Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (515e-517e)

[515e] Οὐκοῦν κἂν εἰ πρὸς αὐτὸ τὸ φῶς ἀναγκάζοι αὐτὸν βλέπειν, ἀλγεῖν τε ἂν τὰ ὄμματα καὶ φεύγειν ἀποστρεφόμενον πρὸς ἐκεῖνα ἃ δύναται καθορᾶν, καὶ νομίζειν ταῦτα τῷ ὄντι σαφέστερα τῶν δεικνυμένων;Οὕτως, ἔφη.
Εἰ δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐντεῦθεν ἕλκοι τις αὐτὸν βίᾳ διὰ τραχείας τῆς ἀναβάσεως καὶ ἀνάντους, καὶ μὴ ἀνείη πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, ἆρα οὐχὶ ὀδυνᾶσθαί τε [516a] ἂν καὶ ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον, καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι, αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ᾽ ἂν ἓν δύνασθαι τῶν νῦν λεγομένων ἀληθῶν;
Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, ἐξαίφνης γε.
Συνηθείας δὴ οἶμαι δέοιτ᾽ ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι. καὶ πρῶτον μὲν τὰς σκιὰς ἂν ῥᾷστα καθορῷ, καὶ μετὰ τοῦτο ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα, ὕστερον δὲ αὐτά· ἐκ δὲ τούτων τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ αὐτὸν τὸν οὐρανὸν νύκτωρ ἂν ῥᾷον θεάσαιτο, προσβλέπων τὸ τῶν [516b] ἄστρων τε καὶ σελήνης φῶς, ἢ μεθ᾽ ἡμέραν τὸν ἥλιόν τε καὶ τὸ τοῦ ἡλίου.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Τελευταῖον δὴ οἶμαι τὸν ἥλιον, οὐκ ἐν ὕδασιν οὐδ᾽ ἐν ἀλλοτρίᾳ ἕδρᾳ φαντάσματα αὐτοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸν καθ᾽ αὑτὸν ἐν τῇ αὑτοῦ χώρᾳ δύναιτ᾽ ἂν κατιδεῖν καὶ θεάσασθαι οἷός ἐστιν.
Ἀναγκαῖον, ἔφη.
Καὶ μετὰ ταῦτ᾽ ἂν ἤδη συλλογίζοιτο περὶ αὐτοῦ ὅτι οὗτος ὁ τάς τε ὥρας παρέχων καὶ ἐνιαυτοὺς καὶ πάντα [516c] ἐπιτροπεύων τὰ ἐν τῷ ὁρωμένῳ τόπῳ, καὶ ἐκείνων ὧν σφεῖς ἑώρων τρόπον τινὰ πάντων αἴτιος.
Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐπὶ ταῦτα ἂν μετ᾽ ἐκεῖνα ἔλθοι.
Τί οὖν; ἀναμιμνῃσκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει αὑτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;
Καὶ μάλα.
Τιμαὶ δὲ καὶ ἔπαινοι εἴ τινες αὐτοῖς ἦσαν τότε παρ᾽ ἀλλήλων καὶ γέρα τῷ ὀξύτατα καθορῶντι τὰ παριόντα, καὶ μνημονεύοντι μάλιστα ὅσα τε πρότερα αὐτῶν καὶ ὕστερα [516d] εἰώθει καὶ ἅμα πορεύεσθαι, καὶ ἐκ τούτων δὴ δυνατώτατα ἀπομαντευομένῳ τὸ μέλλον ἥξειν, δοκεῖς ἂν αὐτὸν ἐπιθυμητικῶς αὐτῶν ἔχειν καὶ ζηλοῦν τοὺς παρ᾽ ἐκείνοις τιμωμένους τε καὶ ἐνδυναστεύοντας, ἢ τὸ τοῦ Ὁμήρου ἂν πεπονθέναι καὶ σφόδρα βούλεσθαι «ἐπάρουρον ἐόντα θητευέμεν ἄλλῳ ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ» καὶ ὁτιοῦν ἂν πεπονθέναι μᾶλλον ἢ ᾽κεῖνά τε δοξάζειν καὶ ἐκείνως ζῆν;
[516e] Οὕτως, ἔφη, ἔγωγε οἶμαι, πᾶν μᾶλλον πεπονθέναι ἂν δέξασθαι ἢ ζῆν ἐκείνως.
Καὶ τόδε δὴ ἐννόησον, ἦν δ᾽ ἐγώ. εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο, ἆρ᾽ οὐ σκότους ‹ἂν› ἀνάπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἥκων ἐκ τοῦ ἡλίου;
Καὶ μάλα γ᾽, ἔφη.
Τὰς δὲ δὴ σκιὰς ἐκείνας πάλιν εἰ δέοι αὐτὸν γνωματεύοντα διαμιλλᾶσθαι τοῖς ἀεὶ δεσμώταις ἐκείνοις, ἐν ᾧ ἀμβλυώττει, [517a] πρὶν καταστῆναι τὰ ὄμματα, οὗτος δ᾽ ὁ χρόνος μὴ πάνυ ὀλίγος εἴη τῆς συνηθείας, ἆρ᾽ οὐ γέλωτ᾽ ἂν παράσχοι, καὶ λέγοιτο ἂν περὶ αὐτοῦ ὡς ἀναβὰς ἄνω διεφθαρμένος ἥκει τὰ ὄμματα, καὶ ὅτι οὐκ ἄξιον οὐδὲ πειρᾶσθαι ἄνω ἰέναι; καὶ τὸν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καὶ ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσὶ δύναιντο λαβεῖν καὶ ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἄν;
Σφόδρα γ᾽, ἔφη.
Ταύτην τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν εἰκόνα, ὦ φίλε Γλαύκων, [517b] προσαπτέον ἅπασαν τοῖς ἔμπροσθεν λεγομένοις, τὴν μὲν δι᾽ ὄψεως φαινομένην ἕδραν τῇ τοῦ δεσμωτηρίου οἰκήσει ἀφομοιοῦντα, τὸ δὲ τοῦ πυρὸς ἐν αὐτῇ φῶς τῇ τοῦ ἡλίου δυνάμει· τὴν δὲ ἄνω ἀνάβασιν καὶ θέαν τῶν ἄνω τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδον τιθεὶς οὐχ ἁμαρτήσῃ τῆς γ᾽ ἐμῆς ἐλπίδος, ἐπειδὴ ταύτης ἐπιθυμεῖς ἀκούειν. θεὸς δέ που οἶδεν εἰ ἀληθὴς οὖσα τυγχάνει. τὰ δ᾽ οὖν ἐμοὶ φαινόμενα οὕτω φαίνεται, ἐν τῷ γνωστῷ τελευταία ἡ τοῦ [517c] ἀγαθοῦ ἰδέα καὶ μόγις ὁρᾶσθαι, ὀφθεῖσα δὲ συλλογιστέα εἶναι ὡς ἄρα πᾶσι πάντων αὕτη ὀρθῶν τε καὶ καλῶν αἰτία, ἔν τε ὁρατῷ φῶς καὶ τὸν τούτου κύριον τεκοῦσα, ἔν τε νοητῷ αὐτὴ κυρία ἀλήθειαν καὶ νοῦν παρασχομένη, καὶ ὅτι δεῖ ταύτην ἰδεῖν τὸν μέλλοντα ἐμφρόνως πράξειν ἢ ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ.
Συνοίομαι, ἔφη, καὶ ἐγώ, ὅν γε δὴ τρόπον δύναμαι.
Ἴθι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τόδε συνοιήθητι καὶ μὴ θαυμάσῃς ὅτι οἱ ἐνταῦθα ἐλθόντες οὐκ ἐθέλουσιν τὰ τῶν ἀνθρώπων πράττειν, ἀλλ᾽ ἄνω ἀεὶ ἐπείγονται αὐτῶν αἱ ψυχαὶ διατρίβειν· [517d] εἰκὸς γάρ που οὕτως, εἴπερ αὖ κατὰ τὴν προειρημένην εἰκόνα τοῦτ᾽ ἔχει.
Εἰκὸς μέντοι, ἔφη.
Τί δέ; τόδε οἴει τι θαυμαστόν, εἰ ἀπὸ θείων, ἦν δ᾽ ἐγώ, θεωριῶν ἐπὶ τὰ ἀνθρώπειά τις ἐλθὼν κακὰ ἀσχημονεῖ τε καὶ φαίνεται σφόδρα γελοῖος ἔτι ἀμβλυώττων καὶ πρὶν ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ ἀναγκαζόμενος ἐν δικαστηρίοις ἢ ἄλλοθί που ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν τοῦ δικαίου σκιῶν ἢ ἀγαλμάτων ὧν αἱ σκιαί, καὶ διαμιλλᾶσθαι [517e] περὶ τούτου, ὅπῃ ποτὲ ὑπολαμβάνεται ταῦτα ὑπὸ τῶν αὐτὴν δικαιοσύνην μὴ πώποτε ἰδόντων;
Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν θαυμαστόν, ἔφη.

***
[515e] Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε κανείς να στρέψει τα μάτια του στο ίδιο το φως, δε θα του πονούσαν τα μάτια και δε θα ᾽φευγε για να ξαναγυρίσει πάλι σε κείνα που μπορεί να βλέπει και δε θα νόμιζε πως εκείνα είναι πραγματικώς καθαρότερα και αληθινότερα απ᾽ αυτά που του δείχνουν;
Έτσι βέβαια.
Κι αν τέλος τον ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτρόχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξει έξω στο φως του ήλιου, άραγε δε θα τραβούσε μαρτύρια [516a] και δε θ᾽ αγανακτούσε όσο τον έσερναν, κι όταν θα ᾽φτανε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ᾽ τη φεγγοβολή, θα μπορούσε να δει και ένα καν απ᾽ όσα εμείς λέμε τώρα αληθινά;
Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστο εξαφνικά.
Θα χρειάζονταν πραγματικώς να συνηθίσει πρώτα, για να κατορθώσει να βλέπει καθαρά όσα είναι εκεί επάνω· και στην αρχή θα μπορούσε να βλέπει ευκολότερα τις σκιές, έπειτα επάνω στα νερά τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων, και στερνά κι αυτά τα ίδια· κατόπι απ᾽ αυτά κι όσα είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να στραφεί ή να κοιτάξει τη νύχτα ευκολότερα, [516b] με το φως του φεγγαριού και των άστρων, παρά την ημέρα με τον ήλιο και το φως του.
Πώς όχι;
Και τελευταία, θα μπορούσε να ιδεί, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο, όχι μέσα στα νερά ή σε άλλη θέση τα είδωλά του, αλλ᾽ αυτόν καθαυτόν στη θέση του, και να παρατηρήσει τί λογής είναι.
Αναγκαστικά.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά θα ᾽κανε τη σκέψη γι᾽ αυτόν πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς και [516c] διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε έτσι, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.
Είναι φανερό πως σ᾽ αυτό το συμπέρασμα θα ᾽φτανε σιγά σιγά.
Και τί λοιπόν; όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συνδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι᾽ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;
Και πολύ μάλιστα.
Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θα᾽ χε ισχυρότερη όραση να βλέπει ό,τι θα περνούσε εμπρός του, και να θυμάται ποιά συνηθίζουν να περνούν πρώτα, ποιά κατόπι τους [516d] και ποιά μαζί μαζί και έτσι να ήταν σε θέση να μαντεύει καλύτερα από κάθε άλλο τίνος θα είναι η σειρά του να παρουσιαστεί, τί λες; θα είχε καμιά επιθυμία για όλ᾽ αυτά και θα ζήλευε εκείνους που έτσι ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλλους; ή δε θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σ᾽ έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ίδιες τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω;
[516e] Κάθε άλλο κι εγώ παραδέχομαι πως θα προτιμούσε να πάθει παρά να ζει μ᾽ εκείνον τον τρόπο.
Βάλε τώρα στο νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δε θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θα ᾽ρχόταν ξαφνικά από τον ήλιο;
Και πολύ βέβαια.
Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγεί με ᾽κείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε [517a] πριν αποκατασταθεί τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίσει, δεν θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλια και δε θα ᾽λεγαν γι᾽ αυτόν πως γύρισε από κει πάνω π᾽ ανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάσει κανείς ν᾽ ανεβεί εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;
Χωρίς άλλο.
Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, [517b] πρέπει να την εφαρμόσεις σ᾽ όλα που λέγαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσεις αυτό τον κόσμο που βλέπομε με την όραση με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και την αντιλαμπή της φωτιάς μες σ᾽ αυτήν με τη δύναμη του ήλιου· αν ακόμα δεχτείς πως εκείνος ο δεσμώτης που ανεβαίνει εδώ πάνω και βλέπει όσα βλέπει παρασταίνει το ανέβασμα της ψυχής από τον ορατό στον νοητό κόσμο, θα είσαι μέσα σε κείνο που πιστεύω εγώ τουλάχιστο, αφού αυτό επιθυμούσες ν᾽ ακούσεις. Κι ο θεός πια το ξέρει αν τυχαίνει να είναι αληθινή η ιδέα μου. Οπωσδήποτε για μένα έτσι φαίνονται πως είναι αυτά: πως μέσα στο νοητό κόσμο τελευταία που παρουσιάζεται [517c] είναι η ιδέα του αγαθού, μόλις και μετά βίας ορατή· όταν όμως μια φορά τη δει κανείς, δεν μπορεί να μη συμπεράνει πως αυτή είναι γενικώς η αιτία του κάθε καλού και ωραίου, πως αυτή είναι που γέννησε και μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και μέσα στον νοητό αυτή είναι η δέσποινα που χαρίζει την αλήθεια και το νου, και ότι σ᾽ αυτήν πρέπει να αποβλέπει όποιος το έχει σκοπό με φρόνηση να κυβερνηθεί και στον ιδιωτικό του και στο δημόσιο βίο.
Συμμερίζομαι κι εγώ τη γνώμη σου, με τον τρόπο τουλάχιστο που μπορώ.
Έλα τώρα λοιπόν να συμμεριστείς κι αυτήν ακόμα τη γνώμη και να μην παραξενεύεσαι αν όσοι έφτασαν ως εδώ δε βρίσκουν πια ευχαρίστηση να καταγίνουνται με τις συνηθισμένες ανθρώπινες ασχολίες, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να ζουν πάντα εκεί επάνω οι ψυχές των· [517d] και είναι φυσικό να γίνεται έτσι, αν πάλι είναι σύμφωνο κι αυτό με την εικόνα που είπαμε πριν.
Είναι βέβαια φυσικό.
Τί λοιπόν; σου φαίνεται τίποτα παράξενο, αν ένας που κατεβαίνει από εκείνη τη θεϊκιά θεωρία στις ανθρώπινες αθλιότητες δε γνωρίζει πώς να φερθεί και φαίνεται φοβερά γελοίος, καθώς δεν βλέπει ακόμη καλά πριν συνηθίσει οπωσδήποτε με το σκοτάδι αυτού του κόσμου και αναγκάζεται, ή στα δικαστήρια ή όπου αλλού, να υποστηρίζει την ιδέα του για τις σκιές του δικαίου και για τα είδωλα που παρασταίνουν οι σκιές και να πολεμά [517e] τις δοξασίες που έχουν για τη δικαιοσύνη όπου ποτέ τού ποτέ δεν την είδαν;
Μα καθόλου βέβαια παράξενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου