Διανύουμε τη δεκαετία του 1940. Ένας ψυχαναλυτής, ο Ρενέ Σπίτς (Rene spitz), αποφασίζει να μελετήσει παιδιά τα οποία φιλοξενούνται και μεγαλώνουν σε ιδρύματα. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις τρέχουσες τεκμηριωμένες μικροβιακές θεωρίες, οι ιθύνοντες των ορφανοτροφείων και των λοιπών ιδρυμάτων δίνουν σχετικές οδηγίες οι οποίες είναι απολύτως συντονισμένες με την επικρατούσα υπόθεση πως η ανθρώπινη επαφή θα έθετε σε κίνδυνο τη σωματική υγεία παιδιών μέσω της μετάδοσης επιβλαβών μολυσματικών παραγόντων. Με βάση αυτή τη λογική λοιπόν τα ιδρυματικά παιδιά σιτίζονται και ντύνονται κανονικά, ωστόσο οι φροντιστές διατηρούν αποστάσεις, ενώ υπάρχουν σαφείς περιορισμοί και απουσία αγκαλιάς.
Τι συνέβη λοιπόν σε αυτή την ιδιάζουσα συνθήκη; Αυτό που διαπιστώθηκε ήταν πραγματικά τρομερό. Ενώ υπήρχε επαρκής ικανοποίηση των φυσικών αναγκών, τα παιδιά γίνονταν απόμακρα, αρρώσταιναν συχνότερα, ενώ αρκετά εξ αυτών δεν κατάφεραν να επιζήσουν. Εντυπωσίαζε μάλιστα το γεγονός ότι στα ιδρύματα που που συνέβαιναν τα περισσότερα τέτοιου είδους περιστατικά, ήταν εκείνα που θεωρούνταν ως τα πιο άρτια από άποψη υγιεινής και που διέθεταν τον καλύτερο εξοπλισμό. Τα ποσοστά θνησιμότητας μάλιστα στα αποκαλούμενα άσηπτα ιδρύματα έφτανε το 75% ενώ χαρακτηριστικά αναφέρεται πως σε μια περίπτωση άγγιξε και το 100%.
Σε μια ακραία και ιδιαίτερη συνθήκη (με μια κατηγορία παιδιών που δυστυχώς, ως επί το πλείστον, στερούνται ασφαλούς προσκόλλησης) αλλά ωστόσο υπαρκτή, όπως η προαναφερόμενη, υπογραμμίστηκαν με εμφαντικό τρόπο οι μοιραίες συνέπειες του περιορισμού της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Και αυτό μέσω της απαγόρευσης τρόπων με τους οποίους δύναται να εκφραστεί η ίδια η αγάπη στις παιδικές ψυχές (άγγιγμα, αγκαλιά, χάδι, κανάκεμα, κοντινότητα κ.α). Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό πως τα παιδιά έχουν ανάγκη από συνεχή, ασφαλή σωματική και συναισθηματική εγγύτητα και εάν αυτό αγνοηθεί, τότε το κόστος θα είναι μεγάλο και αναπόφευκτο.
Ένας δάσκαλος, γνωρίζει. Ξέρει πώς να μιλήσει στα παιδιά. Μπορεί θα έλεγε κανείς να προσφέρει ψωμί και αυτά να πάρουν παντεσπάνι… έχει με άλλα λόγια τον τρόπο. Και τα παιδιά μπορούν να πειθαρχήσουν. Και να λειτουργήσουν με υπευθυνότητα, τηρώντας τα απαιτούμενα. Αυτό είναι όμως το ζητούμενο; Εδώ εξαντλείται το θέμα; Ή κάτι μας διαφεύγει; Mια δασκάλα ή μια νηπιαγωγός πράγματι, μιλώντας με απόλυτο σεβασμό και τρυφερότητα έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στα παιδιά, αναφορικά με το θέμα του νέου κορωνοιού, και να τονίσει πως για το καλό όλων μας θα πρέπει να εφαρμοστούν κάποια μέτρα.
Μεταξύ αυτών, ίσως, να μην αγκαλιάζονται, να μην αγγίζονται, να μην μοιράζονται, να μην κάθονται δίπλα-δίπλα κ.τ.λ. Και τα παιδιά είναι όντως έξυπνα και θα αντιληφθούν το γιατί. Και θα υπακούσουν. Η ψυχή τους όμως; Λένε πως Η παιδική ψυχή κρύβει μέσα στους κόλπους της σοφία χιλιετιών. Ξέρει καλά ποιο είναι το αληθινά ωφέλιμο και θα το διεκδικήσει. Δεν φοράει προσωπίδα. Και εκφράζει πάντα ό,τι την ενοχλεί, με το δικό της τρόπο. Αντιλαμβάνεται πια, πως το άγγιγμα, η αγκαλιά, το μοίρασμα ως μορφές σύνδεσης και αγάπης ξαφνικά αλλάζουν μορφή. Και, δημιουργούνται αρκετά ερωτηματικά για το αν και κατά πόσο είμαστε κοντά ο ένας στον άλλο ενώ τίθεται σε κίνδυνο και η αίσθηση ασφάλειας.
Ξέρουμε καλά πλέον πως άπαξ και δημιουργηθεί η αίσθηση της συναισθηματικής απομάκρυνσης, τότε στον εγκέφαλο ενεργοποιείτε εκείνο το κέντρο που ενεργοποιεί και ο σωματικός πόνος. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι, «Υποφέρω». Και τότε θα ασκηθεί εσωτερική πίεση ώστε να βρεθεί τρόπος για να διασωθεί ο καλύτερος μηχανισμός επιβίωσης του ανθρώπινου είδους, η άμεση αυθόρμητη σύνδεση και επαφή. Και εάν αγνοηθεί το αίτημα επί μακρόν, τότε οι δυσμενείς συνέπειες θα είναι εξασφαλισμένες.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, θα υπάρξουν λοιπόν περιπτώσεις παιδιών όπου ενώ η εσωτερική φωνή ενός παιδιού θα λέει «Ναι», ο κανόνας θα δείχνει το «Όχι». Έτσι ξαφνικά το παιδί νιώθει την απαγόρευση ή την υποχρέωση να ζητάει άδεια για αυτονόητα πράγματα. Ο αυθορμητισμός που υπηρετεί την ικανοποίηση μιας φυσικής ανάγκης του ψυχισμού καταστέλλεται, με κλονισμό της εμπιστοσύνης προς τον εαυτό αλλά και όλων αυτών που νιώθει σαν ανάγκη από μέσα και αφορούν τη σύνδεση. « Όταν αγγίζεις κάποιον, ξέρεις ότι υπάρχει», αναφέρουν συχνά οι υπαρξιστές. “ Είμαι άραγε πραγματικός; Υπάρχω; Αφού κανείς δε με αγγίζει;”
To εγχείρημα φαίνεται πως είναι αρκετά δύσκολο και περίπλοκο αφού αγγίζονται χορδές λεπτών-πολύ λεπτών θεμάτων. Θέματα που συγγενεύουν σε βαρύτητα και σπουδαιότητα και κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία με το νερό και την τροφή. Επιλέξαμε να κινηθούμε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Δοκιμάζουμε να παρέμβουμε σε περιοχές πολύ ευαίσθητες οι οποίες εκτείνονται από την ψυχική μας πορεία και ανάπτυξη έως και την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Τι μπορεί να γίνει ωστόσο; Γιατί η ζωή σε ύστατη ανάλυση σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη να βρίσκεις απαντήσεις στα ερωτήματα και στα προβλήματα που διαρκώς προκύπτουν. Καταρχήν οι σημαντικοί άλλοι, στις επάλξεις. Χρειάζεται εκτός από νοηματοδότηση, να προσφέρουν ένα διαρκές ασφαλές βήμα στα παιδιά για συναισθηματική έκφραση-επεξεργασία υπό το φως αμέριστης φροντίδας και υποστήριξης. Να δείχνουν καθημερινά την αγάπη τους με κάθε πρόσφορο μέσο που μπορούν, ώστε το όποιο ψυχικό κόστος να ελαχιστοποιηθεί όσο είναι δυνατόν.
Επιπλέον είναι απαραίτητο (εφόσον δεν έχει γίνει), στην εξίσωση των αποφάσεων και των μέτρων να συμπεριληφθεί, με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, ως βασική παράμετρος η βαθύτατη ψυχική ανάγκη των παιδιών για επαφή και αυθόρμητη σύνδεση. Οι προθέσεις όλων θεωρώ πως είναι καλές και όλες οι οπτικές μπορούν να θεωρηθούν ενδιαφέρουσες και χρήσιμες. Ωστόσο όσο περισσότερο εστιάζουμε κάπου, τόσο αποφεύγουμε να δούμε κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο ίσως ορισμένες φορές να είναι ζωτικής σημασίας .
Δεν είμαστε ερπετά, αλλά άνθρωποι με συναισθήματα. Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονται πως αν δημιουργήσουμε συνθήκες διαβίωσης εκτός των ορίων του συναισθηματικού μας υπόβαθρου, η παρακμή μας θα είναι προ των πυλών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου