζεται αι περισσεύει το έχει του. Το παράδοξο τούτο είναι της ερωτικής μαγείας το έργο. Δίνεσαι, θυσιάζεσαι για τον «άλλο», και όμως – επειδή εδώ λειτουργεί ένας άλλος νόμος και όχι ο φυσικός – τώρα είσαι πιο στερεός και πιο σίγουρος.
Γ. Η ερωτική σχέση, όταν ιδρυθεί και ευδοκιμήσει, είναι και για τους δύο όρους της ευφρόσυνη και δημιουργική, γόνιμη σε έργα που τιμούν τον άνθρωπο.
Χαρίζει ευτυχία και αυτοπεποίθηση, παρορμά σε δράση θετική, φωτίζει τη ζωή μ’ ένα εσωτερικό φως. Αντίθετα η επιθυμία, όταν μένει χωρίς έλεγχο, όρεξη άπληστη και τυφλή, κατεβάζει χαμηλά το επίπεδο των απαιτήσεων, εμπνέει μικρόχαρες σκέψεις, οδηγεί στη βαναυσότητα, στην πνευματική στειρότητα, στην ηθική αναπηρία. Γίνεται ο φαύλος κύκλος μιας διαλεκτικής που όταν μας παρασύρει ο τροχός της, ζούμε –όπως ακούσαμε τον Kierkegaard να λέγει – δίπλα από τον εαυτό μας, όχι μέσα στον εαυτό μας. Ούτε πλήρωση λοιπόν πραγματική μπορούμε να περιμένουμε από την άνευ όρων παράδοσή μας στην επιθυμία, ούτε ευτυχία.
Δ. Η επιθυμία δημιουργεί σχέσεις απρόσωπες, ενώνει όλους μέσα στην ανωνυμία (μας εξισώνει προς τα «κάτω»).
Αντίθετα ο έρωτας είναι σχέση που συνάπτεται μόνο μεταξύ ορισμένων, επώνυμων προ (μας διαφοροποιεί προς τα «άνω»). Άλλο σωματοψυχική οργανική υπόσταση, και άλλο ύπαρξη προσωπική. H πρώτη είναι μια φυσική έννοια, μονάδα μέσα σε πλήθος ομοειδών όντων, η δεύτερη είναι έννοια ηθική, άτομο με πνευματικές ανάγκες και αξιώσεις, με δική του ιστορία, ιδιόρρυθμο και ανεπανάληπτο. Πρόσωπο δεν είναι «ο οποιοσδήποτε», αλλά «κάποιος», μορφή ορισμένη από την τροχιά της προσωπικής ζωής και σφραγισμένη από το πεπρωμένο της, συνείδηση ηθική, πνευματική φυσιογνωμία με τη δική της τοποθέτηση απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ζωής.
Αντίθετα λοιπόν προς την επιθυμία που δεν «εκλέγει» τον έτερο, ο έρωτας απαιτεί τη θερμή και αμοιβαία προσήλωση επώνυμων, «εκλεκτών» όντων που υψώθηκαν έως τη στάθμη της προσωπικής ύπαρξης χάρη στο ηθικό τους ποιόν.
Ε. Οι σχέσεις που συνάπτονται με την επιθυμία είναι «κατά συμβεβηκός».
Τμηματικές, προσωρινές, τυχαίες και για τούτο, όταν ο δεύτερος όρος αλλάζει (άλλο «αντικείμενο» παίρνει τη θέση του προηγούμενου), η κατάσταση δεν μεταβάλλεται ριζικά, εξακολουθεί να είναι όπως και πριν (η τυχόν διαφορά περιορίζεται στον βαθμό της ικανοποίησης). Αντίθετα, ο ερωτικός είναι δεσμός «αναγκαίος» – ολικός, διαρκής και ουσιαστικός, επειδή ανάμεσα στα πρόσωπα που ενώνει υπάρχει ένα είδος «προκαταστημένης αρμονίας»: αμοιβαία κατανόηση και εκτίμηση, παραδοχή κοινών μέτρων, αναγνώριση κοινής κλίμακας αξιών, συνεργασία σ’ ένα κοινό πρόγραμμα ζωής. Ο ένας αισθάνεται, σκέπτεται, θέλει δια του άλλου, σα να υπάρχει μια ευαισθησία, μια συνείδηση, μια βούληση μοιρασμένη σε δύο πρόσωπα, σα να είναι το ένα πρόσωπο συνέχεια και συμπλήρωση του άλλου. Μόνο στον έρωτα μιλούμε για «ολοκλήρωση» της προσωπικής ύπαρξης.
Tο συμπέρασμα από την ανάλυσή μας είναι –πιστεύω- ότι κακώς ταυτίζεται η επιθυμία με τον έρωτα. Ο έρωτας αρχίζει από την επιθυμία, αλλά δεν στέκεται σ’ αυτήν, πηγαίνει πιο πέρα, ορθότερα: παραπάνω.
Από το ζευγάρωμα που είναι μια φυσιολογική ανάγκη (στην ωμή γλώσσα του ο βιολόγος θα την έλεγε υπόθεση αδένων), ο άνθρωπος με την καλαισθησία του, με τις ηθικές του αξιώσεις, με τη λάμψη του πνεύματός του, με τη δημιουργική του ορμή προχωρεί σε κάτι «άλλο» (τον έρωτα) που στηρίζεται βέβαια στην αρχική βάση αλλά και την υπερβαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου